Μια ακολουθία από κούφιες νότες καμένου ξύλου
ακούγονταν μπροστά του. Εκεί μπορούσε κανείς να αφουγκραστεί όλους εκείνους
τους ήχους που ακροβατούσαν μεταξύ ζωής και θανάτου. Σάρκες πεύκων που
καψαλιζόντουσαν σε ένα αδυσώπητο νοτιά, κουκουνάρες που εκτοξεύονταν
λαμπαδιασμένες, κρώζοντας και φτύνοντας μικρές φλόγες στην πορεία τους,
αλυχτήματα από αλεπούδες, λύκους και κουνάβια που έτρεχαν να σωθούν.
Εκεί, στο βάθος του δάσους μπορούσες να ακούσεις τα φίδια να έρπουν ανάμεσα
στις φλόγες, σκάζοντας τελικά σε μικρά υπόκωφα υγρά «πλόφ» από κάποια
λοξοδρομούσα πύρινη γλώσσα. Όλο το ζωικό βασίλειο έβαζε τα δυνατά του να την
βγάλει καθαρή από αυτή τη μανία. Τα δέντρα μόνο έμεναν αμέτοχα στη φυγή.
Έλιωνε το ρετσίνι σα δάκρυ στους κορμούς. Τα φυλλόμαλλα τους
μαδούσαν σε σπίθες, πεφταστέρια στον βουβό πόνο αυτής της νύχτας.
Εκείνος είχε βάρδια. Ήταν επικεφαλής της
πυρόσβεσης. Δόλιο πόστο, να θέλεις να σώσεις κάτι ξέροντας ότι ποτέ δε θα τα
καταφέρεις ολότελα. Να περιορίσει μόνο μπορούσε και στο τέλος, αν όλα πήγαιναν
κατ’ ευχή, να καταβρέξει τα αποκαΐδια και να πάει στο σπίτι του να κοιμηθεί
αποκαμωμένος και ολότελα ρουφηγμένος από την κάψα. Σάρωνε με τη μάνικα
του το καταραμένα βαθύ πορτοκαλί μπροστά του και εκεί που για λίγο γινόταν
μαύρο και γκρι, νασου ξανά να φουντώνει και να ζυγώνει. Άκουγε την ορμή
του νερού να πέφτει σαν άοπλοι στρατιώτες της πρώτης γραμμής. Όλα εκείνα
τα κυβικά του νερού! Θεέ μου, τι άνισος αγώνας. Η φλόγα χρειάστηκε μόνο μια
σπίθα για να αρπάξει. Από μια μανία ξεκίνησε, με την τρέλα μέσα της
γιγαντώθηκε. Το νερό ακολούθησε όλη αυτή την πορεία από τα σύννεφα στη
Γη. Τον μακρύ το δρόμο, τον δύσκολο. Ατμός που σκαρφάλωνε στα ουράνια και
περίμενε να γίνει ψιχάλα, να βαρύνει, να κατηφορίσει, να ποτίσει το χώμα, να
φουσκώσει ποτάμια, να ξεπλύνει σκόνη και πληγές και στο τέλος να γίνει ξανά
αχνός, να ανεβεί ψηλά. Το νερό ακολουθούσε την αέναη πορεία της ανακύκλωσης. Η
φωτιά απεναντίας ορθώνονταν με τα τρελά της μάτια από το τίποτα για να
καταλήξει ξανά σε αυτό.
Όλο το χωριό βρισκόταν μαζεμένο πίσω από το όχημα
της πυροσβεστικής. Μέσα από τα μάτια των ανθρώπων μπορούσε κανείς να διακρίνει
όλες τις αποχρώσεις της φλόγας. Μάτια τεντωμένα από τον κίνδυνο να χαθούν όλα.
Τα δέντρα, τα σπίτια, η ξύλινη κουνιστή καρέκλα της γιαγιάς, οι αλεπούδες και
τα πεύκα που πάνω τους σκαρφάλωναν τα παιδιά για να φτιάξουν δεντρόσπιτα και να
πετάξουν κουκουνάρες στους συμμαθητές που περνούσαν από κάτω. Ξαφνικά
τίποτε από αυτά δε μετρούσε. Όλα αυτά γινόταν ένα και έπρεπε μονομιάς να σωθεί.
Μαζί με την επιβίωση έπρεπε να τα κουβαλήσεις όλα. Την καρέκλα της γιαγιάς, το
σπίτι, την κούνια που κρεμόταν στο κλαδί, το καινούργιο κουστούμι. Όλα είχαν
πλέον σημασία. Τα ζωντανά έτρεχαν να φύγουν σώζοντας την ύπαρξη τους. Ο
άνθρωπος κουβαλούσε περισσότερα και δε μπορούσε να ελιχθεί με την ίδια ευκολία.
Όσα μάζευε βάραιναν το φευγιό του και εκείνος γινόταν σταδιακά όλο και πιο
βαρύς, δύσθυμος, δύστροπος και κάθε κακό της μοίρας του. Απομακρυνόταν από
τον λόγο για τον οποίο γεννήθηκε και κανείς ποτέ δεν ανακάλυψε τις αιτίες
παρότι αυτές υπήρχαν. Ψάχνοντας στα λάθος μέρη, συσσώρευσε ένα σκασμό
αχρείαστες ανέσεις. Ανέσεις που πολλές φορές άναβαν τα σπίρτα στα βουβά δάση
μιας καλοκαιρινής νύχτας με αέρα. Ανέσεις που δημιουργούσαν την ανάγκη να
υπάρχουν πυροσβέστες, αστυνόμοι και δικαστές. Το στρίψιμο της βίδας δημιούργησε
τόσα επαγγέλματα που το μόνο που έκαναν ήταν να προσπαθούν να βάλουν σε σωστή
τροχιά το ανθρώπινο είδος. Επαγγέλματα που δε προχωρούσαν ούτε ένα βήμα μπροστά
την ανθρώπινη πορεία παρά μόνο προσπαθούσαν να διορθώσουν τη λοξή τροχιά της. Επαγγέλματα
που προσπαθούσαν να ανακόψουν την φόρα ενός κόσμου που τρελαινόταν μέρα με τη
μέρα.
Μια γριά πετάχτηκε από το πλήθος και γαντζώθηκε
πάνω του. Ο πυροσβέστης την κοίταξε και είδε τη μανία να προσπαθήσει κανείς να
σωθεί από κάτι γιγάντιο με τις λιγοστές του δυνάμεις. Προσπάθησε να του αρπάξει
τη μάνικα από τα χέρια και να την κατευθύνει στο σπίτι της. Ο πυροσβέστης την
έπιασε από τη μέση, οδηγώντας τη παραπέρα, μακριά από τη σωλήνα και τη φωτιά.
Εκείνη του είπε για τους κόπους μιας ζωής, για τις θυσίες, τον είπε άχρηστο και
μπαγάσα και να ξέρε αυτός τι είχε περάσει η δόλια για να χτίσει το σπίτι της.
Πίσω, στη γυαλάδα του κράνους του, η πυρκαγιά λυσσομανούσε, εκείνος δε
καταλάβαινε, προσπαθούσε μόνο να την κατευνάσει. Πριν ήταν η φωτιά, τώρα αυτή η
γριά. Πυρκαγιές παντού ξεφύτρωναν, με φλόγες ή χωρίς. Η ανακύκλωση των
προβλημάτων δεν είχε σταματημό. Της εξήγησε αλλά δε καταλάβαινε, του έριξε
κατάρες μαζί με τα λιγοστά σάλια από το ρουφηγμένο της στόμα. Απομακρύνθηκε και
ξαναπλησίασε στην επιχείρηση πυρόσβεσης. Κοίταξε όλα αυτά τα ζώα να ξεπηδάνε
μέσα από την κόλαση και αναλογίστηκε το πόσο σοφότερα ήταν από τους ανθρώπους.
Με την άκρη του ματιού του είδε ολόκληρο το χωριό
να κατευθύνεται πάνω τους. Άνθρωποι με πυρακτωμένα μάτια, αγριεμένοι. Χαλάρωσε
το σφίξιμο της σωλήνας και τους παρατήρησε να τραβάνε όπως όπως τους
πυροσβέστες. Άφησε τη μάνικα κάτω και έκανε στο πλάι. Παρατηρούσε δεκάδες
ανδρών να πέφτουν πάνω σε κάθε πυροσβέστη και να χτυπάνε με λύσσα, τους είδε να
τραβολογάνε τη μάνικα και μετά να προσπαθεί ο καθένας από αυτούς να κατευθύνουν
το νερό της πάνω στα σπίτια τους. Έβλεπε την ασύντακτη πορεία του νερού να
πηγαίνει πότε προς το ένα σπίτι και πότε προς το άλλο. Οι χωρικοί άρχισαν να
ανταλλάζουν βρισιές μεταξύ τους. Που και που έπεφτε κάποια μπουνιά και όλο και
περισσότεροι ξάπλωναν κάτω αιμόφυρτοι πριν ξανασηκωθούν για να χιμήξουν πάνω
στη σωλήνα. Στο τέλος είδε τη μάνικα αφημένη, να σπαρταράει σα
λαβωμένο φίδι και να κοπανάει ότι βρίσκει στο διάβα της. Μερικοί έπεφταν κάτω
από τα χτυπήματα της και δεν ξανασηκώνονταν και κάποιοι άλλοι
γρονθοκοπιόντουσαν ή έτρεχαν φοβισμένοι από τη φωτιά και τον ξέφρενο χορό της
πυροσβεστικής σωλήνας. Στιγμιαία ευχήθηκε να μπορούσαν όλα να χαθούν μέσα στις
φλόγες και να μείνει μόνο μια ελπίδα στον μαύρο, ξεραμένο και καμένο τόπο. Μια
ελπίδα υγιής που από αυτή μόνο φουντωτά αγριολούλουδα θα πάρουν να φυτρώνουν.
Όλα από την αρχή ξανά. Ένα νέο bing bang που θα τροφοδοτούσε μια νέα ιδέα μέσα
από τον χαμό. Από έμπειρος πυροσβέστης έγινε ξάφνου ερασιτέχνης πυρομανής.
Λάτρεψε τη φλόγα, είδε την εξαγνιστική της λάμψη, επιθύμησε τη καταστροφή,
θέλησε το γκρέμισμα αν ήταν κάτι νέο να ξεπηδήσει.
Αποτραβήχτηκε και κρύφτηκε πίσω από το
πυροσβεστικό, παρατηρώντας ζώα να ξεπροβάλλουν με λαμπαδιασμένες τις ουρές τους
και σπουργίτια να εκτοξεύονται καρβουνιασμένα σε μια φαλτσαριστή πορεία, πριν
πέσουν ξερά αποκαΐδια στα πόδια του. Έπιασε την παροχή του νερού και την γύρισε
ελαφρά. Η πίεση του νερού εξασθενούσε. Μετά πήρε ένα γαλλικό κλειδί και
ξεβίδωσε τον ένα πόλο την μπαταρίας. Πέταξε το κλειδί μακριά, μέσα στις φλόγες.
Η μάνικα έπεσε εξουθενωμένη, αφήνοντας ένα μικρό ρυάκι μόνο να κυλάει από το
στόμιο της. Κοίταξε τους κατοίκους του χωριού και κατευθύνθηκε προς το μέρος
τους. Είδε τη φλόγα μέσα στα μάτια τους, την έξαψη, την τρέλα, τη μανία, την
ολοκληρωτική λύτρωση του θανάτου και δεν έχασε ούτε για μια στιγμή το βήμα του.
Όλη εκείνη η ποικιλία των ήχων που άκουγε πριν, τώρα είχε μετατραπεί σε έναν
μονότονο αχό. Τον αχό μιας μάχης προς το πουθενά.
Στάθηκε μπροστά από τις φλόγες και έχωσε το ένα
του πόδι μέσα τους, Εκεί πίσω βρισκόταν ένα κουνάβι που σε λίγο θα γινόταν
παρανάλωμα. Το έπιασε από την κοιλιά και το παράχωσε μέσα στη στολή του, πηδώντας
έξω από τον κύκλο της φωτιάς. Έτρεξε μακριά, μακριά από τη φωτιά και το χωριό,
κρατώντας το κουνάβι μέσα στη στολή του. Μόλις οι ανάσες του τον εγκατέλειψαν,
ξάπλωσε κατά γης και τράβηξε το φερμουάρ. Το κουνάβι πετάχτηκε τρομαγμένο, το
είδε να τον κοιτά και μετά να τρέχει σα να έμαθε μόλις χθες να περπατά. Αυτό
τουλάχιστον είχε κάποιες ελπίδες παραπάνω από ότι εκείνοι οι άνθρωποι. Ίσως από
τους ανθρώπους γενικά. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Κανένας δεν ήθελε να χάσει την
πίστη του στους ανθρώπους. Κανένας από όσους έσβηναν και άναβαν φωτιές. Κανένας
που απλά τις κοιτούσε να φουντώνουν τριγύρω.
Σα να ένιωσε το κουνάβι να σταματά για να του
ρίξει μια ματιά. Δεν ήταν σίγουρος όμως. Έτσι όπως είχε γυρίσει την πλάτη του
για να επιστρέψει πίσω δε μπορούσε να το ξέρει. Το ένιωσε μόνο. Ένα βλέμμα σαν
ένα σιωπηλό ευχαριστώ.