Τραντάχτηκε για λίγο
και μετά ξάπλωσε πάνω του αποκαμωμένη.
«Με αγαπάς;»
Εκείνος την κοίταξε και θεώρησε ότι άλλη μια σκηνή θα
ξεκινούσε.
«Φυσικά και σε αγαπάω μωρό μου!»
«Το ένοιωσες;»
«Τι να νοιώσω»
«Ένοιωσες όπως και εγώ πριν από λίγο. Την ένταση, το πάθος.»
«Μα και βέβαια τα ένοιωσα» απάντησε εκείνος και τα βλέφαρα
του είχαν πάρει να γέρνουν προς τον ύπνο.
«Όταν είσαι μέσα μου νιώθω ολόκληρη, όχι μισή όπως τώρα. Σε
θέλω ξανά. Έλα»
«Κάτσε λίγο να ανασυνταχτώ. Περίμενε λιγάκι μικρή μου. Να
πάρε ένα τσιγάρο.»
«Δε θέλω τσιγάρα και μπούρδες. Εσένα θέλω και σε θέλω ΜΕΣΑ
ΜΟΥ!»
Ήταν αποφασισμένη, έτσι έδειχνε. Αχόρταγη για έρωτα και
εκείνος μαραμένος. Πώς να μονιάσουν τώρα; Για αυτό τα ζευγάρια έχουν ανακαλύψει
ένα σωρό κόλπα για αυτές τις άβολες στιγμές. Πάνε σινεμά, βγαίνουν στις ταβέρνες,
ξαπλώνουν στο πλάι και λένε «αγκάλιασε με τώρα». Πώς να κερδίσει τον χρόνο μαζί
της τώρα;
«Για έλα εδώ να σου δώσω ένα φιλί.»
«Δε θέλω φιλιά, κάνε μου έρωτα μόνο.»
«Περίμενε λίγο βρε μωρό, δε γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα.»
«Δε μ’ αγαπάς λοιπόν, δε με θέλεις!»
«Σε θέλω όσο κανείς άλλος. Πειράζει να στο αποδείξω σε δέκα
λεπτάκια;»
«ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ. ΦΕΥΓΩ!»
Σηκώθηκε πάνω σα σίφουνας και ήταν τόσο όμορφη. Τόσα
πράγματα να αγγίξεις πάνω της, τόσα να γευτείς και άλλα τόσα να της δώσεις.
Ήταν μια ονείρωξη εφηβική για τα καλά.
«Μη φεύγεις. Δώσε μου λίγο χρόνο μόνο.»
Εκείνη έβαζε την φούστα της και κούμπωνε το σουτιέν της.
Ήταν ό, τι σιχαινόταν περισσότερο στον κόσμο. Μια γυναίκα να ντύνεται! Σκέτη
φρίκη. Να φοράει όλα εκείνα τα μπιχλιμπίδια λες και του τόνιζε το τι θα χάσει.
Για αυτό οι γυναίκες φορούσαν καλτσόν, σουτιέν και σλιπάκια ενώ οι άντρες μόνο
ένα σώβρακο. Οι γυναίκες ήταν καλές στο να θυμίζουν γιατί δεν πρέπει να αφεθούν
στην τύχη τους. Οι περισσότερες ξέρουν να γδύνονται και κάποιες από αυτές
ξέρουν και να ντύνονται . Εκείνη ήταν
από τις καλές και στα δύο.
«Όταν είσαι έτοιμος μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Αν θελήσεις
να με δεις ξανά, τότε να το ξεχάσεις αμέσως. ΓΕΙΑ.»
Άκουσε το χτύπημα της πόρτας κοιτώντας τη ταυτόχρονα να
κλείνει.
Τι περίεργο πράγμα; Η αγάπη τελικά δε μπορούσε να περιμένει
ούτε λεπτό. Όλη την ώρα έπρεπε να είσαι σε επαγρύπνηση. Σήκωσε το σεντόνι και
κοίταξε στο βάθος. Τζίφος. Όταν κανείς καβατζάρει την εφηβεία τότε θέλει
ρέγουλα το πράμα. Η αγάπη όμως πάντα τρέχει με την ίδια ταχύτητα και ξεπορτίζει
σα ανεμοστρόβιλος.
Άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε τις τούφες να ανεβαίνουν και
να σκορπίζουν τριγύρω. Άνοιξε την τηλεόραση και έβαλε την αγαπημένη του σειρά.
Έπαιζε εκείνη. Ήταν σε ένα καφέ, φορώντας ένα μαύρο φόρεμα με ατελείωτο σχίσιμο
στο πλάι. Σταυροπόδι από τα λίγα. Έπινε ένα ποτήρι με σόδα και περίμενε τον
καλό της να φανεί. Είχε αργήσει στο ραντεβού και εκείνη ανησυχούσε. Έσφιγγε το
ποτήρι και το άφηνε, σκούπιζε τις σταγόνες από το χείλος του και δάγκωνε τα
χείλι της. Ξανασήκωσε το σεντόνι του και
τα πράγματα έμοιαζαν τελείως
διαφορετικά. Τι στο διάολο; Λίγη υπομονή ακόμα.
Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό.
«Την κυρία Σκουροπέτρου θα ήθελα. Ποιος τη ζητάει; Ο
σκηνοθέτης του «ο έρωτας ποτέ δε ξαποσταίνει. Έχω κάποιον ρόλο για μια νέα μου
ταινία.»
Η άλλη άκρη της γραμμής σημείωσε ένα τηλέφωνο πριν τελικά
κλείσει.
Ο τίτλος της επόμενης ταινίας του θα ήταν «δε μπορώ να
περιμένω την αγάπη». Το αποφάσισε στη στιγμή. Θα της πήγαινε γάντι ο ρόλος
παρότι ακόμα δεν είχε γράψει τίποτε γι’ αυτόν. Όπως εξάλλου έκανε και με τις δύο
προηγούμενες ταινίες του. Ήταν η μούσα του. Εκείνη που μπαινόβγαινε σα το
σχιζοφρενή δολοφόνο στο δωμάτιο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου