"Α-ΧΑ!" Με αυτή την προσφώνηση τον υποδέχτηκε έξω από την πόρτα του. Κρατώντας εκείνον τον λογαριασμό. Την απέφευγε καιρό τώρα. Η ιδιοκτήτρια δεν αστειευόταν. Κρατούσε όλους τους λογαριασμούς που χρωστούσε και εκείνος που κράδαινε τώρα μπροστά του θα ήταν ο έκτος στη σειρά. Πάντα πρόσεχε πριν βγει έξω από το διαμέρισμα του. Κοιτούσε λίγο το ματάκι της πόρτας και την κλειδαρότρυπα. Αυτή τη φορά όμως ξεχάστηκε τελείως. Βιάζονταν να προλάβει ένα δικαστήριο και είχε αργήσει για τα καλά.
Με το που άνοιξε την πόρτα την
είδε, στο πλάι της πόρτας, να τον κοιτά και να κουνάει μπροστά του το χαρτί. «Που
θα πάει αυτή η ιστορία άνθρωπε μου! Πάνε έξι μήνες που δεν έχεις πληρώσει τα
κοινόχρηστα. Πόση υπομονή ακόμα να κάνω;»
Δεν είχε και πολλές επιλογές,
έπρεπε να σκεφτεί κάτι στα γρήγορα. Έβαλε τα δύο του χέρια πάνω στην καρδιά του
και έβγαλε κάτι άναρθρες κραυγές και λίγα σάλια από το στόμα. Είπε να μη πέσει
χάμω γιατί τα ρούχα του έπρεπε να βαστάξουν άλλες δύο μέρες πριν τα πάει στο
καθαριστήριο της γειτονιάς. Εκείνη τον κοίταξε και απέμεινε με τον τεντωμένο,
στα δυο της χέρια, λογαριασμό των κοινοχρήστων. Δεν έκανε καμιά κίνηση. Το
πράγμα σοβάρευε κάπως και εκείνος έπρεπε να βάλει τα δυνατά του. "Πέσε
χάμω ρε", του είπε μια φωνή μέσα του. Και έπεσε. Για την ακρίβεια χίμηξε
για τα καλά πάνω στο μωσαϊκό. Πάει και το μαύρο παντελόνι και το σακάκι μου.
Σκόνες γέμισαν και εκείνη η κακούργα θέλει να πληρώσω κοινόχρηστα. «Τι
κοινόχρηστα χριστιανή μου που σφουγγαρίστρα δεν έχει περάσει ποτέ από εδώ;».
Δεν είπε τίποτα όμως. Έβγαλε λίγα ακόμα σάλια από το στόμα του και κοπάνησε τα
πόδια του στο πάτωμα. Κάποιοι θα το λέγαν κατάντια αυτό αλλά εκείνος έπρεπε να
περάσει μέσα από την κερκόπορτα.
Εκείνη ήταν ακούνητη ξανά.
Μισάνοιξε το ένα του μάτι και την είδε να έχει διπλώσει τα χέρια μπροστά από τα
στήθη που κάποτε έστεκαν σε αυτό το ύψος και να κοιτάζει συνοφρυωμένη. «Θεέ μου
τι άλλο να κάνω; Αυτή είναι τρελή. Θα προτιμούσε να πεθάνω τώρα, εδώ, μπροστά της
και να μου ξηλώσει τα σφραγίσματα για να πληρώσει τα χρωστούμενα». Από το βάθος
άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά. Ήταν από το διαμέρισμα του. Κινητό δεν είχε, που
λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες! Είχε αργήσει ήδη για το δικαστήριο και πολύ
φοβόταν ότι ο δικηγόρος του τον καλούσε. Έπρεπε να κάνει κάτι δραστικό. Κάτι
γρήγορο και αποτελεσματικό. Να ξεφύγει από τούτην εδώ.
Άρχισε να στριφογυρίζει στο
πλατύσκαλο και να αλληθωρίζει τα μάτια του. Να βγάζει αλυχτήματα σα
σεληνιασμένος και να στριφογυρίζει τη γλώσσα του στο ορθάνοιχτο του στόμα.
Εκείνη αργά, αλλά με σταθερό βήμα, τον πλησίασε και έφτασε την λούτρινη παντόφλα
της μπροστά στη μουσούδα του. Σα σκύλος ένοιωθε με όλη αυτή τη χορογραφία. «Λοιπόν;
Έχει πολύ ακόμα η παράσταση; Σήκω τώρα,
μη με χασομεράς!»
Η παντόφλα του γαργαλούσε τη
μύτη, άρχισε να φταρνίζεται σα λαγωνικό. Είχε αλλεργία στα λούτρινα. Άρχισε να
φουσκώνει ο λαιμός του και να μη μπορεί να πάρει ανάσα. Σηκώθηκε όρθιος και
άρχισε να πισωπατεί και να πιάνει τους τοίχους όπως, όπως. Τα μάτια του στριφογύριζαν
σα δαιμονισμένα και ο αέρας εξαφανιζόταν σιγά, σιγά από τα πνευμόνια του. Είχε
αργήσει και σε εκείνο το δικαστήριο… Μια ζωή το περίμενε. Καταραμένο δικαστικό
σύστημα! Του είχε φάει όλη του τη ζωή αυτή η ιστορία. Τώρα καθόταν εκεί, με
αυτή την τρελή και πέθαινε. Οι ενέσεις για την αλλεργία του είχαν τελειώσει
μήνες τώρα. Δεν είχε λεφτά ούτε γι’ αυτό. Σα το σκυλί στο αμπέλι θα πήγαινε. «Άντε
διάολε. Σταμάτα επιτέλους.». Η στριγκλιά της ήταν ξάστερη. Πεντακάθαρος ήχος σα
κινέζικο βάζο που θρυμματίζεται. Εκείνος είχε διπλωθεί για τα καλά και
προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με τις τελευταίες του ανάσες. Κοίταξε την
ιδιοκτήτρια και της έκανε μια κίνηση με το ένα του χέρι. Το έφερνε στο αυτί του
και το κατέβαζε, το ξανάφερνε και αυτό έπεφτε ξανά. «Πάρε τηλέφωνο μωρέ στρίγκλα, πάρε τις πρώτες βοήθειες Θα πεθάνω σα τη μύγα από μια παντόφλα
κακούργα.». Τον κοιτούσε να ανοιγοκλείνει το στόμα του και να μη βγαίνει ήχος.
Τι να της έλεγε; Ποσώς την ενδιέφερε αυτό, εκείνη τα κοινόχρηστα ήθελε. Το τι
έκανε τώρα αυτός εδώ ο χαμένος ήταν δική του ιστορία.
Από τα βάθη της σκάλας ακούστηκαν
βήματα. Γρήγορα βήματα μαζί με ξεφυσήματα. Η σπιτονοικοκυρά γύρισε για να κοιτάξει
και εκείνος είχε πέσει για τα καλά πάνω στις παντόφλες της. Αναίσθητος πλέον. Ούτε
κατάρες μπορούσε να ρίξει, ούτε τίποτα να κάνει. Τράβηξε τα πόδια της μακριά,
αφήνοντας το κεφάλι του να ακουμπήσει στην σκόνη, και φώναξε προς την σκάλα. «Ποιος
είναι εκεί;». Ένας άντρας λαχανιασμένος και ιδρωμένος πρόβαλε από την στροφή της
σκάλας. «Τον κύριο Σοπιλιφίδη θέλω, είμαι ο δικηγόρος του». Η γυναίκα γύρισε να
κοιτάξει τον άντρα στα πόδια της και κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια ποιο κάτω από
ένστικτο. Σα να σκέφτηκε ξαφνικά ότι κάτι πήγε πράγματι στραβά με τον νοικάρη της
και ήθελε να τα μπαλώσει. Αισθάνθηκε αμήχανα και ενστικτωδώς έφραξε το δρόμο
στον δικηγόρο. «Μόλις έφυγε, τι θα θέλατε;». Εκείνος άφησε να περάσουν κάποια
δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να βρει την ανάσα του από το τρεχαλητό, για να της πει
ότι είχε να πει. «Τον παίρνω τηλέφωνο στο σπίτι και δε το σηκώνει. Σας παρακαλώ
να τον ενημερώσετε ότι δεν θα γίνει δικαστήριο. Συμβιβάστηκαν. Πάνε δύο χρόνια
τώρα που περιμένει να πάρει τα χρωστούμενα και η απόφαση όλο καθυστερούσε.
Σήμερα ήρθε ο δικηγόρος του αντιδίκου και μας έκανε μια πολύ δελεαστική
προσφορά. Σας παρακαλώ να του το πείτε με την πρώτη ευκαιρία. Όταν τον δείτε να
του πείτε να με πάρει τηλέφωνο.»
Η γυναίκα τον χαιρέτησε και είχε
γίνει σα χαρτί. Άσπρη. Έστρεψε τον λαιμό της και κοίταξε τον νοικάρη της στο
πάτωμα. Κοίταξε δεξιά και αριστερά πριν βγάλει το αντικλείδι της από την τσέπη
και άνοιξε την πόρτα στα γρήγορα. Αυτός ρουφηγμένος από την πείνα ήταν εύκολη
δουλειά. Ζύγιζε ελάχιστα και εκείνη τον κουβάλησε ξανά πίσω στο διαμέρισμα.
Βγήκε έξω και κλείδωσε πίσω της δύο φορές. Κοίταξε ξανά τριγύρω και ανέβηκε την
σκάλα.
Μπαίνοντας στο σαλόνι της, έπιασε
μια κόλλα χαρτί και άρχισε να γράφει. «Διαμέρισμα στο κέντρο, διαμπερές, 60
τετραγωνικών ενοικιάζεται προς 300€. Αυτόνομη θέρμανση, πάρκινγκ, χωρίς κοινόχρηστα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου