Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΜΙΑ ΠΤΩΣΗ ΣΑ ΤΟΣΕΣ ΑΛΛΕΣ



Τότε ήταν που ξεκίνησε να πέφτει…


Εκείνος την είχε μόλις χαϊδέψει. Εκείνη έχασε την ισορροπία της και άρχισε να πέφτει στο κενό. Φυσούσε και εκείνη ήταν σα φτερό στον άνεμο. Την έφερνε βόλτες ο αγέρας  και εκείνη τον παρατηρούσε.  Εκείνος είχε ένα «ίσως λυπημένο ύφος».  Δεν την πρόσεξε που έπεσε και το μυαλό του βρισκόταν αλλού. Εκείνη δεν έβγαλε ούτε μια φωνή αλλά αφέθηκε στην τροχιά μιας στροβιλίζουσας πτώσης. Κοίταζε τις αραιά σπαρμένες λευκές τρίχες από το μούσι του, τα μάτια του που κοιτούσαν πέρα, φανταζόταν τις σκέψεις του. Είχε ακόμα πάνω της εκείνο του το χάδι και συνέχιζε να πέφτει περιστρεφόμενη με τις ορέξεις του νοτιά.


 Γνώριζε το γεγονός πως μετά από τόσα χρόνια εκείνος τη χάιδευε από συνήθεια και μόνο. Εκείνη ήταν μοναδική αλλά όχι για εκείνον. Εκείνος την έβλεπε σα μια από τις τόσες άλλες. Δε την ξεχώρισε ποτέ, μοιράζοντας ισόποσα τα χάδια του ανάμεσα σε κείνη και τις άλλες. 


Έφερε μια στροφή προς το πλάι και μετά έπεσε πιο χαμηλά με το λιγοστό της βάρος. Σκέφτηκε πως μάλλον ήταν καλύτερα έτσι. 


Καλύτερα να χανόταν από ένα χάδι μέσα στη νεότητα της, παρά να καταντούσε μια γριά λευκή τρίχα σαν εκείνες που έβλεπε να ξεπροβάλλουν γύρω από το κεφάλι και το μούσι του εδώ και κάμποσους μήνες. 


Καλύτερα να χάνεται κανείς στα νιάτα του, όταν όλοι τριγύρω γερασμένοι δείχνουν παρά να περιμένει να τους μοιάσει. Ακόμα και αν είναι μια μόνο τρίχα. Μια τρίχα που έφυγε από ένα χάδι παρότι κανείς ποτέ δε τη χάιδεψε.  Με τον τρόπο τουλάχιστον που κανείς χαϊδεύει κάτι μοναδικό.


Στη συνέχεια ο αέρας κόπασε και εκείνος άρχισε να ξεμακραίνει. Εκείνη έπεσε στο πεζοδρόμιο κοιτάζοντας τον να χώνεται μέσα στο γραφείο του. Φαντάστηκε το μέλλον της νιώθοντας τα πέλματα από τα παπούτσια των πεζών να την ποδοπατάνε. Δεν χρειαζόταν και πολύ φαντασία για κάτι τέτοιο. 

Ούτε για το δικό του μέλλον χρειαζόταν. Τον είδε να χάνεται πίσω από την πόρτα και ευχήθηκε να τα καταφέρει τελικά. Τόσο καιρό μαζί δεν άντεχε να τον βλέπει να ασπρίζει μέρα τη μέρα. Ευχόταν το καλύτερο για κείνον και ας μην της είχε δώσει σημασία ποτέ πέρα από κάποιο λούσιμο ή κούρεμα. 


Μια τρίχα είναι μια τρίχα. Όσο έχει το χρώμα της έχει και τις ελπίδες.

ΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΑ ΨΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ



Το να ξεκινάς να γράψεις κάτι είναι μια περίπλοκη διαδικασία αλλά στη βάση της εξαιρετικά απλή. Ίσως δεν διαφέρει σε τίποτα από το να καταρτίσεις μια λίστα με ψώνια από το σουπερ μάρκετ. Ανοίγεις τα ντουλάπια, βλέπεις τις ελλείψεις, φαντασιώνεσαι συνταγές μαγειρικής και τα υλικά που απαιτούνται, κοιτάς το πορτοφόλι σου και ξεκινάς να γράφεις… ντομάτες, μπανάνες, χαρτί υγείας, παξιμαδάκια, κλπ κλπ.  Μετά βγαίνεις από το σπίτι και κατευθύνεσαι με τη λίστα ανά χείρας. 


