Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

ΝΕΑΡΕ, ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ

Το παντελόνι συνεχώς μου έπεφτε, προχωρούσα στην Υμηττού στην Καισαριανή, κάπνιζα, κουβαλούσα ένα φορητό υπολογιστή σε τσάντα ώμου και μιλούσα στο κινητό.  Ήταν σίγουρο πως ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι ανάλογο με την πρώτη προσπάθεια αλλά προσωπικά τα τελευταία χρόνια είχα υιοθετήσει ένα τέτοιο στυλ που πλέον μπορούσα να καυχηθώ πως έπαιζα στα δάκτυλα του ενός χεριού (αν και ελεύθερο χέρι δεν υπάρχει).

Ήταν από εκείνες τις μέρες που ξεχνούσα να σκεφτώ τα σημαντικά και αναλογιζόμουν όλες εκείνες τις λεπτομέρειες, τις εκκρεμότητες, τις προθεσμίες, τις αναπάντητες κλήσεις. 

«Καλημέρα, λέγομαι Τάδεδείνας και με είχατε πάρει τηλέφωνο…» έλεγα κρατώντας το κινητό με τον ώμο μου ενώ τα χέρια μου προσπαθούσαν να κρατήσουν το παντελόνι που είχε κατρακυλήσει με αποτέλεσμα τα μπατζάκια να έχουν χωθεί κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου.

«Παρακαλώ περιμένετε λίγο.  Σας συνδέω αμέσως» μου είπε η κυρία στην άλλη άκρη της γραμμής και εγώ βρήκα την ευκαιρία να βγάλω το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη του μπουφάν μου, να ξετρυπώσω ένα, και να το ανάψω λίγο πρίν κατηφορίσει η τσάντα από τον ώμο μου στον αγκώνα.  Γαμημένος πολιτισμός!  Έπρεπε να κουβαλάμε τόσα πράγματα.  Ξεφύσηξα και περίμενα.  Η άλλη άκρη της γραμμής ήταν τεθλασμένη και έψαχνε τρόπο να ισιώσει.  Τράβηξα άλλη μια τζούρα και περίμενα έχοντας πλέον τοποθετήσει το παντελόνι και την τσάντα με τον φορητό υπολογιστή στη σωστή του θέση.  Έχωσα το ένα μου χέρι στην τσέπη του μπουφάν και με το άλλο έπιασα το κινητό. 

Κάποιος φάνηκε στην άλλη άκρη.

«Καλησπέρα κύριε Τάδεδείνα, σας ενημερώνω πως η κλήση καταγράφεται και διατηρείται στο αρχείο της εταιρίας για ένα χρόνο. Για λόγους διατήρησης του τραπεζικού απορρήτου θα μπορούσατε να μου πείτε τα τρία πρώτα ψηφία του ΑΦΜ;»

Άφησα πέντε δευτερόλεπτα να περάσουν και μετά έχωσα το κινητό, χωρίς να το κλείσω, στην άλλη τσέπη του μπουφάν.  Έπρεπε να έχω ένα χέρι ελεύθερο για να μπορώ να καπνίζω βρε διάολε!  Η τσέπη μου φώναζε: «Παρακαλώ, παρακαλώ, με ακούτε;».  Μάλλον είχα πατήσει κατά λάθος την ανοικτή ακρόαση. Όπως και να είχε πάντως ήταν ευχάριστο να σου μιλάει η τσέπη σου, έτσι όπως περπατάς πηγαίνοντας προς την δουλειά.  Οι τσέπες είναι συνήθως βαρετές, εκτός των στιγμών που αποφασίζουν να μιλήσουν.  Οι τσέπες δεν είναι δημιουργικές παρά μόνο κουβαλάνε αν και αυτό μόνο στις καλύτερες των περιπτώσεων.  Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε κόσμος, κανένα παιδί που ξέμεινε πίσω μόνο από το σχόλασμα και από εκεί και πέρα τίποτα. Έτσι δεν είχα κίνδυνο να γίνω ρεζίλι.

Τη στιγμή που πέταξα την γόπα από το τσιγάρο μου άκουσα μια φωνή δίπλα μου.
«Νεαρέ ένα τσιγάρο».

Η φωνή δεν ήταν ακριβώς φωνή.  Εννοώ δεν είχε την συνηθισμένη δόση μπάσων και πρίμων από τα οποία οι ανθρώπινες φωνές είναι φτιαγμένες. Η φωνή ήταν τραχιά. Σαν να κυλούσαν τα γράμματα πάνω σε κατσάβραχα και το κάθε ένα από αυτά να μαζί με τον εαυτό του να έβγαζε και μια μικρό κλάμα πόνου από το κοπάνημα πάνω στα κατσάβραχα.  Να μη σας τα πολυλογώ η φωνή αυτή ερχόταν από μια γριά γυναίκα.  Αρκετά γυναίκα για να μπορείς να πεις με σιγουριά πως ήταν γριά, αλλά αρκετά παραπάνω γριά από το να μπορείς να την τοποθετήσεις στο μεδούλι του μέσου όρου των ηλικιωμένων.  Αυτή η γυναίκα ακουγόταν σα να είχε φτάσει ήδη στο τέρμα αλλά το εισιτήριο της έγραφε: «ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜΩΝ».    Είχε ξεχάσει απλά να πεθάνει.  Τώρα πλέον πιστεύω πως πρέπει να είχε ιδιαίτερους λόγους για αυτό, αν και ακόμα παραμένουν άγνωστοι στο ευρύ κοινό. 

Γύρισα για να κοιτάξω στο πλάι και προς τα πίσω αλλά δεν είδα κανέναν.  Η φωνή ακούστηκε ξανά το ίδιο κουτρουβαλιστή πάνω στα βράχια. Αυτή τη φορά μπορούσα να καταλάβω πως ερχόταν από ένα μπαλκόνι. Τόσο μικροσκοπικό που χωρούσε μόνο τη γριά.

«Νεαρέ, ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάροοοοο. Ένα τσιγάρο. Νεαρέεεε. ΜΗ ΦΕΥΓΕΙΣ. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο….» και συνέχιζε κάπως έτσι. Απομακρυνόμουν. Ολοένα έφευγα. Ξεμάκραινα. Την έκανα. Γλιστρούσα μακριά. Η άλλη γραμμή του κινητού είχε πάψει να ακούγεται μέσα στην τσέπη και η τσέπη μου ήταν πλέον σιωπηλή. Σήκωσα το παντελόνι μου, έπεσε η τσάντα με τον φορητό υπολογιστή από τον ώμο στον αγκώνα και την σήκωσα.  Κάπως έτσι πέρασε η ώρα, χάθηκε η φωνή, φάνηκε η γωνία. Έστριψα.

Έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε. Προτιμώ πάντα αυτό το δρόμο για να πάω στη δουλειά μου, ακόμα και αν έχω παρκάρει κάπου τελείως αντίθετα. Έχουν πεθάνει τρεις άνθρωποι, τον ένα τον γνώριζα, οι δύο ήταν μεγάλης ηλικίας. Μέσα σε αυτούς τους πέντε μήνες έμαθα πως δεν είναι έγκλημα να δώσεις ένα τσιγάρο σε μια γριά που έχει ξεχάσει να πεθάνει. Έγκλημα είναι να μη το δώσεις και εγώ τότε δεν το είχα δώσει και κάπως έτσι προτιμώ να περπατάω σε αυτόν εδώ το δρόμο, έχοντας πάντα στην τσέπη μου ένα πακέτο με τσιγάρα. Σήμερα έκατσα απέναντι από το μπαλκόνι της για μισή περίπου ώρα. Την περίμενα. Άναβα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, μήπως και ο καμένος καπνός την κάνει να φανεί σαν μια άλλη Ιουλιέτα στο μπαλκόνι. Τζίφος. Και μάλιστα τόσο τζίφος που τώρα πλέον σκέφτομαι πως εκείνη η γριά πρέπει να πέθανε ακριβώς μετά τις φωνές πίσω από την πλάτη μου.  Πρέπει να είχε καταλάβει πως πεθαίνει και το μόνο που ήθελε ήταν να καπνίσει ένα τσιγάρο. Μαλακίες. Είμαι αισθηματίας, βλέπω οπτασίες, ίσως τα χάνω λιγουλάκι αλλά με ένα σταθερό ρυθμό. Προσπαθούσα απλά να τη σώσω. Ξανά μαλακίες. Προσπαθούσα να γλιτώσω άλλη μια τράκα και ας πήγαιναν τόσα χρόνια που είχα ξεμπερδέψει με τον στρατό όπου ένα γεμάτο πακέτο μετατρεπόταν σε άδειο σε χρόνο κομμένο ροδέλες του χιλιοστού του δευτερολέπτου.
Φεύγοντας από το μπαλκόνι της χτύπησε το κινητό μου. Το σήκωσα.
«Καλησπέρα σας. Ο κύριος Τάδεδείνα;»


Και ξανά από την αρχή. 

Η ιστορία επαναλαμβανόταν χωρίς απαραίτητα να μας δίνει τις ίδιες ευκαιρίες για να επανορθώσουμε.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Το κατάλληλο γράμμα για να ξεκινήσει κανείς μια ιστορία είναι το γράμμα Ο. Ειδικά το κεφαλαίο. Ένας μεγάλος, στρογγυλός, τροφαντός κύκλος. Μια ενωμένη στριφογυριστή ευθεία. Ένα κενό κέντρο ή ένα περίγραμμα με ουσία. Το Ο είναι μια πορεία που δεν ξέρει κανείς από πού ξεκίνησε και πως τελείωσε. Ένας κύκλος δίχως ενώσεις, κολλήσεις και μερεμέτια. Ένας τέλειος κύκλος είναι ένα όμορφο γεωμετρικό σχήμα και στολίδι κατάλληλο για να ντύσει κάθε λέξη. Ίσως αυτή η τελειότητα του κύκλου να είναι ο λόγος εκείνος που έκανε τόσες πολλές γλώσσες του κόσμου να υιοθετήσουν το γράμμα Ο στο αλφάβητο τους. Παρότι δεν σκαμπάζω και πολλά από παγκόσμια γλωσσολογία έχω μια καταραμένη διαίσθηση πως τη στιγμή που οι χτιστάδες του πύργου της Βαβέλ περίμεναν τις πρώτες τους προμήθειες κυβόλιθων για να ξεκινήσουν το μεροκάματο τους, ακριβώς την ίδια στιγμή, το γράμμα Ο έριξε ένα πήδο και έφυγε μακριά, τόσο μακριά ώστε να μη χάσει την υπόσταση του. Να μη μπερδευτεί με συνομοταξίες, αντιθέσεις και πολέμους. Το γράμμα Ο έφυγε τόσο μακριά από εκείνο το γιαπί που έμεινε για πάντα λατρεμένο και το πιθανότερο είναι πως η γλώσσα το έχει ως το αγαπημένο της παιδί. Ίσως γιατί ήθελε να ανήκει παντού, ίσως γιατί δεν είχε την ανάγκη να ανήκει κάπου μόνο.
Η ιστορία λοιπόν ξεκινά με έναν τέτοιο τέλειο κύκλο. Με ένα γράμμα που βγήκε αρχικά ως επιφώνημα και μετά γκέλαρε τα ψαχνά του ξεκινώντας να στριφογυρνά. Ο Ιάσονας εκείνο το μεσημέρι ξεκίνησε την πορεία του με εκείνο το Ο, το κεφαλαίο, το μόνο γράμμα που δε ζητά βοήθεια ακόμα και όταν φωνάζει τον ίδιο του τον εαυτό με όλη του τη δύναμη. Τα φωνήεντα πάντοτε ήταν καλά με τον φόβο. Δεν υπήρχε κανείς σε όλη τη Γη που σε στιγμή φόβου η πανικού να πρόφερε κάποιο σύμφωνο. Όταν ξυπνούσε τα βράδια από κάποιον εφιάλτη ο Ιάσωνας και τόσοι Ιάσονες φώναζαν α ή ο. Εξαρτιόταν από τα γούστα και πάντοτε τα φωνήεντα ήταν η μόνη λύση για να ξορκίσουν το κακό, να φοβίσουν το δαιμόνιο με την ένταση τους.
Αυτά από ηχητικής άποψης μόνο. Αν φέρει κανείς ως εικόνα μπροστά του όλα τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου θα βρει και ένα νέο λόγο για να συμπαθήσει παραπάνω το γράμμα ο. Το μικρό αυτή τη φορά. Σας παραθέτω λοιπόν τα γράμματα εκείνα που είναι κλειστά, σφραγισμένα, σα να κρύβουν και εκείνα με τον δικό τους τρόπο κάποιο τρομερό μυστικό όπως το ο. Γράμματα όπως το α, το β, το δ και το φ είναι μερικά καλά παραδείγματα. Όλα αυτά τα γράμματα είναι συμπαγή. Λειτουργούν ως οχυρό που δεν αφήνει τον εχθρό να μπει μέσα τους, να τα κατακτήσει. Όλα αυτά τα γράμματα θέλουν τόσο να μοιάσουν στο ο, χωρίς όμως να το καταφέρνουν σε απόλυτο βαθμό. Δε το καταφέρνουν γιατί όλα τους βγάζουν μια μικρή γραμμούλα σε κάποιο τους σημείο που εγώ όπως το βλέπω είναι σα να απλώνουν χέρι για να ζητήσουν βοήθεια, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, σα να κάνουν οτοστόπ στην εθνική οδό με έναν τεντωμένο αντίχειρα, φορώντας μίνι αποκαλυπτική φουστίτσα.
Τα γράμματα είναι όπως οι άνθρωποι. Όλοι τους βγαίνουν σε δύο εκδόσεις. Σε μικρή και μεγάλη. Στις καλές τους στιγμές και στις κακές τους. Σε στιγμές ανθρώπινες και σε στιγμές μεγαλείων και υπερβάσεων. Τα γράμματα γίνονται κεφαλαία όταν στριμώχνονται μπροστά από τελείες, θέλοντας έτσι να ξεκινήσουν τη δική τους πρόταση. Τα γράμματα στην καθημερινότητα τους μένουν μικρά. Η καθημερινότητα είναι το μεγάλο ποσοστό του χρόνου που χρειάζεται για να περιγράψουν τον εαυτό τους και να πουν την δική τους εκδοχή περί αυτού. Κεφαλαία τα γράμματα γίνονται μόνο σε εξαιρετικές στιγμές και αν μου επιτρέπετε την γενίκευση: και ο άνθρωπος γίνεται μεγαλύτερος σε μερικές μόνο εξαιρετικές στιγμές της πορείας του. Ως εδώ λοιπόν όλα καλά. Αν το προχωρήσουμε όμως παραπέρα το γράμμα Ο είναι εκείνο που μένει ακριβώς το ίδιο, πεζό ή κεφαλαίο. Αν ρωτήσω τώρα εσάς πόσους ανθρώπους γνωρίσατε ή γνωρίζετε στη δική σας ζωή που να μένουν ακριβώς οι ίδιοι τόσο στις πεζές τους στιγμές όσο και σε εκείνες που το μεγαλείο τους αφρίζει ξεχειλώνοντας τα όρια της φαντασίας ενός μεγαλείου, τότε τι θα μπορούσατε να μου απαντήσετε;
Αν κάποιος μου πει πως το γράμμα Θ μένει το ίδιο. Πεζό ή κεφαλαίο. Τότε αυτό που μου απομένει να κάνω είναι να ξεταπώσω μια παγωμένη μπύρα και να κοιτάξω στα μάτια εκείνη τη γάτα που πλαγιάζει στο χαλάκι της βεράντας μου δίχως να την έχω προσκαλέσει και δίχως ποτέ να έχουμε αναπτύξει μιας τέτοιας μορφής οικειότητα που να της επιτρέπει να αφήνει τόνους από το λευκό της τρίχωμα πάνω στο όμορφα μαύρο μου πατάκι. Το γράμμα Θ λοιπόν είναι ένα σκέτο ψέμα. Συμφωνώ πως μένει το ίδιο, ή σχεδόν το ίδιο, στις μεγάλες του και τις μικρές του στιγμές αλλά παρόλα αυτά το Θ έχει εκείνη την παύλα στη μέση του που εμένα μου μοιάζει σα διπολική διαταραχή. Σα Τζέκιλ και Χαίντ, Σα Γιν και Γιάνκ τσακωμένα για τα καλά.  Το γράμμα Θ κρύβει το ένα κομμάτι του εαυτό του από το άλλο. Το Θ φοβάται τις αλλαγές και για αυτό και όταν σηκώνεται από την καρέκλα μένει τόσο ίδιο. Δε είναι η μετριοφροσύνη του αλλά η διχασμένη του προσωπικότητα που το κάνει να φέρεται έτσι. Νομίζω πως αν επρόκειτο κάποιος να μου τσουρουφλίσει τις πατούσες με ένα τσιγάρο, ενώ κρατάει πένσα για να μου βγάλει ταυτόχρονα τα νύχια, και να μου λέει, διαβεβαιώνοντας με πως τίποτε από αυτά δε θα συμβεί αν απλά και μόνο ουρλιάξω ΘθθθθθθθθΘΘ, τότε στα σίγουρα εγώ θα φώναζα ΟοοοοοΟ.

Με το Ο ένοιωθα πάντοτε περισσότερο άνετα.  Το ίδιο με τα φωνήεντα που πάντοτε βγάζουν με τη μια όλη την ένταση από μέσα τους. 

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΤΑ ΣΚΑΓΙΑ ΣΤΑ ΠΙΣΙΝΑ ΣΟΥ

Η ανθρωπότητα μοιάζει σαν αφηνιασμένο άλογο που του ρίχνουν με αεροβόλο στα πισινά.  Φτύνει αφρούς από το στόμα και τρέχει και τρέχει, δεν σταματά.  Ήμουν αρκετά μικρός για να θυμάμαι πότε ακριβώς ξεκίνησε αυτό αλλά η ιστορία από ότι έχω καταλάβει πρέπει να άρχισε πολύ πριν από τη γέννηση μου.  Ο κόσμος πάντοτε είχε μια μεγαλειώδη τάση να κάνει τα πράγματα όλο και χειρότερα.  Με λίγα λόγια μοιάζει σα να είμαστε φτιαγμένοι για να τα κάνουμε σκατά όλη την ώρα.  Εκεί που μια μαιμού πρίν από 100 χρόνια θα έτρωγε μια μπανάνα, και μια σύγχρονη μαϊμού θα έτρωγε μια άλλη μπανάνα με το ίδιο ακριβώς αγέρωχα πεινασμένο στυλ, ο άνθρωπος στο μεσοδιάστημα έχει ανακαλύψει τόσους πολλούς τρόπους, τόσες πολλές τροφές, τόσα διαφορετικά μέσα για να τη λαμβάνει που τελικά έχει χάσει αυτό το αγέρωχα πεινασμένο στυλ που όλα τα υπόλοιπα πεινασμένα ζωντανά διαθέτουν.
Και όσο για την τέχνη, αυτή και αν μοιάζει σα να βγήκε για να καλύψει τα κενά. Όσο πιο σκατά τα πάμε, τόσο πιο μεγαλειώδης η τέχνη και φυσικά - και το ξέρετε πως ισχύει πολύ καλά - και το ακριβώς αντίθετο.  Το είχε πει ο Μπουκόφσκι: Δίχως τον πόλεμο, ο Χεμινγουεϊ δεν θα ήταν παρά μια ανούσια λεπτομέρεια σε κάποια ταυρομαχία.  Όσο περισσότερο σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο, κάθε φορά και με πιο μοντέρνους τρόπους, τόσο θα υπάρχουν άνθρωποι που αντί να βαριούνται ή να τρελαίνονται ή να συμβιβάζονται ή να αφήνουν κάθε τι φωτεινό να σβήσει από μέσα τους, θα προσπαθούν να ξεφύγουν μέσα από εκείνο το μικρό άνοιγμα που πάντα το παράλογο αφήνει εκτεθειμένο σε κάποια του πλευρά.
Και όσο για την πολιτική;  Είναι μια χαμένη ιστορία.  Αν χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο για να αποφασίσεις τι θα ψηφίσεις από το να αποφασίσεις τι θα μαγειρέψεις, τότε πίστεψε με η πολιτική έχει φτάσει στο τέρμα της.  Έχει έρθει εκείνο το σημείο που πρέπει να αποφασίσεις το ποιός είσαι πραγματικά.  Έχεις ξεμπερδέψει με τους σωτήρες.  Εκείνους που σε ευνοούσαν δίχως εσύ να χρειαστεί να το προσπαθήσεις.  Δεν υπάρχουν λύσεις πλέον που η πολιτική σκηνή να μπορεί να δώσει.  Το πράγμα έχει δομηθεί τόσο καλά, τόσα χρόνια, που κατέληξε ως ένα άλλο ένα επάγγελμα που μπορεί κανείς να βγάλει πολλά χρήματα, μη κάνοντας τίποτα.  Είναι η εποχή που μοιάζει πιθανότερο κάποια απάντηση να βγει μέσα από καφενείο που συσσωρεύονται άνεργοι παρά από κοινοβούλιο.  Είναι η στιγμή της εξέγερσης αν με καταλαβαίνετε.  Εκτός αν είσαστε από εκείνους που πιστεύουν πάρα πολύ σε κάτι που δεν έχει δείξει ακόμα δείγματα γραφής.  Αν πιστεύετε στη μετά θάνατο ζωή για παράδειγμα, τότε μπορείτε κάλλιστα να περιμένετε να πάτε στον παράδεισο που η θρησκεία σας πρεσβεύει.  Να περιμένετε εκεί μικρότερες ουρές στα ταμεία ανεργείας, καλύτερο πρόγραμμα στην τηλεόραση, και έναν καναπέ που θα μπορείτε να την αράζετε μακάρια δίχως να χρειάζεται να σκέφτεστε τις τοκοχρεωλητικές δόσεις που υπολείπονται για την εξόφληση της αγοράς του.  Ένα τέτοιον παράδεισο τον σκέφτομαι και εγώ.  Ίσως με λίγο δωρεάν WiFi.  Ίσως και κερασμένα τα ποτά πρίν πάμε για ύπνο.
Αλλά ξέρετε κάτι;  Νιώθω πως έχουμε λίγο χρόνο ακόμα για να μπορέσουμε να το ψάξουμε και από εδώ που τώρα είμαστε.  Γιατί να αφήνουμε τον χρόνο έτσι;  Να περνά, να χάνεται, να μας γεμίζει ρυτίδες και καμιά πιτσιρίκα να μη μας κοιτά;  Γιατί να τρέχουμε και μεις σαν αφηνιασμένα άλογα με εκείνους τους τύπους με τα αεροβόλα να στοχεύουν τα πισινά μας;  Γιατί δε σταματάμε να τρέχουμε; γιατί δε γυρνάμε πίσω να δούμε; γιατί δεν αρχίζουμε να τρέχουμε καταπάνω τους;  Γιατί δεν παίρνουμε τη λίγη αυτή ζωή στα δικά μας χέρια και να τρέξουμε ελεύθερα στα λειβάδια της;  Γιατί περιμένουμε μερικούς τρελαμένους ποιητές να μας ξεκουνίσουν;  Γιατί ακόμα ψηφίζουμε ανθρώπους που την επόμενη ημέρα θα βρίσουμε;
Γιατί ο έρωτας έχει γίνει τόσο δύσκολος που εσύ τελικά σκέφτεσαι πως με μια μαλακία ξεμπερδεύεις πιο γρήγορα;

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΚΑΤΑΠΙΑΝ ΤΙΣ ΓΛΥΣΤΡΙΔΕΣ

Αν σήμερα με ρωτούσε κάποιος τι ευχή θα έκανα, θα του έλεγα δίχως δεύτερη σκέψη το να μιλά ο κόσμος λιγότερο. Δεν ξέρω πως στο διάβολο αλλά σήμερα έπεσαν πάνω μου όλοι όσοι ήθελαν να μιλήσουν για τα πάντα. Πάω στη διαχειρίστρια που είχα χρόνια να δω και άρχισε να μου δείχνει τις σωληνώσεις του φυσικού αερίου, να μου λέει για τα σιφώνια, για τον άντρα της και τα καρδιακά του επεισόδια. Έκανα ένα βήμα προς την εξώπορτα, έτοιμος να πω ένα ευχαριστώ και αντίο και τσούπ εκείνη έμπαινε μπροστά μου και συνέχιζε την ιστορία της ή έπλαθε μια καινούργια. Σαν συγγραφέας εκτιμώ τέτοιους ανθρώπους που από το τίποτα βγάζουν μια εγκυκλοπαίδεια, για την ακρίβεια τους ζηλεύω γιατί τον τελευταίο καιρό δε μπορώ να γράψω. Σαν Φίλιππος όμως τους βαριέμαι αφάνταστα. Βαριέμαι και τον ίδιο μου τον εαυτό που γίνεται τόσο μα τόσο υπομονετικός μαζί τους. Μόλις έφυγα με έπιασαν οι τύψεις. Μια γριά μόνη και δεν έχει να πει τον πόνο της. Αν ο πόνος της είναι όλα όσα μου είπε μπορώ να καταλάβω το γιατί νιώθει τόσο μόνη. Από την άλλη οι άνθρωποι, όσο περισσότερο μιλάνε, μου μοιάζουν και περισσότερο κενοί. Αυτό το συμπέρασμα έχω βγάλει και να με συμπαθάτε αν μιλάτε και εσείς πολύ. Προτιμώ μια σιωπή, να έρθει και να μπαστακωθεί και εγώ να αρχίσω να δημιουργώ μυστήρια στο μυαλό μου και να έχω την ανάγκη να ρωτήσω πρώτος αντί να μου απαντάνε σε ερωτήσεις που δεν ρωτήθηκαν ποτέ.
Καταφέροντας να ξεφύγω από τα δίχτυα της ατέρμονης πάρλας, βγήκα στον δρόμο ξαλαφρωμένος. ΤΣΟΥΠ ήρθε μια γειτόνισσα και με ρώτησε αν ξέρω κάτι για τους νέους γείτονες που ήρθαν στην πολυκατοικία. Μου πέρασε από το μυαλό να την ρωτήσω τι εννοεί. Αν θέλει να μάθει για το επάγγελμα, την ιθαγένεια, τα πολιτικά τους φρονήματα, την ομάδα αίματος, το πόσα παιδιά έχουν ή θέλουν να κάνουν, το σε ποια στάση κοιμούνται τα βράδια, αν βλέπουν γιουροβίζιον, αν ο άντρας σηκώνει το καπάκι της τουαλέτας όταν κατουράει, αν η γυναίκα φοράει ψηλοτάκουνα, αν ακούνε δυνατά μουσική, τι μουσική ακούνε, αν ακούνε μουσική και αν δεν ακούνε, γιατί. Τέτοια ήθελα να την ρωτήσω αλλά μπουχτισμένος όπως ήμουν από την ακατάληπτη πάρλα της πρώτης κυρίας αποφάσισα να μην το διακινδυνέψω. Περπάτησα γρήγορα και της είπα πως βιάζομαι και από όσο ξέρω οι γείτονες είναι απλά ένα ζευγάρι. Είδα με την άκρη της κόρης του ματιού μου την απογοήτευση της να κρέμεται ολόκληρη έξω από το ανοικτό παράθυρο του αμαξιού της που έχασκε σχεδόν παρκαρισμένο στη μέση του δρόμου. Ήταν μια από τα ίδια και αυτή. Ένας άνθρωπος έτοιμος να ξεκινήσει από το μηδέν μια ολόκληρη κουβέντα για ώρες.
Την είχα σκαπουλάρει για δεύτερη φορά.
Μόλις έφτασα στην δουλειά μου πετάχτηκε ένας γείτονας έξω και άρχισε να μου μιλάει για τα παιδιά του. Τον άφησαν να φτιάξει μόνος του ορισμένες ζημιές στο σπίτι. Δε του έφεραν μελομακάρονα αυτή τη χρονιά και ήταν η πρώτη. Η νύφη του τον στραβοκοίταξε προχθές και εχθές τον είχε πιάσει δυσκοιλιότητα και δεν είχε  κέφι να κρεμάσει τα λαμπάκια των γιορτών στο μπαλκόνι του τα οποία έτσι και αλλιώς ήταν καμένα τα μισά από πέρσι και έπρεπε να πάει στον υπάλληλο του καταστήματος να του τα ψάλλει γιατί κάηκαν στην εγγύηση και μιας και μιλάγαμε (;) για εγγύηση πως εγγυάται το μέλλον των παιδιών μας; Με ρώτησε για τον Τσίπρα και άλλα δαιμόνια. Σκέφτηκα να του φωνάξω δυνατά "ΕΛΕΟΣ" αλλά είμαι σίγουρος πως δεν θα με καταλάβαινε. Έφυγα και από εκεί τρέχοντας σχεδόν και ζητώντας συγγνώμη γιατί δεν μπορούσα να σταθώ επειδή βιαζόμουν.
Πήγα και κάθισα κάτω από ένα πεύκο. Πουλάκια κελαηδούσαν που και που. Μια γλυκιά ησυχία υπήρχε εκεί. Ήταν οι μοναδικοί ήχοι που άντεξα να ακούσω σήμερα. Ίσως γιατί τα πουλιά ό,τι έχουν να πουν το λένε με τραγούδι. Δε σε πιάνουν από τον γιακά και αρχίζουν τα λογίδρια τους. Τα πουλιά έχουν τσίπα, έχουν μπέσα, έχουν προσωπικότητα.
Πέφτοντας μια κουτσουλιά πάνω μου γύρισα και κοίταξα ψηλά.
"Τουλάχιστον εσύ τα σκατά που θέλεις να βγάλεις από μέσα σου, τα βγάζεις με τον πρέπον τρόπο" σκέφτηκα και είπα να μη του μιλήσω γιατί τα λόγια τελικά είναι τόσο μα τόσο λίγα.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

ΧΟΝΤΡΑ ΨΕΜΜΑΤΑ


Τον άκουγα να μιλάει και να μιλάει, να λέει ψέματα, το ένα πίσω από το άλλο ή και με την ανάποδη σειρά. Μιλούσε τόσο πολύ, με τόσο πάθος που οι ακροατές δεν έβρισκαν κάποιο κενό στον χρόνο για να μπουκάρουν μέσα και να αξιολογήσουν τα λεχθέντα. Εκείνος είχε γίνει μεγάλος τεχνίτης σε αυτή την τέχνη. Στην τέχνη της αποπλάνησης, παραπλάνησης, διαστρέβλωσης ίσιων πραγμάτων και ξεχειλίσματος μισογεμάτων ποτηριών. Μπορούσε να φέρει ένα πλανήτη πέντε σβούρες ή ακόμα και να του αλλάξει τροχιά.
Περίμενα πίσω από την πόρτα, ακούγοντας για εκείνο τον φανταστικό εαυτό μου μέσα από το ξεδοντιάρικο του στόμα. Τον σκεφτόμουν έτσι όπως τον είχα αφήσει. Κοντό τόσο σα κάθε του ψέμα να τον έκανε ολοένα και μικρότερο, χοντρό σα κάθε του κουβέντα να του ξεχείλωνε την κυριαρχική του κοιλιά. Υπήρχαν λίγοι άνθρωποι που είχαν καταφέρει κάτι αντίστοιχο και τα βιβλία περιέγραφαν τους σκληρούς θανάτους που είχαν βρει. Εκείνο που δεν περιέγραφαν τα βιβλία ήταν η μίζερη, στενή και άχρωμη ζωή τους.
Περιμένοντας λοιπόν πίσω από την πόρτα, ακούγοντας τα ψέματα στη σειρά και ένα βουβό πλήθος που ήθελε από κάπου να πιαστεί για να φρενάρει την πτώση της νοημοσύνης του, δεν άντεξα και μπήκα μέσα.
Τους έφερα μια γύρα στο βλέμμα μου και έκανα δύο βήματα ακριβώς για να μπορώ να σταθώ στο κέντρο τους. Είχε καταφέρει να στρέψει τους πάντες εναντίον μου και μάλλον είχα λίγες ελπίδες να επιζήσω τώρα πια. Δεν είχε νόημα να φέρω τα λοξά στην ευθεία τους, δεν είχε καμιά ελπίδα να προσπαθήσω να αποδείξω. Περίμενα μόνο για την πρώτη κίνηση και όταν αυτή έγινε, σβάρνισα το πάτωμα και βρέθηκα πίσω από τη ραχοκοκαλιά του. Τον έπιασα από την κοιλιά και τον έσφιξα. Άρχισε να ξερνάει, μέσα από εκείνο το τεράστιο στομάχι πετάχτηκαν κάθε λογής πράγματα. Τα περισσότερα ενδιαφέροντα, έπεφταν πάνω στο τραπέζι, στο πάτωμα, στις καρέκλες στις μπλούζες, στα κεφάλια. Άλλα τινάζονταν και κολλούσαν στο ταβάνι σα φρέσκος πλακούντας. Είδα τον κόσμο να εναλλάσσει τις θέσεις του, να ψάχνει, να βουτάει μέσα στους εμετούς του και να ξαφνιάζεται. Άλλοι έβρισκαν χαμένα πράγματα που τους είχε κλέψει κάποτε, άλλοι έβρισκαν κρυμμένες λύσεις στα προβλήματα τους, άλλοι - βλέποντας τους υπόλοιπους να κερδίζουν λάφυρα - βουτούσαν μέσα και έφερναν απλωτές μέσα στα γαστρικά του υγρά.
Τον έσφιγγα ολοένα και περισσότερο, μέχρι να αδειάσει τελείως, μέχρι να μείνει μόνος με τον εαυτό του χωρίς όλα εκείνα που είχε παραχώσει όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην τσιτωμένη του κοιλιά. Αν κάποιος από εσάς δοκίμαζε κάτι αντίστοιχο σε κάποιον πολιτικό θα ήταν θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο θα είχαν λυθεί ένα τσούρμο προβλημάτων.
Στο τέλος έμεινε σκέτος, ένα απολυφάδι σωστό. Μόνο δέρμα σχεδόν και κάτι κόκαλα να τον συγκρατούν στην ανθρώπινη στάση. Χαλάρωσα τη λαβή μου και έγειρα πίσω. Κατάφερε να σταθεί μόνο για μερικά δευτερόλεπτα όρθιος. Σα να προσπαθούσε να χαρεί για λίγο ακόμα την ανθρώπινη του όψη. Παρατηρούσα τον κόσμο εκεί μέσα να παραχώνει πράγματα και αλήθειες μέσα στις τσέπες, κάτω από παλτά και ανάμεσα από τις χούφτες του. Ξαφνικά όλοι έμοιαζαν απολύτως ικανοποιημένοι, παρότι πριν από λίγο εκείνος εκεί ο τύπος έμοιαζε σαν ο απόλυτος σωτήρας. Λίγοι γνώριζαν την εξίσωση. Όσο μεγαλύτερο το ψέμα τόσο ταχύτερη η απομάκρυνση όλων των στοιχείων που πίστεψαν σε αυτό. Η αλήθεια απεναντίας είχε αργούς χρόνους, μάζευε λίγους οπαδούς, σε όλα τα μήκη και πλάτη του χορο-χρόνου η αλήθεια έκανε μικρές πωλήσεις αλλά με ένθερμους και πιστούς φίλους. Κάτι που δεν κατάφερε το ψέμα ποτέ και πουθενά.
Εκείνος άρχιζε να λυγίζει και δεν πήρε πολύ ώρα έως ότου τα χέρια του ακουμπήσουν στο έδαφος. Ξάπλωσε μπρούμυτα και άρχισε να λικνίζεται σα χτυπημένη σαρανταποδαρούσα. Η ταχύτητα του οξύνθηκε και ξεκίνησε να έρπει μέσα στο χώρο. Σε κάθε του λίκνισμα γινόταν και μικρότερος. Η μετάλλαξη του είχε μια απίστευτη ταχύτητα και η περιέργεια μου για να δω που το πήγαινε και τούτη τη φορά με έκανε να τον ακολουθήσω σε όλη του την πορεία. Έμοιαζε σα να έψαχνε απεγνωσμένα για μια έξοδο. Τον πήρα από πίσω στο διάδρομο, στο δωμάτιο στα αριστερά και στη συνέχεια μέσα στην τουαλέτα. Πριν καταφέρω να τον δω καθαρά η άκρη του ματιού μου πέτυχε τα μικροσκοπικά του ποδαράκια να χώνονται μέσα στο σιφόνι του δαπέδου. Έσκυψα και τον είδα να έχει γίνει μια μικρή μπαλίτσα εκεί μέσα, μέσα από το σιδερένιο σχαράκι του σιφονιού.
Σκέφτηκα να τραβήξω το σχαράκι και να τον ισιώσω με τα δάκτυλα μου αλλά ήταν πολύ λίγο για ένα τόσο τρανό τύπο σα του λόγου του. Άνοιξα μόνο τη βρύση του νιπτήρα και τον παρατήρησα να κολυμπάει για λίγο πριν χαθεί για τα καλά μέσα στην τετράποντης διατομής πλαστική σωλήνα της αποχέτευσης.
Αυτή τη φορά είχε πάρει το σωστό δρόμο. Τα βρόχινα, καθαρά νερά έβγαιναν στα κράσπεδα μέσω των υδρορροών και τα βρώμικα νερά πήγαιναν στην αποχέτευση.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που εκείνος ο τύπος είχε βρει τον σωστό δρόμο, αν και τώρα πλέον τείνω να πιστέψω πως τα σκατά τα ίδια δεν θα συμφωνούσαν με αυτό.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ

Στο μετρό, μεσημέρι Παρασκευής, μπήκα στο βαγόνι, κάθισα, κοίταξα λίγο έξω να σιγουρευτώ πως απομακρυνόμουν και μετά κοίταξα την ηλεκτρονική ταμπελίτσα μέσα για να σιγουρευτώ πως δεν έκανα λάθος στην κατεύθυνση όπως τόσες άλλες φορές στο παρελθόν.
Στη συνέχεια έβγαλα ένα βιβλίο και ξεκίνησα να το καταπίνω. Ο Γκίντερ Γκράς και το ταμπούρλο του είναι μια μελωδική παρέα κάτι τέτοιες ώρες.
Οι στάσεις περνούσαν σα σελίδες από τη ματιά μου όπως οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν στα έγκατα της Γης, μέσα στο Μετρό και μέσα στο βαγόνι που εγώ βρισκόμουν. Δεν έδινα σημασία, όντας χωμένος μέσα στο βιβλίο μου. Μόνο αφού βγήκα έφερα στο μυαλό μου τις φευγαλέες εκείνες εικόνες που μάζεψα σηκώνοντας που και που το βλέμμα μου από τις γραμμές του βιβλίου για να δω τις γραμμές του τραίνου και τις γραμμές των ανθρώπων που περίμεναν να βγουν ή να μπουν στο βαγόνι.
Η συλλογή αυτή είχε ενδιαφέρον.
Μια γυναίκα όμορφη, ένας άντρας οικοδόμος γύριζε σπίτι, ένας ζητιάνος κυριλέ που πουλούσε στιλούς με τρία χρώματα ο καθένας. Μόνο πενήντα λεπτά παρακαλώ. Ένας ζητιάνος με εγκαύματα σε όλη του την αριστερή πλευρά, μια φοιτήτρια που διάβαζε για να φύγει κάποτε από την Ελλάδα, μια έγκυος που χάιδευε την κοιλίτσα της, ένας ιδρωμένος δικηγόρος με τα εξώδικα υπό μάλης και τέλος ένας νεαρός με τόσο όμορφο παρουσιαστικό και ντύσιμο που ήμουν σίγουρος πως ακόμα δεν έχει πάρει πρέφα από το παραμικρό.
Κάπου εκεί ένοιωσα άσχημα.
Ένοιωσα άσχημα πραγματικά.
Είπα πως είμαι στον κόσμο μου για να κάθομαι να διαβάζω αντί να παρατηρώ όλη αυτή την ποικιλία του κόσμου που όχι μόνο φτιάχνουν ένα ολόκληρο βιβλίο αλλά φτιάχνουν πολλά βιβλία που μπερδεύουν τις σελίδες τους το ένα με το άλλο, ανταλλάσσουν φράσεις, προτάσεις και δεν ξέρω και άλλο τι.
Μετά από λίγο ένοιωσα καλύτερα.
Πραγματικά καλύτερα.
Μη με ρωτάτε το γιατί, γιατί είτε ψέμματα θα σας πω ή θα σας απαντήσω πως δεν με ρωτήσατε το γιατί ένοιωσα άσχημα αρχικά. Γιατί λοιπόν να με ρωτάτε τώρα που νιώθω καλά διαβάζοντας τις τόσες διαφορετικές ιστορίες που οι άνθρωποι γύρω μας μας λένε και ενώ εκείνοι δεν μιλάνε, μια ιστορία βουβή αφηγούνται και εγώ τους ακούω παρόλο που αυτή δε μου μιλάνε, διαβάζοντας ένα τόσο υπέροχο βιβλίο σαν αυτό του Γκράς;

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΡΙΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ

Ήταν απόγευμα Τρίτης και αν η μνήμη μου δε με απατά ήταν Φθινόπωρο. Σημασία δεν είχε αλλά στα βιβλία που διάβασα τέτοιες λεπτομέρειες πάντοτε είχαν σημασία. Και η αλήθεια ήταν πως και στη δική μου περίπτωση είχαν σημασία. Τρίτη πρωί λοιπόν και τα μαγαζιά ήταν ανοικτά, ο κόσμος κοίταζε τις βιτρίνες λες και περιμέναν να ρουφηχτούν από κάποια χαραμάδα και να μετακομίσουν σε ένα στυλ ζωής κομμένο και ραμμένο όπως αυτό της βιτρίνας. Το φθινόπωρο επίσης είχε τα δίκια του. Ήταν η εποχή που και ο παραμικρός ήχος αποκτούσε σημασία. Το ποιητικό θρόισμα των φύλλων για παράδειγμα ή εκείνο το τρίξιμο της συστολής που χαρακτήριζε τους διεσταλμένους ανθρώπους των διακοπών του καλοκαιριού. Η σημασία της Τρίτης είναι πως αυτή είναι μια σχετικά αδιάφορη ημέρα εκτός και αν τυγχάνει να είναι και 13 όπου μια φορά στο τόσο η μέρα αυτή αποκτά μια σχεδόν γιορτινή υπόσταση. Τις Τρίτες πιστεύω πως μπορεί να προσέξει κανείς τα πιο αόρατα πράγματα που συμβαίνουν καθότι δεν έχει κάτι περισσότερο αβανταδόρικο για να ασχοληθεί. Οι Παρασκευές, τα Σάββατα και οι Κυριακές είχαν μια έπαρση άλλο πράμα, κουβαλούσαν πάνω τους όλο τον χαμένο χρόνο που έψαχνε εκτόνωση. Η Δευτέρα πάντοτε με ψυχοφάρμακα ήταν και όσο για την Τετάρτη δεν ζητούσε κανείς πολλά πολλά. Η Πέμπτη ήταν το πρώτο ραντεβού και όπως σε κάθε πρώτο ραντεβού αρμόζει ο καθένας έδινε παραπάνω ευκαιρίες από αυτές που κανονικά της αναλογούν.


Εκείνη την Τρίτη λοιπόν, ενώ άκουγα μέσα στο παρκαρισμένο μου αμάξι το γλυκό αεράκι να παίρνει το καλοκαίρι μακριά μου, ένιωσα σαν ένας καταξιωμένος μαέστρος. Άφησα κάθε ήχο να γίνει μέρος της στιγμής μου. Στην αρχή ήταν μόνο ένα αεράκι που σφύριζε ντροπαλά μέσα στο μισάνοιχτο μου παράθυρο, αυτός ο ήχος έμοιαζε με τον ήχο που παράγουν οι μπαγκέτες – σκουπάκια έτσι όπως πέφτουν πάνω στα τύμπανα. Μετά πετάχτηκαν δύο κόρνες αυτοκινήτων (γιατί η αλήθεια ήταν πως είχα κλείσει κάπως το πέρασμα με το άτεχνο μου παρκάρισμα), να και οι νότες σαξοφώνου. Κάθισα πιο μπόλικα στο κάθισμα και άνοιξα καλύτερα το παράθυρο μου. Οι νότες της κυρίας καθώς με έβριζε που έκλεινα τον πεζόδρομο ήχησαν σαν κλαρινέτο, ενώ το παιδί της που τσίριζε στο καροτσάκι ήταν το πρίμο σαξόφωνο. Ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω κανέναν ήχο να κάνει φτερά. Κρατούσα τους παλιούς ήχους και έψαχνα μετά μανίας να εναρμονίσω νέους ήχους στο τραγούδι της πόλης που πάλευα να συνθέσω. Δεν ήμουν σίγουρος το στυλ που θα κατέληγε τελικά να έχει αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν ήταν κάτι που ήταν στις προτεραιότητες μου. Γνώριζα πως όταν προσπαθεί κανείς να κατηγοριοποιήσει ή να ενταχθεί σε μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων τότε δεν προέκυπτε κάτι άξιο λόγου. Το αντίθετο μάλλον. Το ίδιο συνέβαινε στην τέχνη, στην πολιτική και στην κοινωνία. Όταν κάτι προκύπτει μέσα από εσένα δίχως να προσπαθείς να το περάσεις από το τελωνείο τότε υπάρχουν πολλές πιθανότητες να γίνει κάτι όμορφο. Αν δε, έχεις και κάτι να πεις, κάτι που ίσως σκέφτηκες μια νύχτα μαύρη που έμοιαζε να έπεσε για τις σκέψεις σου και μόνο, τότε θα προκύψει κάτι που θα ζει ακόμα και όταν εσύ ο ίδιος τινάξεις όλα τα πέταλα γύρω από το ξερό σου κοτσάνι. Η μουσική εξελισσόταν, έγχορδες φωνές μιας τρελής πολιτείας συνοδευόταν από πρίμα τακουνάκια να χτυπάνε στα πεζοδρόμια ενώ φούστες ανέμιζαν από πάνω τους, μπάσα κλείσιματά από πόρτες διαμερισμάτων που χτίστηκαν για να σαγηνέψουν την επαρχία κάνοντας τα κουστουμαρισμένα παιδιά των αγροτών να θέλουν να γίνουν αγρότες. Ήχοι έρχονταν από παντού, από τις εξατμίσεις, από τα κενά καταστήματα με τους αμέτρητους λογαριασμούς κάτω από τις πόρτες τους, από το σούρσιμο των βημάτων στην ουρά του ΟΑΕΔ, από τις γάτες που χώνονταν ανάμεσα σε ανθρώπους μέσα στους κάδους ανακύκλωσης που μόνο το μπλε τους και όχι το περιεχόμενο τους βάφτιζε έτσι. Ήχοι ερχόντουσαν από παντού και συνέθεταν μια μελωδία ενόσω η ζωή είχε αργήσει και πάλι στο ραντεβού της.


Η παρατεταμένη κόρνα του περιπολικού ήρθε σαν κορύφωση μιας υψιφώνου με καριέρα παγκοσμίου εμβελείας.  Τα παιδιά εκείνη την ώρα ορμούσαν έξω από την τράπεζα και μέσα στο αμάξι μου. Το τραγούδι είχε φτάσει στο τέλος του πλέον. Έβαλα πρώτη και όρμησα εκεί έξω ακούγοντας την σειρήνα να μας ακολουθεί, όλοι εκείνοι οι ήχοι τελικά έκαναν φτερά. Έμοιαζε σαν να εκτοξευτήκαμε στο κενό. Θα σωζόμασταν ή θα χανόμασταν. Θα γινόμασταν νότες ή θα σκονιζόμασταν στα αυλάκια ενός ξεχασμένου βινιλύου.

   
«Πόσα;» ρώτησα κοιτώντας τα κόκκινα φανάρια να μας κοιτάνε και τα αμάξια να φαλτσάρουν στα φρένα τους.



«Αρκετά για να βγάλουμε τον πρώτο μας δίσκο» μου απάντησε ο Πέτρος ο μπασίστας. Κάτι θα ήξερε. Όταν καταφέρεις να φτιάξεις ρυθμό με τέσσερις μόλις χορδές βλέπεις τα πράγματα πιο απλά.

 Όπως πράγματι είναι.

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

ΝΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΦΘΗΝΟΤΕΡΑ ΑΚΡΙΒΟ!

Χαλάνδρι-Πανόρμου, κάμποσα μέτρα κάτω από την επιφάνεια απροσμέτρητων ζευγαριών παπουτσιών που πηγαίναν και ερχόντουσαν από δουλειά σε δουλειά και από ανεργία σε ανεργία. Προσωπικά εκείνη την ημέρα προτίμησα το μετρό και το μειωμένο του εισιτήριο. Η κυβέρνηση το έριξε 20 λεπτά, από το 1,4 στο 1,2. Κάτι ακουγόταν και για το πετρέλαιο θέρμανσης αλλά ο χειμώνας αργούσε ακόμα, πόσο μάλλον οι σκέψεις των βουλευτών. Η μείωση του εισιτηρίου με είχε κάπως χαροποιήσει γιατί ήταν από τις λίγες εκείνες φορές που μπορούσα να κάνω κάτι με τρόπο φθηνότερο από πριν, αν και η πραγματικότητα ήταν πως πριν δεν μπορούσα να κάνω σχεδόν τίποτα πέρα από το να προσπαθώ να μείνω ζωντανός (γεγονός που σε πολιτισμένους τόπους θεωρείται αυτονόητο). Όπως και να είχε,  στην τσέπη μου βρισκόντουσαν μόνο 120 λεπτά του ευρώ και έτσι  τώρα μπορούσα να κάνω έστω αυτή τη βόλτα.


Θεωρούσα πως θα είχα στη διάθεση μου μιάμιση ώρα για να μπορώ να επιστρέψω με το ίδιο εισιτήριο αλλά για κακή μου τύχη μαζί με τη μείωση του τιμήματος της βόλτας μου, είχε μειωθεί και η διάρκεια του. Είχα στη διάθεση μου μόνο 70 λεπτά της ώρας για να σουλατσάρω πριν βρεθώ και πάλι στην αφετηρία. Ήταν κάπως γελοίο να αλλάζεις τα μέτρα και τα σταθμά. Ανέντιμο. Ήταν σα να ακούς τον μανάβη να φωνάζει την τιμή της πατάτας και εκεί που σου φαίνεται συμφέρουσα και πας να γεμίσεις μια σακούλα, στο ταμείο να σου λέει πως η τιμή αφορούσε το τεμάχιο ή τα 100 γραμμάρια, σε καμία πάντως περίπτωση δεν αφορούσε το ένα ολοστρόγγυλο κιλό που είχες συνηθίσει να φωνάζουν όλοι οι μανάβηδες σε όλες τις γειτονιές.
Τέλος πάντων, εκείνη τη μέρα η βόλτα μου δε είχε διάρκεια μεγαλύτερη των 70 λεπτών και έτσι δε χρειάζεται να γκρινιάζω περισσότερο από όσο ήδη έχω πράξει. Ακύρωσα το εισιτήριο, έκανα ένα πάνω κάτω στην πλατφόρμα, κοίταξα την οθόνη με τον υπολειπόμενο χρόνο για την άφιξη της αμαξοστοιχίας και παρατηρούσα τους ανθρώπους που περίμεναν όπως και εγώ, παρατηρώντας και εκείνοι με τη σειρά τους του υπόλοιπους και μαζί με αυτούς και εμένα τον ίδιο. Αυτό μου έδινε μια σιγουριά πως στην ανθρωπότητα ο ένας συνδεόταν με όλους τους υπόλοιπους με τρόπο αν όχι απόλυτα αρμονικό, ωστόσο με κάτι που αποτελούσε το πρώτο βήμα του νοιαξίματος ή έστω της απλής περιέργειας. Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα είχε τραβήξει την προσοχή μου. Δεν παρατηρούσε κανέναν και όση ώρα και να την κοίταζα εκείνη κοίταζε την κόκκινη λωρίδα που βρισκόταν στο δάπεδο και χρησίμευε στο να μη πέσει κανένας στο κενό ή συμπαρασυρθεί με το γιγάντιο γρήγορο και ατσάλινο σκουλήκι όπως θα έλεγε ένας ινδιάνος αν προσπαθούσε να δώσει ένα περισσότερο νόστιμο όνομα στο μετρό.


Το τραίνο ήρθε, η γυναίκα μπήκε και γλιστρώντας πίσω της κατάφερα να καθίσω στο απέναντι κάθισμα από εκείνη. Κοιτούσε έξω. Κοιτούσε το μαύρο πίσω από το τζάμι, τους σταθμούς να εναλλάσσουν τα χρώματα, τις αρχιτεκτονικές ιδέες και τους ίδιους τους ανθρώπους που ίδιοι έμεναν, όσο διαφορετικός και να ήταν ο κάθε σταθμός και ανεξάρτητα του ποιος εικαστικός τον είχε επιμεληθεί.  Είχε βγάλει από την τσάντα της ένα βιβλίο και προσπαθούσε να διαβάσει, που και που μόνο του έριχνε μια ματιά. Την περισσότερη ώρα μουρμούριζε κάτι και έκλαιγε. Έκλαιγε τόσο αόρατα όμως που πιστεύω πως κανείς άλλος εκεί μέσα δε θα το είχε προσέξει. Έκλαιγε από μέσα της με εκείνον τον τρόπο που σιγά σιγά μάθαινα και εγώ μεγαλώνοντας, κερδίζοντας εμπειρίες και χάνοντας μικρά κομμάτια από τον εαυτό μου.


Στη στάση εθνική άμυνα ήταν που προσπάθησα να την καταλάβω, να εξηγήσω τον βουβό της πόνο γιατί ήξερα πως μόνο οι πόνοι που μένουν βουβοί έχουν ένα σημαντικό βάθος και μια κάποια αξία. Φορούσε μαύρα και το γεγονός αυτό μπορεί να σήμαινε πως είχε χάσει πρόσφατα κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο. Πάλι όμως, ήταν περίεργο να κουβαλά ένα βιβλίο στην τσάντα. Τα μικρά, λευκά κυκλάκια στο μαυροφόρεμα της έδειχναν πως και κάποιος να είχε πεθάνει θα είχε περάσει αρκετός καιρός. Χρόνια, ίσως και δεκαετία. Τα λευκά φωτάκια μέσα σε ένα πένθιμο φουστάνι λειτουργούν όπως οι φυσαλίδες από το ξέσπασμα της ανάσας κάτω από το νερό. Το θανατικό πρέπει να της στέρησε την ανάσα για πολύ καιρό αλλά εκείνη τώρα, με αυτό το φόρεμα, έμοιαζε σα να άρχιζε και πάλι να αναπνέει. Τότε τι; Γιατί; Της είχε αφήσει μήπως χρέη δυσβάσταχτα ο μακαρίτης; Μήπως είδε κάποιον στο βαγόνι που της τον θύμισε; Μήπως ήταν τρελή και η αιτία του πόνου της άγνωστη ακόμα και στον γιατρό της; Η τρέλα πάντα ήταν το τέρμα εκείνο που οδηγούνται όλοι όσοι δεν κατάφερναν να εξηγήσουν και να καταλάβουν τον τρελό. Ήταν η λέξη εκείνη που κρατούσε τις αποστάσεις, που τηρούσε τις αναλογίες, που βαστούσε τον καθένα από εμάς πάνω στην γνώριμη σκακιέρα της ζωής. Προσωπικά δε μου άρεσε να καταλήγω σε τέτοια συμπεράσματα και ίσως γι’ αυτό θα έπρεπε να γίνω ψυχίατρος ή απλά ένας μπάρμαν για να μπορώ να μελετάω καλύτερα την ανθρώπινη φύση. Όμως δεν έγινα, ούτε το ένα, ούτε το άλλο και ενώ για το πρώτο βρήκα γιατρειά σε φίλους που κοστίζουν λιγότερο και αξίζουν περισσότερο, το δεύτερο σπάνια εξασκούσε αυτή την πλευρά του επαγγέλματος καθότι αναλωνόταν στο περισσότερο πιπεράτο παιχνίδι με πιτσιρίκες που στα μάτια ενός μπάρμαν έβλεπαν την καταξίωση της υποκειμενικά ηφαιστειακής γυναικείας τους φύσης.


Στην Κατεχάκη η κυρία εκείνη σταμάτησε να κοιτάζει μαζί με τον βουβό της πόνο έξω από το παράθυρο. Έπεσε με τα μούτρα στο βιβλίο και μουρμουρούσε. Ίσως τα λόγια του βιβλίου το οποίου προσπαθούσε να αποστηθίσει. Ίσως ήταν ηθοποιός του θεάτρου και πρέπει να ήταν πραγματικά σκληρό να προσπαθήσεις να διαβάσεις ένα θεατρικό έργο γραμμένο σαν έργο αντί σα μυθιστόρημα. Το είχα προσπαθήσει μια φορά και μου έμοιαζε σα να προσπαθείς να φας μια σούπα με το πιρούνι. Ίσως τελικά ήμουν κάπως υπερβολικός γιατί ένας άνθρωπος ντυμένος στα μαύρα με ένα βιβλίο στο χέρι και έναν κρυμμένο πόνο πίσω από τα μάτια να μη σημαίνει και τίποτε το ιδιαίτερο. Στο κάτω κάτω η όλη εξέλιξη του ανθρώπινου είδους βασίστηκε ακριβώς σε αυτό. Στο να μη δίνει σημασία στις λεπτομέρειες. Οι μεγάλες ιδέες πάντοτε είχαν περισσότερα να πουν και να πάνε λίγο πιο πέρα το είδος μας. Αν κάθε τρείς και λίγο στεκόμασταν πάνω σε κάποια ραγισμένη ψυχή και στεγνωμένη καρδιά τότε δε θα γινόταν τίποτε το αξιοσημείωτο και ούτε με αμάξια θα κυκλοφορούσαμε, ούτε στο διάστημα θα πηγαίναμε, ούτε η βιομηχανική επανάσταση θα υπήρχε στην κοινωνιολογία του λυκείου και πολύ φοβάμαι πως ούτε το μετρό – που τώρα μέσα του σκέφτομαι – θα υπήρχε.


Στην Πανόρμου κατέβηκα. Αυτή τη φορά δεν ξεχάστηκα σαν κάποιες φορές που στάση μου γινόταν το τέρμα και η αφετηρία της επιστροφής. Είχα μόνο 53 λεπτά ακόμα για να κάνω τη βόλτα μου και να επιστρέψω. Είχα αποφασίσει πως δεν μου έκλεψε κανείς τα πλεονάζοντα είκοσι λεπτά της βόλτας. Πως εγώ κατάφερα με είκοσι λιγότερα σεντς να κάνω του κεφιού μου. Είχα αποφασίσει πως τα ασπράκια στο φουστάνι της γυναίκας κάποτε θα φούντωναν σε ολόλευκους κρίνους και ο πόνος της θα κυλούσε στους συρμούς και όχι πια στο ίδιο της το βλέμμα. Είχα αποφασίσει πως όλοι εμείς που πηγαίναμε και ερχόμασταν κάθε μέρα στο μετρό έπρεπε να φτιάξουμε μια μέρα που φτάνοντας στο τέρμα της θα κοιτάξουμε πίσω και δε θα δούμε μόνο στάσεις και βαγόνια, ώρες και ευρώ, αλλά μια όμορφη βόλτα που ευλογημένη ήταν ή ώρα που την ξεκινήσαμε.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΙΑΣ

http://static.panoramio.com/photos/original/21350931.jpg



Αν ρωτούσες τον Θεό για το που θα ήθελε να ξαπλώνει τα καλοκαίρια του, τότε στα σίγουρα  θα έλεγε κάτω από τις μουριές.  Στα σίγουρα θα ξάπλωνε εκεί, αφήνοντας τον παράδεισο πίσω για χάρη της πυκνής σκιάς μιας μουριάς. Το καλοκαίρι με είχε καλοχωνέψει μέσα του και εγώ δεν έλεγα να ξεκουνήσω από το νησί. Καθόμουν κάτω από μια μουριά και έπινα τον καφέ μου, περιμένοντας να βουτήξω στη θάλασσα που έβλεπα μπροστά μου. Μια θάλασσα, ένα βράχο, ένα φάρο και το εκκλησάκι της Παναγιάς της θαλασσινής. Αν μου ζητούσε ο Θεός να φύγω για να πάρει την θέση μου κάτω από την σκιά δε θα την αντάλλασσα με τον παράδεισο του. Ένοιωθα πραγματικά όμορφα. Σα τότε που πριν από τριάντα χρόνια, γνώρισα τον πρώτο μου έρωτα στο ίδιο μέρος. Ήταν μικρή, σα και του λόγου μου, και φορούσε λευκές κάλτσες μέσα στη θάλασσα. Αγγλίδα γαρ. Ένα δέρμα πιο λευκό και από νησιώτικη μπουγάδα, γεμάτο με μικρές, μικρές ελίτσες. Ρούφηξα μια γουλιά από το καϊμάκι του ελληνικού και την ίδια ώρα πέρασε από μπροστά μου μια παρέα από αγγλίδες. Δε χρειάστηκε να δω κάτι, βούτηξα κατευθείαν στις αναμνήσεις.

……..

Εγώ βρισκόμουν μέσα στο λεωφορείο περιμένοντας το να αναχωρήσει για το σπίτι και κοιταζόμασταν μέσα από το γεμάτο αλάτι τζάμι της σακαράκας-πούλμαν που καλή ώρα να έχει εκεί που τώρα βρίσκεται. Η σακαράκα εννοώ γιατί με την Αγγλίδα πέρα από εκείνο το βλέμμα, τίποτε άλλο δε συνέβη. Αυτή θα ήταν τώρα παντρεμένη και τα παιδιά της θα τρώνε fish and chips σε κάποια σκαλοπάτια καθεδρικού ναού, σε μια πλατεία ή και κάπου αλλού. Κοιταζόμασταν με την απειρία της ηλικίας μας και τη εμπειρία της ικανότητας των εφήβων να δημιουργούν μια φλόγα από το τίποτα. Της έκανα νοήματα με τα χέρια μου. «Αύριο, αύριο» της έδειχνα μέσα από το πούλμαν, περιστρέφοντας τις παλάμες μου, ελπίζοντας να καταλάβει «Tomorrow, tomorrow”. Εκείνη έριχνε κάτι λοξές ματιές προς τους γονείς της και μου άνοιγε τα χέρια της.  Δεν καταλάβαινα τη εννοούσε αλλά τόσο φουντωμένος ήμουν που νόμιζα πως ήθελε να με αγκαλιάσει. Αν δε κρεμόταν από πάνω μου σα Δαμόκλειος σπάθη η κατσάδα του παππού και της γιαγιάς που θα αργούσα για το μεσημεριανό, θα είχα πεταχτεί έξω από το λεωφορείο και θα την αγκάλιαζα και εγώ. Μα ήμουν βλέπετε ένας Έλληνας, με νησιώτες γονείς και νησιώτες παππούδες και οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια ήταν πράμα ιερό. Ούτε που το σκεφτόμουν να φύγω από το κάθισμα μου. Το λεωφορείο ξεκίνησε και η κοπέλα με τις άσπρες κάλτσες πάνω στην άμμο άνοιγε όλο και περισσότερο τα χέρια της. Τα κρατούσε ανοικτά έως ότου χαθεί από το οπτικό μου πεδίο. 


Την επόμενη ημέρα σηκώθηκα πιο πρωί και από το ξημέρωμα και φόρεσα το καλύτερο μου μαγιό. Ξυρίστηκα με το ξυράφι του παππού και μακάρι να ήξερα αν έκοψα έστω και ένα από τα χνούδια μου. Φόρεσα Μυρτώ κολόνια στις μασχάλες και χαιρέτισα  τους παππούδες χωρίς εκείνοι να προλάβουν να μου πουν ένα γεια. Όταν είναι νέος κανείς, τα κάνει όλα γρήγορα. Όταν είναι και ερωτευμένος τότε τρέχει σα την αστραπή. Κάθισα κάτω από τις μουριές, που τώρα πίνω το καφεδάκι μου, και την περίμενα να φανεί. Χάζευα τους δύο κύκνους που έφερναν βόλτες, απουσία λουόμενων και θυμάμαι πως μου είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος που έβαζαν τις φτερούγες τους πίσω από την πλάτη και κρατιόντουσαν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο όλη την ώρα. Κάπως έτσι ένιωθα και εγώ την ευτυχία. Να επιπλέεις, ανάλαφρος πάνω στο κύμα, και πότε να αφήνεσαι και πότε να κολυμπάς αντίθετα στο ρεύμα. Οι κύκνοι είχαν τον τρόπο τους στην ευτυχία.


Ο κόσμος είχε αρχίσει να έρχεται και οι πετσέτες κάλυπταν την αμμουδιά. Σηκώθηκα, τεντώθηκα και έβαλα το χέρι στο κούτελο μου κοιτάζοντας μακριά, πέρα στην παραλία. Την έψαξα στα δεξιά μου και την έψαξα στα αριστερά μου. Έδωσα ένα σάλτο και έβγαλα τις σαγιονάρες, τσαλαβουτώντας στην ακροθαλασσιά, ψάχνοντας καλύτερα. Πρέπει να είχα φέρει πάνω από είκοσι φορές βόλτα ολόκληρη την παραλία και Αγγλίδα με κάλτσες δε βρήκα. Ο ήχος από ένα μικρό αεροπλάνο που πέρασε με έκανε να κοιτάξω ψηλά. 


Πήγα και κάθισα στις μουριές και παρήγγειλα ένα υποβρύχιο με γεύση περγαμόντο.  Δεν είχα όρεξη για μπάνιο, δεν είχα όρεξη για άλλο καλοκαίρι. Ήθελα να φύγει αμέσως και εγώ να βυθιστώ για άλλη μια φορά στις υποχρεώσεις του σχολείου. Οι επόμενες ημέρες έφυγαν από πάνω μου μη καταφέρνοντας να ξεπλύνουν τη θολούρα του πρώτου Πλατωνικά στιγμιαίου μου έρωτα. Κάθε καλοκαίρι οι λευκοί κύκνοι πήγαιναν και ερχόντουσαν ενώ το κορίτσι με τις λευκές κάλτσες ήταν ολότελα εξαφανισμένο. Οι αναμνήσεις μου ξεθώριαζαν και αποκτούσα όλο και πιο σαφή εικόνα για το ποια πρέπει να είναι η μορφή του έρωτα. Από εκεί και πέρα απλά μεγάλωσα. 

………

Τώρα είμαι εδώ, κοιτάζοντας πότε τον μοναδικό φάρο που χτίστηκε πάνω σε βράχο , πότε το εκκλησάκι να το χαϊδεύει το κύμα και πότε το κατακάθι που έχει απομείνει στο φλιτζάνι μου. Πλήρωσα και σηκώθηκα με την πετσέτα στους ώμους μου. Από δίπλα μου άκουσα μια ηλικιωμένη κυρία να λέει πως θα γυρίσει στη Αθήνα με ελικοφόρο και ξαφνικά μου ήρθε η εικόνα της Αγγλιδούλας με τα απλωμένα της χέρια μέσα από το θολό τζάμι του λεωφορείου. Μου έλεγε πως θα φύγει και θα πετάξει στη χώρα της, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα. Δεν καταλάβαινα και καλύτερα έτσι. Την ξεπέρασα, πιστεύοντας πως με κορόιδεψε. Καλύτερα έτσι. 


Πήρα το αφάγωτο μπισκότο από το πιατάκι του καφέ και πήγα να ταΐσω τους κύκνους. Εκείνοι μπορούσαν να πετάξουν αλλά αν δεν υπήρχε λόγος δε το έκαναν. Οι άνθρωποι όλη την ώρα πηγαινοερχόντουσαν στον πλανήτη δίχως να ξέρουν ακριβώς το γιατί.  Οι κύκνοι ήξεραν και ο θεός πάντοτε λοξοκοιτούσε προς την σκιά που φτιάχνουν τα καλοκαίρια οι μουριές στην Άνδρο. Θεός δε θα απολάμβανε ποτέ αυτή την γαλήνη. Μόνο εγώ μπορούσα και κάποια μέρα θα εξηγούσα και στον ίδιο το πόσο υπέροχο είναι να κάθεσαι στη σκιά μιας μουριάς, κοιτάζοντας τους κύκνους να τριγυρνάνε σε ζευγάρια.

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΜΙΣΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Τον έλεγαν Χάρη, Τζακ ή Μπομπ, ανάλογα με το σε ποια χώρα βρισκόταν. Αυτή τη φορά που αυτή η ιστορία γράφεται ο ήρωας λεγόταν Χάρης. Ήτανε σε κάποια παραλία, κάποιου Αυγούστου με κάποια νύχτα που τον βρήκε με αστέγνωτο μαγιό. Ο Χάρης λοιπόν καθόταν στην αχνιστή άμμο και κοίταζε ψηλά και πέρα ένα φεγγάρι που είχε χάσει τον μισό του εαυτό. Τα φεγγάρια πάντοτε ήτανε καλά με κάτι τέτοια. Άδειαζαν και γέμιζαν. Φώτιζαν τα αστέρια και κρυβόντουσαν πίσω από πολυκατοικίες. Τα φεγγάρια μπορούσαν να κάνουν κάθε νύχτα μοναδική και τον έρωτα καλύτερο. Τα φεγγάρια έβγαζαν τους λύκους έξω και τα φεγγάρια άφηναν όλες εκείνες τις σκιές ζωής στη γη.
Ο Χάρης ήταν μπουχτισμένος πιά. Ήταν μισός σα το φεγγάρι και περίμενε έναν Αύγουστο για να γεμίσει ξανά. Να κάνει πλάνα και να σκεφτεί την επόμενη ζαριά. Ήταν μισός από το κέντρο του και προς τα δεξιά. Μα το θεό του έλειπε όλη του η δεξιά πλευρά και αυτό ήταν κομματάκι θέμα όταν κανείς προσπαθεί να κολυμπήσει ή απλά να περπατήσει. Ο Χάρης όμως δε λογάριαζε τίποτα. Καθόταν από το πρωί στη παραλία και διάβαζε ένα βιβλίο κάτω από μια ομπρέλα και πάνω σε μια πετσέτα θαλάσσης. Ποτέ του δεν είχε καταλάβει γιατί πρέπει να υπάρχουν ειδικές πετσέτες για την θάλασσα, για τα μαλλιά και το σώμα. Η πετσέτες ήτανε πάντοτε πετσέτες όσες κατηγορίες και αν έφτιαχνε κανείς εντός της ύπαρξης τους. Όπως και να είχε πάντως ο Χάρης τώρα ήταν μισός σα το φεγγάρι και καθόταν πάνω στη άμμο κοιτάζοντας ένα μισό φεγγάρι να πλανάτε ανάμεσα σε ουρλιαχτά λύκων που έμειναν με το μισό τους σπίτι ελεύθερο και το άλλο μισό χτισμένο από παραλιακά μοντέρνα ξενοδοχεία.
Τα βήματα που άκουγε να ζουμπάνε την άμμο έσβησαν δίπλα του. Μια κοπέλα με κανιά ως το θεό κάθισε δίπλα του και τα άκουσε να λένε.
«Θέλεις να σου κάνω παρέα έως ότου το βράδυ πάψει να είναι βράδυ;»
Εκείνος την κοίταξε και είδε πως η κοπέλα αυτή που την έλεγαν Μαρία, Joanita ή Bo ανάλογα σε ποια χώρα βρισκόταν, ήτανε μισή. Μισή από τη μέση και κάτω. Το πρώτο πράγμα που έβλεπες πάνω της ήταν το παρεό της το οποίο άφηνε σε κάθε της βήμα από λίγο μπούτι να φανεί.
«Ναι αμέ. Αυτή η νύχτα θέλει παρέα.» της είπε και εκείνη κάθισε δίπλα του, από την αριστερή, ολόκληρη πλευρά του, ενώ εκείνος κοίταζε μόνο από τη μέση της και κάτω γιατί αν κοίταζε από τη μέση και πάνω έβλεπε ως πίσω, στον ορίζοντα (γεγονός που δε του φάνηκε περίεργο γιατί αυτό συνέβαινε πολλές φορές ακόμα και με ανθρώπους ολόκληρους).
«Είναι όμορφο να ακούς την καρδιά σου να χτυπά;» τον ρώτησε ενώ εκείνος ένοιωθε το φουστάνι της να πεταρίζει πάνω στην αριστερή του πλευρά.
«Δεν παραπονιέμαι. Και συ; Σου αρέσει να περπατάς όπου γουστάρεις;» είπε ο Χάρης ή Τζακ ή Μπομπ, ανάλογα με το σε ποια χώρα βρισκόταν.
«Έχει το γούστο του και αυτό αλλά δεν ξέρω που να πάω. Οι πατούσες μόνο νιώθουν τη θερμότητα και κάπως έτσι σε βρήκα για να πούμε καμιά κουβέντα. Πρέπει να είμαι για χρόνια σε αυτή την παραλία και να κάνω πέρα δώθε για πάνω από δέκα ζωές. Αν δεν έχεις καρδιά τα ταξίδια είναι κομματάκι δύσκολα.»
Εκείνος, φαντάστηκε για λίγο πως θα μπορούσαν και να ερωτευτούν και όλα να γίνουν πιθανά αλλά ο συνδυασμός ήταν αταίριαστος. Ήθελε μόνο ένα πόδι, ένα χέρι και ένα πλευρό ενώ εκείνη ήθελε έναν ολόκληρο κορμό και ένα κεφάλι με δύο μάτια, δύο αυτιά και ένα στόμα ολόκληρο.
«Το φεγγάρι. Κοίτα το φεγγάρι. Γεμίζει άραγε ή αδειάζει;» την ρώτησε.
«Τι σημασία έχει αφού μισό είναι;» του απάντησε εκείνη και έφτιαξε το παρεό της, εγκλωβίζοντας την μια του άκρη με τα δύο δάκτυλα των ποδιών της και ρίχνοντας τη στην άλλη άκρη που ακουμπούσε πάνω στην άμμο και στη αριστερή του πλευρά.
Εκείνος της μίλησε για φιλοσοφία. Πως άλλο είναι να περιμένεις να εξαφανιστείς κάποτε και άλλο να γίνεις γεμάτος και να φωτίσεις όλον τον κόσμο. Της μίλησε για προσδοκίες και τα τοιαύτα και εκείνη άκουγε και της άρεσε όλο αυτό αλλά στο τέλος σηκώθηκε να φύγει γιατί το φεγγάρι όλο άλλαζε θέση και η συζήτηση άλλαζε θέση και η γη άλλαζε θέση και ποιος ξέρει τη στο διάβολο γινόταν με το σύμπαν ολόκληρο.
«Θα με συγχωρέσεις αλλά πρέπει να φύγω τώρα. Να με θυμάσαι. Εγώ δε γίνεται να σε ξεχάσω, άκουγα τους χτύπους από την καρδιά σου όλη αυτή την ώρα. Ένας άνθρωπος χωρίς καρδιά μπορεί να καταλάβει καλύτερα από τον καθένα κάποιον από το πώς η καρδιά του χτυπά. Ξέρεις! Αυτό που δεν έχουμε είναι εκείνο που είμαστε γιατί είναι εκείνο που θέλουμε να γίνουμε αφού είναι εξαιρετικά απίθανο να το αποκτήσουμε ποτέ και συνεπώς είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο να σκεφτόμαστε πως κάποτε το ακατόρθωτο θα γίνει μια μέρα πράξη μόνο για εμάς.

Εκείνος την κοίταξε να φεύγει και κατάλαβε πως το φεγγάρι είχε φύγει. Ξημέρωνε και πάλι. Ξύπνησε πάνω στην πετσέτα του. Ένοιωσε μισός για πρώτη φορά στον ξύπνιο του και ας ήταν πιο ολόκληρος και από πανσέληνο που μπροστά της οι λύκοι ουρλιάζουν ενώ οι τίτλοι τέλους μια ταινίας του Hollywood πέφτουν. 

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

ΜΟΥΣΑ ΛΕΨΕ

Συνέβη όταν ξεκίνησα να γράφω κάτι. Στην αρχή ήταν μια λάμψη, μετά μια κίνηση των κουρτίνων και στη συνέχεια ένα κρύο χνώτο πίσω στο σβέρκο μου. Γύρισα στα δεξιά μου να δω, χύνοντας τον καφέ μου στο τραπεζάκι, στο πάτωμα, στον υπολογιστή, στην καρέκλα, στο σώβρακο, στην μπλούζα και λίγο μέσα στη γλάστρα με τον κάκτο. Σκάζοντας το ποτήρι στο πάτωμα, τίναξε τα υπολύμματα του στο ταβάνι. Σκατά! Και να το είχα προσπαθήσει δε θα τα κατάφερνα τόσο καλά. Έγειρα πίσω, άναψα τσιγάρο και έσκυψα για να πιάσω τα κομμάτια από το σπασμένο ποτήρι. Εκεί, κάτω από το τραπεζάκι την είδα. Με κοίταζε με κάτι μεγάλα μάτια να λάμπουν και ήταν τόση η τρομάρα μου που τινάχτηκα πάνω, χτυπώντας το κεφάλι μου στο τραπέζι ενώ η καύτρα από το τσιγάρο έπεσε πάνω στο μπούτι που  στρέφοντας έτσι την προσοχή μου στην πυρκαγιά της τριχοφυίας μου και όχι στον κάκτο που αμφιταλαντευόταν στο χείλος του τραπεζιού, ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Να μη τα πολυλογώ, το καρούμπαλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, το έγκαυμα στο αριστερό μου μπούτι και τα καρφωμένα αγκάθια του κάκτου στο καραφλό μου κεφάλι δεν στάθηκαν αρκετά για να την ξεχάσω. Ήταν κάτω από το τραπέζι και παραμόνευε.
«Τελείωσες τώρα;» με ρώτησε όση ώρα εγώ χοροπηδούσα με τις γυμνές μου πατούσες πάνω στα σπασμένα γυαλιά, κρατώντας το κεφάλι μου με το δεξί και το πόδι μου με το αριστερό μου χέρι.
«Σκατα, σκατά, σκατά και απόσκατα.» ήταν η πιο ολοκληρωμένη πρόταση που σκέφτηκα να εκστομίσω. Στη συνέχεια πρόσθεσα.
«Από πού μπήκες;»
Εκείνη βγήκε από το πλάι του τραπεζιού προσέχοντας μη πατήσει κάποιο γυαλί και πισωπατώντας για να μη πέσω πάνω της είπε:
«Για την ακρίβεια βγήκα. Δεν μπήκα από πουθενά. Βγήκα μέσα από το κεφάλι σου γιατί τόσο καιρό με τυραννάς και δεν αντέχω άλλο. Είμαι κάτι σαν μούσα.»
Αφού οι πατούσες μου τελείωσαν τον καθαρισμό των γυαλιών στο πάτωμα, πήρα τα πάνω μου και άρχισα να περπατώ προς το μέρος της κάνοντας κάτι χρατς και χρουτς σε κάθε μου βήμα. Δεν ένοιωθα πόνο και ίσως αυτό ήταν μια καλή λύση για να αρχίσω να βγάζω κανένα φράγκο σε πανηγύρια ή περιφερόμενος με κάποιο τσίρκο. Το νούμερο μου θα ήταν μετά τον νάνο και τη μουσάτη γυναίκα. Αν ένας συγγραφέας είχε λίγες ελπίδες με μια μούσα μέσα του τότε τα πράγματα δεν θα ήταν ιδιαίτερα λαμπρά αν αυτή αποφάσιζε να την κάνει από αυτόν.
«Δηλαδή; Φεύγεις;» ψέλλισα προσπαθώντας να ισιώσω προς Χαμφρει Μπόκαρτ πλευρά.
«Είπα να ξεπιαστώ λιγάκι. Μην ανησυχείς. Που και που γίνεται καλό το πράγμα αλλά τώρα τελευταία με έχεις φλομώσει με κάτι ακατάληπτα, σε στυλ νουθεσίας, που γράφεις.»
«Μα ο συγγραφέας δε πρέπει να λέει την άποψη του;» είπα ανάβοντας ένα τσιγάρο, όπως ο Χάμφρει έκανε σε κάτι τέτοιες, δύσκολες στιγμές (αν και τώρα πιστεύω πως το έκανε γιατί οι καπνοβιομηχανίες του έλεγαν να το κάνει).
«Ο συγγραφέας πρέπει να κάνει ότι κάνει ο καθένας. Τη δουλειά του. Άσε τους πολιτικούς και τους παπάδες να χαράζουν τις γραμμές. Αν όλοι οι υπόλοιποι λένε απλά τη γνώμη τους τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Τα προβλήματα ξεκινάνε από τη στιγμή που δεν υπάρχει άποψη.»
«Εσύ τώρα γιατί προσπαθείς να με κατευθύνεις Μούσα;» είπα εκπνέοντας και αρχίζοντας να νιώθω τον πόνο στις πατούσες μου.
«Κάποια χούγια πήρα και εγώ από εσένα. Τόσο καιρό μέσα σου δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Γιατί νομίζεις ότι ήθελα να βγω λιγάκι έξω, να ξεπιαστώ;»
Απέμεινα να την κοιτάζω έτσι όπως ήταν όμορφη. Λιτή με ένα νυχτικάκι μόνο το οποίο είχε ανασηκωθεί ελαφρά λίγο πιο πάνω από τα μέσα των μηρών της.
«Μη σου περνάει τίποτε πονηρό από το μυαλό. Αν κουτουπώσεις την έμπνευση τότε θα μείνεις με το τίποτα. Εγώ θέλω να με θέλεις, να μη με έχεις και όλο να με φωνάζεις.»
Οι κουρτίνες κουνήθηκαν και εκείνη εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε. Άκουσα από μέσα μου την φωνή της να μου λέει.
«Πιστεύω πως θα τα πάμε μια χαρά οι δύο μας στο εξής. Μάζεψε μόνο το κακτάκι από το πάτωμα και βάλτο ξανά στη γλάστρα. Μου άρεσε τόσο! Άγριο απ΄έξω, ζουμερό από μέσα.»


Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Αν υπήρχε τσίπουρο την εποχή του Καρτέσιου.

Διάβασα τις προάλλες αυτό το ρητό του Καρτέσιου "σκέπτομαι άρα υπάρχει θεός" και με έβαλε σε σκέψεις σχετικά με το αν μου αρέσει ή όχι. Θα μου πείτε τώρα πως ασχολούμαι με κάτι πράγματα και εγώ... πως εδώ χανόμαστε και βαρκούλες αρμενίζουν, αλλά πριν με πάρετε με τις ντομάτες (αν και κανένα πρόβλημα δεν έχω καθότι είναι η εποχή τους) θα ήθελα να σας πως πως τέτοια ζητήματα είναι εκείνη η γαλήνη που αποζητά ο καθένας μας μέσα στον ορυμαγδό της καθημερινότητας του.

Όλοι τελικά αυτό κάνουμε. Ψάχνουμε να βρούμε τον θεό εκείνο που θα μας σώσει. Άλλος πάει στην εκκλησία, άλλος παίρνει πρέζα, άλλος ψηφίζει χρυσή αυγή και άλλος το ρίχνει στη χορτοφαγία και το σιάτσου μασαζ. Οι δρόμοι είναι τόσο διαφορετικοί αλλά όλοι οδηγούν στον θεό που ο καθένας μας θέλει να ανταμώσει. Το "σκέπτομαι άρα υπάρχει θεός" δίνει μια διαφορετική δυναμική σε όλο αυτό το ψάξιμο. Βάζει τον άνθρωπο μέσα σε αυτή την αναζήτηση προς τον θεό. Ότι για να μπορούμε να κάνουμε μαγικά πράγματα (κάποιες φορές) τα οποία προκύπτουν μετά από σκέψη τότε αυτό το χάρισμα μόνο ένα ανώτερο ον θα μπορούσε να μας το δώσει. Και αν θέλουμε να το πάμε παραπέρα αυτό το χάρισμα αποσκοπεί ακριβώς σε αυτό. Στο να βρούμε κάποτε τον θεό.

Κατέληξα τελικά ότι αυτό το ρητό μου αρέσει. Δεν έψαξα να βρω τη εννοούσε ο Καρτέσιος γιατί βαριέμαι οικτρά να διαβάζω φιλοσοφία και αναλύσεις, κόντρα αναλύσεις. Προσάρμοσα το ρητό σύμφωνα με αυτό που εγώ καταλαβαίνω ή για να είμαι περισσότερο ακριβής, σύμφωνα με αυτό που θέλω να καταλάβω. Μετά από αυτή την κατάκτηση των τεσσάρων αυτών λέξεων κέρασα τον εαυτό μου ενα τσίπουρο παγωμένο. Έβαλα τη μουσική και σκέφτηκα το πως να μοιάζει άραγε ο θεός που θέλω κάποτε να συναντήσω και αν τελικά το γεγονός του ότι προσπαθώ να σκέφτομαι αρκεί για να τον συναντήσω κάποτε. Κατέβασα το πρώτο σφηνάκι μονοκοπανιά και κεράστηκα ένα δεύτερο. Δεν είχε σημασία. Η μουσική ήταν όμορφη και μπορούσα να καταλάβω κάθε της νότα. Ένοιωθα το κάθε τι εκεί μέσα. Τον θεό που συνεχώς κρυβόταν ενώ εγώ είχα αρχίσει να βαριέμαι να τον ψάχνω γιατί η ώρα πέρασε πια. Ο θεός υπήρχε εκείνη την ώρα, όσο άκουγα μουσική και βουτούσα τη γλώσσα μου μέσα σε εκείνο τον παγωμένο χυμό από στέμφυλα. Ο θεός καθόταν στη δίπλα καρέκλα και το ένοιωθα. Ίσως όταν η μουσική σταματούσε να βαριόταν και να έφευγε από δίπλα μου, δε με ένοιαζε όμως. Κατάλαβα πως από τις μεγαλύτερες προσδοκίες έχουν ξενερώσει οι πιο θορυβώδεις και ελπιδοφόροι έρωτες. Ενώ έτσι...έτσι ήταν καλύτερα. Βρισκόμουν που και που με τον δικό μου θεό και λέγαμε και καμία μπούρδα να περνάει η ώρα. Όταν σκεπτόμουν κάτι, όταν άκουγα μουσική, όταν έγραφα ή πάλευα να φτιάξω εκείνη την χιλιοτσακισμένη καρέκλα στη βεράντα μου, ένοιωθα πως ο θεός ερχόταν και μου έριχνε καμιά ματιά. Ένοιωθα καλύτερα έτσι. Όταν κάποτε βρισκόμασταν για πάντα μαζί ο έρωτας θα έβγαζε φτερά. Θα αναλύαμε εκείνους τους πολέμους που έγιναν στο όνομα του για να μάθω τι άποψη έχει επί τούτου. Θα λέγαμε για τους τόσους διαδρόμους που δημιούργησε όλη αυτή η προσπάθεια της δικαιοσύνης με αποτέλεσμα ακόμα και η ίδια να χάνεται συνέχεια μέσα σε αυτούς και ούτε την τουαλέτα να μη μπορεί να βρεί, θα λέγαμε για τις χαμένες αγάπες που λένε πως πάνε στον παράδεισο και για το πως περνάνε τώρα τις ώρες τους. Θα λέγαμε πιστεύω πολλά και διάφορα γιατί ο χρόνος θα ήταν σχετικός και έτσι θα υπήρχε χρόνος για να κάνει κανείς το κάθε τι. Ως τότε όμως μου αρκεί να έρχεται που και που. Να είμαι έτσι δομημένος που να μη πιστεύω πως τον έχω βρει και κάπως έτσι να καταφέρνω να μη γίνομαι δογματικός, ακραίος, φασίστας, χριστιανός, μουσουλμάνος, ολυμπιακός, παναθηναικός. Ως τότε το μόνο που θέλω είναι να μπορώ να σκέπτομαι σα βοηθός και εκείνος να έρχεται και να ρίχνει μόνο μια ματιά. Πιστεύω πως έτσι βολεύεται και ο ίδιος μια χαρά. Οι βοηθοί που πιστεύουν πως έχουν κατακτήσει την τέχνη είναι ιδιαίτερα σπαστικοί! Εκείνοι που ψάχνονται όλη την ώρα όλο και κάτι καλό ανακαλύπτουν και λύνουν τα χέρια του μάστορα. Άσε που με αυτή την επιμονή τους στη σκέψη δείχνουν πως το μόνο που θέλουν τελικά είναι να βρουν το θεό και όχι απλά να καβατζώσουν μια θέση εξουσίας δίπλα του. Έτσι είναι καλύτερα νομίζω Καρτέσιε, συμφωνείς;