Το παντελόνι συνεχώς μου έπεφτε,
προχωρούσα στην Υμηττού στην Καισαριανή, κάπνιζα, κουβαλούσα ένα φορητό
υπολογιστή σε τσάντα ώμου και μιλούσα στο κινητό. Ήταν σίγουρο πως ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί
να καταφέρει κάτι ανάλογο με την πρώτη προσπάθεια αλλά προσωπικά τα τελευταία
χρόνια είχα υιοθετήσει ένα τέτοιο στυλ που πλέον μπορούσα να καυχηθώ πως έπαιζα
στα δάκτυλα του ενός χεριού (αν και ελεύθερο χέρι δεν υπάρχει).
Ήταν από εκείνες τις μέρες που ξεχνούσα
να σκεφτώ τα σημαντικά και αναλογιζόμουν όλες εκείνες τις λεπτομέρειες, τις εκκρεμότητες,
τις προθεσμίες, τις αναπάντητες κλήσεις.
«Καλημέρα, λέγομαι Τάδεδείνας και
με είχατε πάρει τηλέφωνο…» έλεγα κρατώντας το κινητό με τον ώμο μου ενώ τα
χέρια μου προσπαθούσαν να κρατήσουν το παντελόνι που είχε κατρακυλήσει με
αποτέλεσμα τα μπατζάκια να έχουν χωθεί κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου.
«Παρακαλώ περιμένετε λίγο. Σας συνδέω αμέσως» μου είπε η κυρία στην άλλη
άκρη της γραμμής και εγώ βρήκα την ευκαιρία να βγάλω το πακέτο με τα τσιγάρα
από την τσέπη του μπουφάν μου, να ξετρυπώσω ένα, και να το ανάψω λίγο πρίν
κατηφορίσει η τσάντα από τον ώμο μου στον αγκώνα. Γαμημένος πολιτισμός! Έπρεπε να κουβαλάμε τόσα πράγματα. Ξεφύσηξα και περίμενα. Η άλλη άκρη της γραμμής ήταν τεθλασμένη και
έψαχνε τρόπο να ισιώσει. Τράβηξα άλλη
μια τζούρα και περίμενα έχοντας πλέον τοποθετήσει το παντελόνι και την τσάντα
με τον φορητό υπολογιστή στη σωστή του θέση.
Έχωσα το ένα μου χέρι στην τσέπη του μπουφάν και με το άλλο έπιασα το
κινητό.
Κάποιος φάνηκε στην άλλη άκρη.
«Καλησπέρα κύριε Τάδεδείνα, σας ενημερώνω
πως η κλήση καταγράφεται και διατηρείται στο αρχείο της εταιρίας για ένα χρόνο.
Για λόγους διατήρησης του τραπεζικού απορρήτου θα μπορούσατε να μου πείτε τα
τρία πρώτα ψηφία του ΑΦΜ;»
Άφησα πέντε δευτερόλεπτα να
περάσουν και μετά έχωσα το κινητό, χωρίς να το κλείσω, στην άλλη τσέπη του
μπουφάν. Έπρεπε να έχω ένα χέρι ελεύθερο
για να μπορώ να καπνίζω βρε διάολε! Η
τσέπη μου φώναζε: «Παρακαλώ, παρακαλώ, με ακούτε;». Μάλλον είχα πατήσει κατά λάθος την ανοικτή
ακρόαση. Όπως και να είχε πάντως ήταν ευχάριστο να σου μιλάει η τσέπη σου, έτσι
όπως περπατάς πηγαίνοντας προς την δουλειά.
Οι τσέπες είναι συνήθως βαρετές, εκτός των στιγμών που αποφασίζουν να
μιλήσουν. Οι τσέπες δεν είναι
δημιουργικές παρά μόνο κουβαλάνε αν και αυτό μόνο στις καλύτερες των περιπτώσεων. Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε κόσμος, κανένα
παιδί που ξέμεινε πίσω μόνο από το σχόλασμα και από εκεί και πέρα τίποτα. Έτσι
δεν είχα κίνδυνο να γίνω ρεζίλι.
Τη στιγμή που πέταξα την γόπα από
το τσιγάρο μου άκουσα μια φωνή δίπλα μου.
«Νεαρέ ένα τσιγάρο».
Η φωνή δεν ήταν ακριβώς
φωνή. Εννοώ δεν είχε την συνηθισμένη
δόση μπάσων και πρίμων από τα οποία οι ανθρώπινες φωνές είναι φτιαγμένες. Η
φωνή ήταν τραχιά. Σαν να κυλούσαν τα γράμματα πάνω σε κατσάβραχα και το κάθε ένα
από αυτά να μαζί με τον εαυτό του να έβγαζε και μια μικρό κλάμα πόνου από το
κοπάνημα πάνω στα κατσάβραχα. Να μη σας τα
πολυλογώ η φωνή αυτή ερχόταν από μια γριά γυναίκα. Αρκετά γυναίκα για να μπορείς να πεις με
σιγουριά πως ήταν γριά, αλλά αρκετά παραπάνω γριά από το να μπορείς να την
τοποθετήσεις στο μεδούλι του μέσου όρου των ηλικιωμένων. Αυτή η γυναίκα ακουγόταν σα να είχε φτάσει
ήδη στο τέρμα αλλά το εισιτήριο της έγραφε: «ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜΩΝ». Είχε ξεχάσει απλά να πεθάνει. Τώρα πλέον πιστεύω πως πρέπει να είχε
ιδιαίτερους λόγους για αυτό, αν και ακόμα παραμένουν άγνωστοι στο ευρύ
κοινό.
Γύρισα για να κοιτάξω στο πλάι
και προς τα πίσω αλλά δεν είδα κανέναν.
Η φωνή ακούστηκε ξανά το ίδιο κουτρουβαλιστή πάνω στα βράχια. Αυτή τη
φορά μπορούσα να καταλάβω πως ερχόταν από ένα μπαλκόνι. Τόσο μικροσκοπικό που
χωρούσε μόνο τη γριά.
«Νεαρέ, ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάροοοοο.
Ένα τσιγάρο. Νεαρέεεε. ΜΗ ΦΕΥΓΕΙΣ. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο.
Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο….» και συνέχιζε κάπως έτσι.
Απομακρυνόμουν. Ολοένα έφευγα. Ξεμάκραινα. Την έκανα. Γλιστρούσα μακριά. Η άλλη
γραμμή του κινητού είχε πάψει να ακούγεται μέσα στην τσέπη και η τσέπη μου ήταν
πλέον σιωπηλή. Σήκωσα το παντελόνι μου, έπεσε η τσάντα με τον φορητό υπολογιστή
από τον ώμο στον αγκώνα και την σήκωσα.
Κάπως έτσι πέρασε η ώρα, χάθηκε η φωνή, φάνηκε η γωνία. Έστριψα.
Έχουν περάσει πέντε μήνες από
τότε. Προτιμώ πάντα αυτό το δρόμο για να πάω στη δουλειά μου, ακόμα και αν έχω
παρκάρει κάπου τελείως αντίθετα. Έχουν πεθάνει τρεις άνθρωποι, τον ένα τον
γνώριζα, οι δύο ήταν μεγάλης ηλικίας. Μέσα σε αυτούς τους πέντε μήνες έμαθα πως
δεν είναι έγκλημα να δώσεις ένα τσιγάρο σε μια γριά που έχει ξεχάσει να
πεθάνει. Έγκλημα είναι να μη το δώσεις και εγώ τότε δεν το είχα δώσει και κάπως
έτσι προτιμώ να περπατάω σε αυτόν εδώ το δρόμο, έχοντας πάντα στην τσέπη μου
ένα πακέτο με τσιγάρα. Σήμερα έκατσα απέναντι από το μπαλκόνι της για μισή περίπου
ώρα. Την περίμενα. Άναβα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, μήπως και ο καμένος
καπνός την κάνει να φανεί σαν μια άλλη Ιουλιέτα στο μπαλκόνι. Τζίφος. Και
μάλιστα τόσο τζίφος που τώρα πλέον σκέφτομαι πως εκείνη η γριά πρέπει να πέθανε
ακριβώς μετά τις φωνές πίσω από την πλάτη μου.
Πρέπει να είχε καταλάβει πως πεθαίνει και το μόνο που ήθελε ήταν να
καπνίσει ένα τσιγάρο. Μαλακίες. Είμαι αισθηματίας, βλέπω οπτασίες, ίσως τα χάνω
λιγουλάκι αλλά με ένα σταθερό ρυθμό. Προσπαθούσα απλά να τη σώσω. Ξανά
μαλακίες. Προσπαθούσα να γλιτώσω άλλη μια τράκα και ας πήγαιναν τόσα χρόνια που
είχα ξεμπερδέψει με τον στρατό όπου ένα γεμάτο πακέτο μετατρεπόταν σε άδειο σε
χρόνο κομμένο ροδέλες του χιλιοστού του δευτερολέπτου.
Φεύγοντας από το μπαλκόνι της χτύπησε
το κινητό μου. Το σήκωσα.
«Καλησπέρα σας. Ο κύριος Τάδεδείνα;»
Και ξανά από την αρχή.
Η ιστορία
επαναλαμβανόταν χωρίς απαραίτητα να μας δίνει τις ίδιες ευκαιρίες για να
επανορθώσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου