Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

ΑΝΕΜΙΣΤΗΡΑΣ


Η μέρα είχε ρίξει το σούρουπο της πάνω μου προσπαθώντας να με δροσίσει. Πηγαινοερχόμουν μέσα στο δωμάτιο, ανοιγοκλείνοντας παράθυρα και πόρτες, προσπαθώντας να κάνω το ρεύμα να γίνει ρεύμα, να δροσιστώ κάπως, να ηρεμήσω, να πέσω για ύπνο κάποια στιγμή και να δω όμορφα όνειρα. Ίδρωνα και στέγνωνα, η μπλούζα στάμπες λευκές σε φόντο μαύρο, δεν ηρεμούσα, δεν μπορούσα, ήταν η κάψα τέτοια που ένιωθα πως κάποιος ετοιμαζόταν να με μαγειρέψει.
Κάποια στιγμή λοιπόν, καθώς περιφερόμουν με τον ιδρώτα μου να δροσίζει το πάτωμα, θυμήθηκα πως κάπου, κάποτε είχα αποθηκεύσει έναν ανεμιστήρα. Καταπιάστηκα με το να τον ψάχνω, έκανα μια βουτιά κάτω από το κρεβάτι, όρμησα μέσα σε ντουλάπες και σκαρφάλωσα πάνω στο πατάρι. Η ορμή μου έσφιγγε τα δόντια και το δέρμα μου είχε τεντώσει από την προσμονή της φτερωτής θύμησης εκείνου του ανεμιστήρα.
Επειδή η επιμονή μπορεί να μη σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, αλλά τουλάχιστον δεν παραβλέπει να αφήσει ένα κάποιο μπουμπουάρ πάνω στο τραπέζι, κάποια στιγμή κατάφερα να βγω μέσα από την ντουλάπα του υπνοδωματίου, κρατώντας τον ανεμιστήρα στα χέρια μου, σχεδόν με την ίδια χαρά που θα κρατούσε αρχηγός ποδοσφαιρικής ομάδας το τρόπαιο της κατάκτησης του πρωταθλήματος.  Χοροπηδούσα τριγύρω και αισθανόμουν αμέτρητες επιλογές να ξαπλώνουν στα πόδια μου. Επιτέλους, μπορούσα να ρίξω έναν ύπνο της προκοπής!
Μπήκα στο μπάνια, άφησα το ντουζ να τρέχει και τσούλησα από κάτω του. Παρέμεινα για λίγη ώρα ακίνητος ενώ το τρεχούμενο νερό δρόσιζε κάθε μου κυρτή και καμπύλη επιφάνεια. Κάθισα λοιπόν για ώρα έτσι, δεν ξέρω πόσο αλλά και να ήξερα ποιος νοιαζόταν; Τράβηξα μια πετσέτα, στέγνωσα και πριν ξαπλώσω στο κρεβάτι πήγα και έβαλα στην πρίζα τον ανεμιστήρα. Ήταν μαγική στιγμή. Αυτή η προσμονή του ηλεκτρικού ανέμου που θα κυμάτιζε στα όνειρα μου, κρατώντας με δροσερό για ώρες, στην κατάλληλη θερμοκρασία για να μπορεί η επόμενη ημέρα να με καταναλώσει με ασφάλεια. Ήταν σκέτο όνειρο!
Βγαίνοντας από το ντουζ έβαλα ένα σταθμό στο ράδιο να παίζει. Ευτυχώς είχε καλή μουσική, ήταν ώρα χαμηλής ακροαματικότητας βλέπετε. Έπαιζε Trhax Punks, ένα τριμελές συγκρότημα από την Ορεστιάδα, ζουρνάς, τύμπανα και ηλεκτρική κιθάρα τζάμαραν με παραδοσιακά τραγούδια του Έβρου και η αλήθεια ήταν πως το έκαναν με ένα τέτοιο τρόπο που μου έμοιαζε τόσο απολαυστικός, σα να είχα βάλει μπροστά τον ανεμιστήρα και από το πλέγμα του να ξεπηδούσαν όλες εκείνες οι γυναίκες που πόθησα ποτέ και ξαφνικά τις βρήκα ξαπλωμένες στο πλάι μου. Ένα τέτοιο πράγμα ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Καταλαβαίνετε.
Βγήκα από το μπάνιο και πήγα στο κρεβάτι. Έσκυψα και έπιασα το φις του ανεμιστήρα και το έβαλα με μια τέτοια ηδονή στην πρίζα που θυμήθηκα την πρώτη μου φορά. Μετά πάτησα το κουμπί της μεσαίας ταχύτητας. Δεν έγινε τίποτα.
Πάτησα και την χαμηλή ταχύτητα αλλά και πάλι η φτερωτή έστεκε ακίνητη κοιτάζοντας με.
Θέλοντας να εξαντλήσω τις πιθανότητες πάτησα και την πιο γρήγορη ταχύτητα και βέβαια δεν έγινε τίποτα και πάλι. Ήταν σκέτη απάτη. Όλο αυτό το ρομάντζο που είχα χτίσει γύρω από αυτή τη νύχτα καταντούσε σκέτο φιάσκο. Τίποτε δεν θα ήταν σωστό αν ο ανεμιστήρας που τόσο πολύ πόθησα δεν μπορούσε να λειτουργήσει! Δεν ξέρω αν και εσείς, σε μια παρόμοια περίσταση, θα αντιμετωπίζατε τα γεγονότα με τον ίδιο τρόπο αλλά εγώ  προσωπικά αισθανόμουν πως είχα εξαντλήσει το κάθε περιθώριο που μπορεί να είχε ο κάθε ένας από εσάς ξεχωριστά, με ή χωρίς ανεμιστήρα, μια τέτοια βραδιά που η κάψα έλιωνε τα τζιτζίκια πάνω στα πεύκα.
Έμεινα ακίνητος, πάνω από τον ανεμιστήρα. Ξαφνικά έμοιαζε πως ό,τι είχα ποθήσει ποτέ να ήταν μια πλάνη. Είχα στοιχηματίσει στο άλογο που κούτσαινε. Το φερμουάρ ήταν ανοιχτό και φορούσα τα καλά μου στη γιορτή. Η κοπέλα που ποθούσα σε όλο το γυμνάσιο, πήγε με κάποιον που την πόθησε την πρώτη ημέρα του λυκείου. Κάπως έτσι. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω ελπίζω.
Κάτι σα σπίθα, κάπως σα τσαντίλα, δεν ξέρω πως και γιατί, σήκωσα το χέρι μου και έριξα μια στη σίτα του ανεμιστήρα. Μεγαλώνοντας είχα εξοικειωθεί με την εικόνα αυτή. Χαλασμένες συσκευές να επανέρχονται στη ζωή με ένα μπάτσο. Το έβλεπα να το κάνει ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο παππούς και η γιαγιά μου. Και ξέρετε κάτι; Πάντα έπιανε το κόλπο αυτό. Σαν μεγάλωσα όμως, δεν ξέρω γιατί, οι συσκευές έμοιαζε πως είχαν χάσει το φιλότιμο τους και όσα χαστούκια και να τις κέρναγες, αυτές ήθελαν τον μάστορα ή την ανακύκλωση τους. Ίσως και εμείς να μην είχαμε την ίδια υπομονή. Σα να περιμέναμε εναγωνίως να διανύσουν τον κύκλο της ζωής τους για να πάμε ένα βήμα παρακάτω. Να αγοράσουμε την επόμενη συσκευή που θα είχε πιο μοντέρνο σχεδιασμό, πιο πολλά κουμπιά, μια συσκευή που θα έκανε τα εύκολα ευκολότερα και τα ακατόρθωτα παιχνιδάκι. Συνηθίσαμε να αλλάζουμε συσκευές λες και επρόκειτο να κερδίσουμε έτσι μια θέση στον παράδεισο. Κάναμε ευκολότερη τη ζωή για να αφήσουμε χώρο στα σημαντικά αλλά όσο ευκολότερη γινόταν η ζωή μας τόσο περισσότερος χώρος πιανόταν με το να καταπιανόμαστε με το πώς αυτή μπορεί να γίνει ακόμη ευκολότερη. Κι έτσι ήταν. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, ελπίζω.
Αυτή τη φορά όμως δεν έπιασε. Είχα μόλις κοπανίσει τη συσκευή αλλά εκείνη δε δούλεψε.
Άναψα ένα τσιγάρο, βγήκα στο μπαλκόνι, προσπάθησα να σκεφτώ λογικά, ήρεμα και αποτελεσματικά. Σκέφτηκα ηλεκτρολογικούς πίνακες, την εγγύηση του ανεμιστήρα, το κόστος αντικατάστασης και τη θερμότερη νύχτα που στεκόταν ανάμεσα σε εμένα και το στρώμα μου. Όταν δεν μπορείς να κάνεις τίποτε καλύτερο από όσα έχεις σκεφτεί ως λύσεις του προβλήματος τότε εφαρμόζεις κάτι, οτιδήποτε, ελπίζοντας πως μπορεί και να δουλέψει. Κάτι σαν ένστικτο.
Έσβησα λοιπόν το τσιγάρο και μπήκα ξανά μέσα. Στάθηκα μπροστά στον ανεμιστήρα και πίεσα το κουμπί της χαμηλής ταχύτητας αφού έβγαλα και ξαναέβαλα το φις σε μια διαφορετική πρίζα παραδίπλα με την προηγούμενη που είχα δοκιμάσει. Τζίφος. Στάθηκα εκεί και έφερα μπροστά μου όλους εκείνους που με λιγότερη τεχνολογία στη διάθεσή τους κατάφεραν με ένα μπάτσο να κάνουν τη ζωή να ρολλάρει. Έχωσα τότε μια σφαλιάρα στο κέντρο της φτερωτής, με μια τέτοια δύναμη σα να ήθελα να την σπάσω σε μικρά κομμάτια. Η φτερωτή τότε ξεκίνησε να λειτουργεί και Ω ΜΑΓΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ, αέρας φρέσκος έβγαινε από τα σωθικά της.
Ξάπλωσα και κοιμήθηκα, ίσως καλύτερα και από ότι αν η συσκευή είχε λειτουργήσει εξαρχής.
Κατάφερα και εγώ με τον τρόπο μου να παντρέψω την παράδοση με το μοντέρνο. Ζουρνάς και ηλεκτρική κιθάρα. Ανεμιστήρας και μια σφαλιάρα όμοια με εκείνη που είδα κάποτε τον πατέρα μου να χτυπά την πρώτη τηλεόραση που είχε αγοράσει.
Κοιμήθηκα γλυκά και ξέρετε κάτι; Στον ύπνο μου είδα πως την επόμενη ημέρα ο ανεμιστήρας και πάλι δε λειτουργούσε και εγώ με μια σφαλιάρα στο σβέρκο του κατεστημένου τον επανέφερα ξανά στη ζωή. Με γνώσεις λιγοστές, αλλά με πάθος για αυτά που ήθελα να μου προσφέρει. Όχι κάποια άλλη συσκευή αλλά μόνο εκείνος. Αυτός που με κόπο ανέσυρα από την ντουλάπα μου.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΥΣ, Η ΜΠΑΡΑ ΚΑΙ Ο ΜΠΑΡΜΑΝ


Καθώς έπινα τον καφέ μου, ήρεμα και ωραία, σκέφτηκα μια ιστορία που μου είχαν πει κάποτε. Επρόκειτο για κάποια βραδιά που είχε βρεθεί ο θεός μαζί με τον διάολο σε κάποιο μπάρ. Ήταν μόνοι τους, το μπαρ ήταν έτοιμο να κλείσει, ο μπάρμαν στέγνωνε τα ποτήρια από το πλυντήριο πιάτων και η σερβιτόρα έβαζε ανάποδα τις καρέκλες πάνω στα τραπέζια. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή φάνηκαν στην είσοδο. Περπατούσαν αγκαλιά, το καλό με το κακό. Το άσπρο με το μαύρο. Ο θεός με τον διάολο! Μιλούσαν και γελούσαν και η σερβιτόρα αντί να ακουμπήσει την καρέκλα πάνω στο τραπέζι, την τοποθέτησε σαν ασπίδα μπροστά της. Ο δε μπάρμαν άφησε το ποτήρι να του γλιστρήσει από το χέρι και μετά σκύβοντας, έμεινε καλά προφυλαγμένος πίσω από τη μπάρα κάνοντας πως μαζεύει τα θρύψαλά. Η ιστορία μιλούσε για το πώς το καλό μπορεί να τα πάει μια χαρά μαζί με το κακό αρκεί να τηρούνται κάπως οι ισορροπίες. Γιν και γιάνκ και άλλα τέτοια. Κάπως έτσι. Στην ιστορία, ο θεός κερνούσε συνέχεια τον διάολο το επόμενο ποτό ενώ ο διάολος κερνούσε ενδιάμεσα τεκίλες, πασπαλίζοντας αλάτι τους καρπούς τους πριν τις κατρακυλήσουν στα απέραντα και αιώνια σωθικά τους. Θυμάμαι πως μου είχε κάνει εντύπωση το τέλος του διαλόγου τους, καθώς η σερβιτόρα πήγε να τους ρωτήσει, αφήνοντας τον φόβο της να δώσει πάσα στην περιέργεια της, πως γινόταν αυτοί οι δύο να τα πίνουν μαζί.

Ο διάολος είπε:
«Ο Θεός είναι κάπως απόλυτος και συγκρατημένος αλλά μετά το πρώτο ποτό γίνεται καλή παρέα». 

Ο Θεός τότε έσκασε στα γέλια και έσκυψε πάνω στη σερβιτόρα και της ψιθύρισε:
«Μη τον ακούς. Πάντα είμαι καλή παρέα. Απλά εκείνος κερνάει τα σφηνάκια, ενώ εγώ το επόμενο ποτό. Αυτή είναι η μόνη διαφορά. Εκείνος δίνει μια ευχάριστη νότα στην καθημερινότητα ενώ εγώ μπορώ και την καθορίζω. Δεν είναι θέμα ισχύος ή αντιπαλότητας. Όλα ρέουν στο κάτω κάτω και πάνε προς τα κάπου»

Στην ιστορία θυμάμαι πως η σερβιτόρα δεν είχε καταλάβει και πολλά και πήγε να ειδοποιήσει τον μπάρμαν πως ετούτοι οι δύο μάλλον δεν επρόκειτο να πληρώσουν τον λογαριασμό.

 Η σερβιτόρα είχε πετάξει την ποδιά της στον μπάρμαν λέγοντας του: «Βγάλτα πέρα μόνο σου τώρα» καθώς έφευγε από το μαγαζί. Ο μπάρμαν τότε τους είπε για το λογαριασμό αλλά επειδή είχε λιγάκι χεστεί πάνω του πρόσθεσε πως όλα ήταν κερασμένα.

Ο διάολος του είχε πει: «Πάντα κερασμένα ήταν» ενώ ο Θεός είχε πει: «Δεν είναι σωστό κάτι τέτοιο παιδί μου. Βάλτα στο λογαριασμό». 

Ο μπάρμαν τότε σημείωσε το νούμερο στο μπλοκάκι και το έχωσε στην τσέπη του παντελονιού του. Ο διάολος είχε λυθεί στα γέλια και φώναξε στον Θεό: «Ελπίδα ε; Ωραίο το κόλπο δικέ μου. Δώσε του να καταλάβει. Ελπίδα. Πως το σκέφτηκες; ΑΧΑ ΧΑΧΑΧΑΧΑ Δεν είναι περίεργο που εσύ κατάφερες να πας μπροστά». 

Μετά έφυγαν αγκαλιασμένοι και τρεκλίζοντας, ενόσω ο μπάρμαν τους κοίταζε να προσπαθούν να βγούν ταυτόχρονα από την πόρτα κοπανώντας στην κάσα της. Ξανά και ξανά. Θα τα πλήρωνε από την τσέπη του γιατί η ιστορία έλεγε πως δεν ήταν δικό του το μπάρ. Αλλά και δικό του να ήταν, πάλι χασούρα θα είχε. Ο μπάρμαν όμως δε το έβλεπε έτσι. Μόλις είχε καταφέρει να τα έχει καλά με τους δύο βασικούς παίκτες του σύμπαντος. Λίγο το έχετε; Έτσι ήταν.