Αν σήμερα με ρωτούσε κάποιος τι ευχή θα έκανα, θα του έλεγα δίχως δεύτερη σκέψη το να μιλά ο κόσμος λιγότερο. Δεν ξέρω πως στο διάβολο αλλά σήμερα έπεσαν πάνω μου όλοι όσοι ήθελαν να μιλήσουν για τα πάντα. Πάω στη διαχειρίστρια που είχα χρόνια να δω και άρχισε να μου δείχνει τις σωληνώσεις του φυσικού αερίου, να μου λέει για τα σιφώνια, για τον άντρα της και τα καρδιακά του επεισόδια. Έκανα ένα βήμα προς την εξώπορτα, έτοιμος να πω ένα ευχαριστώ και αντίο και τσούπ εκείνη έμπαινε μπροστά μου και συνέχιζε την ιστορία της ή έπλαθε μια καινούργια. Σαν συγγραφέας εκτιμώ τέτοιους ανθρώπους που από το τίποτα βγάζουν μια εγκυκλοπαίδεια, για την ακρίβεια τους ζηλεύω γιατί τον τελευταίο καιρό δε μπορώ να γράψω. Σαν Φίλιππος όμως τους βαριέμαι αφάνταστα. Βαριέμαι και τον ίδιο μου τον εαυτό που γίνεται τόσο μα τόσο υπομονετικός μαζί τους. Μόλις έφυγα με έπιασαν οι τύψεις. Μια γριά μόνη και δεν έχει να πει τον πόνο της. Αν ο πόνος της είναι όλα όσα μου είπε μπορώ να καταλάβω το γιατί νιώθει τόσο μόνη. Από την άλλη οι άνθρωποι, όσο περισσότερο μιλάνε, μου μοιάζουν και περισσότερο κενοί. Αυτό το συμπέρασμα έχω βγάλει και να με συμπαθάτε αν μιλάτε και εσείς πολύ. Προτιμώ μια σιωπή, να έρθει και να μπαστακωθεί και εγώ να αρχίσω να δημιουργώ μυστήρια στο μυαλό μου και να έχω την ανάγκη να ρωτήσω πρώτος αντί να μου απαντάνε σε ερωτήσεις που δεν ρωτήθηκαν ποτέ.
Καταφέροντας να ξεφύγω από τα δίχτυα της ατέρμονης πάρλας, βγήκα στον δρόμο ξαλαφρωμένος. ΤΣΟΥΠ ήρθε μια γειτόνισσα και με ρώτησε αν ξέρω κάτι για τους νέους γείτονες που ήρθαν στην πολυκατοικία. Μου πέρασε από το μυαλό να την ρωτήσω τι εννοεί. Αν θέλει να μάθει για το επάγγελμα, την ιθαγένεια, τα πολιτικά τους φρονήματα, την ομάδα αίματος, το πόσα παιδιά έχουν ή θέλουν να κάνουν, το σε ποια στάση κοιμούνται τα βράδια, αν βλέπουν γιουροβίζιον, αν ο άντρας σηκώνει το καπάκι της τουαλέτας όταν κατουράει, αν η γυναίκα φοράει ψηλοτάκουνα, αν ακούνε δυνατά μουσική, τι μουσική ακούνε, αν ακούνε μουσική και αν δεν ακούνε, γιατί. Τέτοια ήθελα να την ρωτήσω αλλά μπουχτισμένος όπως ήμουν από την ακατάληπτη πάρλα της πρώτης κυρίας αποφάσισα να μην το διακινδυνέψω. Περπάτησα γρήγορα και της είπα πως βιάζομαι και από όσο ξέρω οι γείτονες είναι απλά ένα ζευγάρι. Είδα με την άκρη της κόρης του ματιού μου την απογοήτευση της να κρέμεται ολόκληρη έξω από το ανοικτό παράθυρο του αμαξιού της που έχασκε σχεδόν παρκαρισμένο στη μέση του δρόμου. Ήταν μια από τα ίδια και αυτή. Ένας άνθρωπος έτοιμος να ξεκινήσει από το μηδέν μια ολόκληρη κουβέντα για ώρες.
Την είχα σκαπουλάρει για δεύτερη φορά.
Μόλις έφτασα στην δουλειά μου πετάχτηκε ένας γείτονας έξω και άρχισε να μου μιλάει για τα παιδιά του. Τον άφησαν να φτιάξει μόνος του ορισμένες ζημιές στο σπίτι. Δε του έφεραν μελομακάρονα αυτή τη χρονιά και ήταν η πρώτη. Η νύφη του τον στραβοκοίταξε προχθές και εχθές τον είχε πιάσει δυσκοιλιότητα και δεν είχε κέφι να κρεμάσει τα λαμπάκια των γιορτών στο μπαλκόνι του τα οποία έτσι και αλλιώς ήταν καμένα τα μισά από πέρσι και έπρεπε να πάει στον υπάλληλο του καταστήματος να του τα ψάλλει γιατί κάηκαν στην εγγύηση και μιας και μιλάγαμε (;) για εγγύηση πως εγγυάται το μέλλον των παιδιών μας; Με ρώτησε για τον Τσίπρα και άλλα δαιμόνια. Σκέφτηκα να του φωνάξω δυνατά "ΕΛΕΟΣ" αλλά είμαι σίγουρος πως δεν θα με καταλάβαινε. Έφυγα και από εκεί τρέχοντας σχεδόν και ζητώντας συγγνώμη γιατί δεν μπορούσα να σταθώ επειδή βιαζόμουν.
