Δεν υπήρχε ούτε ένας αναπτήρας τριγύρω,
ήμουν ο μοναδικός καπνιστής στο σπίτι.
Για την ακρίβεια ήμουν τελείως μόνος σε εκείνο το σπίτι.
Έψαχνα λοιπόν για μια φλόγα να ανάψω ένα τσιγάρο.
Τσακ, τσακ ο ένας αναπτήρας, τσακ, τσακ και ο δεύτερος.
Τζίφος, τους πέταξα και τους δύο στα σκουπίδια.
Κρατούσα το τσιγάρο στα χείλι μου και έσπαγα το κεφάλι μου.
Πως ανάβει κανείς τσιγάρο στις δύο τα μεσάνυχτα;
Τότε ήταν που έγινα έφηβος για άλλη μια φορά.
Θυμήθηκα ένα κόλπο που είχα ακούσει τότε.
Έβαζες λέει λίγο ελληνικό καφέ πάνω στο μάτι της κουζίνας.
Έβαλα και εγώ,
αφού πρώτα άναψα το μάτι.
Σκέφτηκα στη συνέχεια ότι το πιθανότερο είναι να με βρουν καμένο,
την επόμενη μέρα, μέσα στη κουζίνα.
Δεν έδωσα σημασία όμως.
Παρακολουθούσα τη σκόνη του καφέ να τσουρουφλίζεται αρχικά,
και στη συνέχεια να πυρακτώνεται.
Δεν έχασα ευκαιρία.
Πλησίασα το τσιγάρο που είχα γραπωμένο στα χείλη,
και άρχισα να ρουφώ.
Ένοιωσα λίγο αμήχανα με το μέγεθος της εξάρτησης μου.
Αλλά ποιος δίνει σημασία όταν καταφέρνει να χτυπήσει την πόρτα
της μνήμης του,
και από μέσα της να ξεπετάγονται χρήσιμα ή άχρηστα δεδομένα;
Με ένα τσιγάρο έγινα έφηβος ξανά.
Αύριο όμως λέω να το κόψω.
Αρκεί να μη χαθεί αυτή μου η ευχέρεια να επιστρέφω πίσω.
Στο παρελθόν ακάλεστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου