Από κάποια χρονιά και μετά θυμάμαι ότι σταμάτησα να τρώω
τούρτα στα γενέθλια μου. Θέλεις το σάκχαρο, θέλεις το ότι αυτή γέμιζε με μικρές
τρυπούλες από τα πολλά κεράκια και έκαναν αφρό την μπουκιά μου, εγώ σταμάτησα
να τσιμπολογάω κομμάτια και κομματάκια. Έριχνα ένα φύσημα μόνο, πασπαλισμένο με
μπόλικο αδέξιο χαμόγελο και άρχιζα να εξαφανίζω τα κεράκια από την τούρτα και
να καλύπτω τις τρυπούλες με την περιφερόμενη σαντιγί της επιφάνειας της. Το
έγκλημα είχε γίνει αλλά εγώ θα το κάλυπτα!
Μετά ξεκινούσε η μουσική και εγώ δώστου να χορεύω και να
τραντάζομαι. «Κοιτάξτε με καλέ τι fit που είμαι. Θα το λέγατε ποτέ ότι
σήμερα κλείνω τα …Σσσσσς». Τι Clash,
τι David Bowie με τα «let’s dance”. Γινόμουν το επίκεντρο
του πάρτι. Η γραβάτα μου χοροπηδούσε, οριζοντιωμένη με την πίστα και τα κόκκαλα
μου έτριζαν σα κάποιος να είχε φτιάξει ένα εργαλείο με αυτά. Το χαιρόμουν όμως, το πάλευα αρκετά και πάντα
πετούσα τα κεράκια στα σκουπίδια και τη σακούλα την έδινα στον τελευταίο
επισκέπτη να την πετάξει στο κάδο, σφιχτά κλεισμένη.
Την επόμενη μέρα ξυπνούσα πιασμένος. Τις καλές χρονιές η
επόμενη ημέρα έπεφτε Σάββατο ή Κυριακή και ραχάτευα στριφογυρνώντας στο κρεβάτι.
Τις άσχημες χρονιές, απλά ένοιωθα ότι μεγάλωνα. Πιασμένος παντού από τον show of χορό μου και προσπαθώντας
να κουνήσω έστω και ένα μου ρουθούνι, σηκωνόμουν βαριεστημένα από το κρεβάτι
και ετοιμαζόμουν για τη δουλειά.
«Τώρα τι κατάλαβες μαλάκα;». Η κλασική μεταγενεθλιακή
ερώτηση της αμέσως επόμενης ημέρας. Την έκανα συνήθως μπροστά στον καθρέπτη όσο
ξυριζόμουν και έριχνα το βλέμμα μου χαμηλά μήπως και πεταχτεί κανείς και μου
απαντήσει. Ρευόμουν λίγο μπακάρτι-σόδα και πίτσα από το delivery της γειτονιάς,
πιάνοντας τα παχάκια μου με τα γυμνασμένα μου νύχια και ορμούσα για την
προετοιμασία του εσπρέσο μου γεμάτος με
την ενέργεια όσο κεριών είχα σβήσει την προηγούμενη ημέρα.
Στη δουλειά κανείς δεν αναφερόταν ξανά στο γεγονός και κάπου
εκεί καταλάβαινα το πόσο καλούς συναδέλφους έχω. Το απόγευμα όμως, της επόμενης
ημέρας, με το που επέστρεφα στο σπίτι,
καταλάβαινα το αν μεγάλωσα τελικά και το πόσο. Όταν τα δώρα από κόκκινα
μποξεράκια γινόντουσαν γραμμωτές πιτζάμες, όταν ένα βιβλίο γινόταν hands free για
το κινητό, όταν οι σαγιονάρες με τον Bob Marley στο κέντρο της Τζαμάικα
γινόντουσαν καπιτονέ καφέ παντόφλες τότε ήταν που άρχισα πραγματικά να ανησυχώ.
Δεν είπα ποτέ τίποτε και σε κανέναν. Κέρδισα με μάχη τον
αγώνα για το δικαίωμα μου στο «ένα μόνο κερί στην τούρτα» και στο cd player έβαζα ψαγμένη μουσική που μόνο αν
κάποιος είχε πάρει ναρκωτικά θα κατάφερνε να χορέψει. Τα δώρα λιγόστευαν μαζί
με τους φίλους, τα χρόνια περίσσευαν μαζί με τα όνειρα μου.
Σε ένα πράγμα έμεινα στα σίγουρα σταθερός. Ποτέ δεν έφαγα
ολόκληρο το κομμάτι από την τούρτα μου. Πάντα ήταν κρέμα και ‘γω δε τη γούσταρα
την κρέμα. Μόνο τη σοκολάτα ποθούσα διακαώς. Αλλά δε χρειαζόταν όλο αυτό το
πανηγύρι για να τη γευτώ! Γι’ αυτό τώρα και γλύφω τα δάκτυλα μου έχοντας
καταπιεί μια ΙΟΝ αμυγδάλου χωρίς κανείς να ξέρει το γιατί και το πότε έχω
γεννηθεί. Για το εάν παίρνω χάπι για το ζάκχαρο μου ή όχι. Έτσι είναι καλύτερα δε νομίζετε;