Λιοντάρι βρυχάται, βυθοί κρύβουν μυστήρια ναυαγίων, νυχτερίδες κοιμούνται ανάποδα, πετεινοί ξεφυσάνε, φίδια σέρνονται σε ξερό χώμα, ένα καπέλο ταξιδεύει πέρα από το καράβι που φεύγει, μια έφηβη μόλις έχασε την παρθενιά της και της άρεσε, ένας Αφρικανός έχει σκαρφαλώσει στο δέντρο για να κόψει μπανάνες και βρέθηκε χάμω με σπασμένο κεφάλι, το αλογάκι της παναγίας μόλις αποκεφάλισε τον σύντροφο της μετά από τον πρώτο τους έρωτα, ένας φυλακισμένος βρέθηκε έξω από τα κάγκελα, κάποιος που πονούσε στην κοιλιά πήγε στο νοσοκομείο και δε ξαναβγήκε, το κύμα πάει και έρχεται, γεμίζει και αδειάζει, σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις.
Κολλημένος
στην κίνηση του Μετς σκεφτόταν το πώς κινούταν η ζωή τριγύρω. Στην Ελλάδα, στην
Αφρική, στον υπόλοιπο κόσμο. Μια αεικίνητη νότα που ταξιδεύει και ξεσηκώνει
παλμούς, ορέξεις και κάνει τις καρδιές να ανασαίνουν. Πάει μισή ώρα που είναι
στριμωγμένος μέσα στο αμάξι του σε μια ουρά οχημάτων που δε λέει να
ξεκουνήσει. Οι κόρνες έχουν από ώρα
σιγήσει, βαρέθηκαν, είδαν και αποείδαν και σταμάτησαν να του ζαλίζουν τα αυτιά.
Θα αργούσε για τη δουλειά, αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει; Προσπαθούσε να το
πάρει απόφαση και να το δεχτεί ως γεγονός μη αναστρέψιμο. Στο κάτω κάτω δε θα
έχανε και κάτι το τρομερό. Άλλη μια μέρα θα ήταν που δεν θα πρόσθετε ούτε θα
αφαιρούσε κάτι από τον ισολογισμό της ευτυχίας του. Άλλη μια μέρα, φορώντας την
καινούργια του γραβάτα. Άλλη μια μέρα που θα τον οδηγούσε ξανά στο να φορέσει
τις πυτζάμες του και να κουλουριαστεί το βράδυ κάτω από την κουβέρτα του. Εκεί
αισθανόταν ασφαλής, μπορούσε να σκεφτεί για το μέλλον, να ονειρευτεί για το πώς
θα μπορούσε να μην είχε κάνει ό,τι στη ζωή του έχει κάνει. Να ανοιγοκλείνει τα
μάτια του στο σκοτάδι, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του και να περιμένει
έναν ύπνο γλυκό να’ ρθει και να τον πάρει. Να πάνε μαζί στην Αφρική, να γίνει
αλογάκι της Παναγίας, να γίνει λιοντάρι, να γίνει ερωτευμένος, να γίνει ότι δε
γίνεται κάθε πρωί που ξυπνάει, φοράει τη γραβάτα του και χώνεται μέσα στο αμάξι
του.
Να
σήμερα που η κίνηση του έδωσε τη δυνατότητα για λίγη ακόμα ονειροπόληση. Είχε
και καλή μουσική στο ραδιόφωνο και μετά την πρώτη κρυολουσία του ακατόρθωτου
της πάλης με την Αθηναϊκή κίνηση, κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμα του και είπε να
το απολαύσει.
Κοιτούσε
έξω από το παράθυρο του και προς έκπληξη του διαπίστωσε ότι δεν κουνιόταν ούτε
φύλλο. Τα δέντρα στεκόντουσαν ακίνητα και τα σκουπιδάκια στην πλατεία στη θέση
τους, πάνω στα παγκάκια και στις πλάκες πεζοδρομίου. Σα να σταμάτησε η γη να
γυρίζει και όλα βρισκόντουσαν σε θέση επιφυλακής. Περίμεναν σα φοβισμένα παιδιά
στο σκοτάδι που κρατάνε την αναπνοή τους μη τύχει και τα βρει το τέρας του
φανταστικού τους κόσμου. Τίποτα δεν σάλευε εκείνη την ώρα. Τα πάντα κρατούσαν
την ανάσα τους σα να περίμεναν για την χειρότερη έκβαση. Χαμήλωσε το παράθυρο
του συνοδηγού σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει αεράκι αλλά τζίφος. Στο βάθος
του δρόμου πρόσεξε κάτι λευκά πανιά και πολύ μαυροφορεμένο κόσμο. Έδειχνε σαν
κηδεία αλλά δε μπορούσε να είναι σίγουρος. Από όσο του επέτρεπαν τα μπροστά
ακινητοποιημένα οχήματα να δει, όλο αυτό το μαυροφορεμένο πλήθος ήταν απλωμένο
στο δρόμο και δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Ίσως ήταν αυτός ο λόγος της
κίνησης. Κάποιος τρανός και ξακουστός να είχε τινάξει τα πέταλα και να έπρεπε
να στείλει μια τελευταία υπενθύμιση στους υπόλοιπους, ζωντανούς και αγνώστους,
για το πόσο σημαντικός τύπος ήταν. Έχοντας μια επίκτητη απέχθεια προς τις
ειδήσεις δεν είχε τη γνώση αν είχε ανακοινωθεί η απώλεια κάποιου σημαίνοντος
προσώπου.
Συνέχισε
να ατενίζει έξω από το παράθυρο του κοιτάζοντας τους Πακιστανούς να χώνουν
μπουκαλάκια νερού στα φορητά τους ψυγεία και κάνοντας πλάκα μεταξύ τους. Η μέρα
τους έδινε ακόμα τη δυνατότητα να σέρνουν την κουρελιασμένη τους αξιοπρέπεια
χωρίς κάποιο ιδιαίτερο φόβο. Τα βράδια ήταν πιο σκληρά με τους μετανάστες.
Έπρεπε να προσέχουν τα βήματα τους και να μένουν καλά κρυμμένοι στο σκοτάδι. Η
άρια φυλή βρίσκονταν έξω και προσπαθούσε να κρατήσει καθαρό το Ελληνικό αίμα.
Μπούκαραν σε καταυλισμούς τσιγγάνων, σε μπουρδέλα, την έστηναν σε φανάρια,
πήγαιναν στις φτωχογειτονιές με τα γκλόπ και τον τσαμπουκά της καταγωγής τους.
Τον πλησίασε ένας Πακιστανός και του έχωσε ένα μπουκαλάκι νερό μέσα από το
παράθυρο του, αυτός αρκέστηκε μόνο να σηκώσει το χέρι του και απέφυγε να τον
κοιτάξει στα μάτια. Το να συναντούσε το βλέμμα του άλλα μάτια σήμαινε ένα πρώτο
βήμα αποδοχής και είχε με τον καιρό μάθει ότι αυτό θα του στοίχιζε κανένα
πεντάλεπτο στιχομυθίας με τον πλανόδιο ζητιάνο. Κατεβάζοντας το χέρι του ο
περιφέρων δροσερά μπουκάλια νερού απομακρύνθηκε ψιθυρίζοντας κάτι στη γλώσσα
του. Ψιθύρισε και εκείνος ένα «επίσης» και βούτηξε ξανά μέσα στην ονειροπόληση
του.
Οι
γυναίκες που τον προσπερνούσαν βοηθούσαν στην ονειροπόληση. Μερικές μάλιστα τις
παρακολουθούσε από τον καθρέπτη του έως ότου χαθούν τελείως από το οπτικό του
πεδίο. Ο έρωτας τελικά δεν έφυγε ακόμα από αυτή τη πόλη. Ο έρωτας υπήρχε και
προσπαθούσε να σωθεί τσαλαβουτώντας μέσα στα ογκώδη κύματα της οικονομικής
κρίσης. Της κρίσης των θεσμών και των αισθήσεων. Της κρίσης να μπορεί ο καθένας
να σκέφτεται και να ονειρεύεται. Να έχει το μερτικό του στο όραμα μιας ευτυχίας
που όλο και πήγαινε παραπέρα. Όλα αυτά τα φουστανάκια που στριφογύριζαν πάνω
στα καλομαυρισμένα κανιά του έδιναν μια αίσθηση ασφάλειας ότι όλα θα πάνε καλά.
Οι γυναίκες είναι πλάσματα σοφά, δεν θα μπορούσαν ποτέ να ξοδεύουν τόσο χρόνο
για να γίνονται όλο και πιο όμορφες χωρίς αυτό να οδηγεί κάπου. Σε κάτι ανώτερο
και πέρα από τη μιζέρια. Κάθε σκέρτσο τους τον έκανε να πιστεύει ότι τίποτα δεν
έχει χαθεί και υπάρχει ελπίδα. Ήταν σα να προσπαθούσαν με αυτόν τον τρόπο να
εμφυσήσουν στον κόσμο δύναμη και όρεξη για να συνεχίσει να κινείται και στη γη
ορμή για να γυρνάει. Δεν ήταν ματαιοδοξία αυτά τα φουστανάκια. Ήταν μια
προσπάθεια να γεννηθεί η ελπίδα ξανά. Να κουτρουβαλήσει ο κόσμος όλος σε ένα
ερωτικό πανδαιμόνιο, σε ένα χαρωπό γαϊτανάκι που γεμίζει παιδικές φωνούλες την
ατμόσφαιρα. Δεν ήταν εγωκεντρισμός το λίκνισμα των γοφών, το τέλειο
μακιγιάρισμα και τα καλοχτενισμένα μαλλιά. Του υπενθύμιζαν ότι βγήκαν έξω και
είναι γιορτή, φόρεσαν τα καλά τους και θέλουν να αρέσουν στους άντρες, να
αρέσουν στη ζωή γιατί, όπως και οι ίδιες, αυτή είναι ωραία. Ήταν ο λόγος που ο κάθε πικραμένος είχε για να
το ψάξει λίγο παραπάνω. Να πέσει με τα μούτρα σε έναν έρωτα και να αφήσει
παραέξω τις όποιες μαύρες σκέψεις. Να κυλιστεί στη λαγνεία, να ιδρώνει και να
στεγνώνει το δέρμα του και όλα να μυρίζουν γιασεμί και αιδοίο. Προς μεγάλη του
απορία εκείνη τη μέρα της μεγάλης ακίνητης σειράς των αυτοκινήτων με τις
γουργουριστές και καλοζεσταμένες μηχανές, παρατήρησε ότι προέλαυνε ένα
καταπληκτικά μεγάλο ποσοστό από όμορφες γυναίκες. Τόσο όμορφες που ήταν αρκετό
για να ξεχαστεί να βάλει πρώτη ταχύτητα και να προχωρήσει δέκα μέτρα μπροστά
από το προπορευόμενο όχημα.
Αυτά
τα μέτρα που προχώρησε ξεμούδιασαν τον κινητήρα του αυτοκινήτου αλλά ο ίδιος
εξακολουθούσε να αισθάνεται μουδιασμένος μέσα στην ονειροπόληση του. Άρχισε να
ξεχνάει σιγά σιγά το λόγο που σήμερα βγήκε από το σπίτι του. Ο κόσμος θα
συνέχιζε τη τραμπάλα του ακόμα και αν αυτός σήμερα δε τα κατάφερνε να πάει στη
δουλειά. Ποίος ο λόγος οπότε; Γιατί έπρεπε να παίξει σε αυτή τη κωμωδία; Του
πέρασε από το μυαλό να βάλει χειρόφρενο, να κλειδώσει το αμάξι μέσα στο δρόμο
και μετά να αρχίσει να περπατάει χωρίς σκοπό. Να πάει να κάτσει σε ένα καφέ και
να ρουφήξει ένα φρεσκοκομμένο εσπρεσσάκι χωρίς να αγχώνεται για το οτιδήποτε
του επιφυλάσσει το μέλλον. Αντ’ αυτού όμως προτίμησε να μείνει βολεμένος πάνω
στο κάθισμα από το παλιό του Subaru και
να κοιτάζει έξω. Τα λεπτά περνούσαν και τίποτα δεν έδειχνε ότι αυτά τα μέτρα
που προχώρησε η αυτοκινητοπομπή θα επαναλαμβανόταν στο εγγύς μέλλον. Κάποιες
κόρνες ξύπνησαν από τον λήθαργο και άρχισαν να γκαρίζουν χωρίς σκοπό. Οι οδηγοί
εκτόνωναν ένταση που αν μπορούσαν να τη διοχετεύσουν με άλλους τρόπους ίσως το
αποτέλεσμα να μας άφηνε έκπληκτους. Μια ηχητική παρωδία περίπου τριών λεπτών
ακολούθησε και μετά πάλι η απόλυτη σιωπή και νηνεμία. Η νέα θέση του
αυτοκινήτου του έδινε μια καλύτερη θέση θέασης του μαζεμένου πλήθους μπροστά
του.
Μαύρα
κοστούμια και μαύρες εσάρπες ανακατεμένες με μπόλικο ιδρώτα των 25 βαθμών
κελσίου της πνιγηρής καλοκαιρινής ατμόσφαιρας. Ένα ανθρώπινο μαύρο κουβάρι
ανακατεμένο με λευκές γαρδένιες βρισκόταν μπροστά του και ήταν σίγουρος πλέον
ότι επρόκειτο περί κηδείας. Ο κόσμος όμως εκεί μπροστά κάθε άλλο παρά θλιμμένος
του φαινόταν. Οργή ήταν η λέξη. Ένα πλήθος που φυσούσε και ξεφυσούσε αγχωμένα
και μανιασμένα σα νεκρός τελικά να μην υπήρχε. Σα να τους έκανε κάποιος πλάκα
και τώρα έψαχναν να τον λιντσάρουν. Κοιτούσαν δεξιά και αριστερά και οι πιο
ήρεμοι τύποι καθόντουσαν στα σκαλοπάτια του νεκροταφείου καπνίζοντας. Ο παπάς
καθόταν στο κέντρο της ομήγυρης κοιτάζοντας το ρολόι του και χαϊδεύοντας το
αραιό αλλά μακρύ του μούσι. Ένα θρόισμα των φύλλων ήταν αυτό που άλλαξε το ρου
της ιστορίας. Όλοι μαζί οδηγοί και κηδεία σαν να βρέθηκαν μαζί σε ένα συννεφάκι
που τους ταξίδεψε μακριά από τον δρόμο αυτής της πόλης. Έμειναν σαστισμένοι για
λίγο κοιτάζοντας ψηλά και πέρα και όση ώρα κρατούσε το ανέμισμα έμοιαζαν όλα
ήμερα και λογικά ξανά. Σαν αυτός ο άνεμος να τους έκανε όλους πιο ανθρώπινους,
έφυγαν βάσανα και λογισμοί και απλά μπόρεσαν και απόλαυσαν το κέρασμα της
φύσης. Η επουράνια πνοή κόπηκε ξαφνικά και το προηγούμενο τέμπο επανήλθε. Έστω
και έτσι κάτι ήταν. Ο παπάς έκανε ένα βήμα προς μια γυναίκα και κάτι της ψιθύρισε
στο αυτί, δείχνοντας προς τον φρακαρισμένο από αμάξια δρόμο. Η γυναίκα
τακτοποίησε την εσάρπα της και κοιτώντας αυστηρά τον παππά γύρισε και πήγε προς
τα σκαλοπάτια του νεκροταφείου. Κάθισε δίπλα από δύο παιδιά που ήταν δεν ήταν
δέκα χρονών και άρχισε να κλαίει. Τα παιδιά την αγκάλιασαν και της χάιδευαν την
πλάτη.
Η
καλύτερη στιγμή για να καταλάβει κανείς τον εαυτό του είναι κάτι τέτοιες
στιγμές που είναι κολλημένος μέσα στην κίνηση. Και για να μη χαρακτηριστεί αυτή
η άποψη ως απόλυτη και ακραία θα έλεγα ότι η ευκαιρία που δίνεται στον καθένα
από εμάς να λειτουργήσει μέσα σε συνθήκες του αναπόφευκτου είναι πρώτης τάξεως
για να αναλογιστούμε πόσο προχωρήσαμε, με τι τρόπο και προς τα πού κοιτάμε για
να πάμε. Μέσα σε αυτές τις μουντές από ενδιαφέρον στιγμές καταλαβαίνει κανείς
για τα βάθη που κρύβονται μέσα του. Υπάρχει η ευκαιρία να αρχίσεις να σκέφτεσαι
και υπάρχει η ευκαιρία να ονειρευτείς. Κάποιοι το αξιοποιούν και κάποιοι άλλοι
επιμένουν στην οργή χωρίς λόγο. Οι κόρνες που έχουν σωπάσει εδώ και ώρα μόνο
σαν θετικό μήνυμα μπορεί να εκληφθεί. Σα να σταμάτησε η οργή μονομιάς, τα
ρολόγια πάγωσαν και έμεινε η πολυτέλεια της σκέψης. Άναψε ένα τσιγάρο και
έσπρωξε την πρώτη τούφα του καπνού έξω. Την κοιτούσε να ταξιδεύει ίσια μπροστά
του, κρύβοντας από πίσω της ένα ζευγάρι γύρω στα τριάντα. Ο καπνός σκορπίστηκε
και κατάφερε να διακρίνει το κοστούμι του άντρα. Το αυστηρό του ύφος την ώρα
που μιλούσε στη γυναίκα του κακοφάνηκε. Η γυναίκα ήταν από εκείνα τα ξωτικά που
τρέχουν γυμνά μέσα στα ξέφωτα του δάσους. Μελαμψό δέρμα και καστανό
κοντοκουρεμένο μαλλί. Μάτια γεμάτα, και χείλι με την τέλεια ευθεία να τα
χωρίζει. Εκείνος αγέλαστος και βλοσυρός, μιλούσε και μιλούσε, η γυναίκα
ανεβοκατέβαζε το πρόσωπο της και σώπαινε. Τα παράδοξα της ζωής. Ότι και να του
είχε κάνει δεν είχε παρά μόνο να βουτήξει μέσα στους χυμούς της και να
ξεχαστούν όλα. Γιατί έπρεπε να στήσει εκείνο το πλάσμα στον τοίχο. Ήταν
υπέροχη, ήταν δίπλα του, τον άκουγε. Τι ποσότητα από σωστές κινήσεις αρμόζει
στη ζωή; Μήπως δεν σε ωθεί η ίδια στο λάθος; Μα βέβαια, αγαπητέ μου, συμφωνώ
δεν έπρεπε και δεν χρειαζόταν. Αλλά πάλι; Δίπλα σου έχεις τον καταρράκτη,
γδύσου μόνο και μπες από κάτω. Μη το πολυσκέφτεσαι, μη σκοτίζεσαι, αγάπα μόνο,
κάνε έρωτα σα το αρσενικό αλογάκι της παναγίας και άσε όλα τα άλλα πίσω σου.
Αγάπησε και κάνε και τους άλλους να σε αγαπήσουν. Συνέχισε να περπατάς και άσε
αυτό το βλοσυρό ύφος απέναντι σε αυτή τη γυναίκα.
Τίναξε
το τσιγάρο του στο δρόμο και άλλαξε σταθμό στο ραδιόφωνο. «Τι μέρα και η
σημερινή;» αναρωτήθηκε. Στο γραφείο είχε πέσει η δουλειά στο μισό και οι
υποχρεώσεις έτρεχαν στο διπλό. Στο ξεκίνημα του ήταν Ιάπωνας. Δεν άφηνε να του
ξεφύγει τίποτα, έπρεπε να είναι τυπικός, ένας τύπος και υπογραμμός. Όλα
πέρναγαν από τα χέρια του αλλά τα χρήματα που εισέπραττε το αφεντικό του ταξιδεύουν
εδώ και χρόνια σε κατευθύνσεις άγνωστες. Οι μήνες περνούσαν και τα λεφτά
έπεφταν σε μια μαύρη, απύθμενη τρύπα. Αυτός κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου.
Θεωρούσε ότι όλος ο κόσμος ήταν σα και του λόγου του. Ακόμα και μήνες πριν που
άκουγε για τόσους πολιτικούς που, εν καιρώ κρίσης, μπήκαν τελικά στη φυλακή,
δεν αναρωτήθηκε ποτέ για τα ποσοστά της κακοδιαχείρισης στην Ελλάδα. Η κρίση
στο γραφείο ήρθε για τους ίδιους λόγους που κατέφτασε και στη χώρα. Κάποιοι
άγγιξαν τη μεγάλη ζωή χωρίς καν να έχουν ζήσει στη μικρή. Μετά τις πρώτες
υποψίες για υπεξαιρέσεις και μερόνυχτα πάνω στον υπολογιστή να καταρτίζει τις
ταμειακές ροές του γραφείου, το πήρε τελικά απόφαση. Τα χρήματα ταξίδεψαν με
την ταχύτητα μιας Porche, φαγώθηκαν με την όρεξη ενός καρδινάλιου και
εξαφανίστηκαν με την ικανότητα ενός μάγου. Έμεινε αυτός και μερικοί ακόμα
υπάλληλοι που έπρεπε να κάνουν γαργάρα τις μειώσεις των μισθών τους λόγω
κρίσης. Δεν έκανε ποτέ κουβέντα με το αφεντικό του και ας του είχε δανείσει τις
οικονομίες μιας ζωής. Όλα πήγαν στραβά τελικά, λάθος επιλογές, λάθος άνθρωποι
που εμπιστεύτηκε, λάθος στιγμή. Είδε και απόειδε και έβγαλε τη στολή του
σαμουράι από πάνω του. Τώρα άφηνε ανάσες μαζί και εκκρεμότητες. Άφηνε το χρόνο
να κυλήσει και ας μην έδινε όλο του το είναι. Δεν ήταν ακριβώς παραίτηση, ήταν
σα να περίμενε την καλοσύνη που έδειξε να γυρίσει πίσω διπλή. Και στο ενδιάμεσο
μπορούσε επιτέλους να χαλαρώσει λίγο. Μπορούσε απλά να κάτσει και να περιμένει.
Το
ζευγάρι χάθηκε πίσω από την τελευταία
τούφα κάπνας μιας γόπας που δεν ήξερε που να πέσει. Έπεσε τελικά στο τασάκι του
αυτοκινήτου ενώ στο ράδιο έπαιζε το free bird των Lynard Skynard. Ωραίο τραγούδι. Έβγαλε το
κεφάλι του έξω από το παράθυρο και είδε τη γυναίκα με τη μαύρη εσάρπα να
κουνάει νευρικά τα χέρια της μπροστά σε έναν ίσιο σα δοξάρι άντρα που έκανε
μόνο μια κίνηση με την παλάμη του να δείχνει το έδαφος. Κίνηση κατευνασμού. Η
γυναίκα ήταν βουτηγμένη μέσα στα νεύρα, μιλούσε και μιλούσε χειρονομώντας. Το
αψεγάδιαστο μακιγιάζ της και τα ένα προς ένα διαλεγμένα πένθιμα της ρούχα
μαρτυρούσαν ότι είχε καταφέρει να ανεβεί κάμποσα σκαλοπατάκια της κοινωνικής
κλίμακας. Κάτι την ενοχλούσε και αυτό σίγουρα δεν είχε να κάνει με το πένθος
της κηδείας. Όλο το πλήθος του κόσμου έδειχνε να έχει μεταφερθεί από τον δρόμο
στα σκαλοπάτια του νεκροταφείου και αυτός θα ήταν και ο λόγος που κατάφερε να
τσουλήσει κάμποσα μέτρα παραπέρα. Μαζί με τους Lynard Skynard άκουγε
και μια βραχνιασμένη συνεχόμενη πρίμα κόρνα. Κοίταξε τον καθρέπτη του και είδε
τον οδηγό από πίσω του να έχει γύρει στο κάθισμα του συνοδηγού. Κάτι έψαχνε και
αποκλείεται να ήταν αυτός που κόρναρε. Κοίταξε και τους πλαϊνούς του καθρέπτες
και είδε ένα σφηνωμένο μέσα στην κίνηση παπάκι να προσπαθεί να περάσει μεταξύ
παρκαρισμένων και φρακαρισμένων αυτοκινήτων. Πρέπει να ήταν δέκα με δώδεκα
αυτοκίνητα πίσω του και ο οδηγός από το μηχανάκι έβγαζε καπνούς. Δεν είχε
βιώσει όλη τη διαδικασία του μποτιλιαρίσματος έτσι ώστε να αποκτήσει τη νιρβάνα
που όλοι οι υπόλοιποι απέκτησαν. Ήταν νεόφερτος και έπρεπε να προσαρμοστεί, να
αρχίσει να τσιμπολογάει τις ρόγες της φιλοσοφίας μέσα από απλωμένο μέταλλο των
αυτοκινήτων που του έφραζαν τη πιθανότητα της διέλευσης. Νέος ήταν θα μάθαινε.
Έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται με στρατιωτικούς όρους, πειθαρχία, υπομονή,
και πάει λέγοντας. Έδιωξε αμέσως την ιδέα με απέχθεια και συνέχισε να κοιτάζει
προς την κηδεία.
Το
επόμενο τραγούδι ήταν το Gimme
Shelter των Rolling Stones, ίσως από τα πιο πολυδιασκευασμένα
τραγούδια των τελευταίων είκοσι ετών. Μερικά πράγματα αντέχουν στο χρόνο
τελικά. Το θέμα είναι με την ανθρώπινη ψυχή. Πόσο αντέχει; Τι διασκευές πρέπει
να δεχτεί έτσι ώστε να συνεχίσει να υπάρχει; Ο άνθρωπος είναι ον προσαρμοστικό,
εξ’ ου και η επικράτηση του επί του υπόλοιπου ζωικού βασιλείου. Αντέχει πολλά
και εκεί που τείχη υψώνονται μπροστά του καταφέρνει να τα πηδήσει ή τουλάχιστον
να ψάξει να βρει άλλες διεξόδους. Σε όλον αυτόν τον αγώνα με τις μέρες που τον τρατάρει
η καθημερινότητα ξοδεύεται πολύ άγχος και τρέχουν ποτάμια ιδρώτα. Η δημιουργία
γίνεται επιβίωση τελικά. Η σκέψη γίνεται λογαριασμός, ο έρωτας γίνεται καυγάς. Όλα
αλλάζουν και ρέπουν προς τα κάτω. Και ακόμα και οι Stones που
έφτασαν σε τέτοιο δημιουργικό ίστρο τραγουδώντας ένα τραγούδι σαν και αυτό,
τώρα ασχολούνται με τις επενδύσεις τους στα Κανάρια νησιά. Η δημιουργία τους
άφησε και πήγε αλλού και αυτοί απέμειναν γυμνοί και πλούσιοι πλέον με ένα κενό
που δε γεμίζει παρά μόνο με δολάρια. Χάιδεψε
το πακέτο του και φλέρταρε με την ιδέα ενός νέου τσιγάρου. Πλησίασε τη
συσκευασία στα χείλι του και δάγκωσε το φίλτρο από ένα τσιγάρο, τραβώντας το
έξω. Το είχε δει στο σινεμά αυτό. Του άρεσε σα κίνηση και όποτε μπορούσε έκανε
την πρακτική του. Το παπάκι πίσω του είχε προχωρήσει με τη βοήθεια κάμποσων
οδηγών που έστριψαν το τιμόνι και έκαναν στην άκρη. Ο οδηγός του φορούσε μαύρο
σακάκι, άσπρο πουκάμισο και μαύρη, λεπτή σα μακαρόνι, γραβάτα. Από αυτές τις
φθηνές των πανεριών στην οδό Αθηνάς. Πλαστική γραβάτα. Τώρα ο οδηγός της
μηχανής βρισκόταν δύο μόλις αμάξια πίσω του και μπορούσε να διακρίνει κάθε
λεπτομέρεια του προσώπου του από τον καθρέπτη. Φυσούσε και ξεφυσούσε. Κοιτούσε
μπροστά και κόρναρε συνεχώς. Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα αλλά οι ρυτίδες
είχαν ξεκινήσει να ξαπλώνουν πάνω στο πρόσωπο του, ιδίως στο μέτωπο του.
Περίεργες ρυτίδες, κάθετες που όλες οδηγούσαν πάνω στα φρύδια του.
Άναψε
το τσιγάρο του και κούνησε τον πιασμένο του πισινό πάνω στο κάθισμα. Η κίνηση
δεν έλεγε να ξεκουνήσει, είχε ξεχάσει και δαύτος για πιο λόγο βρισκόταν εκεί.
Που πήγαινε; Άρχισε να λοξοδρομεί έντονα με την ιδέα του να μην πάει σήμερα στο
γραφείο. Σκεφτόταν ήδη τις εκκρεμότητες και με πιο τρόπο θα τις μάζευε για να
τις διεκπεραιώσει αύριο. Τι δικαιολογία θα έλεγε; Γιατί χρειαζόταν να σκεφτεί
κάτι άλλο από τον πραγματικό λόγο; Κάτι ποιο βαρύ που δε σηκώνει αμφισβήτηση
έτσι ώστε να κλείσει το τηλέφωνο χωρίς πολλά πολλά. Τέλος πάντων, θα το ρύθμιζε
και αυτό. Μέχρι στιγμής το τηλέφωνο δίπλα του έμενε σιωπηλό και αυτό ήταν ένα
από τα καλά της ημέρας. Γύρισε και πάλι στον καθρέπτη του και είδε τη μαύρη
γραβάτα πάνω στο μηχανάκι να σηκώνει το κινητό. Ήταν πλέον τόσο κοντά που
μπορούσε να ακούσει καθαρά τη συζήτηση. «Χίλια συγγνώμη πάτερ μου, είμαι πολύ
κοντά, σε δύο λεπτά θα έχω φτάσει», «Τι μου λέτε τώρα πάτερ, εσείς άγιος
άνθρωπος, σας λέω ότι σε λίγο έρχομαι. Αν δεν ήταν αυτή η κίνηση θα ήμουν στην
ώρα μου». Ο τύπος αγκομαχούσε να προσπεράσει μέσα από τη χαραμάδα που άφηνε το
αμάξι που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του, κρατώντας με ένα μάλλον κωμικό τρόπο
το κινητό του σφηνωμένο μεταξύ του ώμου του και του μάγουλου, γεγονός που θα τον
έκανε να βλέπει τον δρόμο κάπως πλάγια. Ιδρώτας έτρεχε μέσα στις κάθετες ρωγμές
του κούτελου, μοιράζοντας αλατόνερο στα μάτια και τα φρύδια του. Έβαλε το
κινητό του μέσα στην τσέπη του σακακιού του και σκούπισε με την ανάστροφη της
παλάμης του τα μάτια. «Γεροξεκούτη κουρκουτόμυαλε, θα σε βάλω μια μέρα να φας
τα μούσια σου», δάγκωνε τις λέξεις μέσα από τα δόντια του και ξεκίνησε να
κορνάρει μανιασμένα. «Άντε ρε κουνηθείτε γαμώ το φελέκι μου», εκείνος γύρισε
μέσα από το αμάξι του και τον κοίταξε στα μάτια. Έμεινε έτσι για λίγο
κοιτάζοντας τον χωρίς να λέει τίποτα. Άλλος ένας άνθρωπος που είχε ανάγκη από
μια δουλειά. Σιχτιρισμένος μισθός. Άλλος ένας που η ζωή δεν πλήρωσε το
λογαριασμό και τώρα κάποιος άλλος θα έκανε υπερωρίες για τα σπασμένα. Σε κάτι
τέτοιες στιγμές του έρχονταν στου νου η μεγάλη πλειοψηφία των σκούρων ανθρώπων
των φαναριών. Πως κατάφερναν και διατηρούσαν ένα μεγάλο χαμόγελο και λίγο κέφι
μέσα στη μιζέρια τους; Τι έχουν δει τα μάτια τους για να αντιμετωπίζουν τώρα
χαρωπά την κατάσταση τους; Έκλεισε τον πλαϊνό του καθρέπτη και του έκανε νόημα
με το χέρι να περάσει. Τραβώντας δύο κούφιες γκαζίες τον προσπέρασε και
συνέχισε με ένα καλό ρυθμό έως εκεί που ήταν η κηδεία.
Τον
είδε να αφήνει στην άκρη τη μηχανή του, να βάζει το στάντ, να ισιώνει τη γραβάτα
του και να χώνει το πουκάμισο που εξείχε μέσα στο παντελόνι του. Να και κάποιος
άλλος που είχε την ανάγκη να μείνει μέσα στην κίνηση και να χαθεί. Να ηρεμήσει
και αυτός παίρνοντας το απόφαση ότι εκεί θα έμενε για πάντα. Να ηρεμήσει και να
προσπαθήσει να απολαύσει τις στιγμές της ακινησίας. Να βλέπει ζευγάρια να
τσακώνονται, γυναίκες να λικνίζονται, γάτες να βουτάνε μέσα στους κάδους των
σκουπιδιών και ένας ζητιάνος δίπλα τους να τις ακολουθεί στο ταξίδι προς το
γλείψιμο μιας κονσέρβας. Να χαζεύει την Πακιστανική ομήγυρη να απλώνει τα
δροσερά μπουκάλια και τα χαρτομάντιλα μέσα στα ανοιχτά παράθυρα των αυτοκινήτων
και να αρχίσει να σκέφτεται και το δικό του ξενιτεμό προς άλλες χώρες. Να δει
ότι τα χαμόγελα εδώ γύρω δε βγαίνουν μέσα από κάποιο κανόνα. Να κάτσει για λίγο
στην άκρη, να ξαποστάσει αφήνοντας αυτόν τον ιδρώτα που του καίει τις ρυτίδες
να οπισθοχωρήσει. Ίσως μέσα από κάτι τέτοιες ευκαιρίες λούφας τα πράγματα
αρχίζουν να αποκτούν άλλη γεύση. Σαν τον πιανίστα που για ώρες έπαιζε μέσα σε
ένα εστιατόριο, συνοδεία κρουστών κουταλοπίρουνων και ασταμάτητων μπουκιών και
κουρασμένος καθώς ήταν την ώρα που το μαγαζί άδειασε, ρούφηξε πέντε λεπτά
πολύτιμης απραξίας και μετά άρχιζε να ξαναπαίζει μέσα σε ένα άδειο πλέον μαγαζί
τις πιο μελωδικές του νότες.
Ένα
σύννεφο φουσκωτό απλώθηκε πάνω από το δρομάκι και το σκέπασε με σκιές. Όλα
έδειχναν ότι σήμερα ήταν μια υπέροχη μέρα. Πρόσεξε μια γυναίκα να κάθεται και
να κλαίει στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, δεν φαινόταν ούτε όμορφη αλλά ούτε
άσχημη. Μόνο ταλαιπωρημένη. Ήταν η ίδια που κουβέντιαζε με τον παπά πριν. Το
μακιγιάζ της παρότι εξακολουθούσε να είναι άψογο δεν κατάφερνε να κρύψει την
ένταση της. Σηκώθηκε, τακτοποιώντας ταυτόχρονα την εσάρπα στους ώμους της και
κοίταξε προς την πλευρά της εισόδου του ναού. Κοίταξε πρώτα μέσα στο ιερό και
μετά έχωσε το βλέμμα της μέσα στον κόσμο που είχε ξεχαστεί και εξακολουθούσε να
κάθεται στα σκαλοπάτια του ναού. Κοίταξε αρκετά αυστηρά και αυτός ίσως ήταν ο
λόγος που ο κόσμος με μία κίνηση σηκώθηκε και απομακρύνθηκε από την είσοδο. Ένα
σκούρο καφέ λακαριστό φέρετρο ξεκίνησε να βγαίνει σιγά σιγά έξω από την πόρτα, αποκαλύπτοντας
σε μια από τις τέσσερις γωνίες του τον οδηγό της μηχανής με την πλαστική μαύρη
γραβάτα. Φαινόταν ήρεμος τώρα. Είχε πάρει στα σοβαρά το ρόλο του. Το κεφάλι του
ήταν σκυμμένο στο έδαφος και το βήμα του κάτι παραπάνω από πένθιμο. Ήταν ο
άνθρωπος που παρότι έδωσε λίγο χρόνο παραπάνω για τις τιμές του νεκρού, αυτές
δεν αποδόθηκαν. Η γυναίκα τον κοίταξε με βλοσυρό ύφος και μπήκε πίσω από το
φέρετρο για να ακολουθήσει τον νεκρό στην τελευταία του δροσερή κατοικία. Η
εσάρπα πάντα βρισκόταν σε λάθος θέση και πάντα ζητούσε λίγη περισσότερη
φροντίδα. Σιγά σιγά πήραν σειρά και όλοι οι υπόλοιποι για να χαθούν τελικά μετά
από λίγη ώρα σε ένα στενό στα δεξιά του. Ο δρόμος άνοιξε και τα αυτοκίνητα
έβαζαν πρώτη το ένα μετά το άλλο σα μια τέλεια στησιά ντόμινο. Δεν ήξερε αν οι
οδηγοί ήταν χαρούμενοι τελικά με αυτή την έκβαση του ξεμποτιλιαρίσματος. Δεν
ήξερε αν οι παρευρισκόμενοι στην κηδεία ξεβολεύτηκαν από την ψιλή κουβεντούλα
που είχαν στήσει στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Ήξερε μόνο ότι εκείνος σήμερα δε
θα πήγαινε στη δουλειά του. Ήξερε ότι ήθελε να σταθεί για λίγο ακόμα δίπλα σε
εκείνη τη γυναίκα που η οργάνωση της τελετής δεν της ήρθε όπως το περίμενε και
δίπλα στον οδηγό της μηχανής που εκτός από τη ζωή άργησε και στο θάνατο.
Πάρκαρε
δύο στενά πιο κάτω από την είσοδο του νεκροταφείου στα δεξιά του. Βγήκε από το
αμάξι και κατευθύνθηκε προς την μεταλλική είσοδο με τα μαρμάρινα γλυκά και
κάπως χαμογελαστά αγγελούδια εκατέρωθεν της. Μπήκε μέσα και έψαξε με το βλέμμα
του για τον κόσμο που έβλεπε τόση ώρα μέσα στην κίνηση. Για εκείνον τον
μαυρισμένο όχλο της θλίψης. Ήταν εύκολο,
είχαν από τους πρώτους τάφους στην είσοδο, από εκείνους τους μεγαλοπρεπείς, τους
οικογενειακούς για γενιές και γενιές που τα μάρμαρα ξεχείλιζαν από παντού.
Χώθηκε μέσα στο πλήθος και παρακολούθησε όλους τους ψιθύρους και τα σχόλια. Ήταν
σαν ο μακαρίτης να τον είχε χρήσει κατάσκοπο των μετά θάνατον σχολίων γι’ αυτόν.
Πρέπει να ήταν μεγάλο λαμόγιο ο μακαρίτης. Και αυτό δεν το είχε σκεφτεί
βάζοντας κάποιον να καταγράφει τις ομιλίες των παρευρισκομένων. Ούτε είχε
προβλέψει – ίσως – ότι κανένας μα κανένας δε θα έκλαιγε στην κηδεία του. Από
θλίψη τουλάχιστον και από μαράζι για τον χαμό του. Ακόμα και εκείνη η γυναίκα με
την ατίθαση εσάρπα και μπροστάρισα της τελετής την περισσότερη ώρα κοιτούσε
μανιασμένα τον τέταρτο κουβαλητή που άργησε να έρθει. Θρηνούσε περισσότερο για
την καθυστέρηση και την παρωδία της τελετής παρά από μαράζι για τον
αποδημήσαντα. Και ο κουβαλητής που άργησε καθόταν σκυμμένος εκεί και άκουγε τον
παπά να ψέλνει και να σκέφτεται για τους ψαλμούς που θα άκουγε μετά και ο
ίδιος.
Όταν
όλος ο κόσμος είχε κινήσει για το καφενείο του νεκροταφείου, εκείνος κάθισε για
λίγο πάνω από τον φρεσκοσκαμμένο τάφο και κρατώντας ένα γαρίφαλο κοίταξε το
άψογο λούστρο. Πέταξε το γαρύφαλλο μέσα στο λάκκο και γύρισε να φύγει με τον
ήχο από τα μανιασμένα φτυάρια στην πλάτη του. Ένοιωθε ότι είχε γίνει μέρος
αυτής της τελετής και ότι έπρεπε να αποδώσει τα πρέποντα. Και στον τύπο με την
τέταρτη πλαστική γραβάτα ένιωσε ότι έπρεπε να το κάνει αλλά αυτό μάλλον δεν
ήταν του παρόντος κρίνοντας από τον εξάψαλμο που άκουγε από τον παπά πλησιάζοντας
την έξοδο του νεκροταφείου. Η δουλειά για σήμερα θα έπρεπε να περιμένει. Πολλά
πράγματα θα έπρεπε να περιμένουν, να κάτσουν για λίγο στην άκρη και να
αφουγκραστούν σκέψεις, νότες, ομιλίες και ότι άλλο του φέρει η τύχη. Ήξερε ένα
καλό καφέ λίγο πιο κάτω που έβαζε και καλή μουσική. Ήταν μια παράξενα όμορφη
μέρα σήμερα και δεν έπρεπε με τίποτα στον κόσμο να τη βάλει σε κανονικούς
ρυθμούς. Περνώντας την πόρτα του νεκροταφείου γύρισε πίσω να κοιτάξει για μια
ακόμα φορά νεκρούς και ζωντανούς. Έβγαλε το πακέτο από την τσέπη του πουκαμίσου
του και τράβηξε με τα δόντια του άλλο ένα τσιγάρο από μέσα. Ένοιωσε σαν τον
επαναστάτη χωρίς αιτία και τον Μπόκαρτ στο αεροδρόμιο της Καζαμπλάνκα μαζί. Πάτησε
τον αναπτήρα του και ένα αεράκι γλυκό, γεμάτο δροσιά απλώθηκε πάνω του,
σβήνοντας τη φλόγα. Ήξερε ότι μπορούσε να δοκιμάσει ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου