Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΚΑΡΕΚΛΑ ΠΟΥ ΤΡΙΖΕΙ


Έβαλα ένα ποτό, πήρα τον υπολογιστή και βγήκα στο μπαλκόνι. Η ώρα ήταν δέκα το βράδυ. Βολεύτηκα σε μια καρέκλα, την οποία είχα καρφώσει, βιδώσει, κολλήσει πολλές φορές στον παρελθόν. Με είχε ρίξει κάτω τουλάχιστον πέντε φορές η ριμάδα αλλά δεν έλεγα να την σουτάρω κάπου, σε ένα μέρος που θα ήταν παράδεισος ή κόλαση για τις καρέκλες που άφηναν πλήρεις ημερών τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ακούμπησα τον υπολογιστή στο τραπέζι και τον άνοιξα, ρούφηξα μια γουλιά από το ποτό μου και χάζεψα την κίνηση στο δρόμο για όση ώρα θα έπαιρνε να φορτώσει. Η κίνηση ήταν ένα μάτσο χάλια. Εκεί πέρα υπήρχαν οδηγοί που προσπαθούσαν να φτάσουν κάπου ή να φύγουν από κάπου. Αρκετοί από αυτούς πατούσαν την κόρνα, της έδιναν να καταλάβει για τα καλά. Οι κόρνες τον αυτοκινήτων έδειχνε πως δεν χαλούσαν ποτέ, σε αντίθεση με την καρέκλα μου που εδώ και χρόνια την είχα με μηχανική υποστήριξη.
Κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή μου. Με κοίταξε και εκείνη, ήταν έτοιμη. Άνοιξα ένα αρχείο κειμένου και πληκτρολόγησα την ημερομηνία. Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το ποτό μου. Ένοιωσα πως αυτή η νύχτα ήταν δική μου. Παντοτινά. Γνώριζα βέβαια πως καμιά νύχτα δε μπορούσε να γίνει ολότελα ούτε δική μου, ούτε κανενός. Οι νύχτες ερχόντουσαν και φεύγαν, γι’ αυτό και δεν ανήκαν ολότελα σε κανέναν. Οι νύχτες έμοιαζε να γνωρίζουν τα πράγματα και φρόντιζαν να ρυθμίζουν κατάλληλα τις ισορροπίες. Ρούφηξα μια μικρή γουλιά, τέντωσα τα δάκτυλα μου και τα τοποθέτησα πάνω στο πληκτρολόγιο για να ξεκινήσω μια ιστορία.
Έγραψα την πρώτη παράγραφο δίχως να έχω ιδέα που πρέπει να το πάω. Έτσι ήταν καλύτερα πάντα.  Ήταν όμως εκείνη ακριβώς η στιγμή που ένας γείτονας βγήκε στο μπαλκόνι του και άρχισε να μιλάει στο κινητό του για τη δουλειά. Μετά κάτι άρχισα να μυρίζω κάτι. Ένας άλλος γείτονας είχε μόλις ανάψει κάρβουνα στο κάτω μπαλκόνι. Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν είχαν ποτέ τέτοιου είδους εμπόδια. Γαμώτο! Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν χρειαζόντουσαν τις κατάλληλες συνθήκες. Το γνώριζα. Αν υπήρχε κάτι να γραφτεί τότε αυτό γραφόταν. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Άναψα ένα τσιγάρο, διώχνοντας ταυτόχρονα ένα κουνούπι που είχε προσγειωθεί στο κούτελο μου. Η απότομη κίνηση που έκανα, είχε ως αποτέλεσμα να τρίξει η καρέκλα. Δε θα την άφηνα την κακούργα να πεθάνει. Βολευόμουν μια χαρά πάνω της. Ξανά και ξανά. Δε θα την άφηνα έτσι, έπρεπε όμως να είμαι κάπως προσεκτικός γιατί πλέον δεν μου ήταν και πολύ εύκολες οι πτώσεις, ακόμα και από μόλις πενήντα εκατοστά.
Το φως στη βεράντα ήταν ανοιχτό. Σηκώθηκα και το έκλεισα. Ξανακάθισα. Αποτελείωσα το ποτό μου κοιτάζοντας από την σκοτεινή μου βεράντα τα κόκκινα φώτα τον αυτοκινήτων να αναβοσβήνουν στα φανάρια. Οι κόρνες ανακατεύονταν με την κάπνα και τις επαγγελματικές βλέψεις του τύπου που πλέον σχεδόν ξεφώνιζε μέσα στη μικρή τρυπούλα του μικροφώνου του κινητού του τηλεφώνου. Η νύχτα έστεκε εκεί. Προφανώς μας παρατηρούσε και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να ξημερώσει, να φύγει, να πάει άλλου. Δεν έφευγε όμως. Έστεκε εκεί, σαν όλους μας. Ο καθένας μας είχε μια διαφορετική ιστορία κατά νου και αυτό που μας έδενε ήταν πως στην ουσία κανένας μας δεν ήξερε τη συνέχεια της. Ακόμα και οι οδηγοί που παρότι γνώριζαν με ακρίβεια το σημείο του προορισμού τους, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι επρόκειτο να συμβεί από εκεί και πέρα.
Σηκώθηκα, η καρέκλα έτριξε, ο γείτονας του κάτω ορόφου έριξε τις μπριζόλες στην ψησταριά. Θα έβαζα άλλο ένα ποτό. Θα έβγαινα ξανά έξω. Θα κοιτούσα τη νύχτα να μετρά αντίστροφα, τη νύχτα να λιγοστεύει την κίνηση στους δρόμους, τα κόκκινα φώτα στα πισινά των οχημάτων να αραιώνουν τις αποστάσεις τους, την κάπνα να εξαγνίζει την πείνα και το χόρτασμα να κλείνει τα παντζούρια. Θα άκουγα τον γείτονα να μένει από μπαταρία, να σιχτιρίζει και να κλείνει την μπαλκονόπορτα. Θα καθόμουν ξανά, ελπίζοντας να με άντεχε ξανά η καρέκλα. Θα κοιτούσα τον υπολογιστή και εκείνη τη μία και μοναδική παράγραφο να στέκει σε φόντο λευκό. Τόσο λευκό που δε γινόταν να μη κυριαρχήσει σε εκείνες τις λίγες λέξεις.
Τοποθέτησα τον κέρσορα στην αρχή της παραγράφου και πίεσα το DEL εως ότου μείνει ολόλευκη η οθόνη. Τώρα έμοιαζε σα να είχα φάει την ψημένη μου μπριζόλα, σα να είχα κανονίσει τις εκκρεμότητες της αυριανής ημέρας στη δουλειά, σα να είχα φτάσει στον προορισμό μου και είχα μόλις σβήσει τον κινητήρα. Τώρα όλα έμοιαζαν να βολεύονται στη σωστή τους θέση. Κατέβασα την οθόνη του υπολογιστή, κερδίζοντας λίγα τετραγωνικά εκατοστά θέας στη νύχτα.
Τώρα ήταν η σωστή στιγμή. Τώρα που όλα σώπαιναν, δεν μπορούσα να νιώσω λιγότερο τυχερός που σώπασα και εγώ. Που καμιά μούσα δεν ήρθε. Που τίποτε έμοιαζε να μη κλωτσάει την μπάλα προς το μέλλον.
Η νύχτα έστεκε εκεί και ήταν τόσο παράδοξα γλυκό να την παρατηρώ να πλαταίνει που για μια στιγμή ένοιωσα τόσο λαμπρά ωραία, σχεδόν όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
Η καρέκλα έτριξε και πάλι.
Κατέβασα το χέρι μου και χάιδεψα το φθαρμένο της σκαρί.
Καλά κρατούσαμε και οι δυο. Ο ένας στήριζε τον άλλο.

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ

Έτυχε κάποτε να τον γνωρίσω σε ένα μαγαζί που είχε ανοίξει στη γειτονιά και έπαιζε acid jazz. Στη γειτονιά δεν άρεσε και πολύ αυτή η μουσική, κρίνοντας από τους ρυθμούς που πηγαινοερχόταν οι αστυνομικοί, αλλά εμένα και του τύπου που εκείνη τη μέρα γνώρισα, μας πήγαινε γάντι. 
Ήταν γύρω στα σαράντα, αξύριστος τριών ημερών, με μεγάλα λαμπερά μάτια και ρούχα που έδειχναν να μη βολεύονται πάνω του, όποια στάση και να έπαιρνε το σώμα του.
Καθόμασταν και ρουφούσαμε τα ποτά μας ήρεμα και ωραία, όλα έμοιαζαν να τσουλάνε και ήταν Παρασκευή. Είχαμε πάει μόνοι μας για ένα ποτό πριν τον ύπνο και το μόνο που θέλαμε ήταν αυτό. Να ακούσουμε λίγη μουσική, κοιτάζοντας τον κόσμο να πηγαινοέρχεται και να αφήσουμε γλυκά την ώρα να περάσει από πάνω μας. 
Κάποια στιγμή με πλησίασε και μου άνοιξε κουβέντα. Δεν ήταν φορτικός, ούτε μιλούσε πολύ, ούτε ρωτούσε πολλά. Οι προτάσεις του ήταν κοφτές και ήξερε να βάζει τελεία και να φτιάχνει παραγράφους που η μια στοιχιζόταν κάτω από την άλλη με ένα στέρεο τρόπο. 
Με το τρίτο ποτό μου είπε πως πίστευε πως οποιοδήποτε πλεονέκτημα και να έχει κάποιος, μπορεί να μεταστραφεί σε μειονέκτημα που οδηγεί σε χειρότερο αποτέλεσμα από αυτό που θα προέκυπτε αν δεν υπήρχε αυτό το πλεονέκτημα εξαρχής.
Μου το είχε πει αρκετά περιεκτικά, κάπως έτσι:
"Η υπεροχή προκύπτει σα τη θεωρείς ως κάτι το φυσιολογικό και όχι ως κάτι που σου δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα".
Μη καταλαβαίνοντας τι εννοούσε τον παρακάλεσα να μου το κάνει σε κερματάκια. 
Κοίταξε πρώτα προσεκτικά τριγύρω, μη τύχει και κανείς προσέξει την κουβέντα που θα μου έλεγε, και μετά είπε:
"Γεννήθηκα με την ικανότητα να μπορώ να δω τι θα συμβεί τα επόμενα πέντε λεπτά. Ακριβώς πέντε λεπτά, με το ρολόι. Για πολλά χρόνια στηρίχθηκα πάνω σε αυτή μου την ικανότητα. Μπόρεσα να αποφύγω αρκετά ατυχήματα με το αμάξι μου και δεν έχω φάει χυλόπιτα από γυναίκα στη ζωή μου γιατί ήξερα ακριβώς τι θα μου απαντούσε αν πήγαινα να τη γνωρίσω. Στα χαρτιά δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω ποτέ και η αλήθεια είναι πως από εκεί έχει προκύψει το εισόδημα μου, ενώ δε με έχουν συλλάβει ποτέ γιατί μπορούσα να προβλέψω αυτά τα ρυμάδια τα πέντε λεπτά". 
Ξεφύσηξε και σήκωσε το χέρι για να παραγγείλει, ξανακοίταξε τριγύρω και μετά έσκυψε και πάλι προς τη μεριά μου για να συνεχίσει.
"Ξέρεις όμως κάτι; Και έτσι τίποτα δε γίνεται. Πέντε μόλις λεπτά δε σου λένε όλη την ιστορία. Για παράδειγμα δεν μπορούσα ποτέ να κερδίσω σε ένα διαγωνισμό λόττο γιατί από την λήξη υποβολής του δελτίου ως την κλήρωση μεσολαβούσε ακριβώς μισή ώρα. Δε μπορούσα να γνωρίζω αν η γυναίκα που παντρεύτηκα θα με έκανε ευτυχισμένο ακόμα και μετά από είκοσι, τριάντα ή σαράντα χρόνια. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα του πότε θα πεθάνω και το μόνιμο άγχος μου τον τελευταίο καιρό είναι μη τύχει και προβλέψω το τελευταίο μου πεντάλεπτο. Με λίγα λόγια, προσκολλήθηκα τόσο σε αυτή την ικανότητα που αφέθηκα να με καθοδηγεί. Τώρα πλέον νιώθω τελείως ανίκανος να ζήσω μια φυσιολογική ζωή. Το μόνο που κάνω είναι να ζω πέντε λεπτά μπροστά από όλους τους υπόλοιπους και πίστεψε με δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο".
Έγειρε πίσω στο σκαμπό και και άρχισε να κουνάει τη μέση του στο ρυθμό που έπαιζε. 
Είχα μείνει στην ίδια θέση με πριν και δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που είχα ακούσει. 
Πλησίασε και πάλι το πρόσωπο του στο αυτί μου και πρόσθεσε:
"Το να βρίσκεσαι μόλις πέντε λεπτά μπροστά είναι σα να κρατάς τσίλιες έξω από τον παράδεισο. Τόσο κοντά στο να απαντηθούν όλα σου τα ερωτηματικά αλλά τελικά τόσο μακριά από αυτή την προοπτική, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις"
Μάλλον καταλαβαίνω τώρα. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω αλλά δε του το είπα. Του χαμογέλασα μόνο και τον ρώτησα τι θα συμβεί αν εκείνη τη στιγμή βγαίναμε από το μπαράκι χωρίς να πληρώσουμε τα ποτά μας.
"Τίποτα" μου είχε απαντήσει. "Κανείς δε θα το πάρει είδηση γιατί σε δύο λεπτά θα έρθει η αστυνομία να τους κάνει παρατήρηση για την ένταση του ήχου"
Τελειώσαμε τότε τα ποτά μας και φάγαμε λίγα φιστίκια που είχαν απομείνει. Πληρώσαμε κανονικά και βγήκαμε έξω. Είδαμε την αστυνομία να πλησιάζει και να παρκάρει έξω από το μαγαζί. Τον κοίταξα και δε το πίστευα. 
Ο αστυνόμος μας σταμάτησε και ρώτησε αν είμαστε εμείς που τον φωνάξαμε.
Πριν προλάβω να του απαντήσω όχι, με πρόλαβε λέγοντας:
"Ναι, πήρα τηλέφωνο για εκείνο τον καβγά στον τρίτο όροφο. Άκουσα πως την απειλεί πως κρατάει μαχαίρι και δεν αντέχει να είναι κερατάς"
Βλέποντας τον αστυνόμο να τρέχει στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας, γύρισα και τον κοίταξα με απορία.
"Αλήθεια σου λέω, θα το διαβάσεις αύριο. Τελικά δε πρόλαβε ο αστυνόμος"
Χαιρετηθήκαμε και χωρίσαμε. Δεν ξέρω γιατί αλλά η ζωή μου έγινε λίγο διαφορετική μετά από αυτή τη γνωριμία μου.
Αυτά λοιπόν.
Καλό βράδυ.
Για τα επόμενα πέντε λεπτά τουλάχιστον.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΗΣ ΠΗΓΑΙΝΕ ΠΟΛΥ!

Είδα μια αφίσα,
σε στύλο του ΟΤΕ,
καρφωμένη.
Ήταν από ένα γραφείο
τελετών
Φυσούσε και η αφίσα χόρευε,
έως ότου αποκολληθεί,
τελείως.
Όποιος είχε πεθάνει,

(Δεν πρόλαβα να διαβάσω το όνομα του)

τώρα ταξίδευε στον άνεμο.
Και δεν ήξερα τελικά τι από όλα ήταν το χειρότερο:
Που εγώ δεν έμαθα ποιός ήταν ο μακαρίτης;
Που ο μακαρίτης δεν έκανε γνωστό το θάνατο του;
Ή που στο γραφείο τελετών την επόμενη ημέρα θα ερχόταν η γυναίκα του;
Φωνάζοντας πως κανένας δε πήγε στην κηδεία.
Και την φαντάζομαι να κλαίει τώρα.
Να ουρλιάζει για το μεγάλο της χαμό.
Και εγώ σκέφτομαι πως
καλύτερα δεν ήταν που αυτή τη στιγμή μόνη έμεινε μαζί του;
Τις τελευταίες τους στιγμές.
Αν τον είχε κάποτε της αγαπήσει,
πιότερο αυτό θα προτιμούσε.
Έναν άνεμο να πετάξει μακριά το κηδειόχαρτο αυτό,
μόνη μαζί του να μείνει στην κηδεία.
Αλλά αυτή δεν το ήθελε καθόλου αυτό.
Δεν τον άντεχε ούτε για μια ακόμη μέρα.
Ακόμα και έτσι ακίνητο εκεί κάτω,
θαμμένο,
για τα καλά.
Ίσως γι' αυτό αποφάσισε,
να τον σκοτώσει.
Είχε όμως πρώτα αποφασίσει ποιο
γραφείο κηδειών να επιλέξει.
Και τώρα να,
Που έπρεπε μόνη της να περάσει,
να τον χαιρετήσει.
Τι άβολη στιγμή αλήθεια!
Και εγώ αφού δεν έμαθα ποιος ήταν ο μακαρίτης,
δεν γνώριζα ούτε τη γυναίκα του,
ούτε το γραφείο κηδειών που αυτή είχε διαλέξει.
Και έστεκα εκεί,
μπροστά στο στύλο του ΟΤΕ.
Και φύσαγε του κερατά εκείνη την ημέρα.
Πήρε όλες τις πινακίδες των καταστημάτων
όλους τους κάδους απορριμάτων
και εκείνο το κουρελόχαρτο του άγνωστου μακαρίτη.
Όλα μπήκαν στη θέση τους την επόμενη ημέρα.
Όλα εκτός του χαρτιού.
Εκείνο θα ταξίδευε ίσως σαν τιμωρία,
ψάχνοντας την εκδίκηση της.
Όχι από τη χήρα,
αλλά από το γραφείο.
Που με την ερασιτεχνία του τον άφησε,
για μία μέρα ακόμα μοναχό μαζί της.

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

ΨΑΧΝΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΜΜΟΥΔΙΑ



Ήταν μια τυπική ημέρα για εμένα. Περπατούσα απομεσήμερο μέσα στην έρημο όπως κάθε ημέρα έκανα για να πάω από τον ένα λόφο στον άλλο, φροντίζοντας να αρμέγω νερό από κακτοειδείς σχηματισμούς που φύτρωναν μέσα στην άμμο, συντηρώντας έτσι κάπως την ύπαρξη μου.
Στο ενδιάμεσο, από τον ένα λόφο στον άλλο, έκανα ευχές για ένα καλύτερο μέλλον. Και αν εσείς δεν πιστεύετε στα θαύματα, εγώ τότε πίστευα και μάλιστα πολύ.
Κάπως έτσι, κάποιο μεσημέρι, βρήκα ένα περίεργο σχηματισμό στο έδαφος που αρχικά θεώρησα πως έπρεπε να στύψω για να βγάλει λίγο νερό για να πιώ. Μόλις ξεκίνησα να τον ζουμπάω εκείνος εκεί ο παράξενος σχηματισμός στο έδαφος φώναξε:
"Ει, δεν ξέρω τι μου κάνεις τώρα, δεν έχω μάτια για να δω αλλά πολύ μου αρέσει, συνέχισε λίγο πιο γρήγορα σε παρακαλώ"
Και τότε τρόμαξα και άφησα τον σχηματισμό από τα χέρια μου. Ίσως είχε έρθει η ώρα μου. Ίσως ο ήλιος είχε κάνει τη δουλειά του και μου είχε καψαλίσει κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο.
"Εντάξει, καταλαβαίνω πως προχωράω πολύ γρήγορα" μου είπε. Και συνέχισε:
"Για τη χαρά που μου πρόσφερε το άγγιγμα σου θα σε αφήσω να κάνεις μια ευχή"
Και για να είμαι σωστός εγώ σκέφτηκα πολλά για αρχή. Κοτόπουλα στη σούβλα, πηγές με δροσερά νερά και μέλια να τρέχουν ποτάμια μέσα στο στόμα μου. Μετά όμως ήρθε ο λογικός μου εαυτός και με σταμάτησε από το να εξωτερικεύσω κάποια τέτοια ευχή.
"Αυτή είναι η ευκαιρία της ζωής σου δικέ μου, μη τη σπαταλίσεις για ένα ποτήρι νερό. Αν κάτι ήθελες να γίνεις κάποτε, τώρα είναι η ευκαιρία σου. Όλα ή τίποτα" και μετά το σκασμένο που είχα για εαυτό, εξαφανίστηκε σαν αχνός στην παγωνιά.
Μετρήθηκα για λίγο μέσα μου και αφού ο παράξενος σχηματισμός στο έδαφος κρεμάστηκε αρκετά από τα χείλι μου, του είπα.
"Θέλω πια να μην αναμετριέμαι με τον χρόνο. Θέλω το χρόνο σύμμαχο μου, μέσα του να μπορώ να περιφέρομαι δίχως φόβο. Θέλω να μη φοβάμαι να πεθάνω. Θέλω να μη θέλω. Θέλω απλά να περιφέρομαι ευτυχισμένος, δίχως κανένα σκοπό"
...
Τώρα που σας μιλάω είμαι ένας κόκκος άμμου. Έτσι με έφτιαξε μετά από λίγο εκείνος ο παράξενος σχηματισμός. Και για να μη νομίζετε πως αυτό ήταν κατάρα, θα πρέπει να σας ενημερώσω πως είμαι τώρα ευτυχής. Είμαι ένας κόκκος άμμου μέσα σε μια κλεψύδρα. Μετρώ τον χρόνο αλλά για μένα χρόνος δεν υπάρχει. Και δεν το θέλω. Είμαι ευτυχής ως κόκκος και γλιστράω πάντα προς τα κάτω, αφήνοντας τους άλλους να κάνουν τη σκληρή δουλειά: Να σηκώνουν αυτή την κλεψύδρα από ανάγκη να μετρήσουν χρονικά το κάθε τι. Εγώ μόνο γλιστράω δίχως καμιά απολύτως προσπάθεια. Αν έχετε την παραμικρή απορία για το μέγεθος της ευτυχίας μου τότε δεν έχετε παρά να γίνετε και εσείς κόκκοι άμμου μέσα στην κλεψύδρα μου. Έτσι θα μπορώ να σας τα εξηγήσω όλα από την αρχή.

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!


Στάθηκε μπροστά του. Είχε έρθει η ώρα. Είχε τινάξει τα πέταλα και τώρα ο κύριος μπροστά του λογάριαζε το που πρέπει να πάει ο καθένας που υπήρχε στην ουρά.
"Καλημέρα κύριε!" είπε χαρούμενα ο ταξιθέτης του σύμπαντος.
"Καλημέρα" αντιγύρισε τυπικά εκείνος και αναρωτήθηκε για την ευχή, καθότι δε φαινόταν ούτε μέρα μα ούτε νύχτα.
"Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά" και πρόσθεσε με ύφος χαρωπό σα να βρισκόταν σε κάποια ευχάριστη περίσταση.
"Πιστεύετε πως ήσασταν ένας καλός άνθρωπος;" 
"Σε γενικές γραμμές πιστεύω πως ναι, αλλά πάλι... εσείς είστε ο ειδικός" απάντησε γυμνός μπροστά του τουρτουρίζοντας παρότι νεκρός.
"Τις δέκα εντολές τις γνωρίζατε;"
"Θα έλεγα πως τις ακολουθούσα ως κοινή λογική, αρκετά πριν μάθω γι'αυτές"
"Πολύ ωραία. Πάρα πολύ ωραία. Νομίζω πως θα τα πάτε μια χαρά. Μόνο μια τελευταία ερώτηση"
"Πείτε μου" του αποκρίθηκε εκείνος.
"Πεθάνατε αυτοκτονώντας ή μήπως από άλλο αίτιο;"
"Από όσο θυμάμαι πρέπει να πέθανα από κάποια μοντέρνα ασθένεια που ακόμα δεν έχει βρει το φάρμακο της"
"Καλό είναι αυτό" του είπε ο ταξιθέτης.
"Βρίσκεται; Εγώ κάπως αλλιώς το θυμάμαι"
"Εννοώ πως καλό είναι που δε θέλατε να αυτοκτονήσετε"
"Μα δεν είπα κάτι τέτοιο"
Και γουρλώνοντας τα μάτια και ισιάζοντας το χαμόγελο ο ταξιθέτης του σύμπαντος τον ρώτησε:
"Δηλαδή είχατε κάποτε σκεφτεί να αυτοκτονήσετε;"
"Μμμμ, θα έλεγα πως σε γενικές γραμμές μου είχε περάσει από το μυαλό"
"Αυτό λοιπόν δεν είναι καλό. Αυτό αλλάζει κάπως τα πράγματα"
"Όμως δεν αυτοκτόνησα", είπε ο κύριος, προσθέτοντας. "Έμεινα εκεί και το πάλεψα"
"Ναι...φυσικά και μπράβο σας γι'αυτό. Αλλά κάποτε σκεφτήκατε να αυτοκτονήσετε γεγονός που δείχνει πως σε κάποια στιγμή χάσατε την πίστη σας. Έχω άδικο;"
"Ναι. Θα συμφωνήσω, την είχα χάσει αλλά την ξαναβρήκα. Είχα απλά μια κακή στιγμή, τόσο σημαντικό είναι αυτό;"
"Μόνο οι καλύτερο μπορούν να μπουν εδώ. Προσπαθούμε να πάρουμε την αφρόκρεμα"
"Και η αφρόκρεμα αποτελείται από ανθρώπους που ποτέ τους δεν σκέφτηκαν να θέσουν τέρμα στη ζωή τους;"
"Ακριβώς. Ούτε για μια τόση δά στιγμή" είπε ο ταξιθέτης.
"Και αν κάποιος δε σκέφτηκε ποτέ να αυτοκτονήσει γιατί απλά πάντα μπορούσε να γαμάει τις ζωές των άλλων που αυτοκτονούσαν;" του αποκρίθηκε.
"Σύμφωνα με το εγχειρίδιο που έχουμε κάτι τέτοιο δεν αποτελεί παράπτωμα"
"Μα πως γίνεται αυτό. Κάποιος που ζει σε βάρος των άλλων δε μπορεί... κάποια από τις δέκα εντολές θα έχει παραβιάσει!" αποκρίθηκε κάπως έντονα ο κύριος στην ουρά.
Ο κόσμος πίσω του θα έπρεπε να αρχίσει να δυσανασχετεί από την καθυστέρηση που υπήρχε στην εξέλιξη των πραγμάτων. Όμως κανένας δε δυσανασχετούσε, παρά περίμενε, ακούγοντας προσεκτικά κάθε τι που λεγόταν.
"Αυτό είναι σωστό που λέτε. Αλλά όπως γνωρίζετε κάποιος μπορεί να σας φέρει σε δύσκολη θέση δίχως απαραίτητα να πάει με τη γυναίκα σας, να μπει στο σπίτι σας για να κλέψει από το συρτάρι ή να σας σκοτώσει. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να σας φέρει σε δύσκολη θέση κανείς. Δε συμφωνείτε;"
Ο κύριος το σκέφτηκε για λίγο και πρόσθεσε:
"Αν αυτός που δε σκέφτηκε ποτέ να αυτοκτονήσει, το έκανε μόνο και μόνο από καθαρή τύχη, γιατί όλα του ήρθαν πρίμα, ή ακόμα χειρότερα γιατί είχε την ικανότητα να επιζεί πατώντας πάνω σε άλλους δίχως ο ίδιος να φαίνεται πως τους πατά; Τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις;"
"Ξέρετε κάνουμε αυτή τη δουλειά εδώ και πολλούς αιώνες! Και την κάνουμε καλά. Και ξέρετε για ποιόν λόγο την κάνουμε καλά; Έχουμε λίγους νόμους, λίγους και αυστηρούς. Και με βάση αυτούς τους νόμους μπορούμε να κρίνουμε. Τελεία και παύλα."
"Και τι κάνετε με όλες αυτές τις ευαίσθητες ψυχές; Με αυτούς που δεν έκαναν κακό κανένα, ούτε για τις δέκα εντολές, ούτε γενικά. Τι κάνετε για εκείνους που το πάλεψαν και έπεσαν απότομα χαμηλά. Τι τους λέτε;"
Και ο ταξιθέτης τότε είπε:
"Ο επόμενος παρακαλώ"



Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΙΔΕ



Καθόμουν στο συνηθισμένο φανάρι. Αγνάντευα να πέσει κανά τάλαρο από τους οδηγούς των αυτοκινήτων και η ώρα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ήταν Οκτώβρης και το κρύο ακόμα δεν είχε φανεί, έτσι μπορούσα και εγώ να κινούμαι με σχετική άνεση, δίχως να χρειάζεται να χολοσκάω για το πώς θα την περάσω τη νύχτα. Όπου έβρισκα κοιμόμουν και όποτε η κοιλιά γουργούριζε πήγαινα στο φανάρι και όλο και κάτι μάζευα.

Κοιτούσα τα σπίτια θυμάμαι και αναλογιζόμουν αυτό που αναλογιζόμουν πολύ συχνά: «Πόσο τυχεροί θα έπρεπε να είναι οι άνθρωποι που ζούσαν μέσα τους». Βέβαια, με τα χρόνια είχα αναπτύξει μια τεχνική που εμπόδιζε την απογοήτευση να περάσει το κατώφλι μου. Εγώ εξάλλου ήμουν ελεύθερος. Έκανα ό,τι μου κάπνιζε. Είχα μάθει να ζω έτσι και ενώ κάποιες μέρες ήταν κάπως σκληρές μαζί μου, κάποιες άλλες ερχόντουσαν και με αποζημίωναν.
Οι περισσότερες όμως ήταν ένα μάτσο σκατά αλλά μη δίνετε σημασία.

Οι νύχτες μου έμοιαζαν με μια βουτιά σε βόθρο. Έως τότε, έως εκείνη εκεί τη νύχτα του Οκτώβρη που έτυχε να είμαι εκεί και να το δω.

Καθώς ήταν περασμένα μεσάνυχτα, στο δρόμο δεν είχε και μεγάλη κίνηση και για κακή μου τύχη δεν μπορούσα να σταυρώσω ούτε το μικρότερο κέρμα. Είχε όμως ησυχία. Απολαυστική ακόμα και για μένα. Την ησυχία αυτή ήρθε να ταράξει μια φασαρία περίεργη που ακουγόταν από την πολυκατοικία που ήταν στον κάθετο δρόμο από το φανάρι που στεκόμουν. Άνθρωποι μιλούσαν φωνάζοντας ο ένας στον άλλο. Και αυτό κράτησε αρκετή ώρα γιατί κάθισα ώρα στο φανάρι και η φασαρία εξακολουθούσε στην ίδια ένταση.
Καθότι το φανάρι δεν είχε κίνηση και εγώ δε μπορούσα να σταυρώσω ούτε σέντ, πήγα και στάθηκα έξω από την πολυκατοικία και κοιτούσα. Έτσι. Δίχως να έχω κάτι το ιδιαίτερο στο μυαλό μου. Απλά να περάσει άλλη μια νύχτα. Τότε λοιπόν είδα να κατεβαίνει κόσμος, με πυτζάμες και σώβρακα τυλιγμένος και να συζητάνε έντονα λέγοντας για αυτή τη φασαρία η οποία προφανώς τους είχε ξυπνήσει με τον πιο άγαρμπο τρόπο. Αφού είχαν μαζευτεί όλοι στην πυλωτή –ΘΕΕ ΜΟΥ ΈΜΟΙΑΖΑΝ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΚΑΛΑ ΕΚΑΝΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΙ ΕΓΩ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ. Έτσι σκέφτηκα ο δόλιος εκείνη τη στιγμή. Τα μάτια τους ήταν θολωμένα και τα στόματα τους σφιγμένα. Και όλοι τους είχαν αποφασίσει να βρούν εκείνον εκεί που έκανε όλη αυτή τη φασαρία μαύρα μεσάνυχτα Οκτώβρη.

Μόνο ένας έλειπε από τη συγκέντρωση. Και οι συζητήσεις όλες, μαζί με τους ενοίκους οδήγησαν έξω από την πόρτα του. Τους έβλεπα να μπουκάρουν στο κλιμακοστάσιο με τις φλέβες τεντωμένες στο λαιμό τους και ήξερα πως αυτή η εξέλιξη καλό τέλος δε θα είχε. Περίμενα και περίμενα.

Είδα την αστυνομία να μπαίνει στην πολυκατοικία.

Μετά είδα ένα νυσταγμένο κλειδαρά με την επωνυμία της εταιρίας του να είναι τυπωμένη πάνω στην τσάντα με τα εργαλεία.

Στο τέλος είδα ένα ασθενοφόρο να σκεπάζει με τα μπλε του φώτα την πόλη. Να φρενάρει απότομα και τους νοσοκόμους μαζί με το φορείο να βγαίνουν έξω από την συρόμενη του πόρτα για να μπουν στην πυλωτή.

Φαντάστηκα πως μόλις ο κλειδαράς, κατόπιν εντάλματος της αστυνομίας, ανοίξει την πόρτα τότε όλοι οι ένοικοι του κτιρίου που είχαν ξυπνήσει όπως όπως, θα χυμούσαν πάνω στον συγκάτοικο τους, και θα τον έφτιαχναν αγνώριστο.

Δεν έγινε όμως έτσι.

Η πραγματικότητα ήταν λίγο διαφορετική και αυτό το άκουσα από τους αστυνομικούς που μετά από ώρα βγήκαν από την πολυκατοικία και είχαν σκάσει στα γέλια, έτσι όπως ακολουθούσαν το φορείο με τον πεθαμένο πάνω του.

Ήταν παράξενη σκηνή ακόμα και για έναν άνθρωπο που έχει μάθει να τρώει λιχουδιές από τους κάδους σκουπιδιών και τις κρύες νύχτες να βουτάει μέσα στους κάδους ανακύκλωσης για να ζεσταθεί από το χαρτόνι.

«Μα που πήγε και το πέτυχε ο άτιμος!» έλεγε ο μπάτσος που προχωρούσε μπροστά και γυρνώντας στον άλλο πίσω του θα πρόσθετε:
«Μα από όλο αυτόν τον πισινό η φωνή στο τηλεκοντρόλ βρήκε να πατηθεί!»

Και δώστου γέλια και χαρές, ενώ οι τραυματιοφορείς γυρνούσαν και τους κοιτούσαν περίεργα.
Ο κλειδαράς όμως σοβαρός. Ρωτούσε όλη την ώρα από ποιόν θα πληρωθεί. Και οι ένοικοι δεν γνώριζαν γιατί η διάρρηξη είχε γίνει κατόπιν εισαγγελικής παρέμβασης και κανείς δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος που είχε ανοίξει την πόρτα.

Ο ιδιοκτήτης βρισκόταν ξαπλωμένος στο φορείο και ίσως φαντάζονταν τη συνέχεια από την εκπομπή που έβλεπε όταν έπαθε καρδιακή προσβολή καθώς πήγαινε να καθίσει στον καναπέ του, ενώ είχε πάει στην κουζίνα να φέρει ένα σακουλάκι με πατατάκια και μια μπύρα.
Άντε τώρα να έβρισκε άκρη με τον πεθαμένο. 80 ευρώ ακριβώς και ξύπνησε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα!

Και βγαίνοντας από την πολυκατοικία με το βαλιτσάκι του στο χέρι που πάνω του έγραφε τη φίρμα της εταιρίας που δούλευε, ο κλειδαράς σκέφτηκε το εξής, σχεδόν σα να το ψιθύρισε καθώς εγώ στεκόμουν έξω από τη μάντρα και κοιτούσα:

«Μα τόσος πισινός, πάνω στο κουμπί της φωνής του τηλεκοντρόλ βρήκε να τον ντανιάσει!»
Και κοιτάζοντας το φορείο να χάνεται μέσα στο όχημα του ΕΚΑΒ, τους νοσοκόμους να ξεφυσάνε γιατί ο μακαρίτης τα είχε τα κιλά του, τους αστυνομικούς να έχουν αγκαλιαστεί και να έχουν ξεκαρδιστεί, τους ενοίκους να χώνουν τις πυτζάμες τους μέσα στο ασανσέρ και τον κλειδαρά να χτυπάει κουδούνια για να ρωτήσει ποιος είναι ο εισαγγελέας και ποιος ο διαχειριστής, εγώ απομακρύνθηκα και πήγα να ξαπλώσω στην εσοχή του ισόγειου που υπήρχε παραδίπλα.

Καθώς τηλεόραση δεν είχα, πιο ήσυχα κάποτε θα έφευγα.

Αυτό μου έδινε μια ανάσα αισιοδοξίας έτσι ώστε να γλυκάνω τον ύπνο που σκόπευα να πάρω.

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

ΤΙ ΟΜΟΡΦΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΛΕΣ ΜΕ ΝΟΤΕΣ!

Κοίταζα μια κενή σελίδα εδώ και ώρα. Είχα βάλει μουσική να παίζει και ένα ποτό να τρίζει τα παγάκια μέσα του. Οι συνθήκες ήταν οι κατάλληλες, είχε έρθει και η νύχτα και ήταν ήρεμη, ήταν φίνα, ήταν εκεί και έστεκε μέσα στο ημίφως.
Είχα διάθεση να χορέψω, να φωνάξω στίχους έξω από το παράθυρο, να αρχίζω να χορεύω κλακέτες. Ω θεέ υπάρχουν κάτι τέτοιες όμορφες νύχτες ώρες ώρες που πολύ σε ευχαριστώ που με λαμβάνεις υπόψη στον λογαριασμό! Ήταν τόσα που έπρεπε να προκάμω. Λίγος έρωτας, λίγη ποίηση, λίγο ανεμπόδιστη θέα στον παράδεισο.

Η λευκή σελίδα όμως έστεκε κάτασπρη μπροστά μου. Εγώ άδειαζα και γέμιζα το ποτήρι μου ενώ η σελίδα στεκόταν εκεί ντούρα και αψεγάδιαστη. Η νύχτα πάλι κλώτσαγε χαλαρές πάσες με τα άστρα. Και όλα ήταν όμορφα, η σελίδα όμως άσπρη.

Την πήρα στο χέρι μου και σηκώθηκα. Η μουσική μας παρακολουθούσε. Γιατί κάτι έπρεπε να γραφτεί; Όλα ήταν γραμμένα εξάλλου και ό,τι ήταν να ειπωθεί έχει ήδη ειπωθεί. Δε θα μπορούσα να προσθέσω κάτι, έστω και τόσο δα μικρό. Ο Σέλιν τα έγραφε μια χαρά, ο Μπουκόφσκι, ο Χάμσουν, ο Καμύ, ο Έσσε και ο Βόνεγκατ το ίδιο. Γιατί να πασπαλίσει και κάποιος άλλος λευκές σελίδες με μελάνι;

Δεν ήξερα. Δε θα έμπαινε κανένας στον κόπο να το πει ακόμα να ήξερε. Στρίμωξα τη σελίδα στην παλάμη μου και την έριξα έξω από το παράθυρο. Την έβλεπα να πέφτει κάτω στο δρόμο.
Τώρα δε χρειαζόταν να γράψω κάτι. Οι σελίδες είχαν τελειώσει.
Κάποιος τη μάζεψε από κάτω και άνοιξε να δει τi γράφει.

Αλήθεια! Τι πλάκα έπαθε σα τίποτε δεν ήταν γραμμένο μέσα της. Πόσο παράξενος ο συντάκτης της θα ήταν.

Μια γυναίκα ίσως ξαναγύρναγε πίσω. Μια μούσα όμως αν ήταν να χαθεί, χανόταν για τα καλά. Καθώς στεκόμουν πίσω από το ανοικτό παράθυρο, κοιτάζοντας στο δρόμο το ήξερα πως όλα ήταν μέσα στο μυαλό μου. Και ήταν αρκετά. Ίσως όχι περισσότερα από οποιουδήποτε άλλου που καθόταν μέσα στη νύχτα ξάγρυπνος. Ποίος όμως νοιάζεται για τέτοια;

Οι λέξεις δεν έλεγαν να βγουν προς τα έξω και να πέσουν πάνω σε λευκή σελίδα. Ήθελαν τον τρόπο τους.    

Κοίταξα τον τύπο, κάτω στο δρόμο να κοιτάζει την άδεια σελίδα και μετά να σηκώνει το κεφάλι του, στο παράθυρο που έστεκα εγώ. Έμοιαζε σα να διάβασε μόλις μια ιστορία ανείπωτη που είχα να του πω. Και τον άγγιξε φαινόταν. Έτσι μου έμοιαζε καθώς στεκόμουν εκεί δα. Και η νύχτα ήταν τόσο όμορφη που τέντωσα το παράθυρο να χάσκει ορθάνοιχτο και κάθισα ξανά στο γραφείο ενώ μια μουσική με πιάνο, και βιόλα έπαιζε.


Τι όμορφα που ήταν να ξέρεις να το λες με νότες!

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ

Μετά την μηχανή του εσπρέσο που τα έφτυσε, αφήνοντας μια κενή θέση στον πάγκο της κουζίνας και στην καρδιά μου, το ψυγείο αρχίζει και κάνει διάφορους παράξενους θορύβους μέσα στο σκοτάδι της καληνύχτας μου. Πότε "μπζζζζ" και άλλοτε "κρουτς-κρουτς". Ίσως να ζήλεψε την τρυφερότητα με την οποία νοσήλευσα την εσπρεσιέρα (μπορεί και οι μηχανές να έχουν αισθήματα. Αν κανείς σκεφτεί πως ο θεός έφτιαξε τον άνθρωπο με αισθήματα, τότε γιατί όχι; Μπορεί και ο άνθρωπος τελικά να έχει φτιάξει μηχανές με αισθήματα).
Κάποιο "μπζζζ" με ξύπνησε μέσα στην ήρεμη κατά τα άλλα νύχτα και κίνησα για το ψυγείο. Στάθηκα μπροστά του και του χάιδεψα την πάνω πόρτα. Έγειρα πάνω του και του μιλούσα, του έλεγα λόγια τρυφερά, λόγια αγάπης. Του έλεγα πως δε θέλω και αυτό να με αφήσει, του έλεγα πως λατρεύω τα παγάκια που μου φτιάχνει και μου αρέσει η ιδέα να καλύπτει άλλον ένα κενό χώρο στην κουζίνα. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως είναι πολύ μεγάλο για τα μέτρα μου για να αρχίσω να το φέρνω βόλτες στους μαστόρους και πως με την ιδιαίτερη του ιδιοσυγκρασία έπρεπε να δει τα πράγματα πιο ψύχραιμα όπως συνήθως έκανε.
Η νύχτα περπατούσε πάνω στο λεπτοδείκτη του ρολογιού του φούρνου. Μια μπαλαρίνα σκέτη. Πρόσεξα την ψηφιακή της ένδειξη να αναβοσβήνει στο κατράν και είπα: "Μη με παρατάτε όλες σας τώρα. Αν έχετε αισθήματα θα πρέπει να τα συμπεριλάβετε στις αποφάσεις σας, αν πάλι όχι τότε πως γίνεται να με αφήνετε σιγά σιγά όλες μαζί; Αν πάλι πρόκειται για κάποιου είδους εξέγερση τότε θα πρέπει να γνωρίζετε πως εγώ ποτέ δε σας εκμεταλεύτηκα. Σας καθάριζα, σας τάιζα ρεύμα, σας άλλαζα τακτικά τις τσιμούχες, μπορεί να σας είχα αγοράσει σας σκλάβες στο παζάρι αλλά μετά σας φερόμουν σαν πριγκίπισσες λαχταριστές και ζουμερές".
Ξαφνικά το ρολόι πάνω στον φούρνο έκανε δύο κωλοτούμπες στους αριθμούς του και τίναξε τα ποδαράκια του στο ταβάνι, εξαφανίζοντας κάθε του ύπαρξη. Εγώ εξακολουθούσα να χαϊδεύω την πάνω πόρτα του ψυγείου μου έως ότου αισθάνθηκα μια υγρασία στις πατούσες μου που κατά πάσα πιθανότητα προέρχονταν από την κάτω του πόρτα. Είτε έτρεφε ιδιαίτερα αισθήματα για μένα, είτε απλά είχε και αυτό με τη σειρά του τινάξει τα πέταλα.
Απομακρύνθηκα διακριτικά, και σε αυτή μου τη διαδρομή προς το κρεβάτι, προσπάθησα να μη συναντηθώ με κάποια άλλη συσκευή που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπου χέρι.
Ήμουν σίγουρος πως τελικά και οι μηχανές είχαν αισθήματα και λογική. Εκεί που εγώ νόμιζα πως απλά μπαίνοντας στην πρίζα εκείνες λειτουργούν, μια νέα πραγματικότητα ανοίγονταν μπροστά μου, τραβώντας τα κουρτινάκια της στο πλάι.
Αν ο άνθρωπος απογοητεύονταν από τη λειτουργία των δημιουργημάτων του, τότε γιατί όχι και ο θεός από τους ανθρώπους;
Μεγάλα ερωτήματα. Αναπάντητα σα τις περισσότερες κρίσιμες ερωτήσεις. Ειδικά αν αυτές ξεκινάνε από τα παγάκια που πλέον δεν μπορούν να γίνουν. Το συνηθισμένο πρόβλημα του να φτιάχνεις κάτι για ένα συγκεκριμένο λόγο και ξαφνικά εκείνο να αποκτά τη δική του υπόσταση.
Αν ο θεός με έφτιαξε για να παράγω παγάκια, να φτιάχνω καφέ ή να βράζω νερό τότε θα αρκούσε να μου το κάνει σαφές εξαρχης. Δεν θα τον παρεξηγούσα, όπως οι μηχανές εμένα.
Γλιστρώντας μέσα στα στρωσίδια μου, χάρηκα που το κρεβάτι μου δεν είχε κάτι το ηλεκτρονικό πάνω του.
Όταν με πήρε ξανά ο ύπνος μια τάβλα θα έσπαζε. Ίσως γιατί και τα κρεβάτια, ανθρώπου χέρι τα είχε φτιάξει. Εγώ όμως κοιμόμουν βαθιά για να μπορώ να το αντιληφθώ.
Και καθότι το ξυπνητήρι μου θα χαλούσε με τη σειρά του, δεν σκόπευα να ξυπνήσω σύντομα.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΤΗΡΙΟΥ Ή ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΣΤΗ ΚΑΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Είσαι 40 και κάτι ψιλά. Μεγάλωσες ακούγοντας Rock και ανεξάρτητη σκηνή. Γεννήθηκες τότε που η χούντα πέθανε, και όταν έπαιζες έξω, μπορούσες να δεις κόσμο να περιφέρεται με τις σημαίες της αλλαγής. Όσο μεγάλωνες οι επιλογές σου αμβλύνονταν, μπήκε το χρώμα στην τηλεόραση και ξεπήδησαν πολλά κανάλια, μπορούσες πλέον να αγοράσεις αμερικάνικα τζινς δίχως να χρειαστεί να ταξιδέψεις. Ήταν η εποχή που οι νοικοκυρές ήταν ακόμα χαρούμενες στις διαφημίσεις. Γεννήθηκες τη σωστή στιγμή λοιπόν. Σαν όλα να είχαν προρρυθμιστεί υπέρ σου. Σαν ο αγώνας που έκαναν οι τσολιάδες και οι εξεγερθέντες του Πολυτεχνείου να έγινε για να μπορείς εσύ να έχεις όνειρα που θα πραγματοποιηθούν.
Και κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο όσο εσύ μεγάλωνες, βγήκαν και άλλα ωραία πράγματα. Έπαιζες πάκμαν με τις ώρες, έζησες την γέννηση του διαδικτύου, είχες γονείς που ήθελαν να σπουδάσεις αντί να τρέχεις να τσαπίζεις στα χωράφια, είχες ελεύθερο χρόνο και μπορούσες να παίζεις και χρήματα για να βγαίνεις με τους φίλους σου. Και άλλα πολλά που όσο εσύ γέμιζες από αισιοδοξία, εκείνα έπαιρναν τις δικές τους πορείες και δεν συναντηθήκατε πουθενά τελικά. Γεννήθηκες ελεύθερος και έτοιμος να δημιουργήσεις το μέλλον σου δίχως φραγμούς.
Και τελικά, τώρα που είσαι 40 και κάτι ψιλά, θυμάσαι όλες εκείνες τις στιγμές τις νιότης και σου μοιάζει σαν όνειρο το παρελθόν. Για το μέλλον έχεις πάψει να σκέφτεσαι. Ίσως μεγάλωσες, ίσως βάρυνες, ίσως το πιο ονειρικό κομμάτι να μοιάζει μόνο το παρελθόν σου, ενώ το μέλλον απλά χάσκει αβέβαιο.
Διάλεξες λάθος; Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Ξέμαθες να ονειρεύεσαι, όπως οι παλιότεροι μπορούσαν; Ίσως. Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Αποφάσισες να λουφάρεις περισσότερο από αυτό που σου αναλογούσε; Διάλεξες να γίνεις golden boy/girl; Επέλεξες να ζήσεις αντί να παλέψεις γι'αυτό; Κανένας δεν ξέρει με σιγουριά.
Το βλέπω διαφορετικά κάπως. Σα να ξυπνάς έχοντας μόλις δει ένα όνειρο ή έναν εφιάλτη.
Όταν έχεις δει όνειρο, μετά σε καταθλίβει η πραγματικότητα. Όταν έχεις δει τον εφιάλτη το πρώτο που ψάχνεις είναι να κρατηθείς από κάτι που σου λέει πως αυτό δεν είναι αλήθεια, και όταν κοιτάζεις ιδρωμένος το ταβάνι του δωματίου σου καταλαβαίνεις το που βρίσκεσαι και πως ό,τι έχεις δει είναι ψέμα. Κάπου εκεί εισβάλει η πραγματικότητα ως βάλσαμο στις λυσσαλέες σκηνές του εφιάλτη που είδες. Όταν ξεπηδάς από τις φλόγες παίρνεις τις καλύτερες σου ανάσες.
Γεννήθηκες την εποχή εκείνη που μπορούσες να ονειρευτείς το καλύτερο μέλλον. Γεννήθηκες σε μια εποχή και σε μια περιοχή που δεν υπήρχαν πόλεμοι και ο προοδευτισμός δρασκέλιζε την ιστορία για να μπορέσει να ξεπεράσει τον αέναο της κύκλο. Και συ; Τι έκανες εσύ; Δεν αμύνθηκες απέναντι σε κανένα εχθρό. Το μόνο που είχες να πράξεις ήταν να δημιουργήσεις το όνειρο σου. Και κάπου χάθηκες στην πορεία, κάπου άραξες ή κάπου άραξαν άλλοι. Οι μεγάλοι εχθροί συσπειρώνουν τους αμυνόμενους ενώ όταν οι αμυνόμενοι βρεθούν σε καιρό ειρήνης αισθάνονται κάπως άβολα να συνεργαστούν.
Δεν ξέρω τι έφταιξε και πήγαν στράφι τόσες καλές συγκυρίες. Αν ήμουν οπαδός θα τα έριχνα στον διαιτητή αλλά τώρα παίζαμε δίχως αυτόν. Ελεύθεροι και ωραίοι. Εμείς με τα όνειρα τα οποία ποτέ δε καταφέραμε ούτε καν να ονειρευτούμε.
Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που αισθάνομαι πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως κύκλος αλλά φορτίζεται και αποφορτίζεται ως ελατήριο. Απλά για να μας ξεκουνά, να μας πάει παραπέρα γιατί μόνοι δεν μπορούμε. Και όσοι έχουν γεννηθεί σε περιόδους που το ελατήριο της ιστορίας μαζεύει τις σπείρες του μπορούν να χαμογελάσουν με την εκτίναξη του, ενώ από την άλλη όσοι γεννήθηκαν πάνω σε αυτή, αισθάνονται να μετεωρίζονται δίχως κανένα όραμα μπροστά.
Περιμένοντας απλά το ελατήριο να ξαναμαζευτεί στην αρχική θέση της εκτίναξης του.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΚΑΡΟΤΟ

Μπήκε στο σπίτι και ξεντύθηκε. Έκανε ένα γρήγορο ντους και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει κάτι να φάει. Έβαλε το τελευταίο LP του Cohen να παίζει και έβαλε ένα ποτήρι κονιάκ το οποίο κατέβασε πιο γρήγορα από ότι η βαρύτητα θα μπορούσε να καταφέρει μόνη της. Μετά έκοψε καρότα, κρεμμύδια, σκόρδα, πατάτες. Δεν ήξερε τι θα έφτιαχνε, δεν είχε συγκεκριμένη συνταγή κατά νου, αλλά κάτι θα σκαρφιζόταν. Μετά έκοψε στα τέσσερα μια πράσινη πιπεριά, δύο κόκκινες και μια πορτοκαλί η οποία έστεκε μισομαραζομένη στο βάθος του ψυγείου του. Κοίταξε τον φούρνο, βρισκόταν δύο μέτρα μακριά του. Του ανοιγόκλεισε την πόρτα τέσσερις φορες ενώ σε κάθε άνοιγμα του το ταψί έβγαινε και έμπαινε μέσα. Του έβγαζε γλώσσα ο άτιμος. Μετά άνοιξε το καπάκι από τον ντενεκέ με τα σπυριά του καφέ. Τα έβλεπε να σηκώνονται και να βγαίνουν το ένα μετά το άλλο μέσα από εκεί και να πετάνε το ένα πίσω από το άλλο. Πήγαιναν στο σαλόνι, στο διάδρομο, πετούσαν και στροβιλίζονταν πάνω από το κεφάλι του σα σμήνος από μέλισσες.
Κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν στο τραπεζάκι της κουζίνας και σέρβιρε άλλο ένα κονιάκ τον εαυτό του. Αυτή τη φορά το καπάκι ξεβιδώθηκε μόνο του και δύο γουλιές γλίστρησαν από το μπουκάλι κατευθείαν στο στόμα του.
Παρατηρούσε τα τεμαχισμένα καρότα να επανασυνδέονται, τα κρεμμύδια να τυλίγουν τους φλοιούς τους, τον ένα μέσα στον άλλο. Τα κομματάκια από τις πράσινες πιπεριές να ενώνονται με κομμάτια από τα άλλα δύο χρώματα.
Έξω είχε πάρει να βρέχει, το τζάμι του δάκρυζε και σε κάθε σταγόνα που έπεφτε πάνω του σχηματίζονταν και ένα ζευγάρι μάτια. Που τον κοιτούσαν. Ένα συρτάρι άνοιξε, το τηγάνι βγήκε έξω και το καπάκι από το μπουκάλι του λαδιού τινάχτηκε σα πώμα σαμπάνιας. Ένα μικρό κύμα από ελαιόλαδο κολύμπησε λίγο πάνω από την επιφάνεια του πάγκου της κουζίνας και έπεσε μέσα στο τηγάνι. Το ένα μάτι της κουζίνας άνοιξε και κοίταξε τα δακρυσμένα μάτια στο τζάμι του παραθύρου. Όταν το λάδι άρχισε να σφυρίζει σαν οχιά τότε τα καρότα σηκώθηκαν στον αέρα, ολόκληρα έτσι όπως είχαν ενωθεί πριν, και έπεσαν από απόσταση μέσα στο τηγάνι, σπάζοντας ξανά στα μικρά εκείνα κομμάτια που τα είχε κόψει. Τα ακολούθησαν τα κρεμμύδια και οι πιπεριές. Η μουσική έπαιζε στο βάθος. Η μπάσα φωνή, τύλιγε τους κόκκους του καφέ που ταξίδευαν ξανά προς την κουζίνα, μπαίνοντας μέσα στον μικρό μύλο. Η μουσική χάθηκε γιατί ο μύλος που έκανε τόσο σαματά δεν άφηνε άλλο ήχο να ακουστεί. Ακόμα και το έτος 3.000 μ.χ δεν ήταν εύκολο να αλέσεις τον καφέ σου σιγανά. Μπορεί όλα τα πράγματα να είχαν γίνει περισσότερο έξυπνα, ακόμα και εκείνα τα πανηλίθια καρότα, αλλά ό,τι αφορούσε τις μηχανές άλεσης του καφέ τα πράγματα δεν είχαν βελτιωθεί και πολύ.
Πίνοντας λίγο ακόμα κονιάκ, παρακολουθούσε μπροστά του να μαγειρεύεται το γεύμα του ολομόναχο. Τα πάντα πλέον είχαν από ένα τσιπάκι πάνω τους το οποίο εμπεριείχε όλο τον προγραμματισμό, το τι έπρεπε το κάθε τι να επιτελέσει. Ακόμα και τα κρεμμύδια είχαν από ένα τέτοιο. Με το που τα άρπαζες εκείνα ήξεραν τι να κάνουν. Ξεκινούσαν να γδύνονται και να τεμαχίζονται ολομόναχα, να πέφτουν μέσα σε έξυπνα τηγάνια με ένα οξυδερκές ελαιόλαδο χαμηλό σε οξέα.
Όταν το πιάτο με το αχνιστό φαγητό προσγειώθηκε σαν ιπτάμενος δίσκος μιας άλλοτε ρομαντικής εποχής μπροστά του, εκείνος δεν είχε όρεξη να φάει. Δεν είχε πλάκα πλέον. Δε μπορούσε να κάνει τίποτα πλέον. Δεν του άρεσε που όλα τα πράγματα γύρω του ήταν εξυπνότερα από εκείνον, γνωρίζοντας με κάθε ακρίβεια ποιός ήταν ο σκοπός της δικής τους ζωής.
Ακούμπησε ανόρεχτα το πιρούνι μέσα στο πιάτο και το παράτησε εκεί ως σύμβολο διαγραφής της όρεξης του. Μετά από ακριβώς δώδεκα λεπτά ένα φλιτζάνι φρεσκοκομμένου και φρεσκοπαρασκευασμένου εσπρέσσο βόλεψε τη λαβή του ανάμεσα από τα δάκτυλα του.
Και ο Leonard ακόμα έπαιζε, η βροχή είχε σταματήσει και εκείνα τα μάτια πάνω στο τζάμι τον κοίταζαν ακόμα. Δεν ήθελε να τα κοιτάξει. Ήξερε πως με ένα του μόνο βλέμμα θα άνοιγαν στην ανάκληση, ενώ με ένα πιο έντονο βλέμμα θα άνοιγαν διάπλατα.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

ΝΕΑΡΕ, ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ

Το παντελόνι συνεχώς μου έπεφτε, προχωρούσα στην Υμηττού στην Καισαριανή, κάπνιζα, κουβαλούσα ένα φορητό υπολογιστή σε τσάντα ώμου και μιλούσα στο κινητό.  Ήταν σίγουρο πως ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι ανάλογο με την πρώτη προσπάθεια αλλά προσωπικά τα τελευταία χρόνια είχα υιοθετήσει ένα τέτοιο στυλ που πλέον μπορούσα να καυχηθώ πως έπαιζα στα δάκτυλα του ενός χεριού (αν και ελεύθερο χέρι δεν υπάρχει).

Ήταν από εκείνες τις μέρες που ξεχνούσα να σκεφτώ τα σημαντικά και αναλογιζόμουν όλες εκείνες τις λεπτομέρειες, τις εκκρεμότητες, τις προθεσμίες, τις αναπάντητες κλήσεις. 

«Καλημέρα, λέγομαι Τάδεδείνας και με είχατε πάρει τηλέφωνο…» έλεγα κρατώντας το κινητό με τον ώμο μου ενώ τα χέρια μου προσπαθούσαν να κρατήσουν το παντελόνι που είχε κατρακυλήσει με αποτέλεσμα τα μπατζάκια να έχουν χωθεί κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου.

«Παρακαλώ περιμένετε λίγο.  Σας συνδέω αμέσως» μου είπε η κυρία στην άλλη άκρη της γραμμής και εγώ βρήκα την ευκαιρία να βγάλω το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη του μπουφάν μου, να ξετρυπώσω ένα, και να το ανάψω λίγο πρίν κατηφορίσει η τσάντα από τον ώμο μου στον αγκώνα.  Γαμημένος πολιτισμός!  Έπρεπε να κουβαλάμε τόσα πράγματα.  Ξεφύσηξα και περίμενα.  Η άλλη άκρη της γραμμής ήταν τεθλασμένη και έψαχνε τρόπο να ισιώσει.  Τράβηξα άλλη μια τζούρα και περίμενα έχοντας πλέον τοποθετήσει το παντελόνι και την τσάντα με τον φορητό υπολογιστή στη σωστή του θέση.  Έχωσα το ένα μου χέρι στην τσέπη του μπουφάν και με το άλλο έπιασα το κινητό. 

Κάποιος φάνηκε στην άλλη άκρη.

«Καλησπέρα κύριε Τάδεδείνα, σας ενημερώνω πως η κλήση καταγράφεται και διατηρείται στο αρχείο της εταιρίας για ένα χρόνο. Για λόγους διατήρησης του τραπεζικού απορρήτου θα μπορούσατε να μου πείτε τα τρία πρώτα ψηφία του ΑΦΜ;»

Άφησα πέντε δευτερόλεπτα να περάσουν και μετά έχωσα το κινητό, χωρίς να το κλείσω, στην άλλη τσέπη του μπουφάν.  Έπρεπε να έχω ένα χέρι ελεύθερο για να μπορώ να καπνίζω βρε διάολε!  Η τσέπη μου φώναζε: «Παρακαλώ, παρακαλώ, με ακούτε;».  Μάλλον είχα πατήσει κατά λάθος την ανοικτή ακρόαση. Όπως και να είχε πάντως ήταν ευχάριστο να σου μιλάει η τσέπη σου, έτσι όπως περπατάς πηγαίνοντας προς την δουλειά.  Οι τσέπες είναι συνήθως βαρετές, εκτός των στιγμών που αποφασίζουν να μιλήσουν.  Οι τσέπες δεν είναι δημιουργικές παρά μόνο κουβαλάνε αν και αυτό μόνο στις καλύτερες των περιπτώσεων.  Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε κόσμος, κανένα παιδί που ξέμεινε πίσω μόνο από το σχόλασμα και από εκεί και πέρα τίποτα. Έτσι δεν είχα κίνδυνο να γίνω ρεζίλι.

Τη στιγμή που πέταξα την γόπα από το τσιγάρο μου άκουσα μια φωνή δίπλα μου.
«Νεαρέ ένα τσιγάρο».

Η φωνή δεν ήταν ακριβώς φωνή.  Εννοώ δεν είχε την συνηθισμένη δόση μπάσων και πρίμων από τα οποία οι ανθρώπινες φωνές είναι φτιαγμένες. Η φωνή ήταν τραχιά. Σαν να κυλούσαν τα γράμματα πάνω σε κατσάβραχα και το κάθε ένα από αυτά να μαζί με τον εαυτό του να έβγαζε και μια μικρό κλάμα πόνου από το κοπάνημα πάνω στα κατσάβραχα.  Να μη σας τα πολυλογώ η φωνή αυτή ερχόταν από μια γριά γυναίκα.  Αρκετά γυναίκα για να μπορείς να πεις με σιγουριά πως ήταν γριά, αλλά αρκετά παραπάνω γριά από το να μπορείς να την τοποθετήσεις στο μεδούλι του μέσου όρου των ηλικιωμένων.  Αυτή η γυναίκα ακουγόταν σα να είχε φτάσει ήδη στο τέρμα αλλά το εισιτήριο της έγραφε: «ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜΩΝ».    Είχε ξεχάσει απλά να πεθάνει.  Τώρα πλέον πιστεύω πως πρέπει να είχε ιδιαίτερους λόγους για αυτό, αν και ακόμα παραμένουν άγνωστοι στο ευρύ κοινό. 

Γύρισα για να κοιτάξω στο πλάι και προς τα πίσω αλλά δεν είδα κανέναν.  Η φωνή ακούστηκε ξανά το ίδιο κουτρουβαλιστή πάνω στα βράχια. Αυτή τη φορά μπορούσα να καταλάβω πως ερχόταν από ένα μπαλκόνι. Τόσο μικροσκοπικό που χωρούσε μόνο τη γριά.

«Νεαρέ, ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάροοοοο. Ένα τσιγάρο. Νεαρέεεε. ΜΗ ΦΕΥΓΕΙΣ. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο….» και συνέχιζε κάπως έτσι. Απομακρυνόμουν. Ολοένα έφευγα. Ξεμάκραινα. Την έκανα. Γλιστρούσα μακριά. Η άλλη γραμμή του κινητού είχε πάψει να ακούγεται μέσα στην τσέπη και η τσέπη μου ήταν πλέον σιωπηλή. Σήκωσα το παντελόνι μου, έπεσε η τσάντα με τον φορητό υπολογιστή από τον ώμο στον αγκώνα και την σήκωσα.  Κάπως έτσι πέρασε η ώρα, χάθηκε η φωνή, φάνηκε η γωνία. Έστριψα.

Έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε. Προτιμώ πάντα αυτό το δρόμο για να πάω στη δουλειά μου, ακόμα και αν έχω παρκάρει κάπου τελείως αντίθετα. Έχουν πεθάνει τρεις άνθρωποι, τον ένα τον γνώριζα, οι δύο ήταν μεγάλης ηλικίας. Μέσα σε αυτούς τους πέντε μήνες έμαθα πως δεν είναι έγκλημα να δώσεις ένα τσιγάρο σε μια γριά που έχει ξεχάσει να πεθάνει. Έγκλημα είναι να μη το δώσεις και εγώ τότε δεν το είχα δώσει και κάπως έτσι προτιμώ να περπατάω σε αυτόν εδώ το δρόμο, έχοντας πάντα στην τσέπη μου ένα πακέτο με τσιγάρα. Σήμερα έκατσα απέναντι από το μπαλκόνι της για μισή περίπου ώρα. Την περίμενα. Άναβα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, μήπως και ο καμένος καπνός την κάνει να φανεί σαν μια άλλη Ιουλιέτα στο μπαλκόνι. Τζίφος. Και μάλιστα τόσο τζίφος που τώρα πλέον σκέφτομαι πως εκείνη η γριά πρέπει να πέθανε ακριβώς μετά τις φωνές πίσω από την πλάτη μου.  Πρέπει να είχε καταλάβει πως πεθαίνει και το μόνο που ήθελε ήταν να καπνίσει ένα τσιγάρο. Μαλακίες. Είμαι αισθηματίας, βλέπω οπτασίες, ίσως τα χάνω λιγουλάκι αλλά με ένα σταθερό ρυθμό. Προσπαθούσα απλά να τη σώσω. Ξανά μαλακίες. Προσπαθούσα να γλιτώσω άλλη μια τράκα και ας πήγαιναν τόσα χρόνια που είχα ξεμπερδέψει με τον στρατό όπου ένα γεμάτο πακέτο μετατρεπόταν σε άδειο σε χρόνο κομμένο ροδέλες του χιλιοστού του δευτερολέπτου.
Φεύγοντας από το μπαλκόνι της χτύπησε το κινητό μου. Το σήκωσα.
«Καλησπέρα σας. Ο κύριος Τάδεδείνα;»


Και ξανά από την αρχή. 

Η ιστορία επαναλαμβανόταν χωρίς απαραίτητα να μας δίνει τις ίδιες ευκαιρίες για να επανορθώσουμε.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Το κατάλληλο γράμμα για να ξεκινήσει κανείς μια ιστορία είναι το γράμμα Ο. Ειδικά το κεφαλαίο. Ένας μεγάλος, στρογγυλός, τροφαντός κύκλος. Μια ενωμένη στριφογυριστή ευθεία. Ένα κενό κέντρο ή ένα περίγραμμα με ουσία. Το Ο είναι μια πορεία που δεν ξέρει κανείς από πού ξεκίνησε και πως τελείωσε. Ένας κύκλος δίχως ενώσεις, κολλήσεις και μερεμέτια. Ένας τέλειος κύκλος είναι ένα όμορφο γεωμετρικό σχήμα και στολίδι κατάλληλο για να ντύσει κάθε λέξη. Ίσως αυτή η τελειότητα του κύκλου να είναι ο λόγος εκείνος που έκανε τόσες πολλές γλώσσες του κόσμου να υιοθετήσουν το γράμμα Ο στο αλφάβητο τους. Παρότι δεν σκαμπάζω και πολλά από παγκόσμια γλωσσολογία έχω μια καταραμένη διαίσθηση πως τη στιγμή που οι χτιστάδες του πύργου της Βαβέλ περίμεναν τις πρώτες τους προμήθειες κυβόλιθων για να ξεκινήσουν το μεροκάματο τους, ακριβώς την ίδια στιγμή, το γράμμα Ο έριξε ένα πήδο και έφυγε μακριά, τόσο μακριά ώστε να μη χάσει την υπόσταση του. Να μη μπερδευτεί με συνομοταξίες, αντιθέσεις και πολέμους. Το γράμμα Ο έφυγε τόσο μακριά από εκείνο το γιαπί που έμεινε για πάντα λατρεμένο και το πιθανότερο είναι πως η γλώσσα το έχει ως το αγαπημένο της παιδί. Ίσως γιατί ήθελε να ανήκει παντού, ίσως γιατί δεν είχε την ανάγκη να ανήκει κάπου μόνο.
Η ιστορία λοιπόν ξεκινά με έναν τέτοιο τέλειο κύκλο. Με ένα γράμμα που βγήκε αρχικά ως επιφώνημα και μετά γκέλαρε τα ψαχνά του ξεκινώντας να στριφογυρνά. Ο Ιάσονας εκείνο το μεσημέρι ξεκίνησε την πορεία του με εκείνο το Ο, το κεφαλαίο, το μόνο γράμμα που δε ζητά βοήθεια ακόμα και όταν φωνάζει τον ίδιο του τον εαυτό με όλη του τη δύναμη. Τα φωνήεντα πάντοτε ήταν καλά με τον φόβο. Δεν υπήρχε κανείς σε όλη τη Γη που σε στιγμή φόβου η πανικού να πρόφερε κάποιο σύμφωνο. Όταν ξυπνούσε τα βράδια από κάποιον εφιάλτη ο Ιάσωνας και τόσοι Ιάσονες φώναζαν α ή ο. Εξαρτιόταν από τα γούστα και πάντοτε τα φωνήεντα ήταν η μόνη λύση για να ξορκίσουν το κακό, να φοβίσουν το δαιμόνιο με την ένταση τους.
Αυτά από ηχητικής άποψης μόνο. Αν φέρει κανείς ως εικόνα μπροστά του όλα τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου θα βρει και ένα νέο λόγο για να συμπαθήσει παραπάνω το γράμμα ο. Το μικρό αυτή τη φορά. Σας παραθέτω λοιπόν τα γράμματα εκείνα που είναι κλειστά, σφραγισμένα, σα να κρύβουν και εκείνα με τον δικό τους τρόπο κάποιο τρομερό μυστικό όπως το ο. Γράμματα όπως το α, το β, το δ και το φ είναι μερικά καλά παραδείγματα. Όλα αυτά τα γράμματα είναι συμπαγή. Λειτουργούν ως οχυρό που δεν αφήνει τον εχθρό να μπει μέσα τους, να τα κατακτήσει. Όλα αυτά τα γράμματα θέλουν τόσο να μοιάσουν στο ο, χωρίς όμως να το καταφέρνουν σε απόλυτο βαθμό. Δε το καταφέρνουν γιατί όλα τους βγάζουν μια μικρή γραμμούλα σε κάποιο τους σημείο που εγώ όπως το βλέπω είναι σα να απλώνουν χέρι για να ζητήσουν βοήθεια, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, σα να κάνουν οτοστόπ στην εθνική οδό με έναν τεντωμένο αντίχειρα, φορώντας μίνι αποκαλυπτική φουστίτσα.
Τα γράμματα είναι όπως οι άνθρωποι. Όλοι τους βγαίνουν σε δύο εκδόσεις. Σε μικρή και μεγάλη. Στις καλές τους στιγμές και στις κακές τους. Σε στιγμές ανθρώπινες και σε στιγμές μεγαλείων και υπερβάσεων. Τα γράμματα γίνονται κεφαλαία όταν στριμώχνονται μπροστά από τελείες, θέλοντας έτσι να ξεκινήσουν τη δική τους πρόταση. Τα γράμματα στην καθημερινότητα τους μένουν μικρά. Η καθημερινότητα είναι το μεγάλο ποσοστό του χρόνου που χρειάζεται για να περιγράψουν τον εαυτό τους και να πουν την δική τους εκδοχή περί αυτού. Κεφαλαία τα γράμματα γίνονται μόνο σε εξαιρετικές στιγμές και αν μου επιτρέπετε την γενίκευση: και ο άνθρωπος γίνεται μεγαλύτερος σε μερικές μόνο εξαιρετικές στιγμές της πορείας του. Ως εδώ λοιπόν όλα καλά. Αν το προχωρήσουμε όμως παραπέρα το γράμμα Ο είναι εκείνο που μένει ακριβώς το ίδιο, πεζό ή κεφαλαίο. Αν ρωτήσω τώρα εσάς πόσους ανθρώπους γνωρίσατε ή γνωρίζετε στη δική σας ζωή που να μένουν ακριβώς οι ίδιοι τόσο στις πεζές τους στιγμές όσο και σε εκείνες που το μεγαλείο τους αφρίζει ξεχειλώνοντας τα όρια της φαντασίας ενός μεγαλείου, τότε τι θα μπορούσατε να μου απαντήσετε;
Αν κάποιος μου πει πως το γράμμα Θ μένει το ίδιο. Πεζό ή κεφαλαίο. Τότε αυτό που μου απομένει να κάνω είναι να ξεταπώσω μια παγωμένη μπύρα και να κοιτάξω στα μάτια εκείνη τη γάτα που πλαγιάζει στο χαλάκι της βεράντας μου δίχως να την έχω προσκαλέσει και δίχως ποτέ να έχουμε αναπτύξει μιας τέτοιας μορφής οικειότητα που να της επιτρέπει να αφήνει τόνους από το λευκό της τρίχωμα πάνω στο όμορφα μαύρο μου πατάκι. Το γράμμα Θ λοιπόν είναι ένα σκέτο ψέμα. Συμφωνώ πως μένει το ίδιο, ή σχεδόν το ίδιο, στις μεγάλες του και τις μικρές του στιγμές αλλά παρόλα αυτά το Θ έχει εκείνη την παύλα στη μέση του που εμένα μου μοιάζει σα διπολική διαταραχή. Σα Τζέκιλ και Χαίντ, Σα Γιν και Γιάνκ τσακωμένα για τα καλά.  Το γράμμα Θ κρύβει το ένα κομμάτι του εαυτό του από το άλλο. Το Θ φοβάται τις αλλαγές και για αυτό και όταν σηκώνεται από την καρέκλα μένει τόσο ίδιο. Δε είναι η μετριοφροσύνη του αλλά η διχασμένη του προσωπικότητα που το κάνει να φέρεται έτσι. Νομίζω πως αν επρόκειτο κάποιος να μου τσουρουφλίσει τις πατούσες με ένα τσιγάρο, ενώ κρατάει πένσα για να μου βγάλει ταυτόχρονα τα νύχια, και να μου λέει, διαβεβαιώνοντας με πως τίποτε από αυτά δε θα συμβεί αν απλά και μόνο ουρλιάξω ΘθθθθθθθθΘΘ, τότε στα σίγουρα εγώ θα φώναζα ΟοοοοοΟ.

Με το Ο ένοιωθα πάντοτε περισσότερο άνετα.  Το ίδιο με τα φωνήεντα που πάντοτε βγάζουν με τη μια όλη την ένταση από μέσα τους. 

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΤΑ ΣΚΑΓΙΑ ΣΤΑ ΠΙΣΙΝΑ ΣΟΥ

Η ανθρωπότητα μοιάζει σαν αφηνιασμένο άλογο που του ρίχνουν με αεροβόλο στα πισινά.  Φτύνει αφρούς από το στόμα και τρέχει και τρέχει, δεν σταματά.  Ήμουν αρκετά μικρός για να θυμάμαι πότε ακριβώς ξεκίνησε αυτό αλλά η ιστορία από ότι έχω καταλάβει πρέπει να άρχισε πολύ πριν από τη γέννηση μου.  Ο κόσμος πάντοτε είχε μια μεγαλειώδη τάση να κάνει τα πράγματα όλο και χειρότερα.  Με λίγα λόγια μοιάζει σα να είμαστε φτιαγμένοι για να τα κάνουμε σκατά όλη την ώρα.  Εκεί που μια μαιμού πρίν από 100 χρόνια θα έτρωγε μια μπανάνα, και μια σύγχρονη μαϊμού θα έτρωγε μια άλλη μπανάνα με το ίδιο ακριβώς αγέρωχα πεινασμένο στυλ, ο άνθρωπος στο μεσοδιάστημα έχει ανακαλύψει τόσους πολλούς τρόπους, τόσες πολλές τροφές, τόσα διαφορετικά μέσα για να τη λαμβάνει που τελικά έχει χάσει αυτό το αγέρωχα πεινασμένο στυλ που όλα τα υπόλοιπα πεινασμένα ζωντανά διαθέτουν.
Και όσο για την τέχνη, αυτή και αν μοιάζει σα να βγήκε για να καλύψει τα κενά. Όσο πιο σκατά τα πάμε, τόσο πιο μεγαλειώδης η τέχνη και φυσικά - και το ξέρετε πως ισχύει πολύ καλά - και το ακριβώς αντίθετο.  Το είχε πει ο Μπουκόφσκι: Δίχως τον πόλεμο, ο Χεμινγουεϊ δεν θα ήταν παρά μια ανούσια λεπτομέρεια σε κάποια ταυρομαχία.  Όσο περισσότερο σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο, κάθε φορά και με πιο μοντέρνους τρόπους, τόσο θα υπάρχουν άνθρωποι που αντί να βαριούνται ή να τρελαίνονται ή να συμβιβάζονται ή να αφήνουν κάθε τι φωτεινό να σβήσει από μέσα τους, θα προσπαθούν να ξεφύγουν μέσα από εκείνο το μικρό άνοιγμα που πάντα το παράλογο αφήνει εκτεθειμένο σε κάποια του πλευρά.
Και όσο για την πολιτική;  Είναι μια χαμένη ιστορία.  Αν χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο για να αποφασίσεις τι θα ψηφίσεις από το να αποφασίσεις τι θα μαγειρέψεις, τότε πίστεψε με η πολιτική έχει φτάσει στο τέρμα της.  Έχει έρθει εκείνο το σημείο που πρέπει να αποφασίσεις το ποιός είσαι πραγματικά.  Έχεις ξεμπερδέψει με τους σωτήρες.  Εκείνους που σε ευνοούσαν δίχως εσύ να χρειαστεί να το προσπαθήσεις.  Δεν υπάρχουν λύσεις πλέον που η πολιτική σκηνή να μπορεί να δώσει.  Το πράγμα έχει δομηθεί τόσο καλά, τόσα χρόνια, που κατέληξε ως ένα άλλο ένα επάγγελμα που μπορεί κανείς να βγάλει πολλά χρήματα, μη κάνοντας τίποτα.  Είναι η εποχή που μοιάζει πιθανότερο κάποια απάντηση να βγει μέσα από καφενείο που συσσωρεύονται άνεργοι παρά από κοινοβούλιο.  Είναι η στιγμή της εξέγερσης αν με καταλαβαίνετε.  Εκτός αν είσαστε από εκείνους που πιστεύουν πάρα πολύ σε κάτι που δεν έχει δείξει ακόμα δείγματα γραφής.  Αν πιστεύετε στη μετά θάνατο ζωή για παράδειγμα, τότε μπορείτε κάλλιστα να περιμένετε να πάτε στον παράδεισο που η θρησκεία σας πρεσβεύει.  Να περιμένετε εκεί μικρότερες ουρές στα ταμεία ανεργείας, καλύτερο πρόγραμμα στην τηλεόραση, και έναν καναπέ που θα μπορείτε να την αράζετε μακάρια δίχως να χρειάζεται να σκέφτεστε τις τοκοχρεωλητικές δόσεις που υπολείπονται για την εξόφληση της αγοράς του.  Ένα τέτοιον παράδεισο τον σκέφτομαι και εγώ.  Ίσως με λίγο δωρεάν WiFi.  Ίσως και κερασμένα τα ποτά πρίν πάμε για ύπνο.
Αλλά ξέρετε κάτι;  Νιώθω πως έχουμε λίγο χρόνο ακόμα για να μπορέσουμε να το ψάξουμε και από εδώ που τώρα είμαστε.  Γιατί να αφήνουμε τον χρόνο έτσι;  Να περνά, να χάνεται, να μας γεμίζει ρυτίδες και καμιά πιτσιρίκα να μη μας κοιτά;  Γιατί να τρέχουμε και μεις σαν αφηνιασμένα άλογα με εκείνους τους τύπους με τα αεροβόλα να στοχεύουν τα πισινά μας;  Γιατί δε σταματάμε να τρέχουμε; γιατί δε γυρνάμε πίσω να δούμε; γιατί δεν αρχίζουμε να τρέχουμε καταπάνω τους;  Γιατί δεν παίρνουμε τη λίγη αυτή ζωή στα δικά μας χέρια και να τρέξουμε ελεύθερα στα λειβάδια της;  Γιατί περιμένουμε μερικούς τρελαμένους ποιητές να μας ξεκουνίσουν;  Γιατί ακόμα ψηφίζουμε ανθρώπους που την επόμενη ημέρα θα βρίσουμε;
Γιατί ο έρωτας έχει γίνει τόσο δύσκολος που εσύ τελικά σκέφτεσαι πως με μια μαλακία ξεμπερδεύεις πιο γρήγορα;

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΚΑΤΑΠΙΑΝ ΤΙΣ ΓΛΥΣΤΡΙΔΕΣ

Αν σήμερα με ρωτούσε κάποιος τι ευχή θα έκανα, θα του έλεγα δίχως δεύτερη σκέψη το να μιλά ο κόσμος λιγότερο. Δεν ξέρω πως στο διάβολο αλλά σήμερα έπεσαν πάνω μου όλοι όσοι ήθελαν να μιλήσουν για τα πάντα. Πάω στη διαχειρίστρια που είχα χρόνια να δω και άρχισε να μου δείχνει τις σωληνώσεις του φυσικού αερίου, να μου λέει για τα σιφώνια, για τον άντρα της και τα καρδιακά του επεισόδια. Έκανα ένα βήμα προς την εξώπορτα, έτοιμος να πω ένα ευχαριστώ και αντίο και τσούπ εκείνη έμπαινε μπροστά μου και συνέχιζε την ιστορία της ή έπλαθε μια καινούργια. Σαν συγγραφέας εκτιμώ τέτοιους ανθρώπους που από το τίποτα βγάζουν μια εγκυκλοπαίδεια, για την ακρίβεια τους ζηλεύω γιατί τον τελευταίο καιρό δε μπορώ να γράψω. Σαν Φίλιππος όμως τους βαριέμαι αφάνταστα. Βαριέμαι και τον ίδιο μου τον εαυτό που γίνεται τόσο μα τόσο υπομονετικός μαζί τους. Μόλις έφυγα με έπιασαν οι τύψεις. Μια γριά μόνη και δεν έχει να πει τον πόνο της. Αν ο πόνος της είναι όλα όσα μου είπε μπορώ να καταλάβω το γιατί νιώθει τόσο μόνη. Από την άλλη οι άνθρωποι, όσο περισσότερο μιλάνε, μου μοιάζουν και περισσότερο κενοί. Αυτό το συμπέρασμα έχω βγάλει και να με συμπαθάτε αν μιλάτε και εσείς πολύ. Προτιμώ μια σιωπή, να έρθει και να μπαστακωθεί και εγώ να αρχίσω να δημιουργώ μυστήρια στο μυαλό μου και να έχω την ανάγκη να ρωτήσω πρώτος αντί να μου απαντάνε σε ερωτήσεις που δεν ρωτήθηκαν ποτέ.
Καταφέροντας να ξεφύγω από τα δίχτυα της ατέρμονης πάρλας, βγήκα στον δρόμο ξαλαφρωμένος. ΤΣΟΥΠ ήρθε μια γειτόνισσα και με ρώτησε αν ξέρω κάτι για τους νέους γείτονες που ήρθαν στην πολυκατοικία. Μου πέρασε από το μυαλό να την ρωτήσω τι εννοεί. Αν θέλει να μάθει για το επάγγελμα, την ιθαγένεια, τα πολιτικά τους φρονήματα, την ομάδα αίματος, το πόσα παιδιά έχουν ή θέλουν να κάνουν, το σε ποια στάση κοιμούνται τα βράδια, αν βλέπουν γιουροβίζιον, αν ο άντρας σηκώνει το καπάκι της τουαλέτας όταν κατουράει, αν η γυναίκα φοράει ψηλοτάκουνα, αν ακούνε δυνατά μουσική, τι μουσική ακούνε, αν ακούνε μουσική και αν δεν ακούνε, γιατί. Τέτοια ήθελα να την ρωτήσω αλλά μπουχτισμένος όπως ήμουν από την ακατάληπτη πάρλα της πρώτης κυρίας αποφάσισα να μην το διακινδυνέψω. Περπάτησα γρήγορα και της είπα πως βιάζομαι και από όσο ξέρω οι γείτονες είναι απλά ένα ζευγάρι. Είδα με την άκρη της κόρης του ματιού μου την απογοήτευση της να κρέμεται ολόκληρη έξω από το ανοικτό παράθυρο του αμαξιού της που έχασκε σχεδόν παρκαρισμένο στη μέση του δρόμου. Ήταν μια από τα ίδια και αυτή. Ένας άνθρωπος έτοιμος να ξεκινήσει από το μηδέν μια ολόκληρη κουβέντα για ώρες.
Την είχα σκαπουλάρει για δεύτερη φορά.
Μόλις έφτασα στην δουλειά μου πετάχτηκε ένας γείτονας έξω και άρχισε να μου μιλάει για τα παιδιά του. Τον άφησαν να φτιάξει μόνος του ορισμένες ζημιές στο σπίτι. Δε του έφεραν μελομακάρονα αυτή τη χρονιά και ήταν η πρώτη. Η νύφη του τον στραβοκοίταξε προχθές και εχθές τον είχε πιάσει δυσκοιλιότητα και δεν είχε  κέφι να κρεμάσει τα λαμπάκια των γιορτών στο μπαλκόνι του τα οποία έτσι και αλλιώς ήταν καμένα τα μισά από πέρσι και έπρεπε να πάει στον υπάλληλο του καταστήματος να του τα ψάλλει γιατί κάηκαν στην εγγύηση και μιας και μιλάγαμε (;) για εγγύηση πως εγγυάται το μέλλον των παιδιών μας; Με ρώτησε για τον Τσίπρα και άλλα δαιμόνια. Σκέφτηκα να του φωνάξω δυνατά "ΕΛΕΟΣ" αλλά είμαι σίγουρος πως δεν θα με καταλάβαινε. Έφυγα και από εκεί τρέχοντας σχεδόν και ζητώντας συγγνώμη γιατί δεν μπορούσα να σταθώ επειδή βιαζόμουν.
Πήγα και κάθισα κάτω από ένα πεύκο. Πουλάκια κελαηδούσαν που και που. Μια γλυκιά ησυχία υπήρχε εκεί. Ήταν οι μοναδικοί ήχοι που άντεξα να ακούσω σήμερα. Ίσως γιατί τα πουλιά ό,τι έχουν να πουν το λένε με τραγούδι. Δε σε πιάνουν από τον γιακά και αρχίζουν τα λογίδρια τους. Τα πουλιά έχουν τσίπα, έχουν μπέσα, έχουν προσωπικότητα.
Πέφτοντας μια κουτσουλιά πάνω μου γύρισα και κοίταξα ψηλά.
"Τουλάχιστον εσύ τα σκατά που θέλεις να βγάλεις από μέσα σου, τα βγάζεις με τον πρέπον τρόπο" σκέφτηκα και είπα να μη του μιλήσω γιατί τα λόγια τελικά είναι τόσο μα τόσο λίγα.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

ΧΟΝΤΡΑ ΨΕΜΜΑΤΑ


Τον άκουγα να μιλάει και να μιλάει, να λέει ψέματα, το ένα πίσω από το άλλο ή και με την ανάποδη σειρά. Μιλούσε τόσο πολύ, με τόσο πάθος που οι ακροατές δεν έβρισκαν κάποιο κενό στον χρόνο για να μπουκάρουν μέσα και να αξιολογήσουν τα λεχθέντα. Εκείνος είχε γίνει μεγάλος τεχνίτης σε αυτή την τέχνη. Στην τέχνη της αποπλάνησης, παραπλάνησης, διαστρέβλωσης ίσιων πραγμάτων και ξεχειλίσματος μισογεμάτων ποτηριών. Μπορούσε να φέρει ένα πλανήτη πέντε σβούρες ή ακόμα και να του αλλάξει τροχιά.
Περίμενα πίσω από την πόρτα, ακούγοντας για εκείνο τον φανταστικό εαυτό μου μέσα από το ξεδοντιάρικο του στόμα. Τον σκεφτόμουν έτσι όπως τον είχα αφήσει. Κοντό τόσο σα κάθε του ψέμα να τον έκανε ολοένα και μικρότερο, χοντρό σα κάθε του κουβέντα να του ξεχείλωνε την κυριαρχική του κοιλιά. Υπήρχαν λίγοι άνθρωποι που είχαν καταφέρει κάτι αντίστοιχο και τα βιβλία περιέγραφαν τους σκληρούς θανάτους που είχαν βρει. Εκείνο που δεν περιέγραφαν τα βιβλία ήταν η μίζερη, στενή και άχρωμη ζωή τους.
Περιμένοντας λοιπόν πίσω από την πόρτα, ακούγοντας τα ψέματα στη σειρά και ένα βουβό πλήθος που ήθελε από κάπου να πιαστεί για να φρενάρει την πτώση της νοημοσύνης του, δεν άντεξα και μπήκα μέσα.
Τους έφερα μια γύρα στο βλέμμα μου και έκανα δύο βήματα ακριβώς για να μπορώ να σταθώ στο κέντρο τους. Είχε καταφέρει να στρέψει τους πάντες εναντίον μου και μάλλον είχα λίγες ελπίδες να επιζήσω τώρα πια. Δεν είχε νόημα να φέρω τα λοξά στην ευθεία τους, δεν είχε καμιά ελπίδα να προσπαθήσω να αποδείξω. Περίμενα μόνο για την πρώτη κίνηση και όταν αυτή έγινε, σβάρνισα το πάτωμα και βρέθηκα πίσω από τη ραχοκοκαλιά του. Τον έπιασα από την κοιλιά και τον έσφιξα. Άρχισε να ξερνάει, μέσα από εκείνο το τεράστιο στομάχι πετάχτηκαν κάθε λογής πράγματα. Τα περισσότερα ενδιαφέροντα, έπεφταν πάνω στο τραπέζι, στο πάτωμα, στις καρέκλες στις μπλούζες, στα κεφάλια. Άλλα τινάζονταν και κολλούσαν στο ταβάνι σα φρέσκος πλακούντας. Είδα τον κόσμο να εναλλάσσει τις θέσεις του, να ψάχνει, να βουτάει μέσα στους εμετούς του και να ξαφνιάζεται. Άλλοι έβρισκαν χαμένα πράγματα που τους είχε κλέψει κάποτε, άλλοι έβρισκαν κρυμμένες λύσεις στα προβλήματα τους, άλλοι - βλέποντας τους υπόλοιπους να κερδίζουν λάφυρα - βουτούσαν μέσα και έφερναν απλωτές μέσα στα γαστρικά του υγρά.
Τον έσφιγγα ολοένα και περισσότερο, μέχρι να αδειάσει τελείως, μέχρι να μείνει μόνος με τον εαυτό του χωρίς όλα εκείνα που είχε παραχώσει όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην τσιτωμένη του κοιλιά. Αν κάποιος από εσάς δοκίμαζε κάτι αντίστοιχο σε κάποιον πολιτικό θα ήταν θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο θα είχαν λυθεί ένα τσούρμο προβλημάτων.
Στο τέλος έμεινε σκέτος, ένα απολυφάδι σωστό. Μόνο δέρμα σχεδόν και κάτι κόκαλα να τον συγκρατούν στην ανθρώπινη στάση. Χαλάρωσα τη λαβή μου και έγειρα πίσω. Κατάφερε να σταθεί μόνο για μερικά δευτερόλεπτα όρθιος. Σα να προσπαθούσε να χαρεί για λίγο ακόμα την ανθρώπινη του όψη. Παρατηρούσα τον κόσμο εκεί μέσα να παραχώνει πράγματα και αλήθειες μέσα στις τσέπες, κάτω από παλτά και ανάμεσα από τις χούφτες του. Ξαφνικά όλοι έμοιαζαν απολύτως ικανοποιημένοι, παρότι πριν από λίγο εκείνος εκεί ο τύπος έμοιαζε σαν ο απόλυτος σωτήρας. Λίγοι γνώριζαν την εξίσωση. Όσο μεγαλύτερο το ψέμα τόσο ταχύτερη η απομάκρυνση όλων των στοιχείων που πίστεψαν σε αυτό. Η αλήθεια απεναντίας είχε αργούς χρόνους, μάζευε λίγους οπαδούς, σε όλα τα μήκη και πλάτη του χορο-χρόνου η αλήθεια έκανε μικρές πωλήσεις αλλά με ένθερμους και πιστούς φίλους. Κάτι που δεν κατάφερε το ψέμα ποτέ και πουθενά.
Εκείνος άρχιζε να λυγίζει και δεν πήρε πολύ ώρα έως ότου τα χέρια του ακουμπήσουν στο έδαφος. Ξάπλωσε μπρούμυτα και άρχισε να λικνίζεται σα χτυπημένη σαρανταποδαρούσα. Η ταχύτητα του οξύνθηκε και ξεκίνησε να έρπει μέσα στο χώρο. Σε κάθε του λίκνισμα γινόταν και μικρότερος. Η μετάλλαξη του είχε μια απίστευτη ταχύτητα και η περιέργεια μου για να δω που το πήγαινε και τούτη τη φορά με έκανε να τον ακολουθήσω σε όλη του την πορεία. Έμοιαζε σα να έψαχνε απεγνωσμένα για μια έξοδο. Τον πήρα από πίσω στο διάδρομο, στο δωμάτιο στα αριστερά και στη συνέχεια μέσα στην τουαλέτα. Πριν καταφέρω να τον δω καθαρά η άκρη του ματιού μου πέτυχε τα μικροσκοπικά του ποδαράκια να χώνονται μέσα στο σιφόνι του δαπέδου. Έσκυψα και τον είδα να έχει γίνει μια μικρή μπαλίτσα εκεί μέσα, μέσα από το σιδερένιο σχαράκι του σιφονιού.
Σκέφτηκα να τραβήξω το σχαράκι και να τον ισιώσω με τα δάκτυλα μου αλλά ήταν πολύ λίγο για ένα τόσο τρανό τύπο σα του λόγου του. Άνοιξα μόνο τη βρύση του νιπτήρα και τον παρατήρησα να κολυμπάει για λίγο πριν χαθεί για τα καλά μέσα στην τετράποντης διατομής πλαστική σωλήνα της αποχέτευσης.
Αυτή τη φορά είχε πάρει το σωστό δρόμο. Τα βρόχινα, καθαρά νερά έβγαιναν στα κράσπεδα μέσω των υδρορροών και τα βρώμικα νερά πήγαιναν στην αποχέτευση.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που εκείνος ο τύπος είχε βρει τον σωστό δρόμο, αν και τώρα πλέον τείνω να πιστέψω πως τα σκατά τα ίδια δεν θα συμφωνούσαν με αυτό.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ

Στο μετρό, μεσημέρι Παρασκευής, μπήκα στο βαγόνι, κάθισα, κοίταξα λίγο έξω να σιγουρευτώ πως απομακρυνόμουν και μετά κοίταξα την ηλεκτρονική ταμπελίτσα μέσα για να σιγουρευτώ πως δεν έκανα λάθος στην κατεύθυνση όπως τόσες άλλες φορές στο παρελθόν.
Στη συνέχεια έβγαλα ένα βιβλίο και ξεκίνησα να το καταπίνω. Ο Γκίντερ Γκράς και το ταμπούρλο του είναι μια μελωδική παρέα κάτι τέτοιες ώρες.
Οι στάσεις περνούσαν σα σελίδες από τη ματιά μου όπως οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν στα έγκατα της Γης, μέσα στο Μετρό και μέσα στο βαγόνι που εγώ βρισκόμουν. Δεν έδινα σημασία, όντας χωμένος μέσα στο βιβλίο μου. Μόνο αφού βγήκα έφερα στο μυαλό μου τις φευγαλέες εκείνες εικόνες που μάζεψα σηκώνοντας που και που το βλέμμα μου από τις γραμμές του βιβλίου για να δω τις γραμμές του τραίνου και τις γραμμές των ανθρώπων που περίμεναν να βγουν ή να μπουν στο βαγόνι.
Η συλλογή αυτή είχε ενδιαφέρον.
Μια γυναίκα όμορφη, ένας άντρας οικοδόμος γύριζε σπίτι, ένας ζητιάνος κυριλέ που πουλούσε στιλούς με τρία χρώματα ο καθένας. Μόνο πενήντα λεπτά παρακαλώ. Ένας ζητιάνος με εγκαύματα σε όλη του την αριστερή πλευρά, μια φοιτήτρια που διάβαζε για να φύγει κάποτε από την Ελλάδα, μια έγκυος που χάιδευε την κοιλίτσα της, ένας ιδρωμένος δικηγόρος με τα εξώδικα υπό μάλης και τέλος ένας νεαρός με τόσο όμορφο παρουσιαστικό και ντύσιμο που ήμουν σίγουρος πως ακόμα δεν έχει πάρει πρέφα από το παραμικρό.
Κάπου εκεί ένοιωσα άσχημα.
Ένοιωσα άσχημα πραγματικά.
Είπα πως είμαι στον κόσμο μου για να κάθομαι να διαβάζω αντί να παρατηρώ όλη αυτή την ποικιλία του κόσμου που όχι μόνο φτιάχνουν ένα ολόκληρο βιβλίο αλλά φτιάχνουν πολλά βιβλία που μπερδεύουν τις σελίδες τους το ένα με το άλλο, ανταλλάσσουν φράσεις, προτάσεις και δεν ξέρω και άλλο τι.
Μετά από λίγο ένοιωσα καλύτερα.
Πραγματικά καλύτερα.
Μη με ρωτάτε το γιατί, γιατί είτε ψέμματα θα σας πω ή θα σας απαντήσω πως δεν με ρωτήσατε το γιατί ένοιωσα άσχημα αρχικά. Γιατί λοιπόν να με ρωτάτε τώρα που νιώθω καλά διαβάζοντας τις τόσες διαφορετικές ιστορίες που οι άνθρωποι γύρω μας μας λένε και ενώ εκείνοι δεν μιλάνε, μια ιστορία βουβή αφηγούνται και εγώ τους ακούω παρόλο που αυτή δε μου μιλάνε, διαβάζοντας ένα τόσο υπέροχο βιβλίο σαν αυτό του Γκράς;

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΡΙΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ

Ήταν απόγευμα Τρίτης και αν η μνήμη μου δε με απατά ήταν Φθινόπωρο. Σημασία δεν είχε αλλά στα βιβλία που διάβασα τέτοιες λεπτομέρειες πάντοτε είχαν σημασία. Και η αλήθεια ήταν πως και στη δική μου περίπτωση είχαν σημασία. Τρίτη πρωί λοιπόν και τα μαγαζιά ήταν ανοικτά, ο κόσμος κοίταζε τις βιτρίνες λες και περιμέναν να ρουφηχτούν από κάποια χαραμάδα και να μετακομίσουν σε ένα στυλ ζωής κομμένο και ραμμένο όπως αυτό της βιτρίνας. Το φθινόπωρο επίσης είχε τα δίκια του. Ήταν η εποχή που και ο παραμικρός ήχος αποκτούσε σημασία. Το ποιητικό θρόισμα των φύλλων για παράδειγμα ή εκείνο το τρίξιμο της συστολής που χαρακτήριζε τους διεσταλμένους ανθρώπους των διακοπών του καλοκαιριού. Η σημασία της Τρίτης είναι πως αυτή είναι μια σχετικά αδιάφορη ημέρα εκτός και αν τυγχάνει να είναι και 13 όπου μια φορά στο τόσο η μέρα αυτή αποκτά μια σχεδόν γιορτινή υπόσταση. Τις Τρίτες πιστεύω πως μπορεί να προσέξει κανείς τα πιο αόρατα πράγματα που συμβαίνουν καθότι δεν έχει κάτι περισσότερο αβανταδόρικο για να ασχοληθεί. Οι Παρασκευές, τα Σάββατα και οι Κυριακές είχαν μια έπαρση άλλο πράμα, κουβαλούσαν πάνω τους όλο τον χαμένο χρόνο που έψαχνε εκτόνωση. Η Δευτέρα πάντοτε με ψυχοφάρμακα ήταν και όσο για την Τετάρτη δεν ζητούσε κανείς πολλά πολλά. Η Πέμπτη ήταν το πρώτο ραντεβού και όπως σε κάθε πρώτο ραντεβού αρμόζει ο καθένας έδινε παραπάνω ευκαιρίες από αυτές που κανονικά της αναλογούν.


Εκείνη την Τρίτη λοιπόν, ενώ άκουγα μέσα στο παρκαρισμένο μου αμάξι το γλυκό αεράκι να παίρνει το καλοκαίρι μακριά μου, ένιωσα σαν ένας καταξιωμένος μαέστρος. Άφησα κάθε ήχο να γίνει μέρος της στιγμής μου. Στην αρχή ήταν μόνο ένα αεράκι που σφύριζε ντροπαλά μέσα στο μισάνοιχτο μου παράθυρο, αυτός ο ήχος έμοιαζε με τον ήχο που παράγουν οι μπαγκέτες – σκουπάκια έτσι όπως πέφτουν πάνω στα τύμπανα. Μετά πετάχτηκαν δύο κόρνες αυτοκινήτων (γιατί η αλήθεια ήταν πως είχα κλείσει κάπως το πέρασμα με το άτεχνο μου παρκάρισμα), να και οι νότες σαξοφώνου. Κάθισα πιο μπόλικα στο κάθισμα και άνοιξα καλύτερα το παράθυρο μου. Οι νότες της κυρίας καθώς με έβριζε που έκλεινα τον πεζόδρομο ήχησαν σαν κλαρινέτο, ενώ το παιδί της που τσίριζε στο καροτσάκι ήταν το πρίμο σαξόφωνο. Ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω κανέναν ήχο να κάνει φτερά. Κρατούσα τους παλιούς ήχους και έψαχνα μετά μανίας να εναρμονίσω νέους ήχους στο τραγούδι της πόλης που πάλευα να συνθέσω. Δεν ήμουν σίγουρος το στυλ που θα κατέληγε τελικά να έχει αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν ήταν κάτι που ήταν στις προτεραιότητες μου. Γνώριζα πως όταν προσπαθεί κανείς να κατηγοριοποιήσει ή να ενταχθεί σε μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων τότε δεν προέκυπτε κάτι άξιο λόγου. Το αντίθετο μάλλον. Το ίδιο συνέβαινε στην τέχνη, στην πολιτική και στην κοινωνία. Όταν κάτι προκύπτει μέσα από εσένα δίχως να προσπαθείς να το περάσεις από το τελωνείο τότε υπάρχουν πολλές πιθανότητες να γίνει κάτι όμορφο. Αν δε, έχεις και κάτι να πεις, κάτι που ίσως σκέφτηκες μια νύχτα μαύρη που έμοιαζε να έπεσε για τις σκέψεις σου και μόνο, τότε θα προκύψει κάτι που θα ζει ακόμα και όταν εσύ ο ίδιος τινάξεις όλα τα πέταλα γύρω από το ξερό σου κοτσάνι. Η μουσική εξελισσόταν, έγχορδες φωνές μιας τρελής πολιτείας συνοδευόταν από πρίμα τακουνάκια να χτυπάνε στα πεζοδρόμια ενώ φούστες ανέμιζαν από πάνω τους, μπάσα κλείσιματά από πόρτες διαμερισμάτων που χτίστηκαν για να σαγηνέψουν την επαρχία κάνοντας τα κουστουμαρισμένα παιδιά των αγροτών να θέλουν να γίνουν αγρότες. Ήχοι έρχονταν από παντού, από τις εξατμίσεις, από τα κενά καταστήματα με τους αμέτρητους λογαριασμούς κάτω από τις πόρτες τους, από το σούρσιμο των βημάτων στην ουρά του ΟΑΕΔ, από τις γάτες που χώνονταν ανάμεσα σε ανθρώπους μέσα στους κάδους ανακύκλωσης που μόνο το μπλε τους και όχι το περιεχόμενο τους βάφτιζε έτσι. Ήχοι ερχόντουσαν από παντού και συνέθεταν μια μελωδία ενόσω η ζωή είχε αργήσει και πάλι στο ραντεβού της.


Η παρατεταμένη κόρνα του περιπολικού ήρθε σαν κορύφωση μιας υψιφώνου με καριέρα παγκοσμίου εμβελείας.  Τα παιδιά εκείνη την ώρα ορμούσαν έξω από την τράπεζα και μέσα στο αμάξι μου. Το τραγούδι είχε φτάσει στο τέλος του πλέον. Έβαλα πρώτη και όρμησα εκεί έξω ακούγοντας την σειρήνα να μας ακολουθεί, όλοι εκείνοι οι ήχοι τελικά έκαναν φτερά. Έμοιαζε σαν να εκτοξευτήκαμε στο κενό. Θα σωζόμασταν ή θα χανόμασταν. Θα γινόμασταν νότες ή θα σκονιζόμασταν στα αυλάκια ενός ξεχασμένου βινιλύου.

   
«Πόσα;» ρώτησα κοιτώντας τα κόκκινα φανάρια να μας κοιτάνε και τα αμάξια να φαλτσάρουν στα φρένα τους.



«Αρκετά για να βγάλουμε τον πρώτο μας δίσκο» μου απάντησε ο Πέτρος ο μπασίστας. Κάτι θα ήξερε. Όταν καταφέρεις να φτιάξεις ρυθμό με τέσσερις μόλις χορδές βλέπεις τα πράγματα πιο απλά.

 Όπως πράγματι είναι.

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

ΝΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΦΘΗΝΟΤΕΡΑ ΑΚΡΙΒΟ!

Χαλάνδρι-Πανόρμου, κάμποσα μέτρα κάτω από την επιφάνεια απροσμέτρητων ζευγαριών παπουτσιών που πηγαίναν και ερχόντουσαν από δουλειά σε δουλειά και από ανεργία σε ανεργία. Προσωπικά εκείνη την ημέρα προτίμησα το μετρό και το μειωμένο του εισιτήριο. Η κυβέρνηση το έριξε 20 λεπτά, από το 1,4 στο 1,2. Κάτι ακουγόταν και για το πετρέλαιο θέρμανσης αλλά ο χειμώνας αργούσε ακόμα, πόσο μάλλον οι σκέψεις των βουλευτών. Η μείωση του εισιτηρίου με είχε κάπως χαροποιήσει γιατί ήταν από τις λίγες εκείνες φορές που μπορούσα να κάνω κάτι με τρόπο φθηνότερο από πριν, αν και η πραγματικότητα ήταν πως πριν δεν μπορούσα να κάνω σχεδόν τίποτα πέρα από το να προσπαθώ να μείνω ζωντανός (γεγονός που σε πολιτισμένους τόπους θεωρείται αυτονόητο). Όπως και να είχε,  στην τσέπη μου βρισκόντουσαν μόνο 120 λεπτά του ευρώ και έτσι  τώρα μπορούσα να κάνω έστω αυτή τη βόλτα.


Θεωρούσα πως θα είχα στη διάθεση μου μιάμιση ώρα για να μπορώ να επιστρέψω με το ίδιο εισιτήριο αλλά για κακή μου τύχη μαζί με τη μείωση του τιμήματος της βόλτας μου, είχε μειωθεί και η διάρκεια του. Είχα στη διάθεση μου μόνο 70 λεπτά της ώρας για να σουλατσάρω πριν βρεθώ και πάλι στην αφετηρία. Ήταν κάπως γελοίο να αλλάζεις τα μέτρα και τα σταθμά. Ανέντιμο. Ήταν σα να ακούς τον μανάβη να φωνάζει την τιμή της πατάτας και εκεί που σου φαίνεται συμφέρουσα και πας να γεμίσεις μια σακούλα, στο ταμείο να σου λέει πως η τιμή αφορούσε το τεμάχιο ή τα 100 γραμμάρια, σε καμία πάντως περίπτωση δεν αφορούσε το ένα ολοστρόγγυλο κιλό που είχες συνηθίσει να φωνάζουν όλοι οι μανάβηδες σε όλες τις γειτονιές.
Τέλος πάντων, εκείνη τη μέρα η βόλτα μου δε είχε διάρκεια μεγαλύτερη των 70 λεπτών και έτσι δε χρειάζεται να γκρινιάζω περισσότερο από όσο ήδη έχω πράξει. Ακύρωσα το εισιτήριο, έκανα ένα πάνω κάτω στην πλατφόρμα, κοίταξα την οθόνη με τον υπολειπόμενο χρόνο για την άφιξη της αμαξοστοιχίας και παρατηρούσα τους ανθρώπους που περίμεναν όπως και εγώ, παρατηρώντας και εκείνοι με τη σειρά τους του υπόλοιπους και μαζί με αυτούς και εμένα τον ίδιο. Αυτό μου έδινε μια σιγουριά πως στην ανθρωπότητα ο ένας συνδεόταν με όλους τους υπόλοιπους με τρόπο αν όχι απόλυτα αρμονικό, ωστόσο με κάτι που αποτελούσε το πρώτο βήμα του νοιαξίματος ή έστω της απλής περιέργειας. Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα είχε τραβήξει την προσοχή μου. Δεν παρατηρούσε κανέναν και όση ώρα και να την κοίταζα εκείνη κοίταζε την κόκκινη λωρίδα που βρισκόταν στο δάπεδο και χρησίμευε στο να μη πέσει κανένας στο κενό ή συμπαρασυρθεί με το γιγάντιο γρήγορο και ατσάλινο σκουλήκι όπως θα έλεγε ένας ινδιάνος αν προσπαθούσε να δώσει ένα περισσότερο νόστιμο όνομα στο μετρό.


Το τραίνο ήρθε, η γυναίκα μπήκε και γλιστρώντας πίσω της κατάφερα να καθίσω στο απέναντι κάθισμα από εκείνη. Κοιτούσε έξω. Κοιτούσε το μαύρο πίσω από το τζάμι, τους σταθμούς να εναλλάσσουν τα χρώματα, τις αρχιτεκτονικές ιδέες και τους ίδιους τους ανθρώπους που ίδιοι έμεναν, όσο διαφορετικός και να ήταν ο κάθε σταθμός και ανεξάρτητα του ποιος εικαστικός τον είχε επιμεληθεί.  Είχε βγάλει από την τσάντα της ένα βιβλίο και προσπαθούσε να διαβάσει, που και που μόνο του έριχνε μια ματιά. Την περισσότερη ώρα μουρμούριζε κάτι και έκλαιγε. Έκλαιγε τόσο αόρατα όμως που πιστεύω πως κανείς άλλος εκεί μέσα δε θα το είχε προσέξει. Έκλαιγε από μέσα της με εκείνον τον τρόπο που σιγά σιγά μάθαινα και εγώ μεγαλώνοντας, κερδίζοντας εμπειρίες και χάνοντας μικρά κομμάτια από τον εαυτό μου.


Στη στάση εθνική άμυνα ήταν που προσπάθησα να την καταλάβω, να εξηγήσω τον βουβό της πόνο γιατί ήξερα πως μόνο οι πόνοι που μένουν βουβοί έχουν ένα σημαντικό βάθος και μια κάποια αξία. Φορούσε μαύρα και το γεγονός αυτό μπορεί να σήμαινε πως είχε χάσει πρόσφατα κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο. Πάλι όμως, ήταν περίεργο να κουβαλά ένα βιβλίο στην τσάντα. Τα μικρά, λευκά κυκλάκια στο μαυροφόρεμα της έδειχναν πως και κάποιος να είχε πεθάνει θα είχε περάσει αρκετός καιρός. Χρόνια, ίσως και δεκαετία. Τα λευκά φωτάκια μέσα σε ένα πένθιμο φουστάνι λειτουργούν όπως οι φυσαλίδες από το ξέσπασμα της ανάσας κάτω από το νερό. Το θανατικό πρέπει να της στέρησε την ανάσα για πολύ καιρό αλλά εκείνη τώρα, με αυτό το φόρεμα, έμοιαζε σα να άρχιζε και πάλι να αναπνέει. Τότε τι; Γιατί; Της είχε αφήσει μήπως χρέη δυσβάσταχτα ο μακαρίτης; Μήπως είδε κάποιον στο βαγόνι που της τον θύμισε; Μήπως ήταν τρελή και η αιτία του πόνου της άγνωστη ακόμα και στον γιατρό της; Η τρέλα πάντα ήταν το τέρμα εκείνο που οδηγούνται όλοι όσοι δεν κατάφερναν να εξηγήσουν και να καταλάβουν τον τρελό. Ήταν η λέξη εκείνη που κρατούσε τις αποστάσεις, που τηρούσε τις αναλογίες, που βαστούσε τον καθένα από εμάς πάνω στην γνώριμη σκακιέρα της ζωής. Προσωπικά δε μου άρεσε να καταλήγω σε τέτοια συμπεράσματα και ίσως γι’ αυτό θα έπρεπε να γίνω ψυχίατρος ή απλά ένας μπάρμαν για να μπορώ να μελετάω καλύτερα την ανθρώπινη φύση. Όμως δεν έγινα, ούτε το ένα, ούτε το άλλο και ενώ για το πρώτο βρήκα γιατρειά σε φίλους που κοστίζουν λιγότερο και αξίζουν περισσότερο, το δεύτερο σπάνια εξασκούσε αυτή την πλευρά του επαγγέλματος καθότι αναλωνόταν στο περισσότερο πιπεράτο παιχνίδι με πιτσιρίκες που στα μάτια ενός μπάρμαν έβλεπαν την καταξίωση της υποκειμενικά ηφαιστειακής γυναικείας τους φύσης.


Στην Κατεχάκη η κυρία εκείνη σταμάτησε να κοιτάζει μαζί με τον βουβό της πόνο έξω από το παράθυρο. Έπεσε με τα μούτρα στο βιβλίο και μουρμουρούσε. Ίσως τα λόγια του βιβλίου το οποίου προσπαθούσε να αποστηθίσει. Ίσως ήταν ηθοποιός του θεάτρου και πρέπει να ήταν πραγματικά σκληρό να προσπαθήσεις να διαβάσεις ένα θεατρικό έργο γραμμένο σαν έργο αντί σα μυθιστόρημα. Το είχα προσπαθήσει μια φορά και μου έμοιαζε σα να προσπαθείς να φας μια σούπα με το πιρούνι. Ίσως τελικά ήμουν κάπως υπερβολικός γιατί ένας άνθρωπος ντυμένος στα μαύρα με ένα βιβλίο στο χέρι και έναν κρυμμένο πόνο πίσω από τα μάτια να μη σημαίνει και τίποτε το ιδιαίτερο. Στο κάτω κάτω η όλη εξέλιξη του ανθρώπινου είδους βασίστηκε ακριβώς σε αυτό. Στο να μη δίνει σημασία στις λεπτομέρειες. Οι μεγάλες ιδέες πάντοτε είχαν περισσότερα να πουν και να πάνε λίγο πιο πέρα το είδος μας. Αν κάθε τρείς και λίγο στεκόμασταν πάνω σε κάποια ραγισμένη ψυχή και στεγνωμένη καρδιά τότε δε θα γινόταν τίποτε το αξιοσημείωτο και ούτε με αμάξια θα κυκλοφορούσαμε, ούτε στο διάστημα θα πηγαίναμε, ούτε η βιομηχανική επανάσταση θα υπήρχε στην κοινωνιολογία του λυκείου και πολύ φοβάμαι πως ούτε το μετρό – που τώρα μέσα του σκέφτομαι – θα υπήρχε.


Στην Πανόρμου κατέβηκα. Αυτή τη φορά δεν ξεχάστηκα σαν κάποιες φορές που στάση μου γινόταν το τέρμα και η αφετηρία της επιστροφής. Είχα μόνο 53 λεπτά ακόμα για να κάνω τη βόλτα μου και να επιστρέψω. Είχα αποφασίσει πως δεν μου έκλεψε κανείς τα πλεονάζοντα είκοσι λεπτά της βόλτας. Πως εγώ κατάφερα με είκοσι λιγότερα σεντς να κάνω του κεφιού μου. Είχα αποφασίσει πως τα ασπράκια στο φουστάνι της γυναίκας κάποτε θα φούντωναν σε ολόλευκους κρίνους και ο πόνος της θα κυλούσε στους συρμούς και όχι πια στο ίδιο της το βλέμμα. Είχα αποφασίσει πως όλοι εμείς που πηγαίναμε και ερχόμασταν κάθε μέρα στο μετρό έπρεπε να φτιάξουμε μια μέρα που φτάνοντας στο τέρμα της θα κοιτάξουμε πίσω και δε θα δούμε μόνο στάσεις και βαγόνια, ώρες και ευρώ, αλλά μια όμορφη βόλτα που ευλογημένη ήταν ή ώρα που την ξεκινήσαμε.