Η απόλυτη σιωπή. Το απόλυτο
σκοτάδι. Ήταν η κατάλληλη στιγμή για μια κουβέντα με τον εαυτό του. Είχε
διασχίσει ολόκληρη την πόλη εκείνο το βράδυ με το αμάξι του. Πέρασε από τα πιο
πολυσύχναστα μέρη βλέποντας τον κόσμο να μπαινοβγαίνει. Φώτα νέον, μπάσα στη
διαπασών, καθαρά κορμιά καλά ντυμένα, χαμόγελα, γέλια. Ο κόσμος εξακολουθούσε
να κινείται γύρω από τον άξονα του. Έτσι έπρεπε. Ο ίδιος όμως δεν είχε καμία
όρεξη να συμμετέχει σε όλο αυτό το ατελείωτο στριφογύρισμα των πλανητών. Ήθελε
μόνο να αισθανθεί ότι τα πάντα σταμάτησαν για λίγο. Για μόλις ένα λεπτό. Η Γη
να σταματήσει να γυρνάει. Τα φώτα να σβήσουν. Όλα να σωπάσουν. Όλοι οι άνθρωποι
να καθίσουν βολικά και να κοιτάζουν πέρα σα κάτι να περιμένουν. Ενός λεπτού
σιγή για όλη την πλάση. Ούτε λέξεις, ούτε γέλια, ούτε απόγνωση, μόνο μια σιωπή
του ενός μόλις λεπτού. Πίστευε ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε η ροή των
πραγμάτων θα έπαιρνε άλλη μορφή. Μια παγκόσμια σιωπή. Μια νύχτα του ενός
λεπτού.
Περίμενε στο φανάρι κοιτάζοντας
μπροστά του. Δεν είχε βάλει μουσική για πρώτη φορά. Κρατούσε μόνο σφικτά το
τιμόνι και περιπλανιόταν στην τύχη. Ήταν μια δεμένη νύχτα, έμοιαζε μπόλικη και
ανεξάντλητη. Του άρεσε αυτό. Σχεδόν δε σκεφτόταν τίποτα. Αιωρούνταν στην πόλη
σα ξωτικό. Μάζευε τις τρίχες από το μουσάκι του με το πάνω του χείλος και τις
δάγκωνε απαλά. Έκανε την κίνηση αυτή πολλές φορές. Ήταν κάτι σαν εξορκισμός. Σα
το μπεγλέρι του πρώην καπνιστή. Τον βοηθούσε να κερδίσει χρόνο απέχοντας από
τις σκέψεις. Το κόκκινο έγινε πράσινο και άρχισε να ρολάρει ξανά. Η μηχανή
γουργούριζε και ήθελε να καταπιεί κάθε πιθαμή της νύχτας. Να φτάσει έως την
άκρη της νύχτας. Είναι απορίας άξιον το πόσος πολύς κόσμος κυκλοφορούσε σήμερα
εκεί έξω. Κάθε ηλικίας και φύλου. Αυτό το ένα λεπτό θα πήγαινε μακριά. Όλοι
συμμετείχαν στη νύχτα αλλά ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Όλες οι κοινές πορείες έψαχναν για ένα
διαφορετικό τέρμα. Σκέφτηκε αυτό που χθες είχε διαβάσει σε ένα περιοδικό. Ένα
ποιηματάκι της οκάς για τον έρωτα.
«Έβηξα και χασμουρήθηκε.
Σηκώθηκε και ξάπλωσε μέσα σε μια
νύχτα που δε οδηγούσε πουθενά.
Έβαλα ένα ποτό και βόλεψα τα
πόδια μου στον καναπέ.
Κοιτούσα έξω.
Μόνο κοιτούσα.
Ρούφηξα δύο γενναίες ρουφηξιές
από το ποτό και έβαλα το ραδιόφωνο να παίζει.
Ροχάλισμα από το βάθος.
Δε κοιμόταν μόνο αυτή.
Η ζωή ξαπόσταινε μαζί της.
Ο έρωτας άκουγε μαζί μου το
ράδιο.
Έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Μια παρέα για το κάθε τι.»
Ο κάθε πικραμένος γράφει και από
κάτι. Δεν έχει σημασία τι. Η γλώσσα είναι όπλο. Αν ξέρεις να στοχεύεις όμως
είναι ένα θέμα. Για κάποιο μυστήριο λόγο εκείνη η αράδα του έμεινε. Ήταν
χαλαρή αράδα. Αυτό μόνο έφτανε. Άλλαξε ταχύτητα και προχώρησε με φόρα. Δεν
ήξερε που πήγαινε. Δεν τον ένοιαζε κιόλας. Ήθελε να φτάσει στο τέρμα της νύχτας. Δεν ήταν
και λίγο αυτό που πέρασε το απόγευμα. Τώρα όλα έμοιαζαν πιο εύκολα, πιο στρωτά.
Μετά τις αστραπές πάντα ακολουθεί μια μπουνάτσα. Κοιτούσε συνέχεια έξω και
απολάμβανε αυτή τη συνεχή κίνηση του κόσμου. Ήταν κάμποσες ώρες μετά τα μεσάνυχτα.
Ήταν και Παρασκευή. Ο χρόνος εκείνος που βλέπεις κλαμπάκιδες, και ρακοσυλλέκτες.
Πόρνες και κορίτσια του πανεπιστημίου που βγήκαν να πάρουν τον αέρα τους. Σα να
είχε ραντεβού ολόκληρη η κοινωνική διαστρωμάτωση της περιοχής. Το παράθυρο του
ήταν ανοικτό, έμπαινε φρέσκο αεράκι ανακατεμένο με μουσικές και φωνές. Επέλεγε
να περνάει μέσα από πλατείες και πολυσύχναστα μέρη. Να βλέπει κόσμο για να
βεβαιωθεί ότι τίποτα τελικά δεν άλλαξε τριγύρω και εκείνο το λεπτό δεν ήταν να
έρθει. Μόνο η δική του ζωή άλλαξε. Σε μόλις ένα απόγευμα. Ήθελε να βεβαιωθεί
ότι δεν επρόκειτο περί μιας παγκόσμιας συνομωσίας που γύρισε τα μέσα έξω
ολόκληρο τον πλανήτη. Και αυτό που είδε εκείνη τη νύχτα τον ηρέμησε. Η ζωή
προχωρούσε όπως την ήξερε.
Έκλεισε το παράθυρο και έβαλε το
κλιματιστικό. Μετά άνοιξε και το ραδιόφωνο. Ευτυχισμένα ραδιοφωνικά ακούσματα
χωρίς παραγωγό και διαφημίσεις. Μόνο μουσική που ήταν και το ζητούμενο. Ένας άνθρωπος
μόνο χρειαζόταν για να επιλέξει με μεράκι τραγούδια στο play list του σταθμού και να κάνει
χαρούμενο τον ακροατή του. Παρότι δε πάτησε κάποιο άλλο κουμπί στο ταμπλό του
αυτοκινήτου, μαζί με τον κρύο αέρα και τη μουσική του ήρθε στο μυαλό και το
απόγευμα. Κάθε κίνηση που έγινε. Ο ήχος του κουδουνιού, οι φωνές των παιδιών να
τρέχουν να ανοίξουν την πόρτα, τα πρόσωπα των τριών επισκεπτών, τα χαρτιά που
κρατούσαν στα χέρια τους, το φορτηγό στο βάθος του δρόμου. Την περίμενε καιρό
τώρα αυτή την επίσκεψη. Την έπλαθε με την φαντασία του κάθε μέρα. Οι επισκέπτες
μπήκαν μέσα και είπαν στη γυναίκα του να ετοιμάσει μια βαλίτσα με ρούχα. Αυτός καθόταν
στον καναπέ του σαλονιού και κοίταζε χωρίς να λέει τίποτα. Φορούσε ακόμα τις πιτζάμες
του. Σηκώθηκε, πήγε στο δωμάτιο του και έβαλε το τζίν του με ένα μαύρο μπλουζάκι. Η τριάδα είχε μοιραστεί στους χώρους του σπιτιού και σημείωνε στα χαρτιά της
κοιτάζοντας ένα προς ένα όλα τα αντικείμενα του σπιτιού. Πήγε στη γυναίκα του
και της είπε να πάνε να μείνουν για σήμερα στην πεθερά της. Αύριο θα κοίταζαν
τι θα έκαναν. Αυτός έπρεπε να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές και θα έβγαινε έξω.
Όχι δεν ήθελε να του πακετάρει τα ρούχα του. Ας έμεναν και αυτά εδώ να τα
φοράνε οι δανειστές του. Αν τους κάνουν, γιατί όχι; Της είπε ότι την αγαπάει
και να μην ανησυχεί καθόλου. Θα την έβρισκε τη λύση.
Παρότι μικρές σταγόνες ιδρώτα το
έσκαγαν από το σώμα του αυτός αισθανόταν παγωμένος. Το κλιματιστικό έφταιγε. Το
έκλεισε και άνοιξε και πάλι το παράθυρο. Μερικές φορές χρειάζονται αρκετές
προσπάθειες για να βρει κανείς τις σωστές ισορροπίες. Το ραδιόφωνο το άφησε
στον σταθμό που έπαιζε πριν. Είχε το «living on the edge of the
night” του Iggy Pop. Έστριψε το τιμόνι του και βρέθηκε στον περιφερειακό
δρόμο. Θα πήγαινε μακριά από το θόρυβο και σε ένα σημείο που θα έβλεπε όλη την
πόλη. Η νύχτα σιγά σιγά χαλάρωνε και ήταν πανέμορφο να κοιτάζει κανείς την
ανατολή από αυτό το σημείο. Τα χρώματα μπλεκόντουσαν με τα σύννεφα και τα φώτα
νέον. Και είχε και κάτι να περιμένει. Έναν ήλιο που σε μόλις δέκα λεπτά θα έκανε
το σκοτάδι μέρα. Δεν ήταν μεγάλος ο χρόνος για μια τέτοια αλλαγή! Αυτό από μόνο
του ήταν μαγικό.
Σταμάτησε για λίγο στην άκρη του
πεζοδρομίου και άνοιξε το ντουλαπάκι. Έβγαλε έξω μια φωτοτυπία και κοίταξε ημερομηνίες
και ποσά. Το πρωτότυπο το είχε δώσει στην μητέρα του με τη δικαιολογία ότι δεν
προλάβαινε να το αφήσει στο σπίτι. Η γυναίκα του δεν ήξερε γι’ αυτό το ασφαλιστήριο
ζωής. Θα του έβαζε τις φωνές. Θα τον έλεγε απαισιόδοξο. Γι’ αυτό δεν της είπε
και τίποτα όταν πριν από δέκα μήνες έδωσε ραντεβού με τον ασφαλιστή του. Έσκισε
το χαρτί και το πέταξε στο δρόμο. Έβαλε πρώτη και προχώρησε προς το μέρος που
θα είχε την καλύτερη θέα στην πόλη. Ήταν ένα πλάτωμα πάνω σε μια στροφή δίχως
τέλος. Συνήθως αυτό το πλάτωμα λειτουργούσε ως καταφύγιο για παράνομα ή απλά
ερωτευμένα ζευγαράκια. Τώρα όμως ο έρωτας είχε νυστάξει και ξαπόσταινε μακριά
από αυτό το σημείο. Όπως στο ποιηματάκι που διάβασε. Θα ήταν μόνος του στο
πλάτωμα. Κούμπωσε την επόμενη ταχύτητα στο σασμάν και η μηχανή υπάκουσε με
χαρά. Όλο το βράδυ πέρασε και την είχε στο ρελαντί. Τώρα ήθελε να δοκιμάσει τις
αντοχές των στροφών του κινητήρα. Η ταχύτητα ανέβαινε και η στροφή πλησίαζε. Το
ράδιο δεν έπαιζε τίποτα γιατί δεν είχε σήμα, μόνο ένα χρούτς χρούτς ακουγόταν
τη στιγμή που ξεκίνησε να παίρνει τη στροφή πριν το άνοιγμα που τόσες ανάσες
άκουσε αυτό το βράδυ. Ένα χρούτς χρούτς το οποίο έπαιζε ταυτόχρονα με τα
λάστιχα που έτριζαν στο χώμα του πλατώματος και σήκωναν σκόνη και πετραδάκια.
Δεν πρόλαβε να δει και πολλά από την πόλη με τα νέον φώτα. Δεν πρόλαβε ούτε να
αλλάξει σταθμό. Τι σημασία είχε όμως; Ταξίδευε στην άκρη μιας νύχτας που τελείωνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου