Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ

Άνοιξε το ένα του μάτι πρώτα, διώχνοντας τη μύγα που είχε στρογγυλοκαθίσει πάνω στο βλέφαρο του. Ο ήλιος ήταν καρφωμένος πάνω του και αυτός ανάσκελα. Δεν είχε και πολλές ελπίδες να τα φέρει βόλτα άμεσα με την όραση του. Κούνησε λίγο τα χέρια του και τα έφερε μπροστά στο πρόσωπο του ως ομπρέλα. Κοίταξε τα νύχια του με απορία. Κατάμαυρα μακριά νύχια. Δε θυμόταν και πολλά από την προηγούμενη νύχτα. Μόνο ένα ρυθμικό κρεσέντο από τη βροχή πάνω σε πλαστικό. Υπόκωφος, συνεχόμενος υγρός ήχος. Το σώμα του πονούσε σα να είχε φάει ξύλο. Αλλά πως; Πότε; Δε θυμόταν τίποτα. Θυμόταν μόνο τις μέρες που απείχε από τον ύπνο. Πρέπει να ήταν τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες που δεν είχε κλείσει μάτι. Ούτε είχε ακουμπήσει κάπου το σώμα του για να ξεκουραστεί. Περπατούσε μόνο στο κέντρο της Αθήνας, κοιτώντας τον κόσμο. Έκανε ότι πήγαινε κάπου αλλά το πουθενά ήταν ο προορισμός του. Υποκρίνονταν ότι είχε κάτι να κάνει ενώ ούτε με το τίποτα ασχολούνταν.

Σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι του είδε ένα κοπάδι γλάρους. Τους έβλεπε σχεδόν σα σκιές. Τα μάτια του ακόμα δεν είχαν συνηθίσει σε τόσο φως. Οι κόρες του αγκομαχούσαν και όλο μίκραιναν έως ότου μείνουν δύο τόσες δα καρφιτσούλες στο κέντρο των ματιών του. Οι γλάροι ανεβοκατέβαιναν κρώζοντας με αυτή την απαίσια λαλιά τους. Γύρισε το κεφάλι του δεξιά και είδε στο βάθος μια μπουλντόζα. Σκέφτηκε για λίγο, ή τουλάχιστον προσπάθησε, πριν γυρίσει να κοιτάξει και αριστερά. Ντενεκεδάκια, μαύρες σακούλες, σάπια φρούτα και μια μπόχα που άργησε να την καταλάβει. Κατέβασε τα χέρια του και ψηλάφισε το χώρο που ήταν ξαπλωμένος. Χαρτόνια και πλαστικά μπουκάλια υπήρχαν τριγύρω. «Τι στο διάβολο!» σκέφτηκε.

Από όσο μπορούσε να θυμηθεί εχθές ήταν νυσταγμένος του θανατά. Περπατούσε για ώρα και ήταν βράδυ. Μετά όμως; Μετά τι έγινε; Σηκώθηκε στα πόδια του και έπιασε τον εαυτό του να προσπαθεί να κάνει το πρώτο βήμα. Μάταια. Όλοι του οι μύες είχαν γίνει κόμπος. Κοίταξε ξανά γύρω του. Λόφοι και λοφάκια γεμάτοι με σκουπίδια. Γλάροι ράμφιζαν ο ένας τον άλλο για μια πορτοκαλόφλουδα και κάτι τσιγκανάκια, ήταν δεν ήταν δέκα χρονών σκαρφάλωναν πάνω στους λοφίσκους σα κατσίκια. Του πήρε κάμποση ώρα για να βγάλει το πρώτο του βήμα και ξεκινήσει την αναζήτηση του. «Μια χωματερή με μένα μέσα της. Πρέπει να βλέπω όνειρο». Κατευθύνθηκε κατά την μπουλντόζα ελπίζοντας να βρει την άκρη του νήματος. Εκείνη την ώρα ένα φορτηγό πλησίαζε και σηκώνοντας την καρότσα του, έριξε κάτω μια γενναία δόση συσκευασιών της πολιτισμένης ζωής. Ο ήχος του κινητήρα του ήταν γνώριμος. Τον είχε ακούσει χιλιάδες φορές πριν. Τώρα όμως του φαινόταν κάτι παραπάνω από αυτό. Άκουγε αυτό τον ήχο σχεδόν όλο το βράδυ. Ναι, ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Κάθισε στον πισινό του και έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. «Θυμήσου μαλάκα, θυμήσου! Τι έγινε εχτές το βράδυ;». «Η βροχή, ο πλαστικός ήχος, η νύστα μου. Πως βρέθηκα εδώ;». Ένας γλάρος σηκώθηκε μπροστά του κρατώντας ένα ψαροκόκαλο στο ράμφος του. Πόσο πείναγε! Και ο γλάρος και δαύτος. Πρέπει να είχε να φάει για μέρες. Είχε χαθεί ο λογαριασμός. Έπιασε με το χέρι του το στομάχι και σχεδόν δεν το έβρισκε. Άπλωσε το χέρι του και βούτηξε μια μισοφαγωμένη κατάμαυρη μπανάνα. Την έφερε μπροστά στο στόμα του και τη βύθισε χωρίς να πάρει ανάσα. Σηκώθηκε ξανά, το μέρος ήταν αχανές. Για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο πρέπει να αντιστοιχούσαν εκατό τετραγωνικά μέτρα σκουπιδιών με απροσμέτρητο ύψος και κυβισμό. Περπατούσε όπως, όπως πατώντας πάνω σε μπουκάλια και ντενεκεδάκια και πρόσεχε κάθε του βήμα.

Μπροστά του υπήρχε μια συσκευασία από υπολογιστή. Σκληρό χαρτόνι με το λογότυπο του κατασκευαστή πάνω της. Μαζί με τον ήχο από το φορτηγό η εικόνα του χαρτονιού τον μετέφεραν πίσω, στη χθεσινή νύχτα. Είχε πάρει και έβρεχε δυνατά από την πρώτη μόλις στάλα που τον βρήκε καθισμένο στο παγκάκι της πλατείας. Είχε ψάξει να βρει κάποιο υπόστεγο ή κτίριο που θα τον φύλαγε από το μουσκίδι. Υπήρχαν αρκετά τριγύρω. Όπως και αστυνομικοί. Ήθελε να ξαπλώσει κάπου και να κοιμηθεί και το παγκάκι αυτό ήταν μια καλή λύση, όχι όμως με βροχή. Όσο αίσθημα αυτοσυντήρησης του περίσσευε δεν επέτρεπε την προοπτική μιας πνευμονίας. Πλησίασε έναν από τους μπλε κάδους της ανακύκλωσης, άνοιξε το καπάκι και κοίταξε μέσα. Πάνω πάνω ήταν η συσκευασία χαρτονιού με το λογότυπο πάνω της. Δε το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Βούτηξε μέσα και έκλεισε το καπάκι του κάδου.

Η ανακύκλωση ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν εφευρέθηκε ακόμα. Αλλά σάμπως λειτουργούσε και η ανακύκλωση των άλλων υλικών; Όλα μαζί ανάκατα σε μια χωματερή. Μπανάνες, ψαροκόκαλα, χαρτόνια και γυαλιά παρέα με μπόλικη ανθρώπινη παραίτηση. Όλα μαζί ένα μείγμα. Η ανακύκλωση των γέλιου και της λύπης θα αργούσε ακόμα. Άπαξ και το κατανάλωνες, μετά χανόταν. Γινόταν θυμός, γινόταν ήττα. Μια πετσέτα στο καναβάτσο για μια χαμένη πάλη. Ο ήχος της βροχής ήταν τόσο γλυκός. Όλο αυτό το κοπάνημα από τις στάλες πάνω στο μπλε καπάκι. Αυτός ήταν προφυλαγμένος και τα κρουστά της βροχής τον τσούλαγαν σιγά σιγά προς ένα βαθύ ύπνο. Τι ωραία που ήταν! Μακάρι να μη ξύπναγε ποτέ από αυτόν τον ύπνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: