-Από εδώ
πάμε για τον παράδεισο;
Ήταν ένα μικρό μυξιάρικο Χερουβείμ
που προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του.
-Τι λες για μια μπύρα;
Το Χερουβείμ με κοίταξε και ξερογλείφτηκε.
-Δεν είναι και άσχημη η ιδέα σου.
Έως ότου φτάσω στον παράδεισο δεν είναι και κακή ιδέα μια στάση για ξεδίψασμα.
Σέρβιρα την μπύρα με μπόλικο
αφρό, σα συννεφάκια τουρλωτά και του την πάσαρα.
-Λοιπόν; Πως σου φαίνεται;
Είπα και σήκωσα και το δικό μου
ποτήρι.
-Μια χαρά.
Τη ρούφηξε σα να έπινε νεράκι. Λογικό
ακουγόταν γιατί η βροχή πάντα έπεφτε από κάτω του και πρέπει να ήτανε για
χρόνια διψασμένο.
- Σε ευχαριστώ αλλά έχω αργήσει. Έχεις
ιδέα κατά που πέφτει ο παράδεισος γιατί με τα πολλά πέρα δώθε χάθηκα για τα καλά.
-Και ‘γω κατά κει πάω. Περίμενε
λίγο και ακολούθα με μετά. Θα σε πάω εγώ στο πιτς φυτίλι.
-Βάλε τότε άλλη μια.
Η μια ακολούθησε την άλλη και το
Χερουβείμ όταν βγήκαμε στο φως της ημέρας, τρέκλιζε για τα καλά. Είπα τότε:
-Κοιτά να δεις, εμένα ο
παράδεισος μπορεί να με περιμένει. Εσύ όμως άργησες γι’ αυτό και σε έφερα
κατευθείαν εδώ. Πρέπει να φύγω τώρα. Θα τα ξαναπούμε. Κάποτε θα σε βρω ξανά ή
θα με βρεις εσύ πρώτο.
Έστριψα να φύγω δίχως να ξέρω
ποιος έλεγε ψέματα σε ποιόν. Δεν ήξερα
αν ξεγέλασα ένα ξεπεσμένο Χερουβείμ ή αν βρισκόμουν στον παράδεισο κιόλας. Ήξερα ότι αν έβρισκα τη λύση θα αισθανόμουν
τελείως καλά ή τελείως χάλια. Δε ρίσκαρα για άλλη μια φορά σε αντίθεση με τα
Χερουβείμ που έκοβαν βόλτες εδώ και κει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου