Είχα πάρει πατατάκια με ρίγανη και μια μπύρα. Πήγα και κάθησα στην πλατεία και άνοιξα λαίμαργα τα πατατάκια. Πάντα μου άρεσαν με ρίγανη μαζί. Έφερα το σακουλάκι μπροστά μου και του έχωσα ένα φούσκο όπως τότε που μικρός ήθελα να ακούω το μπαμ πριν πέσω με τα μούτρα μέσα του. Εφηβικό ταπεραμέντο. Το οτιδήποτε κάνει ο έφηβος πρέπει να έχει και λίγο από ενόχληση και ταρακούνημα των γύρω του. Μέχρι στιγμής στην εξελικτική διαδικασία δεν έφτασαν οι έφηβοι όλου του κόσμου για να φέρουν τα πάνω κάτω. Μεγάλωσαν βλέπεις και αυτοί! Μέσα από τη σακούλα ξεπήδησαν αρώματα ρίγανης ανακατεμένα με ψίχουλα. Βούτηξα το χέρι μου να πιάσω το πρώτο πατατάκι και το μόνο που βρήκα ήταν τα αυτιά από ένα τζίνι.
"Θεε μου! Είσαι στα αλήθεια τζίνι;" ρώτησα το περίεργο πλάσμα που κρατούσα από τα αυτιά σα κουνέλι.
Εκείνο τίναξε το παλτό του από τα ψίχουλα και φανερά εκνευρισμένο μου απάντησε:
"Δεν είναι και πολύ ευγενικό να με κρατάς από τα αυτιά. Δε μπορώ ούτε καν να ακούσω τις ευχές σου!"
Το άφησα στο παγκάκι στο πλάι μου και το κοιτούσα. Το κοίταξα και μετά τσιμπήθηκα πριν το ξανακοιτάξω.
"Είσαι στα αλήθεια ένα τζίνι!" ήταν το πιο έξυπνο σχόλιο που βρήκα να πω.
"Μα και βέβαια είμαι ένα τζίνι!" μου είπε εκείνο.
"Τι δουλειά έχει ένα τζίνι λοιπόν στα πατατάκια μου;" του αντιγύρισα.
"Δύσκολοι καιροί για λυχνάρια. Η τιμή του σιδήρου και του χαλκού ανεβαίνει και οι δουλειές λιγοστεύουν. Όλα μας τα σπίτια πάνε για ανακύκλωση από τους γύφτους. Τι τα γυρεύεις... Πές μου τώρα τις δύο σου ευχές για να τελειώνουμε και να ελευθερωθώ και εγώ. Μπούχτισα ρίγανη τόσο καιρό!"
Κοίταξα ενστικτωδώς το πακέτο, μην είχε λήξει, αλλά μετά σκέφτηκα πως ευτυχώς δεν είχα φάει.
"Γιατί μόνο δύο ευχές; Εγω για τρείς ήξερα πάντα" το ρώτησα τσαλακώνοντας το σακουλάκι με τα πατατάκια στα χέρια μου και πετώντας το πίσω από την πλάτη μου.
"Μάλλον διάβαζες πολλά παραμύθια στα νιάτα σου. Περισσότερα από όσα χρειάζονταν. Πάντα δύο ήταν οι ευχές και πολλές ήταν. Όσοι εύχονται στην πραγματικότητα μία μόνο ευχή έχουν κατά νου"
"Και ποια είναι αυτή παρακαλώ;"
"Πρέπει να με ρωτάς με τη μορφή ευχής αν θέλεις. Το κοντέρ γράφει" μου είπε και κάπου εκεί είναι που άρχισα να πιστεύω πως τα τζίνι είναι στην πραγματικότητα πολύ αναιδείς πλάσματα.
"Καλά λοιπόν. Εύχομαι να μου πεις τι να ευχηθώ"
Το τζίνι έβαλε το ένα του δάκτυλο στο κούτελο του και αφού σκέφτηκε για μια αιωνιότητα ή κάτι που έμοιαζε σαν και αυτή, είπε:
"Έυχομαι κάποτε να μπορέσεις να κάνεις την ευχή σου πραγματικότητα"
Εγώ το κοίταξα απορρημένος και γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη.
"Τι έπαθες ξαφνικά;" με ρώτησε εκείνο.
"Δεν έχω κέφι να κάνω καμία ευχή. Είσαι ελεύθερο.
"Μα δε χρειάζεται να το πείς. Είμαι ήδη ελεύθερο για να μιλάμε, τώρα μαζί. Αυτό δεν είναι ευχή, είναι η πραγματικότητα".
"Ε! ίσως εγώ είμαι κάτι καλύτερο από τζίνι. Πιο άμεσος και χωρίς τσιριμόνιες"
"Ποτέ δε θα ελευθερωθώ πραγματικά αν δε κάνεις και τη δεύτερη σου ευχή"
"Πολύ καλά λοιπόν" είπα και έπιασα το κουτάκι της μπύρας από δεξιά μου.
"Έυχομαι όταν ανοίξω ετούτη εδώ τη μπύρα να μη πεταχτεί ξανά ένα τζίνι"
"Θεε μου! Είσαι στα αλήθεια τζίνι;" ρώτησα το περίεργο πλάσμα που κρατούσα από τα αυτιά σα κουνέλι.
Εκείνο τίναξε το παλτό του από τα ψίχουλα και φανερά εκνευρισμένο μου απάντησε:
"Δεν είναι και πολύ ευγενικό να με κρατάς από τα αυτιά. Δε μπορώ ούτε καν να ακούσω τις ευχές σου!"
Το άφησα στο παγκάκι στο πλάι μου και το κοιτούσα. Το κοίταξα και μετά τσιμπήθηκα πριν το ξανακοιτάξω.
"Είσαι στα αλήθεια ένα τζίνι!" ήταν το πιο έξυπνο σχόλιο που βρήκα να πω.
"Μα και βέβαια είμαι ένα τζίνι!" μου είπε εκείνο.
"Τι δουλειά έχει ένα τζίνι λοιπόν στα πατατάκια μου;" του αντιγύρισα.
"Δύσκολοι καιροί για λυχνάρια. Η τιμή του σιδήρου και του χαλκού ανεβαίνει και οι δουλειές λιγοστεύουν. Όλα μας τα σπίτια πάνε για ανακύκλωση από τους γύφτους. Τι τα γυρεύεις... Πές μου τώρα τις δύο σου ευχές για να τελειώνουμε και να ελευθερωθώ και εγώ. Μπούχτισα ρίγανη τόσο καιρό!"
Κοίταξα ενστικτωδώς το πακέτο, μην είχε λήξει, αλλά μετά σκέφτηκα πως ευτυχώς δεν είχα φάει.
"Γιατί μόνο δύο ευχές; Εγω για τρείς ήξερα πάντα" το ρώτησα τσαλακώνοντας το σακουλάκι με τα πατατάκια στα χέρια μου και πετώντας το πίσω από την πλάτη μου.
"Μάλλον διάβαζες πολλά παραμύθια στα νιάτα σου. Περισσότερα από όσα χρειάζονταν. Πάντα δύο ήταν οι ευχές και πολλές ήταν. Όσοι εύχονται στην πραγματικότητα μία μόνο ευχή έχουν κατά νου"
"Και ποια είναι αυτή παρακαλώ;"
"Πρέπει να με ρωτάς με τη μορφή ευχής αν θέλεις. Το κοντέρ γράφει" μου είπε και κάπου εκεί είναι που άρχισα να πιστεύω πως τα τζίνι είναι στην πραγματικότητα πολύ αναιδείς πλάσματα.
"Καλά λοιπόν. Εύχομαι να μου πεις τι να ευχηθώ"
Το τζίνι έβαλε το ένα του δάκτυλο στο κούτελο του και αφού σκέφτηκε για μια αιωνιότητα ή κάτι που έμοιαζε σαν και αυτή, είπε:
"Έυχομαι κάποτε να μπορέσεις να κάνεις την ευχή σου πραγματικότητα"
Εγώ το κοίταξα απορρημένος και γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη.
"Τι έπαθες ξαφνικά;" με ρώτησε εκείνο.
"Δεν έχω κέφι να κάνω καμία ευχή. Είσαι ελεύθερο.
"Μα δε χρειάζεται να το πείς. Είμαι ήδη ελεύθερο για να μιλάμε, τώρα μαζί. Αυτό δεν είναι ευχή, είναι η πραγματικότητα".
"Ε! ίσως εγώ είμαι κάτι καλύτερο από τζίνι. Πιο άμεσος και χωρίς τσιριμόνιες"
"Ποτέ δε θα ελευθερωθώ πραγματικά αν δε κάνεις και τη δεύτερη σου ευχή"
"Πολύ καλά λοιπόν" είπα και έπιασα το κουτάκι της μπύρας από δεξιά μου.
"Έυχομαι όταν ανοίξω ετούτη εδώ τη μπύρα να μη πεταχτεί ξανά ένα τζίνι"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου