Συνέβη όταν ξεκίνησα να γράφω κάτι. Στην αρχή ήταν μια
λάμψη, μετά μια κίνηση των κουρτίνων και στη συνέχεια ένα κρύο χνώτο πίσω στο
σβέρκο μου. Γύρισα στα δεξιά μου να δω, χύνοντας τον καφέ μου στο τραπεζάκι,
στο πάτωμα, στον υπολογιστή, στην καρέκλα, στο σώβρακο, στην μπλούζα και λίγο
μέσα στη γλάστρα με τον κάκτο. Σκάζοντας το ποτήρι στο πάτωμα, τίναξε τα
υπολύμματα του στο ταβάνι. Σκατά! Και να το είχα προσπαθήσει δε θα τα κατάφερνα
τόσο καλά. Έγειρα πίσω, άναψα τσιγάρο και έσκυψα για να πιάσω τα κομμάτια από
το σπασμένο ποτήρι. Εκεί, κάτω από το τραπεζάκι την είδα. Με κοίταζε με κάτι
μεγάλα μάτια να λάμπουν και ήταν τόση η τρομάρα μου που τινάχτηκα πάνω,
χτυπώντας το κεφάλι μου στο τραπέζι ενώ η καύτρα από το τσιγάρο έπεσε πάνω στο
μπούτι που στρέφοντας έτσι την προσοχή
μου στην πυρκαγιά της τριχοφυίας μου και όχι στον κάκτο που αμφιταλαντευόταν
στο χείλος του τραπεζιού, ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Να μη τα πολυλογώ, το
καρούμπαλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, το έγκαυμα στο αριστερό μου μπούτι
και τα καρφωμένα αγκάθια του κάκτου στο καραφλό μου κεφάλι δεν στάθηκαν αρκετά
για να την ξεχάσω. Ήταν κάτω από το τραπέζι και παραμόνευε.
«Τελείωσες τώρα;» με ρώτησε όση ώρα εγώ χοροπηδούσα με τις
γυμνές μου πατούσες πάνω στα σπασμένα γυαλιά, κρατώντας το κεφάλι μου με το
δεξί και το πόδι μου με το αριστερό μου χέρι.
«Σκατα, σκατά, σκατά και απόσκατα.» ήταν η πιο ολοκληρωμένη
πρόταση που σκέφτηκα να εκστομίσω. Στη συνέχεια πρόσθεσα.
«Από πού μπήκες;»
Εκείνη βγήκε από το πλάι του τραπεζιού προσέχοντας μη
πατήσει κάποιο γυαλί και πισωπατώντας για να μη πέσω πάνω της είπε:
«Για την ακρίβεια βγήκα. Δεν μπήκα από πουθενά. Βγήκα μέσα
από το κεφάλι σου γιατί τόσο καιρό με τυραννάς και δεν αντέχω άλλο. Είμαι κάτι
σαν μούσα.»
Αφού οι πατούσες μου τελείωσαν τον καθαρισμό των γυαλιών στο
πάτωμα, πήρα τα πάνω μου και άρχισα να περπατώ προς το μέρος της κάνοντας κάτι
χρατς και χρουτς σε κάθε μου βήμα. Δεν ένοιωθα πόνο και ίσως αυτό ήταν μια καλή
λύση για να αρχίσω να βγάζω κανένα φράγκο σε πανηγύρια ή περιφερόμενος με
κάποιο τσίρκο. Το νούμερο μου θα ήταν μετά τον νάνο και τη μουσάτη γυναίκα. Αν
ένας συγγραφέας είχε λίγες ελπίδες με μια μούσα μέσα του τότε τα πράγματα δεν
θα ήταν ιδιαίτερα λαμπρά αν αυτή αποφάσιζε να την κάνει από αυτόν.
«Δηλαδή; Φεύγεις;» ψέλλισα προσπαθώντας να ισιώσω προς
Χαμφρει Μπόκαρτ πλευρά.
«Είπα να ξεπιαστώ λιγάκι. Μην ανησυχείς. Που και που γίνεται
καλό το πράγμα αλλά τώρα τελευταία με έχεις φλομώσει με κάτι ακατάληπτα, σε
στυλ νουθεσίας, που γράφεις.»
«Μα ο συγγραφέας δε πρέπει να λέει την άποψη του;» είπα
ανάβοντας ένα τσιγάρο, όπως ο Χάμφρει έκανε σε κάτι τέτοιες, δύσκολες στιγμές
(αν και τώρα πιστεύω πως το έκανε γιατί οι καπνοβιομηχανίες του έλεγαν να το
κάνει).
«Ο συγγραφέας πρέπει να κάνει ότι κάνει ο καθένας. Τη
δουλειά του. Άσε τους πολιτικούς και τους παπάδες να χαράζουν τις γραμμές. Αν
όλοι οι υπόλοιποι λένε απλά τη γνώμη τους τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Τα
προβλήματα ξεκινάνε από τη στιγμή που δεν υπάρχει άποψη.»
«Εσύ τώρα γιατί προσπαθείς να με κατευθύνεις Μούσα;» είπα
εκπνέοντας και αρχίζοντας να νιώθω τον πόνο στις πατούσες μου.
«Κάποια χούγια πήρα και εγώ από εσένα. Τόσο καιρό μέσα σου
δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Γιατί νομίζεις ότι ήθελα να βγω λιγάκι έξω, να
ξεπιαστώ;»
Απέμεινα να την κοιτάζω έτσι όπως ήταν όμορφη. Λιτή με ένα
νυχτικάκι μόνο το οποίο είχε ανασηκωθεί ελαφρά λίγο πιο πάνω από τα μέσα των
μηρών της.
«Μη σου περνάει τίποτε πονηρό από το μυαλό. Αν κουτουπώσεις
την έμπνευση τότε θα μείνεις με το τίποτα. Εγώ θέλω να με θέλεις, να μη με
έχεις και όλο να με φωνάζεις.»
Οι κουρτίνες κουνήθηκαν και εκείνη εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά
όπως εμφανίστηκε. Άκουσα από μέσα μου την φωνή της να μου λέει.
«Πιστεύω πως θα τα πάμε μια χαρά οι δύο μας στο εξής. Μάζεψε
μόνο το κακτάκι από το πάτωμα και βάλτο ξανά στη γλάστρα. Μου άρεσε τόσο! Άγριο
απ΄έξω, ζουμερό από μέσα.»