Αν ρωτούσες τον Θεό για το που θα ήθελε να
ξαπλώνει τα καλοκαίρια του, τότε στα σίγουρα θα έλεγε κάτω από τις
μουριές. Στα σίγουρα θα ξάπλωνε εκεί, αφήνοντας τον παράδεισο πίσω για
χάρη της πυκνής σκιάς μιας μουριάς. Το καλοκαίρι με είχε καλοχωνέψει μέσα του
και εγώ δεν έλεγα να ξεκουνήσω από το νησί. Καθόμουν κάτω από μια μουριά και
έπινα τον καφέ μου, περιμένοντας να βουτήξω στη θάλασσα που έβλεπα μπροστά μου.
Μια θάλασσα, ένα βράχο, ένα φάρο και το εκκλησάκι της Παναγιάς της θαλασσινής.
Αν μου ζητούσε ο Θεός να φύγω για να πάρει την θέση μου κάτω από την σκιά δε θα
την αντάλλασσα με τον παράδεισο του. Ένοιωθα πραγματικά όμορφα. Σα τότε που
πριν από τριάντα χρόνια, γνώρισα τον πρώτο μου έρωτα στο ίδιο μέρος. Ήταν
μικρή, σα και του λόγου μου, και φορούσε λευκές κάλτσες μέσα στη θάλασσα.
Αγγλίδα γαρ. Ένα δέρμα πιο λευκό και από νησιώτικη μπουγάδα, γεμάτο με μικρές,
μικρές ελίτσες. Ρούφηξα μια γουλιά από το καϊμάκι του ελληνικού και την ίδια
ώρα πέρασε από μπροστά μου μια παρέα από αγγλίδες. Δε χρειάστηκε να δω κάτι,
βούτηξα κατευθείαν στις αναμνήσεις.
……..
Εγώ βρισκόμουν μέσα στο λεωφορείο περιμένοντας το
να αναχωρήσει για το σπίτι και κοιταζόμασταν μέσα από το γεμάτο αλάτι τζάμι της
σακαράκας-πούλμαν που καλή ώρα να έχει εκεί που τώρα βρίσκεται. Η σακαράκα
εννοώ γιατί με την Αγγλίδα πέρα από εκείνο το βλέμμα, τίποτε άλλο δε συνέβη.
Αυτή θα ήταν τώρα παντρεμένη και τα παιδιά της θα τρώνε fish and chips σε
κάποια σκαλοπάτια καθεδρικού ναού, σε μια πλατεία ή και κάπου αλλού.
Κοιταζόμασταν με την απειρία της ηλικίας μας και τη εμπειρία της ικανότητας των
εφήβων να δημιουργούν μια φλόγα από το τίποτα. Της έκανα νοήματα με τα χέρια
μου. «Αύριο, αύριο» της έδειχνα μέσα από το πούλμαν, περιστρέφοντας τις παλάμες
μου, ελπίζοντας να καταλάβει «Tomorrow,
tomorrow”. Εκείνη
έριχνε κάτι λοξές ματιές προς τους γονείς της και μου άνοιγε τα χέρια της.
Δεν καταλάβαινα τη εννοούσε αλλά τόσο φουντωμένος ήμουν που νόμιζα πως ήθελε να
με αγκαλιάσει. Αν δε κρεμόταν από πάνω μου σα Δαμόκλειος σπάθη η κατσάδα του
παππού και της γιαγιάς που θα αργούσα για το μεσημεριανό, θα είχα πεταχτεί έξω
από το λεωφορείο και θα την αγκάλιαζα και εγώ. Μα ήμουν βλέπετε ένας Έλληνας,
με νησιώτες γονείς και νησιώτες παππούδες και οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια
ήταν πράμα ιερό. Ούτε που το σκεφτόμουν να φύγω από το κάθισμα μου. Το
λεωφορείο ξεκίνησε και η κοπέλα με τις άσπρες κάλτσες πάνω στην άμμο άνοιγε όλο
και περισσότερο τα χέρια της. Τα κρατούσε ανοικτά έως ότου χαθεί από το οπτικό
μου πεδίο.
Την επόμενη ημέρα σηκώθηκα πιο πρωί και από το
ξημέρωμα και φόρεσα το καλύτερο μου μαγιό. Ξυρίστηκα με το ξυράφι του παππού
και μακάρι να ήξερα αν έκοψα έστω και ένα από τα χνούδια μου. Φόρεσα Μυρτώ
κολόνια στις μασχάλες και χαιρέτισα τους παππούδες χωρίς εκείνοι να
προλάβουν να μου πουν ένα γεια. Όταν είναι νέος κανείς, τα κάνει όλα γρήγορα.
Όταν είναι και ερωτευμένος τότε τρέχει σα την αστραπή. Κάθισα κάτω από τις
μουριές, που τώρα πίνω το καφεδάκι μου, και την περίμενα να φανεί. Χάζευα τους
δύο κύκνους που έφερναν βόλτες, απουσία λουόμενων και θυμάμαι πως μου είχε
κάνει εντύπωση ο τρόπος που έβαζαν τις φτερούγες τους πίσω από την πλάτη και
κρατιόντουσαν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο όλη την ώρα. Κάπως έτσι ένιωθα και
εγώ την ευτυχία. Να επιπλέεις, ανάλαφρος πάνω στο κύμα, και πότε να αφήνεσαι
και πότε να κολυμπάς αντίθετα στο ρεύμα. Οι κύκνοι είχαν τον τρόπο τους στην
ευτυχία.
Ο κόσμος είχε αρχίσει να έρχεται και οι πετσέτες κάλυπταν
την αμμουδιά. Σηκώθηκα, τεντώθηκα και έβαλα το χέρι στο κούτελο μου κοιτάζοντας
μακριά, πέρα στην παραλία. Την έψαξα στα δεξιά μου και την έψαξα στα αριστερά
μου. Έδωσα ένα σάλτο και έβγαλα τις σαγιονάρες, τσαλαβουτώντας στην
ακροθαλασσιά, ψάχνοντας καλύτερα. Πρέπει να είχα φέρει πάνω από είκοσι φορές
βόλτα ολόκληρη την παραλία και Αγγλίδα με κάλτσες δε βρήκα. Ο ήχος από ένα
μικρό αεροπλάνο που πέρασε με έκανε να κοιτάξω ψηλά.
Πήγα και κάθισα στις μουριές και παρήγγειλα ένα
υποβρύχιο με γεύση περγαμόντο. Δεν είχα όρεξη για μπάνιο, δεν είχα όρεξη
για άλλο καλοκαίρι. Ήθελα να φύγει αμέσως και εγώ να βυθιστώ για άλλη μια φορά
στις υποχρεώσεις του σχολείου. Οι επόμενες ημέρες έφυγαν από πάνω μου μη
καταφέρνοντας να ξεπλύνουν τη θολούρα του πρώτου Πλατωνικά στιγμιαίου μου
έρωτα. Κάθε καλοκαίρι οι λευκοί κύκνοι πήγαιναν και ερχόντουσαν ενώ το κορίτσι
με τις λευκές κάλτσες ήταν ολότελα εξαφανισμένο. Οι αναμνήσεις μου ξεθώριαζαν
και αποκτούσα όλο και πιο σαφή εικόνα για το ποια πρέπει να είναι η μορφή του
έρωτα. Από εκεί και πέρα απλά μεγάλωσα.
………
Τώρα είμαι εδώ, κοιτάζοντας πότε τον μοναδικό
φάρο που χτίστηκε πάνω σε βράχο , πότε το εκκλησάκι να το χαϊδεύει το κύμα και
πότε το κατακάθι που έχει απομείνει στο φλιτζάνι μου. Πλήρωσα και σηκώθηκα με
την πετσέτα στους ώμους μου. Από δίπλα μου άκουσα μια ηλικιωμένη κυρία να λέει
πως θα γυρίσει στη Αθήνα με ελικοφόρο και ξαφνικά μου ήρθε η εικόνα της
Αγγλιδούλας με τα απλωμένα της χέρια μέσα από το θολό τζάμι του λεωφορείου. Μου
έλεγε πως θα φύγει και θα πετάξει στη χώρα της, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα. Δεν
καταλάβαινα και καλύτερα έτσι. Την ξεπέρασα, πιστεύοντας πως με κορόιδεψε.
Καλύτερα έτσι.
Πήρα το αφάγωτο μπισκότο από το πιατάκι του καφέ
και πήγα να ταΐσω τους κύκνους. Εκείνοι μπορούσαν να πετάξουν αλλά αν δεν
υπήρχε λόγος δε το έκαναν. Οι άνθρωποι όλη την ώρα πηγαινοερχόντουσαν στον
πλανήτη δίχως να ξέρουν ακριβώς το γιατί. Οι κύκνοι ήξεραν και ο θεός
πάντοτε λοξοκοιτούσε προς την σκιά που φτιάχνουν τα καλοκαίρια οι μουριές στην
Άνδρο. Θεός δε θα απολάμβανε ποτέ αυτή την γαλήνη. Μόνο εγώ μπορούσα και κάποια
μέρα θα εξηγούσα και στον ίδιο το πόσο υπέροχο είναι να κάθεσαι στη σκιά μιας
μουριάς, κοιτάζοντας τους κύκνους να τριγυρνάνε σε ζευγάρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου