http://eyelands.gr
«Ναι, φυσικά! Έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα αστυνόμε μου. Που λέτε εκείνος …»
«Ναι, φυσικά! Έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα αστυνόμε μου. Που λέτε εκείνος …»
Ο αστυνόμος άκουγε βαριεστημένα
την αφήγηση της εβδομηντάχρονης, προσπαθώντας να εξολοθρεύσει μέσα στο τασάκι
την τελευταία λάμψη από το τελευταίο τσιγάρο, της τελευταίας βάρδιας, της τελευταίας
του εβδομάδας στην υπηρεσία. Θα έπρεπε να γιορτάζει τη συνταξιοδότηση του μαζί
με τους υπόλοιπους συναδέλφους αυτή την ώρα. Οι συνάδελφοι όμως είχαν μετατεθεί
και αποσπαστεί. Είτε είχαν βγει σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Δύο έμειναν όλοι και
όλοι στο τμήμα.
«Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι σας
έκανε κάτι τέτοιο; Γνωρίζατε τον δράστη, είχατε προηγούμενα μαζί του;»
«Πρώτη φορά τον είδα στη ζωή μου.
Δεν ξέρω γιατί το έκανε. Τώρα είναι αργά όμως… δεν έχω πρόσωπο να βγω στην
κοινωνία. Πιάστε τον μόνο. Σας έχω δώσει λεπτομερειακή περιγραφή. Δεν μπορεί να
έχει φύγει από το νησί. Κάντε κάτι επιτέλους!»
«Μα για ποιόν λόγο να τον
συλλάβουμε;»
«Η ζωή μου μετά από αυτό το
μπάνιο έχει γίνει κόλαση αστυνόμε. Θα τον συλλάβετε γιατί με έκανε
δυστυχισμένη. Με προσέβαλε.»
«Σας έκλεψε κάτι;»
«Ε… όχι»
«Σας χτύπησε;»
«Θα του έδινα μια αν τολμούσε
κάτι τέτοιο που θα έβλεπε τον ουρανό σφοντύλι.»
«Τότε; Για ποιόν λόγο να τον
συλλάβουμε;»
«Προς παραδειγματισμό των
υπολοίπων.»
«Νομίζω ότι δεν αρκεί αυτό. Στο
κάτω, κάτω ένα παιδί ήταν μόνο.»
«Ο σατανάς ο ίδιος ήτανε, και αν
εσείς τον αφήσετε ελεύθερο θα μας κυβερνάει μια μέρα.»
Ήταν η ώρα που τελείωνε η βάρδια
του. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο, δίνοντας έτσι παράταση στην καριέρα του. Η Ελλάδα
έβραζε, ο ίδιος κόχλαζε, τίποτε δεν ήταν σωστό, όλα τρεμόπαιζαν τριγύρω, ακόμα
και η ελπίδα η ίδια. Θα πήγαινε σπίτι του μετά και αυτό θα ήταν άδειο ξανά. Πώς
να τα φέρει βόλτα με τη μοναξιά; Ούτε ένα πάρτι αποχαιρετισμού βρε διάολε!
«Κυρία μου είναι μόνο ένα δωδεκάχρονο
παιδί!»
«Ναι αλλά μη ξεχνάτε τι μου
έκανε. Ολόκληρη η παραλία εμένα κοίταζε.»
«Εχμ…συγγνώμη που ρωτάω αλλά…»
Σε αντίθεση με τις λέξεις, η
καπνισμένη τούφα βγήκε γενναία από το στόμα του.
«Τι;»
«Ε, να…δεν φορούσατε τίποτα;»
«Μα σας το είπα. Μόλις βγήκα στην
παραλία και είχα τυλίξει την πετσέτα γύρω μου για να αλλάξω. Το τρελόπαιδο
περίμενε τι στιγμή που θα έβγαζα το μαγιό μου και τσούπ μου την τράβηξε. Πόσες
φορές να σας το πω!»
«Μπορεί κάποιος να βεβαιώσει τα
λεγόμενα σας;»
«Όλο το ΚΑΠΗ. Εγώ δε τολμάω να
γυρίσω εκεί. Ας τους ρωτήσετε ο ίδιος. Ακόμα πρέπει να γελάνε.»
Το τσιγάρο φεγγοβολούσε στα
κιτρινισμένα δάκτυλα του αστυνόμου. Εδώ και χρόνια ήταν η παρέα του. Πάφα και
μια βάρδια, πούφα και άλλη μια μοναχική νύχτα στο σπίτι.
«Έχω μια ιδέα.»
«Πείτε μου.»
«Ελάτε σήμερα το βράδυ στο σπίτι
μου. Ζω μόνος μου. Μη ξαναγυρίσετε στο ΚΑΠΗ. Αφήστε αυτό το παιδί, και τη
διάθεση του για κάζο. Η ζωή είναι μικρή και όσες πετσέτες και να τραβήξουμε
ποτέ δεν αρκεί για να εισπραχθεί η χαρά που τόσο θέλουμε. Ελάτε. Έχω μαγειρέψει
μακαρόνια με κιμά. Η σπεσιαλιτέ μου.»
Η γυναίκα τον κοίταξε για λίγο
και έσφιξε την πετσέτα στα χέρια της.
«Μόνο να μη καπνίζετε μέσα στο
σπίτι. Εντάξει;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου