Ήταν απόγευμα Τρίτης και αν η μνήμη μου δε με απατά ήταν Φθινόπωρο.
Σημασία δεν είχε αλλά στα βιβλία που διάβασα τέτοιες λεπτομέρειες πάντοτε είχαν
σημασία. Και η αλήθεια ήταν πως και στη δική μου περίπτωση είχαν σημασία. Τρίτη
πρωί λοιπόν και τα μαγαζιά ήταν ανοικτά, ο κόσμος κοίταζε τις βιτρίνες λες και
περιμέναν να ρουφηχτούν από κάποια χαραμάδα και να μετακομίσουν σε ένα στυλ ζωής
κομμένο και ραμμένο όπως αυτό της βιτρίνας. Το φθινόπωρο επίσης είχε τα δίκια
του. Ήταν η εποχή που και ο παραμικρός ήχος αποκτούσε σημασία. Το ποιητικό
θρόισμα των φύλλων για παράδειγμα ή εκείνο το τρίξιμο της συστολής που
χαρακτήριζε τους διεσταλμένους ανθρώπους των διακοπών του καλοκαιριού. Η
σημασία της Τρίτης είναι πως αυτή είναι μια σχετικά αδιάφορη ημέρα εκτός και αν
τυγχάνει να είναι και 13 όπου μια φορά στο τόσο η μέρα αυτή αποκτά μια σχεδόν
γιορτινή υπόσταση. Τις Τρίτες πιστεύω πως μπορεί να προσέξει κανείς τα πιο
αόρατα πράγματα που συμβαίνουν καθότι δεν έχει κάτι περισσότερο αβανταδόρικο
για να ασχοληθεί. Οι Παρασκευές, τα Σάββατα και οι Κυριακές είχαν μια έπαρση
άλλο πράμα, κουβαλούσαν πάνω τους όλο τον χαμένο χρόνο που έψαχνε εκτόνωση. Η
Δευτέρα πάντοτε με ψυχοφάρμακα ήταν και όσο για την Τετάρτη δεν ζητούσε κανείς
πολλά πολλά. Η Πέμπτη ήταν το πρώτο ραντεβού και όπως σε κάθε πρώτο ραντεβού
αρμόζει ο καθένας έδινε παραπάνω ευκαιρίες από αυτές που κανονικά της αναλογούν.
Εκείνη την Τρίτη λοιπόν, ενώ άκουγα μέσα στο παρκαρισμένο
μου αμάξι το γλυκό αεράκι να παίρνει το καλοκαίρι μακριά μου, ένιωσα σαν ένας καταξιωμένος
μαέστρος. Άφησα κάθε ήχο να γίνει μέρος της στιγμής μου. Στην αρχή ήταν μόνο
ένα αεράκι που σφύριζε ντροπαλά μέσα στο μισάνοιχτο μου παράθυρο, αυτός ο ήχος
έμοιαζε με τον ήχο που παράγουν οι μπαγκέτες – σκουπάκια έτσι όπως πέφτουν πάνω
στα τύμπανα. Μετά πετάχτηκαν δύο κόρνες αυτοκινήτων (γιατί η αλήθεια ήταν πως
είχα κλείσει κάπως το πέρασμα με το άτεχνο μου παρκάρισμα), να και οι νότες
σαξοφώνου. Κάθισα πιο μπόλικα στο κάθισμα και άνοιξα καλύτερα το παράθυρο μου. Οι
νότες της κυρίας καθώς με έβριζε που έκλεινα τον πεζόδρομο ήχησαν σαν
κλαρινέτο, ενώ το παιδί της που τσίριζε στο καροτσάκι ήταν το πρίμο σαξόφωνο.
Ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω κανέναν ήχο να κάνει φτερά. Κρατούσα τους παλιούς
ήχους και έψαχνα μετά μανίας να εναρμονίσω νέους ήχους στο τραγούδι της πόλης
που πάλευα να συνθέσω. Δεν ήμουν σίγουρος το στυλ που θα κατέληγε τελικά να
έχει αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν ήταν κάτι που ήταν στις προτεραιότητες
μου. Γνώριζα πως όταν προσπαθεί κανείς να κατηγοριοποιήσει ή να ενταχθεί σε μια
συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων τότε δεν προέκυπτε κάτι άξιο λόγου. Το αντίθετο
μάλλον. Το ίδιο συνέβαινε στην τέχνη, στην πολιτική και στην κοινωνία. Όταν
κάτι προκύπτει μέσα από εσένα δίχως να προσπαθείς να το περάσεις από το
τελωνείο τότε υπάρχουν πολλές πιθανότητες να γίνει κάτι όμορφο. Αν δε, έχεις και
κάτι να πεις, κάτι που ίσως σκέφτηκες μια νύχτα μαύρη που έμοιαζε να έπεσε για τις
σκέψεις σου και μόνο, τότε θα προκύψει κάτι που θα ζει ακόμα και όταν εσύ ο ίδιος
τινάξεις όλα τα πέταλα γύρω από το ξερό σου κοτσάνι. Η μουσική εξελισσόταν,
έγχορδες φωνές μιας τρελής πολιτείας συνοδευόταν από πρίμα τακουνάκια να
χτυπάνε στα πεζοδρόμια ενώ φούστες ανέμιζαν από πάνω τους, μπάσα κλείσιματά από
πόρτες διαμερισμάτων που χτίστηκαν για να σαγηνέψουν την επαρχία κάνοντας τα
κουστουμαρισμένα παιδιά των αγροτών να θέλουν να γίνουν αγρότες. Ήχοι έρχονταν
από παντού, από τις εξατμίσεις, από τα κενά καταστήματα με τους αμέτρητους
λογαριασμούς κάτω από τις πόρτες τους, από το σούρσιμο των βημάτων στην ουρά του
ΟΑΕΔ, από τις γάτες που χώνονταν ανάμεσα σε ανθρώπους μέσα στους κάδους
ανακύκλωσης που μόνο το μπλε τους και όχι το περιεχόμενο τους βάφτιζε έτσι.
Ήχοι ερχόντουσαν από παντού και συνέθεταν μια μελωδία ενόσω η ζωή είχε αργήσει
και πάλι στο ραντεβού της.
Η παρατεταμένη κόρνα του περιπολικού ήρθε σαν κορύφωση μιας υψιφώνου
με καριέρα παγκοσμίου εμβελείας. Τα
παιδιά εκείνη την ώρα ορμούσαν έξω από την τράπεζα και μέσα στο αμάξι μου. Το
τραγούδι είχε φτάσει στο τέλος του πλέον. Έβαλα πρώτη και όρμησα εκεί έξω
ακούγοντας την σειρήνα να μας ακολουθεί, όλοι εκείνοι οι ήχοι τελικά έκαναν
φτερά. Έμοιαζε σαν να εκτοξευτήκαμε στο κενό. Θα σωζόμασταν ή θα χανόμασταν. Θα
γινόμασταν νότες ή θα σκονιζόμασταν στα αυλάκια ενός ξεχασμένου βινιλύου.
«Πόσα;» ρώτησα κοιτώντας τα κόκκινα φανάρια να μας κοιτάνε
και τα αμάξια να φαλτσάρουν στα φρένα τους.
«Αρκετά για να βγάλουμε τον πρώτο μας δίσκο» μου απάντησε ο
Πέτρος ο μπασίστας. Κάτι θα ήξερε. Όταν καταφέρεις να φτιάξεις ρυθμό με
τέσσερις μόλις χορδές βλέπεις τα πράγματα πιο απλά.
Όπως πράγματι είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου