Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Η ΠΕΤΡΑ





Πόσα τζάμια έχω σπάσει. Πόσα κεφάλια έχω ανοίξει.
Δεν έχω ίχνος ευαισθησίας και όμως είμαι γένους θηλυκού.
Είχα και τις καλές μου στιγμές, δεν παραπονιέμαι.
Έχω γίνει εργαλείο, έχω γίνει άγαλμα, έχω γίνει σπίτι.
Έχω ρίξει κάτω γίγαντες κακούς.
Τι τα θες όμως...
Τώρα κάθομαι σε μια γούβα στην άκρη του δρόμου, ανάμεσα σε γόπες και βροχόνερα.
Η μοναδική μου ασχολία είναι να σπάω βιτρίνες και κεφάλια.
Που και που.
Τον υπόλοιπο καιρό σκονίζομαι και κουτρουβαλώ.
Που και που την αράζω κάτω από κανένα δέντρο.
Και φτου και από την αρχή.

Άραγε αυτό να είναι το τίμημα της αθανασίας μου;
Ένα σχεδόν άφθαρτο υλικό σε ένα κόσμο που πετάει τα πάντα μετά μανίας.
Τα σκουπίδια, τις ηλεκτρικές συσκευές, τους συντρόφους, τα πιστεύω, τις ορέξεις.
Πετάει και αυτά τα σαλιωμένα αποτσίγαρα δίπλα μου.
Σκατά. Παίζω τον πιο ανούσιο ρόλο στο παλκοσένικο του θιάσου της φύσης.

Χάθηκε να είμαι μαργαρίτα να με ρουφάνε γλυκές μελισσούλες;
Σύννεφο να ταξιδεύω;
Πεύκο να την αράζουν ερωτευμένοι ξαναμμένοι έφηβοι;

Θέλω να γίνω σκόνη.
Να εξαφανιστώ.
Να σκορπίσω στους πέντε ανέμους.
Χέρι να μη μπορέσει να με σηκώσει ξανά,
παπούτσι να με κλωτσήσει.

Σκόνη σαν πούδρα και να ταξιδεύω με τη διάθεση του αέρα.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΡΑΤΑ ΤΑ ΜΟΝΟ ΖΕΣΤΑ.

Και αν είναι νύχτα;
Τι;
Και σαν έρθει η μέρα;
Τι θα συμβεί;
Δε θέλει κανείς τις μαντεψιές πάνω σε αυτά τα ζητήματα.
Μόνο το πράγμα να τσουλάει.
Κάπως.
Το ένα να φέρνει το άλλο,
το άλλο να φέρνει και άλλο,
έως ότου το τελευταίο άλλο να πέσει για ύπνο.
Να το σκεπάσεις για να μη κρυώσει.
Και πιάσει πυρετό.
Και ο πυρετός να φέρει παραμιλητό και συ να κάθεσαι από πάνω να ακούς.
Και αν είναι νύχτα;
Τι;
Και σαν έρθει η μέρα;
Τι θα συμβεί;
Το άλλο όλη την ώρα θα μιλάει με αναψοκοκινισμένα μάτια πυρετού.
Και συ δε θα ξέρεις.
Δεν θα απαντάς.
Γι'αυτό σου λέω.
Το ένα θα φέρει το άλλο και το άλλο και το άλλο.
Και το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να τα κρατάς όλα ζεστά.
Κουκούλωνε μόνο καλά τα μικρά σου άλλα.
Και άσε τα μεγαλεπίβολα πλάνα.
Τα άλλα είναι που θα κάνουν τη μέρα να ξημερώσει.
Πολλές φορές κάνουν και τη νύχτα να πέσει.
Κράτα τα μόνο ζεστα μη τύχει και κάποιο από αυτά πουντιάσει.
Γιατί τότε τα πράγματα θα είναι πραγματικά δύσκολα.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

ΡΑΝΤΕΒΟΥ


Σκέφτηκε τα χείλια της και εκείνη τα δάκτυλα του.
Χάζεψαν για λίγο τους τοίχους και μετά ξάπλωσαν αργά.
Ένιωσε την ανάσα του στο λαιμό της και εκείνος το στήθος της πάνω του.
Ήταν αρκετά ρομαντική σκηνή.
Θα συνέχιζαν με αυτά και με αυτά για κάμποση ώρα.
Τι όμορφα που περνάει η ώρα έτσι;
Σα να μη περνάει είναι.
Τώρα όμως έπρεπε να σηκωθούν και να ντυθούν.
Να βγουν έξω για να πάνε στο ραντεβού τους.
9:30 το βράδυ έξω από το μικρό καφενεδάκι.
Είχαν πολλά χρόνια να βρεθούν.
Και στο μεσοδιάστημα σκεφτόντουσαν κάτι τέτοιες σκηνές.

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ




Την κοιτούσε για ώρα κατευθείαν μέσα στα μάτια. Είχαν ένα απροσδιόριστο χρώμα από τον ήλιο. Ήταν όμως γεμάτα με σκέψεις. Και εκείνος την κοίταζε για να μπορέσει να βγάλει μια άκρη. Να καταλάβει τι αυτή σκεφτόταν. Στεκόταν στην βεράντα του εξοχικού του στο νησί. Την χάιδευε με τα δάχτυλα του. Περνούσε πάνω από το μάγουλο και τα χείλι της τον δείκτη του. Φορούσε εκείνο το πρασινομπλέ φουστανάκι με τα τιραντάκια στους ώμους. Είχε ενδιαφέρον αυτό το φουστάνι γιατί την πλάτη του διέτρεχε ένα φερμουάρ. Ένα και μοναδικό. Από πάνω ως κάτω. Από άκρη σε άκρη. Πόσες φορές είχε ξεκουμπώσει αυτό το φερμουάρ; Έβρισκε τη γλωσσίτσα του και την τραβούσε προς τα κάτω με μια λαχτάρα.  Ένας καινούργιος κόσμος αποκαλυπτόταν μετά από αυτό. Ένας κόσμος που τους οδηγούσε πάνω σε τραπεζάκια ή σφηνωμένους σε μαξιλάρια. Να λυσσομανά η ηδονή και να τους ταξιδεύει πάνω από την πόλη. Μετά από εκείνα τα ξεσπάσματα έμενε μόνο η αγάπη. Και δεν έφτανε. Πάντα χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Και τα τραπεζάκια όλο και βάραιναν και οι πτήσεις τους αραίωναν.

Τώρα την κοίταζε μόνο. Είχε όμορφα μάτια. Μάτια που του άνοιγαν κόσμους που δεν είχε πατήσει ποτέ. Ήταν όρθια στο κάγκελο της βεράντας με τον κορμό της να κοιτάζει προς την θάλασσα και το κεφάλι της να είναι στραμμένο πάνω του. Κοίταζε κατευθείαν μέσα του. Εκείνη και η γλωσσίτσα από το φερμουάρ της. Ήταν σα να τον προκαλούσαν και οι δυο τους.  Σε ένα νέο στριφογύρισμα των πλανητών. Σε μια μάχη που σταγόνες ιδρώτα θα έτρεχαν αποκαμωμένες να σωθούν μακριά από ένα ηφαίστειο που ετοιμαζόταν να πάρει τη θέση του στην ιστορία των εκρήξεων. Δεν ακούμπησε όμως αυτό το φερμουάρ. Δεν μπορούσε πλέον. Κοίταζε μόνο τα μάτια της και εκείνη έμενε ακίνητη μπροστά από την κουπαστή, συναντώντας το βλέμμα του. Είχε περάσει πολλά και η κουπαστή. Είχε ακούσει συζητήσεις, είχε δεχτεί τα πιο βάναυσα στραγγαλίσματα από τις παλάμες του στην προσπάθεια του να της εξηγήσει. Ακόμα και τότε που τη φίλησε για πρώτη φορά και κρατιόταν από δαύτη για να μη πέσει. Το σώμα της το πλαισίωνε ένας πρωινός ουρανός με κάτι νυσταγμένα σύννεφα. Όλα ήταν ακίνητα. Ακόμα και η θάλασσα δεν έδειχνε το παραμικρό σπάσιμο στην επιφάνεια της. Όλα έμεναν ακίνητα γύρω από το βλέμμα τους. Το χέρι του χάιδευε όλη την ώρα το μάγουλο και τα μαλλιά της. Ήταν η μοναδική προσπάθεια κίνησης εκεί τριγύρω. 

Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και κάθισε στην καρέκλα. Ο ορίζοντας σα να ψήλωσε ξαφνικά. Σαν ένας πήχης που ολοένα γινόταν δυσκολότερο να ξεπεράσει. Σκεφτόταν όλα εκείνα από το βλέμμα της. Σκεφτόταν το φερμουάρ να ανεβοκατεβαίνει με ένα σχεδόν σκουριασμένο και ανατριχιαστικό τρίξιμο. Σκεφτόταν ένα σκοτάδι που τον κύκλωνε και όλα εκείνα τα φαντάσματα του παρελθόντος να ξεμυτίζουν απειλητικά από τις κρυψώνες τους. Γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο. Σταμάτησε να την κοιτάζει. Είχε γίνει εφιάλτης και πάλι. Κάθε φορά γινόταν και δυσκολότερο. 

Άφησε την φωτογραφία της στο τραπεζάκι και σηκώθηκε. Μπήκε στο δωμάτιο του με την ελπίδα να φυσήξει ένας άνεμος και όταν ξανάβγαινε έξω αυτή να μη βρισκόταν εκεί. Η φωτογραφία της να ταξιδεύει στο κύμα και το μυαλό του να αδειάσει. Ήταν όμορφη φωτογραφία όμως, από όποια πλευρά και να την κοίταζε ήταν σαν αυτή να τον κοιτούσε στα μάτια. Ένα βλέμμα που τον έδενε με ένα ταξίδι μιας ξέφρενης πτήσης πάνω από την πόλη. Και ας πέρασαν τόσα χρόνια από τότε.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ


Ήταν τόσες οι φορές που είχε εξερευνήσει αυτό το τούνελ που κατάφερνε και το έφερνε καθαρά στο μυαλό του ακόμα και μετά από τριάντα χρόνια.  Ένα σκοτεινό τούνελ με μπόλικη υγρασία και απροσδιόριστη μυρωδιά. Στο σχολείο τη μια βδομάδα ήταν απογευματινός και την άλλη πρωινός. Αυτό δεν τον επηρέαζε καθόλου στις καθημερινές του επισκέψεις συνοδεία των δύο του φίλων στο τούνελ. Απλά η διαφορά ήταν από πού θα ακούσει την κατσάδα. Από τον καθηγητή ή από τη μητέρα του. Εδώ που τα λέμε το να προχωράς γονατιστός σε ένα λασπουριάρικο τούνελ που ίσα ίσα σε χωράει δεν είναι και το πιο καθαρό χόμπι. Τους ανοιξιάτικους μήνες φορούσε κοντά σορτσάκια και μετά έπλενε τα πόδια του αλλά ο χειμώνας ήταν η εποχή της κατσάδας μέχρι εξάντλησης των αποθεμάτων. Και αποθέματα υπήρχαν πολλά από ότι είχε καταλάβει. Ότι και να γινόταν πάντα τον έπαιρνε για λίγο ακόμα. Και αυτός πάντα το πάλευε για λίγη ακόμα σκανταλιά. Τη μια θα ήταν βρώμικος μέχρι αηδίας, την άλλη θα έφερνε ένα κασετοφωνάκι στην τάξη για να βάλει την εισαγωγή του hells bells των ACDC με τις καμπάνες να κάνουν τους καθηγητές να στριφογυρίζουν ανήσυχοι. Όλο και κάτι έβρισκε να ταράξει τη γαλήνη του σχολείου το οποίο πάντα τον αντάμειβε με μπόλικα μηδενικά στους ελέγχους του. Περνούσε όμορφα όμως, περνούσε μια μπόλικη παιδική ζωή με όλα αυτά που μπορεί να περιλαμβάνει η φαντασία ενός παιδιού. Το τούνελ ήταν ένα από τα δυνατά χαρτιά της καθημερινότητας του. Πέφτανε στα γόνατα και οι τρείς και μπούκαραν μέσα για μια ακόμα εξερεύνηση. Στο μαγικό τούνελ. Σκοπός συγκεκριμένος δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε δηλαδή ένα πλάνο που έλεγε ότι πάμε τώρα να βρούμε τον θησαυρό. Υπήρχε μόνο μια υπέρμετρη φαντασία που σε κάθε μέτρο που έκαναν με τα γόνατα τους αυτή μεταλλασσόταν. Τη μια θα γινόταν μυστικό πέρασμα πειρατών, την άλλη η κρυψώνα ενός ληστή και πότε πότε το πέρασμα για μια μυστική υπόγεια ζωή ξωτικών. Εκείνη η μια ώρα που τους γέμιζε με λάσπη ήταν ένα βήμα παραπέρα προς τη μεγάλη ανακάλυψη του οτιδήποτε δε εμφανιζόταν τις υπόλοιπες ώρες τις ημέρας. 

Το τούνελ ήταν μόλις ένα μέτρο ύψος και το μήκος του δεν έχει μέχρι και τις ημέρες μας διασαφηνιστεί. Τη μια έφταιγε το σκοτάδι που όλο και βάθαινε και εκείνα τα παιδιά άρχιζαν να τρέμουν από φόβο και την άλλη οι απουσίες της πρώτης ώρας του απογευματινού σχολείου οι οποίες αθροιστικά θα τους οδηγούσαν να επαναλάβουν την ίδια τάξη του χρόνου.  Πάντα χρειαζόταν λίγη πορεία παραπάνω για την υπέρτατη ανακάλυψη και πάντα κάτι καινούργιο εμφανιζόταν στην πορεία τους. Ένα μικρό κόκκαλο για παράδειγμα ή ένα στραπατσαρισμένο και λασπωμένο κομμάτι χαρτί. Όλα τα στοιχεία δήλωναν ότι κάτι τρομερό και πραγματικά τεράστιο κρυβόταν στο τέρμα αυτής της υπόγειας διαδρομής. Μια χρονιά πέρασε και αυτή η παρέα μπουσουλούσε στα τέσσερα μέσα στις λάσπες. Το μυστικό δεν ανακαλύφθηκε ποτέ γιατί μετά η αναζήτηση έγινε κορίτσια και μπάσκετ. Έγινε βόλτα στην πλατεία και υγρά νυχτερινά σενάρια ύπνου. 

Πέρασαν περίπου τριάντα χρόνια για να μπορέσει αυτό το μυστήριο της υπόγειας στοάς να αποκαλυφθεί στην παρέα που όσο τα χρόνια περνούσαν τόσο οι επαφές μεταξύ τους αραίωναν. Έπρεπε να ζήσουν τόσο διαφορετικές εμπειρίες εκείνα τα αγόρια με τα κοντά ανοιξιάτικα σορτσάκια πριν συναντηθούν  τυχαία οι δύο από αυτούς και δώσουν ραντεβού για μια μπύρα. Σαραντάρηδες πλέον και ώριμοι. Σε εκείνη λοιπόν την μπύρα η μυστήρια στοά εμφάνισε το σκοπό της και το τέρμα της. Λίγο άδοξα βέβαια γιατί δεν επρόκειτο για τίποτε περισσότερο από έναν αποχετευτικό αγωγό. Και να που τα κόκκαλα του πειρατή έγιναν αποφάγια από κοτόπουλο και τα λασπωμένα χαρτάκια με τις τελευταίες σκέψεις ενός κατάδικου έγιναν απλές, πεταμένες χαρτοπετσέτες. Το όνειρο γκρεμίστηκε μονομιάς και εκείνοι έμειναν να γελάνε με τις ώρες πίνοντας τις μπύρες τους. 

Φεύγοντας από το μπάρ είχαν κάτι θολό στο μυαλό τους. Είχαν ένα παιδικό όνειρο που τσακίστηκε τριάντα χρόνια μετά. Το κυνήγι του θησαυρού έγινε κολύμπι στα βρομόνερα και όλη η παιδικότητα που τους είχε απομείνει εξαφανίστηκε σε μια μόλις στιγμή. Κανείς όμως δε μπορούσε να πει ότι δεν προσπάθησαν τουλάχιστον.

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Η ΑΚΡΗ


Η απόλυτη σιωπή. Το απόλυτο σκοτάδι. Ήταν η κατάλληλη στιγμή για μια κουβέντα με τον εαυτό του. Είχε διασχίσει ολόκληρη την πόλη εκείνο το βράδυ με το αμάξι του. Πέρασε από τα πιο πολυσύχναστα μέρη βλέποντας τον κόσμο να μπαινοβγαίνει. Φώτα νέον, μπάσα στη διαπασών, καθαρά κορμιά καλά ντυμένα, χαμόγελα, γέλια. Ο κόσμος εξακολουθούσε να κινείται γύρω από τον άξονα του. Έτσι έπρεπε. Ο ίδιος όμως δεν είχε καμία όρεξη να συμμετέχει σε όλο αυτό το ατελείωτο στριφογύρισμα των πλανητών. Ήθελε μόνο να αισθανθεί ότι τα πάντα σταμάτησαν για λίγο. Για μόλις ένα λεπτό. Η Γη να σταματήσει να γυρνάει. Τα φώτα να σβήσουν. Όλα να σωπάσουν. Όλοι οι άνθρωποι να καθίσουν βολικά και να κοιτάζουν πέρα σα κάτι να περιμένουν. Ενός λεπτού σιγή για όλη την πλάση. Ούτε λέξεις, ούτε γέλια, ούτε απόγνωση, μόνο μια σιωπή του ενός μόλις λεπτού. Πίστευε ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε η ροή των πραγμάτων θα έπαιρνε άλλη μορφή. Μια παγκόσμια σιωπή. Μια νύχτα του ενός λεπτού.

Περίμενε στο φανάρι κοιτάζοντας μπροστά του. Δεν είχε βάλει μουσική για πρώτη φορά. Κρατούσε μόνο σφικτά το τιμόνι και περιπλανιόταν στην τύχη. Ήταν μια δεμένη νύχτα, έμοιαζε μπόλικη και ανεξάντλητη. Του άρεσε αυτό. Σχεδόν δε σκεφτόταν τίποτα. Αιωρούνταν στην πόλη σα ξωτικό. Μάζευε τις τρίχες από το μουσάκι του με το πάνω του χείλος και τις δάγκωνε απαλά. Έκανε την κίνηση αυτή πολλές φορές. Ήταν κάτι σαν εξορκισμός. Σα το μπεγλέρι του πρώην καπνιστή. Τον βοηθούσε να κερδίσει χρόνο απέχοντας από τις σκέψεις. Το κόκκινο έγινε πράσινο και άρχισε να ρολάρει ξανά. Η μηχανή γουργούριζε και ήθελε να καταπιεί κάθε πιθαμή της νύχτας. Να φτάσει έως την άκρη της νύχτας. Είναι απορίας άξιον το πόσος πολύς κόσμος κυκλοφορούσε σήμερα εκεί έξω. Κάθε ηλικίας και φύλου. Αυτό το ένα λεπτό θα πήγαινε μακριά. Όλοι συμμετείχαν στη νύχτα αλλά ο καθένας με τον δικό του τρόπο.  Όλες οι κοινές πορείες έψαχναν για ένα διαφορετικό τέρμα. Σκέφτηκε αυτό που χθες είχε διαβάσει σε ένα περιοδικό. Ένα ποιηματάκι της οκάς για τον έρωτα.

«Έβηξα και χασμουρήθηκε.
Σηκώθηκε και ξάπλωσε μέσα σε μια νύχτα που δε οδηγούσε πουθενά.
Έβαλα ένα ποτό και βόλεψα τα πόδια μου στον καναπέ.
Κοιτούσα έξω.
Μόνο κοιτούσα.
Ρούφηξα δύο γενναίες ρουφηξιές από το ποτό και έβαλα το ραδιόφωνο να παίζει.
Ροχάλισμα από το βάθος.
Δε κοιμόταν μόνο αυτή.
Η ζωή ξαπόσταινε μαζί της.
Ο έρωτας άκουγε μαζί μου το ράδιο.
Έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Μια παρέα για το κάθε τι.»

Ο κάθε πικραμένος γράφει και από κάτι. Δεν έχει σημασία τι. Η γλώσσα είναι όπλο. Αν ξέρεις να στοχεύεις όμως είναι ένα θέμα. Για κάποιο μυστήριο λόγο εκείνη η αράδα του έμεινε. Ήταν χαλαρή αράδα. Αυτό μόνο έφτανε. Άλλαξε ταχύτητα και προχώρησε με φόρα. Δεν ήξερε που πήγαινε. Δεν τον ένοιαζε κιόλας.  Ήθελε να φτάσει στο τέρμα της νύχτας. Δεν ήταν και λίγο αυτό που πέρασε το απόγευμα. Τώρα όλα έμοιαζαν πιο εύκολα, πιο στρωτά. Μετά τις αστραπές πάντα ακολουθεί μια μπουνάτσα. Κοιτούσε συνέχεια έξω και απολάμβανε αυτή τη συνεχή κίνηση του κόσμου. Ήταν κάμποσες ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Ήταν και Παρασκευή. Ο χρόνος εκείνος που βλέπεις κλαμπάκιδες, και ρακοσυλλέκτες. Πόρνες και κορίτσια του πανεπιστημίου που βγήκαν να πάρουν τον αέρα τους. Σα να είχε ραντεβού ολόκληρη η κοινωνική διαστρωμάτωση της περιοχής. Το παράθυρο του ήταν ανοικτό, έμπαινε φρέσκο αεράκι ανακατεμένο με μουσικές και φωνές. Επέλεγε να περνάει μέσα από πλατείες και πολυσύχναστα μέρη. Να βλέπει κόσμο για να βεβαιωθεί ότι τίποτα τελικά δεν άλλαξε τριγύρω και εκείνο το λεπτό δεν ήταν να έρθει. Μόνο η δική του ζωή άλλαξε. Σε μόλις ένα απόγευμα. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν επρόκειτο περί μιας παγκόσμιας συνομωσίας που γύρισε τα μέσα έξω ολόκληρο τον πλανήτη. Και αυτό που είδε εκείνη τη νύχτα τον ηρέμησε. Η ζωή προχωρούσε όπως την ήξερε.

Έκλεισε το παράθυρο και έβαλε το κλιματιστικό. Μετά άνοιξε και το ραδιόφωνο. Ευτυχισμένα ραδιοφωνικά ακούσματα χωρίς παραγωγό και διαφημίσεις. Μόνο μουσική που ήταν και το ζητούμενο. Ένας άνθρωπος μόνο χρειαζόταν για να επιλέξει με μεράκι τραγούδια στο play list του σταθμού και να κάνει χαρούμενο τον ακροατή του. Παρότι δε πάτησε κάποιο άλλο κουμπί στο ταμπλό του αυτοκινήτου, μαζί με τον κρύο αέρα και τη μουσική του ήρθε στο μυαλό και το απόγευμα. Κάθε κίνηση που έγινε. Ο ήχος του κουδουνιού, οι φωνές των παιδιών να τρέχουν να ανοίξουν την πόρτα, τα πρόσωπα των τριών επισκεπτών, τα χαρτιά που κρατούσαν στα χέρια τους, το φορτηγό στο βάθος του δρόμου. Την περίμενε καιρό τώρα αυτή την επίσκεψη. Την έπλαθε με την φαντασία του κάθε μέρα. Οι επισκέπτες μπήκαν μέσα και είπαν στη γυναίκα του να ετοιμάσει μια βαλίτσα με ρούχα. Αυτός καθόταν στον καναπέ του σαλονιού και κοίταζε χωρίς να λέει τίποτα. Φορούσε ακόμα τις πιτζάμες του. Σηκώθηκε, πήγε στο δωμάτιο του και έβαλε το τζίν του με ένα μαύρο μπλουζάκι. Η τριάδα είχε μοιραστεί στους χώρους του σπιτιού και σημείωνε στα χαρτιά της κοιτάζοντας ένα προς ένα όλα τα αντικείμενα του σπιτιού. Πήγε στη γυναίκα του και της είπε να πάνε να μείνουν για σήμερα στην πεθερά της. Αύριο θα κοίταζαν τι θα έκαναν. Αυτός έπρεπε να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές και θα έβγαινε έξω. Όχι δεν ήθελε να του πακετάρει τα ρούχα του. Ας έμεναν και αυτά εδώ να τα φοράνε οι δανειστές του. Αν τους κάνουν, γιατί όχι; Της είπε ότι την αγαπάει και να μην ανησυχεί καθόλου. Θα την έβρισκε τη λύση.

Παρότι μικρές σταγόνες ιδρώτα το έσκαγαν από το σώμα του αυτός αισθανόταν παγωμένος. Το κλιματιστικό έφταιγε. Το έκλεισε και άνοιξε και πάλι το παράθυρο. Μερικές φορές χρειάζονται αρκετές προσπάθειες για να βρει κανείς τις σωστές ισορροπίες. Το ραδιόφωνο το άφησε στον σταθμό που έπαιζε πριν. Είχε το «living on the edge of the night” του Iggy Pop. Έστριψε το τιμόνι του και βρέθηκε στον περιφερειακό δρόμο. Θα πήγαινε μακριά από το θόρυβο και σε ένα σημείο που θα έβλεπε όλη την πόλη. Η νύχτα σιγά σιγά χαλάρωνε και ήταν πανέμορφο να κοιτάζει κανείς την ανατολή από αυτό το σημείο. Τα χρώματα μπλεκόντουσαν με τα σύννεφα και τα φώτα νέον. Και είχε και κάτι να περιμένει. Έναν ήλιο που σε μόλις δέκα λεπτά θα έκανε το σκοτάδι μέρα. Δεν ήταν μεγάλος ο χρόνος για μια τέτοια αλλαγή! Αυτό από μόνο του ήταν μαγικό.

Σταμάτησε για λίγο στην άκρη του πεζοδρομίου και άνοιξε το ντουλαπάκι. Έβγαλε έξω μια φωτοτυπία και κοίταξε ημερομηνίες και ποσά. Το πρωτότυπο το είχε δώσει στην μητέρα του με τη δικαιολογία ότι δεν προλάβαινε να το αφήσει στο σπίτι. Η γυναίκα του δεν ήξερε γι’ αυτό το ασφαλιστήριο ζωής. Θα του έβαζε τις φωνές. Θα τον έλεγε απαισιόδοξο. Γι’ αυτό δεν της είπε και τίποτα όταν πριν από δέκα μήνες έδωσε ραντεβού με τον ασφαλιστή του. Έσκισε το χαρτί και το πέταξε στο δρόμο. Έβαλε πρώτη και προχώρησε προς το μέρος που θα είχε την καλύτερη θέα στην πόλη. Ήταν ένα πλάτωμα πάνω σε μια στροφή δίχως τέλος. Συνήθως αυτό το πλάτωμα λειτουργούσε ως καταφύγιο για παράνομα ή απλά ερωτευμένα ζευγαράκια. Τώρα όμως ο έρωτας είχε νυστάξει και ξαπόσταινε μακριά από αυτό το σημείο. Όπως στο ποιηματάκι που διάβασε. Θα ήταν μόνος του στο πλάτωμα. Κούμπωσε την επόμενη ταχύτητα στο σασμάν και η μηχανή υπάκουσε με χαρά. Όλο το βράδυ πέρασε και την είχε στο ρελαντί. Τώρα ήθελε να δοκιμάσει τις αντοχές των στροφών του κινητήρα. Η ταχύτητα ανέβαινε και η στροφή πλησίαζε. Το ράδιο δεν έπαιζε τίποτα γιατί δεν είχε σήμα, μόνο ένα χρούτς χρούτς ακουγόταν τη στιγμή που ξεκίνησε να παίρνει τη στροφή πριν το άνοιγμα που τόσες ανάσες άκουσε αυτό το βράδυ. Ένα χρούτς χρούτς το οποίο έπαιζε ταυτόχρονα με τα λάστιχα που έτριζαν στο χώμα του πλατώματος και σήκωναν σκόνη και πετραδάκια. Δεν πρόλαβε να δει και πολλά από την πόλη με τα νέον φώτα. Δεν πρόλαβε ούτε να αλλάξει σταθμό. Τι σημασία είχε όμως; Ταξίδευε στην άκρη μιας νύχτας που τελείωνε.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ

Άνοιξε το ένα του μάτι πρώτα, διώχνοντας τη μύγα που είχε στρογγυλοκαθίσει πάνω στο βλέφαρο του. Ο ήλιος ήταν καρφωμένος πάνω του και αυτός ανάσκελα. Δεν είχε και πολλές ελπίδες να τα φέρει βόλτα άμεσα με την όραση του. Κούνησε λίγο τα χέρια του και τα έφερε μπροστά στο πρόσωπο του ως ομπρέλα. Κοίταξε τα νύχια του με απορία. Κατάμαυρα μακριά νύχια. Δε θυμόταν και πολλά από την προηγούμενη νύχτα. Μόνο ένα ρυθμικό κρεσέντο από τη βροχή πάνω σε πλαστικό. Υπόκωφος, συνεχόμενος υγρός ήχος. Το σώμα του πονούσε σα να είχε φάει ξύλο. Αλλά πως; Πότε; Δε θυμόταν τίποτα. Θυμόταν μόνο τις μέρες που απείχε από τον ύπνο. Πρέπει να ήταν τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες που δεν είχε κλείσει μάτι. Ούτε είχε ακουμπήσει κάπου το σώμα του για να ξεκουραστεί. Περπατούσε μόνο στο κέντρο της Αθήνας, κοιτώντας τον κόσμο. Έκανε ότι πήγαινε κάπου αλλά το πουθενά ήταν ο προορισμός του. Υποκρίνονταν ότι είχε κάτι να κάνει ενώ ούτε με το τίποτα ασχολούνταν.

Σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι του είδε ένα κοπάδι γλάρους. Τους έβλεπε σχεδόν σα σκιές. Τα μάτια του ακόμα δεν είχαν συνηθίσει σε τόσο φως. Οι κόρες του αγκομαχούσαν και όλο μίκραιναν έως ότου μείνουν δύο τόσες δα καρφιτσούλες στο κέντρο των ματιών του. Οι γλάροι ανεβοκατέβαιναν κρώζοντας με αυτή την απαίσια λαλιά τους. Γύρισε το κεφάλι του δεξιά και είδε στο βάθος μια μπουλντόζα. Σκέφτηκε για λίγο, ή τουλάχιστον προσπάθησε, πριν γυρίσει να κοιτάξει και αριστερά. Ντενεκεδάκια, μαύρες σακούλες, σάπια φρούτα και μια μπόχα που άργησε να την καταλάβει. Κατέβασε τα χέρια του και ψηλάφισε το χώρο που ήταν ξαπλωμένος. Χαρτόνια και πλαστικά μπουκάλια υπήρχαν τριγύρω. «Τι στο διάβολο!» σκέφτηκε.

Από όσο μπορούσε να θυμηθεί εχθές ήταν νυσταγμένος του θανατά. Περπατούσε για ώρα και ήταν βράδυ. Μετά όμως; Μετά τι έγινε; Σηκώθηκε στα πόδια του και έπιασε τον εαυτό του να προσπαθεί να κάνει το πρώτο βήμα. Μάταια. Όλοι του οι μύες είχαν γίνει κόμπος. Κοίταξε ξανά γύρω του. Λόφοι και λοφάκια γεμάτοι με σκουπίδια. Γλάροι ράμφιζαν ο ένας τον άλλο για μια πορτοκαλόφλουδα και κάτι τσιγκανάκια, ήταν δεν ήταν δέκα χρονών σκαρφάλωναν πάνω στους λοφίσκους σα κατσίκια. Του πήρε κάμποση ώρα για να βγάλει το πρώτο του βήμα και ξεκινήσει την αναζήτηση του. «Μια χωματερή με μένα μέσα της. Πρέπει να βλέπω όνειρο». Κατευθύνθηκε κατά την μπουλντόζα ελπίζοντας να βρει την άκρη του νήματος. Εκείνη την ώρα ένα φορτηγό πλησίαζε και σηκώνοντας την καρότσα του, έριξε κάτω μια γενναία δόση συσκευασιών της πολιτισμένης ζωής. Ο ήχος του κινητήρα του ήταν γνώριμος. Τον είχε ακούσει χιλιάδες φορές πριν. Τώρα όμως του φαινόταν κάτι παραπάνω από αυτό. Άκουγε αυτό τον ήχο σχεδόν όλο το βράδυ. Ναι, ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Κάθισε στον πισινό του και έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. «Θυμήσου μαλάκα, θυμήσου! Τι έγινε εχτές το βράδυ;». «Η βροχή, ο πλαστικός ήχος, η νύστα μου. Πως βρέθηκα εδώ;». Ένας γλάρος σηκώθηκε μπροστά του κρατώντας ένα ψαροκόκαλο στο ράμφος του. Πόσο πείναγε! Και ο γλάρος και δαύτος. Πρέπει να είχε να φάει για μέρες. Είχε χαθεί ο λογαριασμός. Έπιασε με το χέρι του το στομάχι και σχεδόν δεν το έβρισκε. Άπλωσε το χέρι του και βούτηξε μια μισοφαγωμένη κατάμαυρη μπανάνα. Την έφερε μπροστά στο στόμα του και τη βύθισε χωρίς να πάρει ανάσα. Σηκώθηκε ξανά, το μέρος ήταν αχανές. Για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο πρέπει να αντιστοιχούσαν εκατό τετραγωνικά μέτρα σκουπιδιών με απροσμέτρητο ύψος και κυβισμό. Περπατούσε όπως, όπως πατώντας πάνω σε μπουκάλια και ντενεκεδάκια και πρόσεχε κάθε του βήμα.

Μπροστά του υπήρχε μια συσκευασία από υπολογιστή. Σκληρό χαρτόνι με το λογότυπο του κατασκευαστή πάνω της. Μαζί με τον ήχο από το φορτηγό η εικόνα του χαρτονιού τον μετέφεραν πίσω, στη χθεσινή νύχτα. Είχε πάρει και έβρεχε δυνατά από την πρώτη μόλις στάλα που τον βρήκε καθισμένο στο παγκάκι της πλατείας. Είχε ψάξει να βρει κάποιο υπόστεγο ή κτίριο που θα τον φύλαγε από το μουσκίδι. Υπήρχαν αρκετά τριγύρω. Όπως και αστυνομικοί. Ήθελε να ξαπλώσει κάπου και να κοιμηθεί και το παγκάκι αυτό ήταν μια καλή λύση, όχι όμως με βροχή. Όσο αίσθημα αυτοσυντήρησης του περίσσευε δεν επέτρεπε την προοπτική μιας πνευμονίας. Πλησίασε έναν από τους μπλε κάδους της ανακύκλωσης, άνοιξε το καπάκι και κοίταξε μέσα. Πάνω πάνω ήταν η συσκευασία χαρτονιού με το λογότυπο πάνω της. Δε το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Βούτηξε μέσα και έκλεισε το καπάκι του κάδου.

Η ανακύκλωση ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν εφευρέθηκε ακόμα. Αλλά σάμπως λειτουργούσε και η ανακύκλωση των άλλων υλικών; Όλα μαζί ανάκατα σε μια χωματερή. Μπανάνες, ψαροκόκαλα, χαρτόνια και γυαλιά παρέα με μπόλικη ανθρώπινη παραίτηση. Όλα μαζί ένα μείγμα. Η ανακύκλωση των γέλιου και της λύπης θα αργούσε ακόμα. Άπαξ και το κατανάλωνες, μετά χανόταν. Γινόταν θυμός, γινόταν ήττα. Μια πετσέτα στο καναβάτσο για μια χαμένη πάλη. Ο ήχος της βροχής ήταν τόσο γλυκός. Όλο αυτό το κοπάνημα από τις στάλες πάνω στο μπλε καπάκι. Αυτός ήταν προφυλαγμένος και τα κρουστά της βροχής τον τσούλαγαν σιγά σιγά προς ένα βαθύ ύπνο. Τι ωραία που ήταν! Μακάρι να μη ξύπναγε ποτέ από αυτόν τον ύπνο.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

ΜΙΑ ΓΑΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΦΕΝΕ

Έβλεπε τη γάτα να κοιτάζει ψηλά στο δέντρο. Έφερνε βόλτες τον κορμό και που και που έριχνε καμιά βιτσιά στο πουθενά με την ουρά της. Σα να' διώχνε τα κακά πνεύματα για να μη χαλάσει η δουλειά που σκάρωνε.

Αυτός είχε βγει έξω για την καθιερωμένη του βόλτα στο καφενείο του κυρ Κώστα. Τυπικός καφενές γειτονιάς με τα όλα του. Πρέφα, πολιτική κουβέντα που αγκομαχούσε να γίνει ανάλυση και τσίπουρο. Όλα τα παλληκάρια των 70 και βάλε ετών είχαν στήσει το οχυρό τους σε αυτόν τον καφενέ. Έξω παραμόνευαν χίλια δύο κακά. Αλτσχάιμερ, βαρεμάρα, κάμποσες ημέρες για την ανάληψη της σύνταξης από την τράπεζα και οι γυναίκες τους. Ο καφενές ήταν το κάστρο και αυτοί οι ιππότες. Αντί για σπαθιά κρατούσαν τραπουλόχαρτα και έτοιμοι πάντα ήταν να σκοτώσουν για την όμορφη τους πριγκίπισσα. Την ντάμα. Οι δράκοι παραμόνευαν στη μόνιμα ανοικτή τηλεόραση και είχαν τη μορφή των πολιτικών που ανέλυαν τις θέσεις τους για τις εκλογές που πλησίαζαν. Όταν ο δράκος έμοιαζε αρκούντος απειλητικός έτρωγε και από ένα κουκούτσι ελιάς στο δόξα πατρί συνοδεία της γκαρίδας του κυρ Κώστα. "Την τηλεόραση ρεεεε".

Όπως κάθε κάστρο που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και αυτό είχε τον γελωτοποιό του. Ο Δημήτρης ο χαμογελαστός. Του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι από ένα τικ που είχε, με τα μάγουλα του να τραβιούνται προς τα πάνω. Εκεί που σου μιλούσε, τσούπ, το τικ του ερχόταν και έμοιαζε σα να σου χαμογελούσε. Ασχέτως, με την κουβέντα που υπήρχε ο Δημήτρης πάντα χαμογελούσε. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν οι υπόλοιποι γεροντολάνσελοτ. Σοβαρά, θλιβερά, αστεία, ή κοροϊδευτικά, όλα κατέληγαν στο χαμογελαστό τικ του Δημήτρη. Εκείνη τη μέρα είχε αποφασίσει να κάτσει στην αυλή του καφενέ και να μην εμπλακεί με τους υπόλοιπους. Καθόταν και ρουφούσε το καφεδάκι του προσέχοντας για το κατακάθι να μη του λερώσει τη γλώσσα. Αν και λόγω τσιγκουνιάς του κυρ Κώστα ο καφές ήταν τόσο λίγος μέσα στο φλιτζάνι που αν τον έπινες σε νεροπότηρο θα έβλεπες ως την άλλη άκρη του χωριού κοιτώντας μέσα από αυτό.

Η γάτα ξαφνικά τέντωσε την ουρά της σα μπαγκέτα μαέστρου και έμεινε σε μια στάση που θύμιζε βαλσάμωμα. Κοίταζε προς τα πάνω και ούτε τα μάτια της ανοιγόκλειναν. Με ένα σάλτο πήρε να σκαρφαλώνει στο κορμό του δέντρου και σιγά σιγά, όπως μόνο μια γάτα μπορεί, κέρδιζε ύψος. Αφού έφτασε στην πρώτη διχάλα του δέντρου, ακολούθησε το δεξί παρακλάδι και με κάμποσες επιδέξιες περπατησιές βρέθηκε μπροστά από μια φωλιά πουλιών. Η κακούργα, τόση ώρα παραμόνευε να φύγει η μάνα πριν βρεθεί μόνη με τα μικρά της. Βούτηξε το κεφάλι της μέσα στο σωρό από τα ξυλαράκια και μερικές φωνούλες από μέσα ακούστηκαν. Από αυτές τις γλυκές φωνούλες που κάποιες ώρες τις ημέρας γίνονται μελωδία. Από το στόμα της κρεμόταν ένα πουλάκι. Κουνούσε τα φτερά του την ώρα που η γάτα κατέβαινε τον κορμό. Ο Δημήτρης ο χαμογελαστός είχε μείνει με το φλιτζανάκι του καφέ κολλημένο στα χείλη του. Η γάτα άφησε το γεύμα της στο έδαφος και το πάτησε στο λαιμό με το ένα της πόδι πριν βυθίσει ξανά τα δόντια της σ'αυτό. Ή ψυχή έφυγε, αφήνοντας ένα λουκούλλειο γεύμα πίσω της. Πόση δύναμη έχει μια ψυχή απέναντι στο θάνατο; Τις περισσότερες φορές δεν φτάνει ούτε για να σταθεί και απέναντι στη ζωή.

Η γάτα πήγε λίγο πιο πέρα, σε μια σκιά και έπιασε να μασουλάει με όρεξη άλλη μια χαμένη ζωή. Το ένστικτο του κυνηγού της έλεγε ότι οι ελιές και το ψωμοτύρι που τις πετούσαν οι πελάτες ήταν πολύ λίγο για την αξιοπρέπεια της. Ο Δημήτρης σηκώθηκε από την καρέκλα του και άφησε δύο κέρματα πάνω στο τραπεζάκι να στριφογυρίζουν περιμένοντας για τη σωστή τους θέση. Πέρασε μέσα από το κάστρο και χαιρέτησε και τους άλλους ιππότες. Θα τα έλεγαν ξανά το βραδάκι. Μόνο που αυτή τη φορά θα ήταν χωρίς το τικ του. Λένε ότι κάποια πράγματα έρχονται εκεί που δε το περιμένεις. Αν δηλαδή περιμένεις κάτι. Στη περίπτωση του χαμογελαστού ιππότη κάτι έφυγε. Έφυγε ένα χαμόγελο, έστω και ψεύτικο, αφήνοντας έτσι δύο ατάραχα μάγουλα για να μπορεί να αντιμετωπίσει ξανά τον κόσμο στα σοβαρά.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

ΑΝΤΡΕΣ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg4EhwrgOcRuiHZANsIitqlW9KBtNHlrHFMmJVXRAZ86PAIXRPN4VN3HmdxucRBJmnV_on24zaj3nNF_6ETpy5liYd4HZfLSW9CWCaq0knjWy6-sR0_nB0dOqogHxgoVjFguE0jeqW2zOjC/s320/geros.jpg

Πετάχτηκε έξω να πάρει τις πάνες για το μωρό. Ήταν ήδη αργά και κατευθύνθηκε προς το πρώτο φαρμακείο να ψάξει για τα διανυκτερεύοντα. Στον πρώτο όροφο, πάνω από το φαρμακείο, βρισκόταν μια αναπηρική καρέκλα με ένα παππού πάνω της. Είχε ακουμπήσει τα χέρια του στο κάγκελο και είχε γύρει μπροστά τον κορμό του. Κοίταζε κάτω, στον πεζόδρομο. Ένας πεζόδρομος γεμάτος πλατάνια, ελιές και πεύκα. Δέντρα, κυβόλιθοι και μια νυχτερινή ανεμελιά. Μόλις είχε μπει ένα διεστραμμένα ζεστό καλοκαίρι. Αισθανόσουν σα κάποιος να ήθελε να σε ξεκάνει κόβοντας σου την αναπνοή. Ένας σκύλος σήκωσε ψηλά το πόδι του και τα αμόλησε στη μάντρα της πολυκατοικίας του φαρμακείου. Ο παππούς τον κοίταξε και σα κάτι να ψιθύρισε. Του έλειπαν δόντια και μασέλα. Αν από κάπου ήταν να φύγει η ψυχή του τότε σίγουρα αυτό θα ήταν το στόμα του. Ο σκύλος μύρισε λίγο την βρεγμένη επιφάνεια του μπετόν, κοίταξε μετά το φαρμακείο και συνέχισε ατάραχα το δρόμο του. Τα νύχια του κροτάλιζαν στο έδαφος ως οδηγός για το βλέμμα του παππού. Χάθηκε στην γωνία και ο παππούς ίσιωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Θολά, κάποτε πράσινα μάτια. Μάτια που στα ογδόντα τους χρόνια και με την ταχύτητα του αναπηρικού καροτσιού ρουφούσαν τη ζωή που υπήρχε έξω, στο μπαλκόνι του. Αυτός, έκανε ένα μορφασμό σα χαμόγελο και προχώρησε προς τον πίνακα με τα διανυκτερεύοντα.

Πάνες, πάνες, πάνες. Ένα βράδυ ξέγνοιαστο ονειρευόταν και θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να τις βρει. Κοίταξε στην κατάσταση του φαρμακείου προσπαθώντας να βρει που πρέπει να κοιτάξει και τι μέρα ήταν. Δύσκολη υπόθεση. Όλα είχαν γίνει ένα κουβάρι στο μυαλό του. Κοίταξε το κινητό του το οποίο έλεγε ημέρα Τετάρτη και έριξε ξανά την προσοχή του στον πίνακα. Τετάρτη και έπρεπε να κάνει 15 χιλιόμετρα για το κοντινότερο φαρμακείο. Δεν είχε καμία όρεξη για τέτοιο ταξίδι μέσα στη νύχτα. Περπάτησε μερικά βήματα και βρέθηκε ξανά κάτω από την βεράντα με το καροτσάκι και τον παππούλη. Από το βάθος του πεζόδρομου ακούστηκαν ρυθμικά τακούνια. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και άφησε το κινητό του, με το άλλο χέρι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του. Ακούμπησε ένα στα χείλι του και πίεσε τον αναπτήρα του. Ο ήχος από τα τακούνια ερχόταν όλο και πιο κοντά. Τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά και γύρισε το κεφάλι του προς τα τακούνια. Ξεκίνησε να κοιτάζει από χαμηλά. Πέδιλα, μαυρισμένες γάμπες και ένα εξαίσια ριγμένο μαύρο φουστανάκι πάνω στους μηρούς της. Ήταν γυναίκα και ήταν γεμάτη ερωτικό ρυθμό. Ενστικτωδώς – ανδρική αλληλεγγύη- γύρισε να κοιτάξει τον παππού στο μπαλκόνι. Είχε στρίψει ξανά το κεφάλι κατά τη μεριά που πριν χάθηκε ο σκύλος.

Άνοιξε το στόμα του και απελευθέρωσε το τσιγάρο από τα χείλι του. Η γυναίκα ολοένα και πλησίαζε με τον ίδιο ρυθμικό παλμό στα πόδια της. Η φαντασία παίζει περίεργα παιχνίδια μερικές φορές. Το σύνηθες φαντάζει εξαίσιο και το εξαίσιο σε αφήνει να το προσπερνάς αγέρωχα. Τα πόδια της πάντως ήταν καταπληκτικά. Από εκείνα τα ζευγάρια που θα θελε κανείς να πεθάνει τυλιγμένος γύρω τους. Γυμνός και ιδρωμένος. Άδειος από σκέψεις και γεμάτος ηδονή. Έβγαλε μια τούφα καπνού από το στόμα του και μετά αναρωτήθηκε ξανά για τη διεύθυνση του φαρμακείου που έπρεπε να πάει. Πάνες, πάνες, πάνες. Ο σκύλος είχε από ώρα φύγει αλλά το ζευγάρι των πράσινων θολών ματιών εξακολουθούσε να κοιτάζει κατά κει. Η γυναίκα όλο και ερχόταν και ήταν σα μια γιορτή να ξεκινούσε. Η σιλουέτα πλησίασε και άλλο και φάνηκαν τα μακριά καστανά μαλλιά που τρεμόπαιζαν ελεύθερα στους ώμους της. Ό,τι πριν έκρυβαν οι σκιές, τώρα ήταν μια φωτισμένη φωτογραφία. Ήταν έξοχη. Έμοιαζε να μη συμμετέχει στο υπόλοιπο περιβάλλον. Κάποιοι θα το έλεγαν και ψώνιο αλλά εκείνου του φάνηκε ότι δύο διαφορετικοί κόσμοι συναντήθηκαν. Σίγουρα δεν ήταν έρωτας. Αλίμονο! Ο έρωτας θέλει χρόνο. Ήταν μόνο μια εξαίσια γυναίκα που περπατούσε ανάλαφρα και έσερνε μαζί της στιγμιαίες αντρικές ονειρώξεις αποτελώντας ένα ευχάριστο διάλειμμα μιας καθημερινότητας που δεν είχε κατ’ ανάγκη επιλεγεί. Γύρισε ξανά και κοίταξε τα ογδόντα χρόνια εμπειρίας στο μπαλκόνι περιμένοντας για μια σιωπηρή συνωμοσία. Τζίφος. Ο γέρος εξακολουθούσε και κοίταζε στη γωνία που κάποτε ο σκύλος χάθηκε. Έφερε τα δύο του δάχτυλα στο στόμα, στριμώχνοντας μια τζούρα καπνού ακόμα μέσα του και μετά, πετώντας κάτω τη γόπα, την έλιωσε.

Η θηλυκή οπτασία χάθηκε στη γωνία. Εκεί που πριν λίγο χάθηκε και ο σκύλος. Οι δύο τους απέμειναν να κοιτάζουν στη γωνία. Κοίταζαν σταθερά και για ώρα. Διαφορετικές εμπειρίες, διαφορετικά θέλω, ίδιο αποτέλεσμα. Ο χρόνος βάρεσε το καμπανάκι του επιτέλους πριν εκείνος ξεκινήσει μια διαδρομή 15 χιλιομέτρων και ο παππούς χαθεί από το μπαλκόνι. Η νύχτα θα κατέληγε σε μια αλλαγή πάνας. Και για τον έναν αλλά και για τον άλλο. Η γυναίκα θα συνέχισε το λίκνισμα της και ο σκύλος το σημάδεμα της περιοχής του. Η ζωή συνεχιζόταν. Ξανά και ξανά.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

ΥΠΕΡΟΧΗ ΗΜΕΡΑ

Είναι πραγματικά μια υπέροχη ημέρα. Είναι από αυτές τις ημέρες που σηκώνεις το κεφάλι ψηλά και κοιτάς τα συννεφα, και φαντάζεσαι. Πλάθεις με το μυαλό σου όλα τα πιθανά σχήματα που σχηματίζονται εκεί ψηλά. "Κοιτα εκεί, σαν καρδιά είναι αυτο" λες και δείχνεις το συννεφο στα δεξιά σου. Προχωράς και αρχίζεις και χαμογελάς. Σκέφτεσαι ότι τελικά όλα μπορεί να είναι πιο εύκολα από όσο νόμιζες. Λίγο κέφι μόνο παραπάνω. Λίγο κέφι πιο πολύ και δύναμη να προχωράς με το κεφάλι σου ψηλά. Να κοιτάς τα σύννεφα, να φαντάζεσαι σχήματα, να σκέφτεσαι κοιτώντας ψηλά και μπροστά. Και ο ανεμος θα σου φέρνει και άλλες παραστάσεις, το ένα σύννεφο μετά το άλλο. Άλλα θα φεύγουν και άλλα θα έρχονται. Απόγευμα είναι και μα το θεό είναι ενα πραγματικά όμορφο απόγευμα. "Κοίτα και αυτό, σα δέντρο μπονσάι δε μοιάζει;" Σχήματα, σχήματα, σχήματα. Χαμογελάς παραπάνω τώρα. Έχεις αφήσει τον εαυτό σου λίγο παραπάνω ελεύθερο σήμερα. Γι'αυτό το απόγευμα τουλάχιστον. Νιώθεις πιο ελαφρύς όσο προχωράς. Πιο αισιόδοξος. Πιο δυνατός και γεμάτος φαντασία. Είναι μια καλή μερα αυτή. Και είναι ακόμα μπροστά μου.

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

ΜΠΑΡ


Μπήκε στο μπαρ με μια τρικυμία και μια ερώτηση.
"Που είναι ο μπάρμαν;" στρίγγλισε και όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν.
"Που είναι ο γαμημένος μπάρμαν;" και όλοι επανήλθαν στις αρχικές τους θέσεις.
Σύρθηκε όλος μια απειλή και θολούρα μαζί και γαντζώθηκε από τη μπάρα.
Βρήκε ένα ξεχασμένο ποτήρι μπύρας και το κοπάνησε στο λούστρινο ξύλο.
Μετά ήπιε την τελευταία γουλιά που είχε απομείνει.
"Ο μπάρμαν θα μου γλύφει τα αρχίδια για όλο το καταραμένο υπόλοιπο βράδυ, θα τον κερνάω σφηνάκια και θα με κερνάει πίπες".
Από την κουζίνα βγαίνει ένας τύπος που είχε βυθίσει την ποδιά του μέσα σε ένα νεροπότηρο. Και έτριβε, και στέγνωνε. Ήταν θυμωμένος και φοβισμένος μαζί. Επικίνδυνος συνδυασμός. "Αχα" ήταν αυτό που του ξέφυγε και έσπρωξε το μπυροπότηρο στην μπάρα προς τη μεριά του μπάρμαν. Ο μπάρμαν κοίταξε το ποτήρι έως την τελική του πτώση. Γυαλάκια σκόρπισαν στο γεμάτο λάστιχο μπότας πλακάκι του πατώματος της μπάρας. Γύρισε και τον κοίταξε στριφογυρίζοντας όλη την ώρα την πετσέτα του μέσα στο ποτήρι. Έτριβε πολύ καλά και έτριβε για ώρα. Άφησε το ποτήρι πάνω στη μπάρα συνεχίζοντας να τον κοιτάει στα μάτια. Το ποτήρι έλαμπε, άστραφτε και ήταν κάτι που δεν το συναντάς εύκολα τριγύρω. Λίγη προσπάθεια παραπάνω για το τέλειο αποτέλεσμα. Μέσα στις ραγισμένες σκέψεις του μπάρμαν για άλλο ένα ήρεμο βράδυ που χανόταν σιγά σιγά ο τύπος κοίταζε μια το ποτήρι και μια τον ίδιο. Μετά ψιθύρισε προς την πλευρά του ποτηριού: "Ένα Jack διπλό και το λογαριασμό για τα σπασμένα". Γύρισε το σώμα του και κατευθύνθηκε στην τουαλέτα. Περπατούσε και σκεφτόταν ότι για άλλη μια νύχτα ο έρωτας θα μπορούσε να περιμένει.