Τι γίνεται όμως όταν ξεκινάς να γράψεις κάτι μεταξύ διηγήματος, ποιήματος και του απλά να αραδιάσεις σκέψεις; Ανοίγεις ξανά τα ντουλάπια, βλέπεις τις ελλείψεις, φαντασιώνεσαι συνταγές ευτυχίας και κοιτάς αυτά που έχεις τώρα. Λίγο παρελθόν, λίγο μέλλον και ένα παρόν, το δικό σου, σε βοηθάνε να γράψεις. Η κακή γραφή έγκειται στο γεγονός ότι κάτι δεν έκανες καλά. Είτε αυτό αφορά τη λίστα του σούπερ μάρκετ, είτε ένα διήγημα. Δεν άνοιξες κανένα ντουλάπι, δεν έκανες κανένα όνειρο, δεν μέτρησες τα χρήματα σου. Κάθισες και έγραψες απλά χωρίς να ανασύρεις τίποτε από το παρελθόν, χωρίς να έχεις κανένα όνειρο για το μέλλον, χωρίς καν να γνωρίζεις σε τι κατάσταση βρίσκεσαι. Θολωμένος όπως είσαι γράφεις και γράφεις, πάς και γυρνάς από το σούπερ μάρκετ και αρχίζεις να τακτοποιείς τα ψώνια σε ράφια. Κάπου εκεί συνειδητοποιείς το μέγεθος της βλακείας σου. Πήρες ένα σκασμό χαρτομάντιλα αλλά ποτέ δε χρειάστηκε να κλάψεις.  Πήρες γάλα που λήγει αύριο αλλά εσύ θα είσαι αλλού για να προλάβεις να το πιείς. Πήρες υλικά που δεν φτάνουν για ένα γεύμα αλλά είναι υποχρεωτικά συστατικά για δέκα διαφορετικά πιάτα.  Αγόρασες καινούργια οδοντόβουρτσά αλλά η οδοντόπαστα σου έχει εδώ και καιρό τελειώσει. Πέρα από αυτό ξόδεψες και ξοδεύτηκες παραπάνω από αυτό που άντεχες. 


Στο τέλος δεν έχεις καμία όρεξη να μαγειρέψεις κάτι πέρα από μια μακαρονάδα με αλάτι και απλά να κάτσεις μπροστά στην τηλεόραση περιμένοντας τον χρόνο να αποσυμπιεστεί σιγά σιγά από τα κενά της ζωής σου. 


Η καλή γραφή βάζει τις σκέψεις σου στα ράφια που έχουν αδειάσει, γεμίζοντας τα ξανά.


Η καλή γραφή σε βοηθάει να φτιάξεις μια νόστιμη συνταγή που ποτέ πριν δε γεύτηκες ξανά.


Η καλή γραφή έχει να κάνει με το δικό σου απόθεμα και όχι κάποιου άλλου. 


Τώρα βέβαια το γεγονός πως κάποιος καταφέρνει να κάνει τα σωστά ψώνια ή να γράψει τις σωστές λέξεις δε σημαίνει και κάτι το φοβερό. Δε αλλάζει τη ζωή του εννοώ. Αλλά τουλάχιστον, στο τέλος της ημέρας, ξέρει ότι πήρε και έδωσε τα σωστά. Και που ξέρεις; Όλο και κάποιος φίλος θα έρθει από το σπίτι για να δοκιμάσει κάτι καινούργιο που έχει μαγειρέψει. Όλο και κάποια λάμψη ονείρου θα σχηματίζεται στις κόρες των ματιών του. Όλο και πιο καλά θα αισθάνεται γεμίζοντας ξανά τα ράφια με πράγματα που του λείπουν και του ήταν απαραίτητα. 

Όσο οι λέξεις τσουλάνε μεταξύ κενών ραφιών και νεων συνταγών κάτι καλό βγαίνει συνήθως.

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

ΕΛΑ ΠΗΔΑ!



 http://db2.stb.s-msn.com/i/FF/745748E51CED1AF622B399BFD4DFEB.jpg

Θυμόμουν τον θείο μου να φωνάζει από το παγκάκι της παιδικής χαράς που είχαμε πάει τότε μαζί. 


«Έλα πήδα!»


Βρισκόμουν  σκαρφαλωμένος στο μονόζυγο και είχα κοκαλώσει από τον φόβο μου. Δε μπορούσα να αποκάμω με το βάρος μου. Τα μπράτσα μου δεν έφταναν, έξι μόλις χρονών ήμουν. Ένοιωθα να πέφτω και φοβόμουν την προσγείωση. Ο θείος από μακριά μου φώναζε ξανά.


«Έλα πήδα!»


Θυμόμουν ότι ένοιωσα στην αρχή ένα μούδιασμα στους βραχίονες και στη συνέχεια μια σουβλιά στους ώμους μου. Ήταν αρκετά επίμονος ο πόνος. Ήμουν επίμονος και ο ίδιος. Δε παρατούσα ποτέ μια μάχη στη μέση. Είτε αυτό λεγόταν «πάρε μου παγωτό», είτε «πάμε μια βόλτα στην πλατεία», είτε το «κρατήσου από το μονόζυγο». Δε θα τα παρατούσα λοιπόν.   


Κρατήθηκα γερά από το ζεστό μέταλλο της βέργας και έσφιξα τα δόντια μου. Δεν ήθελα να πέσω στο ξεραμένο χώμα. Θα άντεχα. Ήταν κατακαλόκαιρο και μέσα από τα μισόκλειστα μου τσίνορα έβλεπα τον θείο να την έχει αράξει σε ένα σκιερό παγκάκι. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι ο θείος δεν ήθελε να μου κάνει ένα απλό κάζο. Ήθελε να με οπλίσει για αυτό που θα ακολουθούσε μετά. Ο ίδιος είχε δεχτεί δύο τορπιλισμούς στο πλοίο του εμπορικού ναυτικού - ταξίδευε ως μηχανικός  - και είχε μάθει ότι όλος ο κόσμος είναι εν δυνάμει ναυαγισμένος. Μόνο με επιμονή και δύναμη θα μπορούσε κανείς να σωθεί. 


Ο θείος σηκώθηκε από το παγκάκι και πήγε να σταθεί δίπλα μου. 


«Λοιπόν ανιψιέ, τι θα κάνεις τώρα; Δύο λύσεις μόνο υπάρχουν, άντε τρείς αν σε σηκώσω. Μπορείς να προχωρήσεις στην άκρη του μονόζυγου και να τσουληθρίσεις από το κάθετο στήριγμα ή μπορείς και να πηδήξεις. Το ένα θέλει λίγη δύναμη ακόμα και το δεύτερο θέλει λίγη ελπίδα και θάρρος.»


Εγώ τον κοίταζα με την άκρη των ματιών μου και ευχόμουν να μην ήμουν ανιψιός του. Δε καταλάβαινα τότε και πολλά. Ένα παιδί στο κάτω, κάτω δε χρειαζόταν και πολλά για να τα φέρει βόλτα! Είχα κοκκινίσει από την προσπάθεια και το λιοπύρι και έμοιαζα σα τότε που κράτησα την αναπνοή μου μπροστά στο ταμείο του σουπερ μάρκετ, προσπαθώντας να πείσω την μητέρα μου να μου πάρει ένα γλειφιτζούρι. Τότε το σχέδιο μου στέφθηκε με επιτυχία. Η μητέρα μου κατατρόμαξε και η ανάσα μου επανήλθε μαζί με το γλειφιτζούρι που εκείνη έσπευσε να παραχώσει στο στόμα μου.


Ο θείος μου δεν ήταν φτιαγμένος από την ίδια πάστα, παρότι αδελφός της μάνας μου.


«Θείε απλά πάρε με από εδώ. Εντάξει;». Άφησα να μου ξεφύγει μια στριμωγμένη πρόταση σπρωγμένη από τον φόβο μου για την επικείμενη πτώση. Ο θείος δεν ήταν και τόσο εύκολος άνθρωπος. Το κατάλαβα για τα καλά, βλέποντας τον να απομακρύνεται ξανά από το μονόζυγο, από εμένα, από την ίδια μου τη σωτηρία.


«Έλα πήδα, σου λέω»


Μόνο αυτό μου είπε και μετά ξανακάθισε στο δροσερό του παγκάκι, σταυρώνοντας τα πόδια σα μια σφραγίδα στο γεγονός ότι δε θα κουνούσε ούτε το μικρό του δακτυλάκι για να με σώσει από το μαρτύριο. 


Η αλήθεια ήταν ότι είχα τραβήξει τα πάνδεινα από το σόι μου. Ο ξάδελφος μου με είχε αφήσει μέσα στο καρότσι να πάρω τον κατήφορο σε ένα δρόμο της γειτονιάς μου (ακόμα και σήμερα ο φόβος μου δεν έχει σταματήσει να κυλάει). Τα αδέλφια μου με έβαζαν να περπατάω ξυπόλητος στα πυρακτωμένα μάρμαρα της καλοκαιρινής μας βεράντας τα απομεσήμερα που όρεξη δεν είχαν να κοιμηθούν. Μια πρώτη μου ξαδέλφη άφηνε επίτηδες τη φούστα της να σηκώνεται στον αέρα και μένα με την απορία του τι να υπάρχει εκεί πέρα. Ήμουν ο μικρότερος και παράπονο δεν είχα. Είχα όλη την αμέριστη συμπαράσταση και την προσοχή των συγγενών μου. Με πρόσεχαν και με εκπαίδευαν μέρα τη μέρα, βήμα το βήμα. 


…Το τελευταίο που θυμάμαι είναι το «έλα πήδα». Μετά από αυτό ξύπνησα στην αγκαλιά του θείου, στο δρόμο για το σπίτι.


«Θείε που πήγε η παιδική χαρά;». Τον ρώτησα σα μέσα σε λήθαργο.


«Μπράβο ανιψιέ! Τα κατάφερες. Πήδηξες τελικά. Πάμε σπίτι τώρα». Δεν ανέφερε τίποτα για τη λιποθυμία μου και το πώς τελικά προσγειώθηκα αλλά δεν είχε και πολύ σημασία. Στο παιδικό μου μυαλό έμεινε η ιδέα ότι τελικά τα κατάφερα και η αλήθεια είναι ότι από τότε τα κατάφερνα μάλλον καλύτερα. Από εκείνη τη μέρα σκαρφάλωνα μόνος μου στο μονόζυγο και πηδούσα χάμω χωρίς δεύτερη σκέψη.  Από τότε πήγα αμέτρητες φορές στην παιδική χαρά μαζί με τον θείο και ποτέ δε ξανάκουσα να μου φωνάζει «έλα πήδα!». Όλα γινόντουσαν περισσότερο στρωτά. Ο φόβος μου είχε χαθεί. Ο θείος μου το ίδιο. Τον πήραν μαζί τους τα γεράματα και μένα με παρέσυρε ο χείμαρρος της ζωής που όσο πήγαινε και γινόταν περισσότερο ορμητικός.


Τώρα στα σαραντα ένα μου χρόνια είναι σα να τον ακούω και πάλι.
Μου λέει «έλα πήδα!».


Εγώ είμαι ακίνητος ξανά. Παγωμένος, παρότι τα άλματα τα έχω συνηθίσει. Φοβάμαι παλι, Φοβάμαι ξανά. Κλείνω τα αυτιά μου με τα δύο μου χέρια. Δεν ακούω τίποτα πια. Μόνο την ηχώ από το παρελθόν.


Έλα πήδα. Έλα πήδα. Έλα πήδα. Έλα πήδα. Έλα πήδα. Έλα πήδα.
Ελπίδα.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

ΧΑΠΙ - BIRTHDAY



 

Από κάποια χρονιά και μετά θυμάμαι ότι σταμάτησα να τρώω τούρτα στα γενέθλια μου. Θέλεις το σάκχαρο, θέλεις το ότι αυτή γέμιζε με μικρές τρυπούλες από τα πολλά κεράκια και έκαναν αφρό την μπουκιά μου, εγώ σταμάτησα να τσιμπολογάω κομμάτια και κομματάκια. Έριχνα ένα φύσημα μόνο, πασπαλισμένο με μπόλικο αδέξιο χαμόγελο και άρχιζα να εξαφανίζω τα κεράκια από την τούρτα και να καλύπτω τις τρυπούλες με την περιφερόμενη σαντιγί της επιφάνειας της. Το έγκλημα είχε γίνει αλλά εγώ θα το κάλυπτα!


Μετά ξεκινούσε η μουσική και εγώ δώστου να χορεύω και να τραντάζομαι. «Κοιτάξτε με καλέ τι fit που είμαι. Θα το λέγατε ποτέ ότι σήμερα κλείνω τα …Σσσσσς». Τι Clash, τι David Bowie με τα «lets dance”. Γινόμουν το επίκεντρο του πάρτι. Η γραβάτα μου χοροπηδούσε, οριζοντιωμένη με την πίστα και τα κόκκαλα μου έτριζαν σα κάποιος να είχε φτιάξει ένα εργαλείο με αυτά.  Το χαιρόμουν όμως, το πάλευα αρκετά και πάντα πετούσα τα κεράκια στα σκουπίδια και τη σακούλα την έδινα στον τελευταίο επισκέπτη να την πετάξει στο κάδο, σφιχτά κλεισμένη. 


Την επόμενη μέρα ξυπνούσα πιασμένος. Τις καλές χρονιές η επόμενη ημέρα έπεφτε Σάββατο ή Κυριακή και ραχάτευα στριφογυρνώντας στο κρεβάτι. Τις άσχημες χρονιές, απλά ένοιωθα ότι μεγάλωνα. Πιασμένος παντού από τον show of χορό μου και προσπαθώντας να κουνήσω έστω και ένα μου ρουθούνι, σηκωνόμουν βαριεστημένα από το κρεβάτι και ετοιμαζόμουν για τη δουλειά.  
«Τώρα τι κατάλαβες μαλάκα;». Η κλασική μεταγενεθλιακή ερώτηση της αμέσως επόμενης ημέρας. Την έκανα συνήθως μπροστά στον καθρέπτη όσο ξυριζόμουν και έριχνα το βλέμμα μου χαμηλά μήπως και πεταχτεί κανείς και μου απαντήσει. Ρευόμουν λίγο μπακάρτι-σόδα και πίτσα από το delivery της γειτονιάς, πιάνοντας τα παχάκια μου με τα γυμνασμένα μου νύχια και ορμούσα για την προετοιμασία του εσπρέσο  μου γεμάτος με την ενέργεια όσο κεριών είχα σβήσει την προηγούμενη ημέρα.


Στη δουλειά κανείς δεν αναφερόταν ξανά στο γεγονός και κάπου εκεί καταλάβαινα το πόσο καλούς συναδέλφους έχω. Το απόγευμα όμως, της επόμενης ημέρας,  με το που επέστρεφα στο σπίτι, καταλάβαινα το αν μεγάλωσα τελικά και το πόσο. Όταν τα δώρα από κόκκινα μποξεράκια γινόντουσαν γραμμωτές πιτζάμες, όταν ένα βιβλίο γινόταν hands free για το κινητό, όταν οι σαγιονάρες με τον Bob Marley στο κέντρο της Τζαμάικα γινόντουσαν καπιτονέ καφέ παντόφλες τότε ήταν που άρχισα πραγματικά να ανησυχώ. 


Δεν είπα ποτέ τίποτε και σε κανέναν. Κέρδισα με μάχη τον αγώνα για το δικαίωμα μου στο «ένα μόνο κερί στην τούρτα» και στο cd  player έβαζα ψαγμένη μουσική που μόνο αν κάποιος είχε πάρει ναρκωτικά θα κατάφερνε να χορέψει. Τα δώρα λιγόστευαν μαζί με τους φίλους, τα χρόνια περίσσευαν μαζί με τα όνειρα μου. 


Σε ένα πράγμα έμεινα στα σίγουρα σταθερός. Ποτέ δεν έφαγα ολόκληρο το κομμάτι από την τούρτα μου. Πάντα ήταν κρέμα και ‘γω δε τη γούσταρα την κρέμα. Μόνο τη σοκολάτα ποθούσα διακαώς. Αλλά δε χρειαζόταν όλο αυτό το πανηγύρι για να τη γευτώ! Γι’ αυτό τώρα και γλύφω τα δάκτυλα μου έχοντας καταπιεί μια ΙΟΝ αμυγδάλου χωρίς κανείς να ξέρει το γιατί και το πότε έχω γεννηθεί. Για το εάν παίρνω χάπι για το ζάκχαρο μου ή όχι. Έτσι είναι καλύτερα δε νομίζετε;

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΠΕΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ ΠΕΤΣΕΤΑ.

http://eyelands.gralt











«Ναι, φυσικά! Έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα αστυνόμε μου. Που λέτε εκείνος …»
Ο αστυνόμος άκουγε βαριεστημένα την αφήγηση της εβδομηντάχρονης, προσπαθώντας να εξολοθρεύσει μέσα στο τασάκι την τελευταία λάμψη από το τελευταίο τσιγάρο, της τελευταίας βάρδιας, της τελευταίας του εβδομάδας στην υπηρεσία. Θα έπρεπε να γιορτάζει τη συνταξιοδότηση του μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους αυτή την ώρα. Οι συνάδελφοι όμως είχαν μετατεθεί και αποσπαστεί. Είτε είχαν βγει σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Δύο έμειναν όλοι και όλοι στο τμήμα.
«Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι σας έκανε κάτι τέτοιο; Γνωρίζατε τον δράστη, είχατε προηγούμενα μαζί του;»
«Πρώτη φορά τον είδα στη ζωή μου. Δεν ξέρω γιατί το έκανε. Τώρα είναι αργά όμως… δεν έχω πρόσωπο να βγω στην κοινωνία. Πιάστε τον μόνο. Σας έχω δώσει λεπτομερειακή περιγραφή. Δεν μπορεί να έχει φύγει από το νησί. Κάντε κάτι επιτέλους!»
«Μα για ποιόν λόγο να τον συλλάβουμε;»
«Η ζωή μου μετά από αυτό το μπάνιο έχει γίνει κόλαση αστυνόμε. Θα τον συλλάβετε γιατί με έκανε δυστυχισμένη. Με προσέβαλε.»
«Σας έκλεψε κάτι;»
«Ε… όχι»
«Σας χτύπησε;»
«Θα του έδινα μια αν τολμούσε κάτι τέτοιο που θα έβλεπε τον ουρανό σφοντύλι.»
«Τότε; Για ποιόν λόγο να τον συλλάβουμε;»
«Προς παραδειγματισμό των υπολοίπων.»
«Νομίζω ότι δεν αρκεί αυτό. Στο κάτω, κάτω ένα παιδί ήταν μόνο.»
«Ο σατανάς ο ίδιος ήτανε, και αν εσείς τον αφήσετε ελεύθερο θα μας κυβερνάει μια μέρα.»
Ήταν η ώρα που τελείωνε η βάρδια του. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο, δίνοντας έτσι παράταση στην καριέρα του. Η Ελλάδα έβραζε, ο ίδιος κόχλαζε, τίποτε δεν ήταν σωστό, όλα τρεμόπαιζαν τριγύρω, ακόμα και η ελπίδα η ίδια. Θα πήγαινε σπίτι του μετά και αυτό θα ήταν άδειο ξανά. Πώς να τα φέρει βόλτα με τη μοναξιά; Ούτε ένα πάρτι αποχαιρετισμού βρε διάολε!
«Κυρία μου είναι μόνο ένα δωδεκάχρονο παιδί!»
«Ναι αλλά μη ξεχνάτε τι μου έκανε. Ολόκληρη η παραλία εμένα κοίταζε.»
«Εχμ…συγγνώμη που ρωτάω αλλά…»
Σε αντίθεση με τις λέξεις, η καπνισμένη τούφα βγήκε γενναία από το στόμα του.
«Τι;»
«Ε, να…δεν φορούσατε τίποτα;»
«Μα σας το είπα. Μόλις βγήκα στην παραλία και είχα τυλίξει την πετσέτα γύρω μου για να αλλάξω. Το τρελόπαιδο περίμενε τι στιγμή που θα έβγαζα το μαγιό μου και τσούπ μου την τράβηξε. Πόσες φορές να σας το πω!»
«Μπορεί κάποιος να βεβαιώσει τα λεγόμενα σας;»
«Όλο το ΚΑΠΗ. Εγώ δε τολμάω να γυρίσω εκεί. Ας τους ρωτήσετε ο ίδιος. Ακόμα πρέπει να γελάνε.»
Το τσιγάρο φεγγοβολούσε στα κιτρινισμένα δάκτυλα του αστυνόμου. Εδώ και χρόνια ήταν η παρέα του. Πάφα και μια βάρδια, πούφα και άλλη μια μοναχική νύχτα στο σπίτι.
«Έχω μια ιδέα.»
«Πείτε μου.»
«Ελάτε σήμερα το βράδυ στο σπίτι μου. Ζω μόνος μου. Μη ξαναγυρίσετε στο ΚΑΠΗ. Αφήστε αυτό το παιδί, και τη διάθεση του για κάζο. Η ζωή είναι μικρή και όσες πετσέτες και να τραβήξουμε ποτέ δεν αρκεί για να εισπραχθεί η χαρά που τόσο θέλουμε. Ελάτε. Έχω μαγειρέψει μακαρόνια με κιμά. Η σπεσιαλιτέ μου.»
Η γυναίκα τον κοίταξε για λίγο και έσφιξε την πετσέτα στα χέρια της.
«Μόνο να μη καπνίζετε μέσα στο σπίτι. Εντάξει;»