Θυμόμουν τον θείο μου να φωνάζει από το παγκάκι της παιδικής
χαράς που είχαμε πάει τότε μαζί.
«Έλα πήδα!»
Βρισκόμουν σκαρφαλωμένος
στο μονόζυγο και είχα κοκαλώσει από τον φόβο μου. Δε μπορούσα να αποκάμω με το
βάρος μου. Τα μπράτσα μου δεν έφταναν, έξι μόλις χρονών ήμουν. Ένοιωθα να πέφτω
και φοβόμουν την προσγείωση. Ο θείος από μακριά μου φώναζε ξανά.
«Έλα πήδα!»
Θυμόμουν ότι ένοιωσα στην αρχή ένα μούδιασμα στους βραχίονες
και στη συνέχεια μια σουβλιά στους ώμους μου. Ήταν αρκετά επίμονος ο πόνος. Ήμουν
επίμονος και ο ίδιος. Δε παρατούσα ποτέ μια μάχη στη μέση. Είτε αυτό λεγόταν «πάρε
μου παγωτό», είτε «πάμε μια βόλτα στην πλατεία», είτε το «κρατήσου από το
μονόζυγο». Δε θα τα παρατούσα λοιπόν.
Κρατήθηκα γερά από το ζεστό μέταλλο της βέργας και έσφιξα τα δόντια μου.
Δεν ήθελα να πέσω στο ξεραμένο χώμα. Θα άντεχα. Ήταν κατακαλόκαιρο και
μέσα από τα μισόκλειστα μου τσίνορα έβλεπα τον θείο να την έχει αράξει σε ένα
σκιερό παγκάκι. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι ο θείος δεν ήθελε να μου κάνει ένα
απλό κάζο. Ήθελε να με οπλίσει για αυτό που θα ακολουθούσε μετά. Ο ίδιος είχε
δεχτεί δύο τορπιλισμούς στο πλοίο του εμπορικού ναυτικού - ταξίδευε ως
μηχανικός - και είχε μάθει ότι όλος ο
κόσμος είναι εν δυνάμει ναυαγισμένος. Μόνο με επιμονή και δύναμη θα μπορούσε
κανείς να σωθεί.
Ο θείος σηκώθηκε από το παγκάκι και πήγε να σταθεί δίπλα μου.
«Λοιπόν ανιψιέ, τι θα κάνεις τώρα; Δύο λύσεις μόνο υπάρχουν,
άντε τρείς αν σε σηκώσω. Μπορείς να προχωρήσεις στην άκρη του μονόζυγου και να
τσουληθρίσεις από το κάθετο στήριγμα ή μπορείς και να πηδήξεις. Το ένα θέλει
λίγη δύναμη ακόμα και το δεύτερο θέλει λίγη ελπίδα και θάρρος.»
Εγώ τον κοίταζα με την άκρη των ματιών μου και ευχόμουν να
μην ήμουν ανιψιός του. Δε καταλάβαινα τότε και πολλά. Ένα παιδί στο κάτω, κάτω
δε χρειαζόταν και πολλά για να τα φέρει βόλτα! Είχα κοκκινίσει από την
προσπάθεια και το λιοπύρι και έμοιαζα σα τότε που κράτησα την αναπνοή μου
μπροστά στο ταμείο του σουπερ μάρκετ, προσπαθώντας να πείσω την μητέρα μου να
μου πάρει ένα γλειφιτζούρι. Τότε το σχέδιο μου στέφθηκε με επιτυχία. Η μητέρα
μου κατατρόμαξε και η ανάσα μου επανήλθε μαζί με το γλειφιτζούρι που εκείνη έσπευσε
να παραχώσει στο στόμα μου.
Ο θείος μου δεν ήταν φτιαγμένος από την ίδια πάστα,
παρότι αδελφός της μάνας μου.
«Θείε απλά πάρε με από εδώ. Εντάξει;». Άφησα να μου ξεφύγει
μια στριμωγμένη πρόταση σπρωγμένη από τον φόβο μου για την επικείμενη πτώση. Ο
θείος δεν ήταν και τόσο εύκολος άνθρωπος. Το κατάλαβα για τα καλά, βλέποντας
τον να απομακρύνεται ξανά από το μονόζυγο, από εμένα, από την ίδια μου τη
σωτηρία.
«Έλα πήδα, σου λέω»
Μόνο αυτό μου είπε και μετά ξανακάθισε στο δροσερό του
παγκάκι, σταυρώνοντας τα πόδια σα μια σφραγίδα στο γεγονός ότι δε θα κουνούσε ούτε
το μικρό του δακτυλάκι για να με σώσει από το μαρτύριο.
Η αλήθεια ήταν ότι είχα τραβήξει τα πάνδεινα από το σόι μου.
Ο ξάδελφος μου με είχε αφήσει μέσα στο καρότσι να πάρω τον κατήφορο σε ένα
δρόμο της γειτονιάς μου (ακόμα και σήμερα ο φόβος μου δεν έχει σταματήσει να
κυλάει). Τα αδέλφια μου με έβαζαν να περπατάω ξυπόλητος στα πυρακτωμένα μάρμαρα
της καλοκαιρινής μας βεράντας τα απομεσήμερα που όρεξη δεν είχαν να κοιμηθούν. Μια
πρώτη μου ξαδέλφη άφηνε επίτηδες τη φούστα της να σηκώνεται στον αέρα και μένα με
την απορία του τι να υπάρχει εκεί πέρα. Ήμουν ο μικρότερος και παράπονο δεν
είχα. Είχα όλη την αμέριστη συμπαράσταση και την προσοχή των συγγενών μου. Με
πρόσεχαν και με εκπαίδευαν μέρα τη μέρα, βήμα το βήμα.
…Το τελευταίο που θυμάμαι είναι το «έλα πήδα». Μετά από αυτό
ξύπνησα στην αγκαλιά του θείου, στο δρόμο για το σπίτι.
«Θείε που πήγε η παιδική χαρά;». Τον ρώτησα σα μέσα σε λήθαργο.
«Μπράβο ανιψιέ! Τα κατάφερες. Πήδηξες τελικά. Πάμε σπίτι
τώρα». Δεν ανέφερε τίποτα για τη λιποθυμία μου και το πώς τελικά προσγειώθηκα
αλλά δεν είχε και πολύ σημασία. Στο παιδικό μου μυαλό έμεινε η ιδέα ότι τελικά
τα κατάφερα και η αλήθεια είναι ότι από τότε τα κατάφερνα μάλλον καλύτερα. Από
εκείνη τη μέρα σκαρφάλωνα μόνος μου στο μονόζυγο και πηδούσα χάμω χωρίς δεύτερη
σκέψη. Από τότε πήγα αμέτρητες φορές
στην παιδική χαρά μαζί με τον θείο και ποτέ δε ξανάκουσα να μου φωνάζει «έλα
πήδα!». Όλα γινόντουσαν περισσότερο στρωτά. Ο φόβος μου είχε χαθεί. Ο θείος μου
το ίδιο. Τον πήραν μαζί τους τα γεράματα και μένα με παρέσυρε ο χείμαρρος της ζωής
που όσο πήγαινε και γινόταν περισσότερο ορμητικός.
Τώρα στα σαραντα ένα μου χρόνια είναι σα να τον ακούω και
πάλι.
Μου λέει «έλα πήδα!».
Εγώ είμαι ακίνητος ξανά. Παγωμένος, παρότι τα άλματα τα έχω συνηθίσει.
Φοβάμαι παλι, Φοβάμαι ξανά. Κλείνω τα αυτιά μου με τα δύο μου χέρια. Δεν ακούω
τίποτα πια. Μόνο την ηχώ από το παρελθόν.
Έλα πήδα. Έλα πήδα. Έλα πήδα. Έλα πήδα. Έλα πήδα. Έλα πήδα.
Ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου