Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Η ΑΓΑΠΗ ΠΕΤΑΞΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ


Οι κόρνες των αυτοκινήτων έσβηναν βραχνιασμένα καθώς απομακρυνόμουν από τον αυτοκινητόδρομο. Το αμάξι μου ήταν ακινητοποιημένό στην μεσαία λωρίδα με το καπό του στραπατσαρισμένο και το ψυγείο σπασμένο στα δύο. Έτρεξα γρήγορα έως εδώ, πήδηξα τα κιγκλιδώματα τα εθνικής και βρέθηκα μέσα στο δάσος που με ρουφούσε συνεχώς μέσα στη νύχτα του, και έτρεχε και έσκιζα τα ρούχα μου στις κλάρες και δεν ήξερα που πήγαινα παρά μόνο αισθανόμουν καλύτερα όσο προχωρούσα γιατί οι κόρνες ξεμάκραιναν και το πρόβλημα που είχα δημιουργήσει σιγά σιγά έμοιαζε να μην είναι δικό μου αλλά εκείνων που στεκόντουσαν στην ουρά του μποτιλιαρίσματος.
Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος στο δρόμο, λίγα μέτρα μπροστά από το σπασμένο μου αμάξι. Τα υγρά του ψυγείου κυλούσαν προς το μέρος του και παρέσερναν το αίμα που κυλούσε λίγο από το στόμα του καθώς στο πλάι ριγμένο ήταν και πολύ από το στέρνο του που στα δύο είχε χωριστεί από τη σύγκρουση. Όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, τα πράγματα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να τα αξιολογήσω σωστά. Στεκόμουν εκεί και την είδα να βγαίνει από εκεί, να μπαίνουν στο αμάξι της, γελώντας και μετά όλα άρχισαν να εξαφανίζονται σα σπασμένα πίξελς μπροστά μου. Περίμενα λίγο να απομακρυνθούν και έβαλα μπροστά, τους ακολούθησα για να μάθω, τους ακολούθησα γιατί δεν είχα κάτι καλύτερο από αυτό, τους ακολούθησα γιατί ήμουν τρελός για εκείνη και μόλις την είχα δει να βγαίνει γελώντας από το σπίτι και εκείνος να την ακολουθεί ξοπίσω.
Μετά ήταν μια πορεία στην εθνική. Ήταν νύχτα βαθιά, τόσο πολύ βαθιά που το δίχως άλλο σε λίγο ο δρόμος θα έπαιρνε την ζωή και πάλι στην άσφαλτο του. Έβρεχε, ή έτσι τουλάχιστον το φανταζόμουν γιατί προσπαθώντας να διώξω μακριά τη νευρικότητα, πατούσα κάθε είδους κουμπάκι στο αμάξι και ένα από αυτά ήταν οι λειτουργία των υαλοκαθαριστήρων οι οποίοι πηγαινοέρχονταν πέρα και δώθε, παράγωντας έναν μάλλον στριγκό ήχο.
Είχαν περάσει αρκετά χιλιόμετρα και εκείνοι ήταν μπροστά μου ή εγώ επέμενα να βρίσκομαι ξοπίσω τους. Την είχα γνωρίσει τον περασμένο χρόνο και την ερωτεύτηκα σχεδόν αμέσως. Την ερωτεύτηκα όπως οι έφηβοι ερωτεύονται με εκείνο τον ακαριαίο τρόπο τους με μόνη διαφορά πως εγώ απλά γνώριζα λίγα παραπάνω. Εκείνη ήταν η αγάπη που αναλογούσε για την υπόλοιπη ζωή μου. Ή μάλλον, για να το θέσω καλύτερα, ήταν η γυναίκα που με έκανε να είμαι ο εαυτός μου, χωρίς να με ανυψώνει σε βάθρα που δε μου αναλογούσαν αλλά ούτε να με ρίχνει σε βάραθρα που ποτέ δεν είχα στο νου μου να βρεθώ. Όποτε είμασταν μαζί ο χρόνος έκανε τα τικ και τακ του με τον μετρονόμο απέναντι μας σωστό κριτή του χρόνου και η μελωδία κυλούσε και μας στροβίλιζε στα σεντόνια της και έρωτας γλυκύτερος από αυτόν δεν υπήρξε ποτέ γιατί στα σίγουρα σας λέω εγώ τον είχα αγγίξει πρώτος κρύβοντας τον να μη τον κλέψει κανένας άλλος που πιθανώς αναζητούσε παρόμοιες συγκινήσεις.
Όλα καλά υπήρξαν έως αυτή τη νύχτα που την είδα να βγαίνει από το σπίτι εκείνο και να μπαίνει στο αμάξι της με τον άντρα που τώρα ξαπλωμένος είναι μπροστά από το σπασμένο μου αμάξι. Σε μια μόλις στιγμή είδα την πόρτα να ανοίγει και μετά μια φιγούρα να πετά, να πετά, να πετά, να ξεμακραίνει για λίγο ψηλά και μετά να προσγειώνεται πάνω στο αμάξι που οδηγούσα. Και για λίγο μόνο, για μόλις λίγο, αισθάνθηκα πως ο κόσμος αυτός ήταν κομμένος και ραμμένος στα δικά μου μέτρα. Μόλις όμως το αμάξι στρίγγλισε από την σύγκρουση με εκείνο το κακοφορμισμένο, τώρα πλέον, πτώμα, τα πράγματα άλλαξαν ξαφνικά. Η αγάπη μου συνέχισε να οδηγεί και εγώ έμεινα ακινητοποιημένος με τον εραστή της χωρισμένο στα δύο μπροστά μου και καθώς τρομαγμένος έτρεχα μέσα στα σωθικά ενός άγνωστου δάσους, αναρωτήθηκα αν έτρεχα τρελαμένος από την χαρά ή απεγνωσμένα μόνο για να σωθώ από τον ρόλο του μοναδικού υπόπτου.
Τώρα, δύο χρόνια μετά, κλεισμένος σε ένα κελί είμαι πλέον σίγουρος πως έπρεπε να είχα δράσει γρηγορότερα. Καθώς τους έβλεπα να βγαίνουν από το σπίτι και να μπαίνουν στο αμάξι της. Τότε έπρεπε να είχα βγει και να πω ότι σχεδόν έχω πει σε εσάς. Εκείνη δεν ήρθε ποτέ να με επισκεφτεί στη φυλακή και εκείνος ήταν αρκετά μακαρίτης για να μπορεί να διεκδικήσει το οτιδήποτε. Δεν της κρατάω κακία. Για εκείνη ήμουν ακόμα ένας τύπος που έτρεξε μέσα στο δάσος να κρυφτεί. Ίσως υπήρξα περισσότερο τυχερός από τον εραστή της αλλά η ζωή στη φυλακή επιφυλάσσει ένα σωρό εκπλήξεις για να μπορώ με σιγουριά να πω κάτι τέτοιο.
Το μόνο που πλέον μου δίνει δύναμη είναι η σκέψη  πως αν μπορούσα να ξεπαστρέψω με το ρύγχος του αυτοκινήτου μου όλους τους εραστές που θα είχε μετά από μένα τότε ίσως βρισκόμουν ένα βήμα πιο μπροστά από την απόλυτη αγάπη. Ίσως όμως πάλι, αυτή η στιγμή να ήταν μια πραγματικά άβολη στιγμή.

Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

ΛΙΓΑ ΑΞΙΖΟΥΝ ΣΤΗ ΖΩΗ...ΕΥΤΥΧΩΣ!



Είναι μια από εκείνες τις φορές που φόρεσα ένα τίτλο πριν ακόμα γράψω το κείμενο. Ο τίτλος αυτός ήταν στο κεφάλι μου από το πρωί. Καθώς ξυπνούσα και έβλεπα το κρεβάτι άστρωτο, τη σκόνη κάτω στο πάτωμα, τα ρούχα άπλυτα και τα πλυμένα ασιδέρωτα. Ένα πραγματικά τεράστιο project! Και ήταν τόσο όμορφη η μέρα έξω. Και προς έκπληξη μου αποφάσισα να μην ασχοληθώ με το οτιδήποτε. «Σήμερα θα ασχοληθώ με τα λίγα που αξίζουν στη ζωή» είπα εσωτερικά, αναφωνόντας εξωτερικά «Αχ τι ωραία μέρα σήμερα, αλήθεια». Και μετά όλα πήγαν ρολόι. Ήταν μια από εκείνες τις λίγες ημέρες που αποφάσισα να μη προσπαθώ να ελέγχω το οτιδήποτε, να αφεθώ για λίγο. Να μην προσπαθώ να κάνω τα πράγματα να λάμπουν με την ψευδαίσθηση πως τα ορίζω. Σήμερα θα κάνω ό,τι θέλω να κάνω. Και πήγα και πήρα υλικά και έφτιαξα δύο χαρταετούς, το μεσημέρι έριξα έναν υπνάκο, άφησα το χρόνο να κυλήσει πάνω μου και δεν προσπάθησα να τον εμποδίσω καθόλου. Αφέθηκα. Και ήταν ωραία, ήταν ρεαλιστικά, ήταν πιο ανέμελα από όσα Σάββατα έχουν προηγηθεί τα τελευταία χρόνια. Και μέσα σε αυτό το φιλοσόφησα και λίγο παρέα με δύο μικρά κορίτσια, τις κόρες μου.
Η μια ήταν αγχωμένη για το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου που είδε στο internet, ενώ η άλλη ήταν αγχωμένη για κάτι που ήξερα πως κανονικά δεν έπρεπε να τη νοιάζει καθόλου. Πιάσαμε την κουβέντα λοιπόν και το πράγμα κατέληξε ως εξής: Αν όντως υπήρχε το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου, τότε σίγουρα θα υπήρχε και το πιο όμορφο λουλούδι του κόσμου. Ρώτησα τότε αν θα ήταν ωραίος ένας κόσμος που θα φύτρωνε μόνο ένα λουλούδι και αυτό θα ήταν το πιο όμορφο του κόσμου. Η απάντηση που έλαβα ήταν ένα κατηγορηματικό ΟΧΙ. Και συνεχίζοντας μετά, αποφασίσαμε όλοι μαζί πως αν το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο επικρατούσε επί των υπολοίπων, εξαφανίζοντας τα, τότε αυτός ο κόσμος δεν θα ήταν και τόσο όμορφος και συνεπώς και τα πιο όμορφα που επικράτησαν θα έχαναν αυτή την ιδιότητα που είχαν κάποτε. Οπότε το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου είναι αυτό που αγάπησε και αγαπήθηκε απλά. Τίποτε άλλο.
Μετά η κουβέντα πήγε στο σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. Ποιο ήταν άραγε; Για την μία ήταν αυτό, για την άλλη εκείνο και για μένα κάτι άλλο. Κανένας μας δεν απάντησε για την ομορφιά. Τέθηκε τότε το ερώτημα γιατί να αγχωνόμαστε και να προσπαθούμε για πράγματα που οι άλλοι χαρακτηρίζουν ως σημαντικά ενώ σε εμάς μοιάζουν ως αδιάφορα. Γιατί ξοδεύουμε τόση ενέργεια στο να προσπαθούμε να φτάσουμε κάτι το οποίο επί της ουσίας μας είναι παντελώς αδιάφορο και άχρηστο; Γιατί δεν προσπαθούμε απλά να ανακαλύψουμε αυτό το σημαντικό για εμάς, αυτό που μας κάνει να μοιάζουμε όμορφους, αυτό που όταν καταπιανόμαστε γινόμαστε καλύτεροι και σοφότεροι και κυρίως πιο ευτυχισμένοι; Γιατί  μας κοστίζει το να μας κριτικάρουν αρνητικά σε κάτι που δεν μας ενδιαφέρει να είμαστε καλοί;
Η μέρα έξω ήταν κατάλληλη. Ήταν ο ήλιος μεγάλος και κίτρινος και έμοιαζε σα να μας προστατεύει αλλά όχι μόνο αυτό. Ήταν σα να γνώριζε τα πάντα, βλέποντας τα από εκεί ψηλά. Και εμείς βγαίναμε έξω και γελούσαμε και μιλούσαμε και είχαμε τα άγχη μας και τις μικρότητές μας αλλά όσο ο ήλιος ήταν στρογγυλός, ζεστός και κατακίτρινος από θέρμη ξέραμε πως όλα μια μέρα θα τα φέρναμε στα δικά μας μέτρα. Πιο κοντά σε αυτό που έβλεπε κανείς από εκεί πάνω ψηλά. Κάποια μέρα θα γινόμασταν αυτό που ήταν σημαντικό για εμάς και όχι κάτι που ακούσαμε πως ήταν σημαντικό.
Κάποια μέρα θα ξυπνούσαμε και θα λέγαμε πως ευτυχώς, αυτά που αξίζουν στη ζωή είναι λίγα. Όχι πολλά. Αυτά που αξίζουν στη ζωή είναι αυτά που είναι σημαντικά για εμάς. Και ευτυχώς τα σημαντικά είναι λίγα ακριβώς γιατί είναι σημαντικά. Ευτυχώς.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΖΩΗ

Σχετική εικόνα


Κοιτάζω μια γραμμή πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Την κοιτάζω από την καρέκλα που κάθομαι με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Έξω κάνει κρύο του Φλεβάρη. Φυσάει σαν αποσυμπίεση. Η γραμμή πάνω στο χαρτί έχει αρχή μέση και τέλος. Δε γνωρίζω την αρχή της, ούτε πιο είναι το τέρμα. Από κάπου κατέληξε και μετά το μολύβι σηκώθηκε, σα βελόνα από το πικαπ ενώ ο δίσκος τελείωσε τα τραγούδια της πλευράς του. 
Καθώς λοιπόν καθόμουν εκεί, σκέφτηκα πως η γραμμή μπορεί να έμοιαζε σα μια μόνο γραμμή αλλά τελικά ήταν κάτι περισσότερο από αυτό. Ήταν μια ζωή, μια πορεία πάνω σε ένα χαρτί που μπορεί να σχεδιάστηκε στα ξαφνικά, ίσως από τύχη, ίσως κατά λάθος . Ήταν όμως μια ξεκάθαρη πορεία. Μια ζωή.
Συνεχίζοντας να ακούω έξω τον άνεμο να χώνεται σε κάθε μικρό ή μεγάλο άνοιγμα αυτού του πολιτισμένου κόσμου, προσπαθώντας να το ξεπατώσει, αισθάνθηκα ένα τρεμόπαιγμα στα βλέφαρα μου. Προσπαθούσα να καταλάβω καλύτερα το πράγμα.
Η γραμμή αυτή ίσως δεν ήταν αρκετά ευτυχισμένη ακόμα και για τα πλαίσια ευτυχίας που μια γραμμή έχει το δικαίωμα να ελιχθεί. Εννοώ πως δεν είχε καταφέρει να γεμίσει ολόκληρο το χαρτί με την πορεία της. Δεν είχε προσπαθήσει (καταφέρει;) να παραγκωνίσει όλο το λευκό τριγύρω της, εξουσιάζοντάς το με την ύπαρξη της. Ήταν μόνο μια γραμμή πάνω στο χαρτί.
Επίσης, δε φαινόταν να πολυσκοτίζονταν για την αρχή και το τέλος της. Κοιτάζοντας με πολλή προσοχή, δε μπορούσα να πω με σιγουριά από πού ξεκίνησε και που τελικά κατέληξε. Δεν ήξερα την αρχή και το τέλος και ίσως γι’ αυτό μπορούσα να επικεντρωθώ  μόνο στο σχήμα που είχε αφήσει. Στην αποτύπωση πάνω στο χαρτί. Αρκετοί άνθρωποι από την άλλη περιέγραφαν την πορεία τους με αρχή, μέση και τέλος. Σου έλεγαν "κοίτα που ήμουν και τι κατάφερα". Η γραμμή δεν είχε αυτό το άγχος. Ήταν σχεδόν ξεκάθαρο πως αυτό που ήθελε ήταν να χαράξει τη δική της ζωή πάνω στο χαρτί και δεκάρα δεν έδινε για το βιογραφικό της. Δεν είχε αυτό το άγχος της εξέλιξης. Του να πάει παραπέρα. Δε γινόταν πιο παχιά ή πιο λεπτή, απλά άρχιζε και τελείωνε.
Και όλο αυτό το λευκό τριγύρω; Ήταν τα πράγματα που δεν κατάφερε να κάνει μήπως στη ζωή της; Μην τα άφησε επίτηδες απάτητα για να μπορεί έτσι να αναδείξει την παρουσία της; Μην αποφάσισε πως η σελίδα είναι τόσο μεγάλη και μυστηριώδης που καλά θα έκανε να κάτσει εκεί που ξέρει; Ή πάλι μήπως δεν έδινε και μεγάλη σημασία σε όλο αυτό που υπήρχε γύρω της και εκείνη έκανε αυτό που πραγματικά ήθελε;
Είχα φτάσει σε ένα σημείο που αν ήμουν αυτή η ευθεία μάλλον θα ήμουν στα μέσα της. Καθώς αυτή η σκέψη μου ήρθε, πήρα το ποτήρι και βγήκα στο μπαλκόνι. Ήταν ένα μάτσο χάλια εκεί. Ήταν γεμάτο με φύλλα και αέρα. Κρύωνα και δεν μπορούσα να ανάψω το τσιγάρο μου. Η τέντα ήταν έτοιμη να φύγει και το τραπεζάκι βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού. Αν ήμουν κάπως σοβαρός θα έπρεπε να πάρω τις προφυλάξεις μου για όλα αυτά πρωτίστως και να μην σκέφτομαι γραμμές πάνω στο χαρτί. Δε μπορούσα όμως να μη το σκέφτομαι: Σε όλη μου τη ζωή μάθαινα καινούργια πράγματα, αποκτούσα πιο εξελιγμένες συσκευές, καθημερινά έλυνα συνέχεια προβλήματα και ξεπερνούσα εμπόδια και αυτή εκεί η γραμμή μου έβγαζε με αυθάδεια τη γλώσσα της.
Είχε μια ομαλή πορεία και εγώ συνέχεια πάλευα σα χάμστερ μεσα σε περιστρεφόμενο κύλινδρο. Εκείνη είχε απλωθεί με χάρη πάνω στο χαρτί ενώ εγώ προσπαθούσα να γεμίσω το χρόνο μου με πράγματα που τον ξεπερνούσαν. Εκείνη δεν έδινε δεκάρα για το πώς ξεκίνησε και που κατέληξε ενώ εγώ προσπαθούσα να πλατύνω την ύπαρξη μου.
Μπήκα ξανά μέσα, ξέπλυνα το ποτήρι, βάζοντας το στο πλυντήριο πιάτων. Χώθηκα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα. Την επόμενη ημέρα η γραμμή πάνω στο χαρτί ήταν ακόμη εκεί. Ήταν ακριβώς η ίδια με εχθές. Χάρηκα κάπως με αυτό όχι με χαιρεκακία αλλά γιατί κατάλαβα πως εγώ ακόμα μπορώ να ζωγραφίσω τη ζωή μου πάνω στο χαρτί. Και κάπως έτσι τσούλησε το πρωινό της Κυριακής και ελπίζω πολλά μετέπειτα πρωινά, μετά από αυτό.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΡΑΔΥ (Ή ΠΩΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΕΝΑ ΜΥΛΟ ΠΙΠΕΡΙΟΥ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ)

Έβλεπα τα αντικείμενα πάνω στον πάγκο της κουζίνας.
Ένα τρίφτη πιπεριού, την ψωμιέρα, ένα πακέτο με κορν φλεικς, μια καφετιέρα, άσπρη ζάχαρη,
Μαύρη ζάχαρη,
Λίγο καφέ τριμμένο μέσα σε ένα δοχείο πλαστικό.
Καθόμουν εκεί και τα παρατηρούσα.
Προσπαθώντας να γράψω ή να σκεφτώ κάτι,
Ό,τι ερχόταν πρώτο.
Για ώρα δεν τα κατάφερνα. Τα αντικείμενα στεκόντουσαν εκεί περιμένοντας ίσως.
Να τα μεταχειριστώ ή να γράψω ή να σκεφτώ.
Ό,τι ερχοταν πρώτο.

Δεν ήμουν πολύ λυπημένος όμως, μα ούτε ευτυχισμένος πολύ.
Ο τρίφτης, η καφετιέρα, το πακέτο των κορν φλείκς δεν έδιναν σημασία σε αυτά.
Ζητούσαν απλά να είναι χρήσιμα, να τρίβουν, να ψήνουν, να τσουλάνε σε μπόλ.
Να μη ξεχαστούν σε κάποιο ντουλάπι.
Να μην πεταχτούν.
Να μην πεθάνουν ενώ ακόμα αντέχουν.

Νόμιζα έτσι πως και εγώ δεν απείχα και πολύ από αυτά.
Κάπως έτσι το σκεφτόμουν και εγώ. 
Να μην πεθάνει κανείς, όντας ζωντανός.
Κάπως σαν κατάθλιψη ίσως αλλά αυτή είναι μια μοντέρνα έκφραση των καιρών μας,
Μια έκφραση που εκφράζει την παραίτηση.
Αλλά και ο τρίφτης και η καφετιέρα δεν μου μοιάζουν πως καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια.
Στέκουν εκεί και περιμένουν.
Εγώ όμως πρέπει να είμαι περισσότερο ενεργητικός. 
Ίσως όμως,
αν σκεφτόμουν σαν ένας τρίφτης πιπεριού,
απλά θα περίμενα κάποιον να με χρειαστεί.
Δε θα χολόσκαγα για το ενδιάμεσο.
Δε θα σκεφτόμουν πως η λύπη ξεπερνιέται αν σκεφτείς μια μεγαλύτερη λύπη,
ενώ η χαρά δεν χρειάζεται συγκρίσεις.

Και κάπως έτσι πήρα τον τρίφτη και τον έτριψα.
Το πιπέρι κατέβαινε στον πάγκο.
Μετά άρχισα να μυρίζω το τριμμένο πιπέρι.
Και με έπιασε ένα ευλογημένο φτέρνισμα.
Και μετά από ώρα πολύ με έπιασαν τα γέλια.
Φταρνιζόμουν ασταμάτητα και με ένα πραγματικά αστείο τρόπο που δεν γνώριζα πιο πρίν.

Έτσι και εγώ και ο τρίφτης βρήκαμε τη θέση που μας αρμόζει σε αυτό το σύμπαν.
Για λίγο έστω.
Για μια στιγμή που είναι όλη δική μας.


Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

ΤΙ ΕΣΤΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ;


Τα καλύτερα έρχονται,
Όσο τα χειρότερα επιμένουν να μας υπενθυμίζουν,
Την αργοπορία των πρώτων.

ΙΣΩΣ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΑΜΠΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΗΣ




Μου την είχε σπάσει για τα καλά εκείνη η χαλασμένη λάμπα που ένας θεός γνώριζε τον ανώμαλο εφευρέτη της. Την είχα ξεβιδώσει και είχα πάρει σβάρνα όλα τα μαγαζιά που πουλάνε λάμπες. Τζίφος όμως. Κανένας δεν γνώριζε το είδος αυτό. Μετά, όλο νεύρα, γύρισα στο δωμάτιο και ξεπάτωσα το ντουί της. Άφησα ξοπίσω τα καλώδια να χάσκουν απειλητικά μέσα από το φωτιστικό και πήρα και πάλι τους δρόμους. «Αφού δεν υπάρχει η λάμπα τότε θέλω να αλλάξω το ντουί του φωτιστικού. Να μου δώσετε ένα ντουί που να παίρνει λάμπες που έχετε. Αν είναι δυνατόν δώστε μου ένα ντουί που να παίρνει τις λάμπες που πουλάνε περισσότερο» είπα στον πρώτο, στον δεύτερο και στον τρίτο πωλητή που έτυχε να μιλήσω στα μαγαζιά που επισκέφτηκα, κρατώντας εκείνο το αθώο ντουί με εκείνη την κακούργα λάμπα βιδωμένη μέσα του.
Όλοι τους άρχισαν να με ρωτάνε διάφορα για το φωτιστικό αυτό, για τα βατ του, τα βόλτ του και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες που εγώ δεν καταλάβαινα αλλά εκλάμβανα ως μια πονηρή πρόθεση εκ μέρους των πωλητών για να μάθουν όλες τις πικάντικες πτυχές της διακόσμησης του σπιτιού , αφήνοντας παράλληλα τον χρόνο να τρέχει ανούσια και αγόγγυστα πάνω στη μηνιαία τους μισθοδοσία.
Μετά από όλο αυτό βρέθηκα έξω από ένα άλλο μαγαζί που η ταμπέλα του έλεγε πως πουλάει ηλεκτρολογικό υλικό «παντός είδους». «Έ, εδώ σίγουρα θα έχω μια ευκαιρία παραπάνω» αναλογίστηκα και μπούκαρα μέσα. Με υποδέχτηκε ένα τύπος που είχε ένα κίτρινο μούσι γύρω από το στόμα του το οποίο γινόταν ολοένα και λευκότερο όσο οι πτυχώσεις των τριχών απομακρύνονταν από αυτό. Κρατούσε ένα σβησμένο στριφτό τσιγάρο μεταξύ δείκτη και μέσου του δεξιού του χεριού, ενώ το αριστερό του χέρι ήταν χωμένο μέσα στην αριστερή του τσέπη. Του είπα λοιπόν όλη την πονεμένη μου ιστορία και εκείνος μου απίθωσε το χέρι της αριστερής του τσέπης για να του ακουμπήσω τη λάμπα. Την πήρε και την πλησίασε τόσο κοντά στα μάτια του που για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν είχε πρόθεση να τη βιδώσει στις κόγχες τους για να δει αν αυτή τελικά λειτουργεί.
«32,5 βατ» φώναξε σχεδόν και αμέσως μετά είπε «να μια δύσκολη περίπτωση». Το τελευταίο βγήκε παρέα με μια στριγγλιά από μέσα του. Άρχισε τότε να προχωράει και να χώνεται σε διαδρόμους και σκάλες που υπήρχαν σε αφθονία μέσα σε εκείνο το μαγαζί το οποίο από έξω έδειχνε πολύ μικρό αλλά μέσα ήταν πραγματικά απεριόριστο. Οι διάδρομοι ήταν καμωμένοι για να χωράει κανείς ίσα ίσα ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να προσέχει για να μη ρίξει στο πέρασμά του τη σκονισμένη, ντανιασμένη, στρυμωγμένη, και σχεδόν σφηνωμένη πραμάτεια που βρισκόταν στα ράφια εκατέρωθεν. Τον ακολούθησα έως ότου εκείνος κάτσει σε ένα πάγκο ο οποίος είχε ακουμπισμένα ένα σωρό εργαλεία πάνω του. Σχεδόν ξαλάφρωσα εκείνη τη στιγμή, αλήθεια λέω. Βρισκόμουν στο σωστό σημείο την ύστατη στιγμή. Ο τύπος τότε πήρε ένα μολύβι από το τραπέζι, το στερέωσε στο πτερύγιο του αυτιού του με το χέρι που κρατούσε το σβησμένο τσιγάρο, πέταξε το τσιγάρο στο πάτωμα, κοίταξε τη λάμπα για λίγο, και μετά πήρε το μολύβι από το αυτί και άρχισε να φτιάχνει το περίγραμμα της λάμπας πάνω σε μια απόδειξη που υπήρχε εκεί. Κρατούσε τη λάμπα όρθια και γλυστρούσε το μολύβι γύρω της. Στα μάτια μου όλα έμοιαζαν τόσο μαγικά που κάλλιστα θα μπορούσα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου ερευνώντας πως το φωτιστικό αυτό θα μπορούσε κάποτε και πάλι να λάμψει.
Μου τέντωσε το χέρι, αφήνοντας την λάμπα να κυλήσει μέσα στη χούφτα μου και μου είπε «έως το τέλος της εβδομάδας θα στην έχω». Έχοντας μείνει μαγεμένος δεν κατάφερα να αποκριθώ κάτι το σημαντικό ή έστω τυπικό παρά μόνο του είπα «δηλαδή μπορείς να την βρείς;».
«Σίγουρος δεν είμαι παιδί μου αλλά θα σε πάρω τηλέφωνο αν καταφέρω κάτι» μου απάντησε και μετά σηκώθηκε και άρχισε να ελίσσεται σαν αρχαίος δαίμονας μεταξύ των διαδρόμων που οδηγούσαν προς την έξοδο και το κυρίως κατάστημα.
Λίγο πριν τον χαιρετήσω του έκανα άλλη μια ερώτηση.
«Αν δεν την βρεις, θα μπορούσαμε να αλλάξουμε απλά το ντουί έτσι ώστε να δέχεται άλλη λάμπα;»
Και εκείνος μου αποκρίθηκε, κοιτάζοντας με για πρώτη φορά ίσα στα μάτια με τέτοιο τρόπο που έδειχνε πως μόλις είχα πει κάτι άπρεπο.
«Κάποτε τα έκανα και αυτά αλλά τώρα πιά όχι. Αν βρω την λάμπα έχει καλώς, αν όχι δε μπορώ να πάρω την ευθύνη».
«Να βρεις την λάμπα; Μα τότε γιατί την σχεδίασες στο χαρτί; Δεν θα προσπαθήσεις να την φτιάξεις; Να την αναπαράγεις; Να την κάνεις να ανάψει ξανά;» είπα χωρίς να το σκεφτώ και εκείνος με πλησίασε, έχωσε το μούσι του μπροστά μου και άρχισε να με κοιτάζει τόσο έντονα και από τόσο κοντά που σχεδόν ένιωσα την αμηχανία που πρέπει να ένιωσε η καμένη μου λάμπα καθώς την περιεργαζόταν.
«Κάποτε τα έκανα αυτά, αλλά τώρα όχι πια παιδί μου. Θα σε πάρω τηλέφωνο αν προκύψει κάτι» μου είπε και η αύρα που έβγαινε μέσα από τα κιτρινισμένα του δόντια με τίναξε στο πεζοδρόμιο όρθιο. Την επόμενη στιγμή περπατούσα σχεδόν σα να με καταδίωκε και την αμέσως επόμενη βρέθηκα στο σπίτι μου και κοιτούσα το φωτιστικό με τα καλώδια να χάσκουν επιδεικτικά προς το μέρος μου.
Μέχρι να με πάρει τηλέφωνο όλα ήταν πιθανά, αλλά έως τότε μπορούσα να έχω την πεποίθηση πως το δίχως άλλο εκείνος  πρέπει να ήταν ο αρχικός κατασκευαστής αυτής της λάμπας. Το δίχως άλλο, έτσι πρέπει να ήταν. Ένας κατασκευαστής που απαρνήθηκε το δημιούργημα του και τώρα αφώτιστο παραμένει το δωμάτιο που μέσα του βρίσκομαι να αναρωτιέμαι τέτοιου  είδους ζητήματα.