Πήγα και κάθισα κάτω από ένα πεύκο. Πουλάκια κελαηδούσαν που και που. Μια γλυκιά ησυχία υπήρχε εκεί. Ήταν οι μοναδικοί ήχοι που άντεξα να ακούσω σήμερα. Ίσως γιατί τα πουλιά ό,τι έχουν να πουν το λένε με τραγούδι. Δε σε πιάνουν από τον γιακά και αρχίζουν τα λογίδρια τους. Τα πουλιά έχουν τσίπα, έχουν μπέσα, έχουν προσωπικότητα.
Πέφτοντας μια κουτσουλιά πάνω μου γύρισα και κοίταξα ψηλά.
"Τουλάχιστον εσύ τα σκατά που θέλεις να βγάλεις από μέσα σου, τα βγάζεις με τον πρέπον τρόπο" σκέφτηκα και είπα να μη του μιλήσω γιατί τα λόγια τελικά είναι τόσο μα τόσο λίγα.
Καταφέροντας να ξεφύγω από τα δίχτυα της ατέρμονης πάρλας, βγήκα στον δρόμο ξαλαφρωμένος. ΤΣΟΥΠ ήρθε μια γειτόνισσα και με ρώτησε αν ξέρω κάτι για τους νέους γείτονες που ήρθαν στην πολυκατοικία. Μου πέρασε από το μυαλό να την ρωτήσω τι εννοεί. Αν θέλει να μάθει για το επάγγελμα, την ιθαγένεια, τα πολιτικά τους φρονήματα, την ομάδα αίματος, το πόσα παιδιά έχουν ή θέλουν να κάνουν, το σε ποια στάση κοιμούνται τα βράδια, αν βλέπουν γιουροβίζιον, αν ο άντρας σηκώνει το καπάκι της τουαλέτας όταν κατουράει, αν η γυναίκα φοράει ψηλοτάκουνα, αν ακούνε δυνατά μουσική, τι μουσική ακούνε, αν ακούνε μουσική και αν δεν ακούνε, γιατί. Τέτοια ήθελα να την ρωτήσω αλλά μπουχτισμένος όπως ήμουν από την ακατάληπτη πάρλα της πρώτης κυρίας αποφάσισα να μην το διακινδυνέψω. Περπάτησα γρήγορα και της είπα πως βιάζομαι και από όσο ξέρω οι γείτονες είναι απλά ένα ζευγάρι. Είδα με την άκρη της κόρης του ματιού μου την απογοήτευση της να κρέμεται ολόκληρη έξω από το ανοικτό παράθυρο του αμαξιού της που έχασκε σχεδόν παρκαρισμένο στη μέση του δρόμου. Ήταν μια από τα ίδια και αυτή. Ένας άνθρωπος έτοιμος να ξεκινήσει από το μηδέν μια ολόκληρη κουβέντα για ώρες.
Την είχα σκαπουλάρει για δεύτερη φορά.
Μόλις έφτασα στην δουλειά μου πετάχτηκε ένας γείτονας έξω και άρχισε να μου μιλάει για τα παιδιά του. Τον άφησαν να φτιάξει μόνος του ορισμένες ζημιές στο σπίτι. Δε του έφεραν μελομακάρονα αυτή τη χρονιά και ήταν η πρώτη. Η νύφη του τον στραβοκοίταξε προχθές και εχθές τον είχε πιάσει δυσκοιλιότητα και δεν είχε κέφι να κρεμάσει τα λαμπάκια των γιορτών στο μπαλκόνι του τα οποία έτσι και αλλιώς ήταν καμένα τα μισά από πέρσι και έπρεπε να πάει στον υπάλληλο του καταστήματος να του τα ψάλλει γιατί κάηκαν στην εγγύηση και μιας και μιλάγαμε (;) για εγγύηση πως εγγυάται το μέλλον των παιδιών μας; Με ρώτησε για τον Τσίπρα και άλλα δαιμόνια. Σκέφτηκα να του φωνάξω δυνατά "ΕΛΕΟΣ" αλλά είμαι σίγουρος πως δεν θα με καταλάβαινε. Έφυγα και από εκεί τρέχοντας σχεδόν και ζητώντας συγγνώμη γιατί δεν μπορούσα να σταθώ επειδή βιαζόμουν.
Πήγα και κάθισα κάτω από ένα πεύκο. Πουλάκια κελαηδούσαν που και που. Μια γλυκιά ησυχία υπήρχε εκεί. Ήταν οι μοναδικοί ήχοι που άντεξα να ακούσω σήμερα. Ίσως γιατί τα πουλιά ό,τι έχουν να πουν το λένε με τραγούδι. Δε σε πιάνουν από τον γιακά και αρχίζουν τα λογίδρια τους. Τα πουλιά έχουν τσίπα, έχουν μπέσα, έχουν προσωπικότητα.
Πέφτοντας μια κουτσουλιά πάνω μου γύρισα και κοίταξα ψηλά.
"Τουλάχιστον εσύ τα σκατά που θέλεις να βγάλεις από μέσα σου, τα βγάζεις με τον πρέπον τρόπο" σκέφτηκα και είπα να μη του μιλήσω γιατί τα λόγια τελικά είναι τόσο μα τόσο λίγα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου