Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

10:15 SATURDAY NIGHT (Cure)


Δεν υπήρχε κάτι το μαγικό σε εκείνο το βράδυ. Πέρα από το γεγονός ότι ήταν Σάββατο βράδυ και την Κυριακή συνήθιζε να ξυπνάει  αργά.  Δεν υπήρχε κάτι το μαγικό παρά μόνο ότι αυτό το βράδυ το ονειρευόταν όλη τη μίζερη εβδομάδα που είχε περάσει ξεροσταλιάζοντας μέσα στο γραφείο με την σαν από πλαστικό φτιαγμένη γραβάτα του. Δε μπορούσε να σταθεί πουθενά. Ούτε εκείνος, ούτε η γραβάτα του που όσο και να τη σιδέρωνε εκείνη έφτιαχνε κάτι κυματισμούς γεμάτους με αυθάδεια απέναντι στο κατεστημένο της γραφειοκρατίας.
Ξεκλείδωσε την πόρτα του, δύο φορές την πάνω κλειδαριά και μια την κάτω γιατί η δεύτερη στροφή είχε χαλάσει. Μπήκε μέσα κρατώντας ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Ούτε φθηνό, ούτε ακριβό αλλά σε προσφορά. Καλό του φαινόταν και το ταμπελάκι που φορούσε στην μποτίλια ήταν χάρμα οφθαλμών. Έδειχνε ένα τσαμπί σταφύλι με τη μια του ρόγα να έχει τρυπώσει μέσα στο μισάνοιχτο στόμα μιας σχεδόν ντυμένης γυναίκας. Της έμοιαζε πολύ. Και θα τη συναντούσε σήμερα κιόλας. Εκείνη στο μπουκάλι ήταν ζωγραφιστή ενώ η άλλη που θα έβλεπε θα ήταν φτιαγμένη με σάρκα, οστά και ένα σκασμό από ερωτογόνες ζώνες που μέσα τους θα εγκλωβιζόταν. Ή τουλάχιστον θα το προσπαθούσε. Πέρασε μέσα από το σαλόνι, αφήνοντας το κρασί πάνω στο τραπέζι. Πέρασε μέσα από το δωμάτιο, αφήνοντας το παντελόνι του στο πάτωμα, το μπλουζάκι του στα άπλυτα και το σώβρακο πάνω στη λάμπα του κομοδίνου του βγάζοντας το με μια εκπληκτική κίνηση καράτε. Άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας και χώθηκε μέσα στην ντουζιέρα. Άφησε το νερό να ζεστάνει και μόλις οι πρώτες καυτές τούφες υδρατμού εμφανίστηκαν, έριξε το νερό πάνω του. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη, ρούφηξε την κοιλιά του και πήρε να σαπουνίζεται. Σήμερα θα έκανε και σκράμπ με εκείνο το σαπουνάκι που του είχε χαρίσει η πρώην του και ποτέ δεν είχε χρησιμοποιήσει. Ένοιωσε το νερό να ξεπλένει από πάνω του όλα εκείνα που τον ενοχλούσαν. Όλα αυτά που είχε κάνει και κυρίως εκείνα που δεν είχε κάνει στη ζωή του.
Την σκέφτηκε σαπουνίζοντας το πέος του. Έτριβε και η σαπουνάδα θέριευε γύρω από την παραμελιμένη τριχοφυία της περιοχής. Σήμερα θα έβαζε κάθε πράμα στη θέση του. Θα ξυρίζονταν, θα κούρευε λίγο εκεί κάτω, λίγο τις μασχάλες του. Θα έκοβε δύο με τρία νύχια που είχαν ξεφύγει από το στόχαστρο των δοντιών του. Θα γινόταν σωστή μηχανή του σέξ. Σήμερα. Για εκείνη. Τύλιξε σφιχτά την πετσέτα γύρω από τη μέση του και περπάτησε με μικρά, μικρά βηματάκια γκέισας προς την ντουλάπα του. Έβγαλε ένα λευκό πουκάμισο έξω και το φόρεσε. Για τα υπόλοιπα δεν είχε αποφασίσει ακόμα. Τα εσώρουχα ήταν όλα για πλύσιμο και εκείνο πάνω στο λαμπατέρ ήταν στην καλύτερη κατάσταση. Δε θα φορούσε τίποτα για εσώρουχο. Πήρε την απόφαση του, τραβώντας ένα υφασμάτινο παντελόνι από την κρεμάστρα. Η πετσέτα κύλισε στο πάτωμα και εκείνος σήκωσε το ένα του πόδι για να φορέσει το παντελόνι. Πήρε να γλιστράει και κρατήθηκε τελευταία στιγμή από το πόμολο της πόρτας. Κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, ρίχνοντας δύο με τρεις ποιητικές βρισιές και έβαλε ένα Jack στο ποτήρι. Το κατέβασε με τη μία. Το κρασί του φάνηκε ξαφνικά πολύ λίγο για αυτό το Σαββατιάτικο βράδυ. Ξάπλωσε στον καναπέ και πήρε τον υπολογιστή στα χέρια του αφού πρώτα γέμισε μια δόση ακόμα στο ποτήρι του.
Σκέφτηκε για λίγο τον έρωτα. Εκείνον που πουλούσαν και τον άλλο που έπρεπε να ανακαλύψεις. Σκέφτηκε πως τίποτε δεν πήγαινε καλά με τον ίδιο και τη ζωή του τα τελευταία χρόνια. Σκέφτηκε το πόσο του έλειπε εκείνη και όλες εκείνες οι μικρές εκπλήξεις που του έκανε κάθε τρεις και λίγο. Σκέφτηκε πόσο πολύ του στοίχισε που τον άφησε, πόσο πολύ μόνος ένοιωθε από τότε. Σκέφτηκε το πόσο έχει βαρεθεί το να σκέφτεται. Σκέφτηκε πως το ποτήρι του πάντα τελείωνε πρώτο, πριν εκείνος καταφέρει να ξεδιαλύνει το οτιδήποτε. Και γέμιζε, ξαναγέμιζε και κάπως έτσι ένας ύπνος γλυκός ήρθε και τον πήρε.
Την είδε να τον πλησιάζει και να τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Να σηκώνει το ένα της πόδι, σπρώχνοντας με τη φτέρνα της το πίσω μέρος του γόνατου του ανάμεσα της. Την είδε να τον κοιτάζει μέσα από την ριγμένη πάνω στο βλέμμα της φράντζα και να χαμογελάει με εκείνα τα κατακόκκινα μηλαράκια στα μάγουλα της. Την άκουσε να ξεκολλάει τα δύο της χείλη, αφήνοντας τα μισάνοιχτα για να την φιλήσει. Και δεν τελείωνε ποτέ αυτό το φιλί. Από τη στιγμή που την φιλούσε όλα τα υπόλοιπα γινόντουσαν παράλληλα με αυτό το φιλί. Την ένοιωθε ζεστή, με όλο εκείνο το χνούδι στο δέρμα της να έχει τεντώσει την αθέατη του ύπαρξη. Τον έσπρωξε στον καναπέ και έχωσε το χέρι της μέσα στο παντελόνι του. Σα να τρύπωσε ένας άγγελος κάτω από το δέρμα του ήταν. Είχε ανατριχιάσει ολόκληρος. Την κοίταζε να τον κοιτά που την κοίταζε να τον τυραννάει γλυκά. Τα βλέμματα τους μπλεκόντουσαν όλη την ώρα και τα χέρια τους είχαν μπερδευτεί ανάμεσα σε μηρούς, γλουτούς, στήθη και ανάκατα μαλλιά. Ένα κουβάρι που όλο μεγάλωνε και οι εραστές σα να γίνονταν διπλοί, τριπλοί, άπειροι. Ήταν πάνω του όταν την έριξε στο πλάι. Μπήκε μέσα της, σφίγγοντας την πλάτη της πάνω στο στήθος του. Τυλίχτηκε ολόκληρος γύρω της και έκανε όσες κινήσεις χρειαζόντουσαν για να μη τελειώσει γρήγορα το όνειρο, κρατώντας το όμως ζεστό.
Το κουδούνι της εξώπορτας τον έκανε να ξυπνήσει βάναυσα από τον λήθαργο. Σηκώθηκε και άνοιξε, παραπατώντας, γλιστρώντας μεταξύ ονείρων και πραγματικότητας. Ήταν ο γείτονας. Τον παρακάλεσε να κοιτάξει το αυτόματο πότισμα του μπαλκονιού του γιατί έσταζε όλη την ώρα πάνω στην τέντα του και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Άκουσε την πόρτα να κλείνει και πήγε στο κρεβάτι του γεμίζοντας ένα ποτήρι ακόμα. Ήταν 10 και τέταρτο, Σάββατο βράδυ και εκείνη δεν είχε έρθει. Ποτέ δεν ερχόταν, ούτε στην ουσία την περίμενε. Και η βρύση έσταζε.

*10:15 Saturday night. Τραγούδι από το πρώτο άλμπουμ των Cure.

“10.15 on a saturday night
and the tap drips
under the strip light
and i'm sitting
in the kitchen sink
and the tap drips
drip drip drip drip drip drip drip...

waiting
for the telephone to ring
and i'm wondering
where she's been”

Let's Lynch The Landlord (Dead Kennedys)

Λιντσάρισαν κάθε μαγαζί της έρημης πόλης. Μπήκαν σε αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και σούπερ μάρκετ, έκλεψαν ρούχα, παπούτσια και χρυσαφικά. Πήραν τα πιο πολύτιμα, τα πήραν όλα, όσα άντεχαν τα αμάξια τους να φορτώσουν. Η πόλη είχε ερημώσει από το θανατικό εδώ και κάμποσους μήνες. Μια πανώλη εξελιγμένη. Τους πήρε όλους στο στομάχι της μέσα σε μόλις μια εβδομάδα. Κανείς δε πρόλαβε να κλάψει για άλλον. Όλοι χάθηκαν σχεδόν μονομιάς. Μια πόλη μακρινή και μακριά από άλλες πόλεις. Το είχαν πει στις ειδήσεις και ο κόσμος φοβόταν να πλησιάσει εκεί μη τύχει και κολλήσει το χτικιό. Οι χαμένοι όμως είχαν από καιρό πάψει να φοβούνται. Κάθε θάνατος τους έδινε ελπίδα, κάθε πρόβλημα ήταν μια ευκαιρία. Οι χαμένοι των γύρω πόλεων δεν είχαν και τίποτα να χάσουν. Η ζωή τους ήταν ισοπεδωμένη, σχεδόν σα να μη ζούσαν ήταν. Σα φαντάσματα περιφερόντουσαν και τα μάτια τους γυρνούσαν με την τρέλα σφηνωμένη μέσα τους.
Εκείνη τη μέρα αποφάσισαν να ορμίσουν στην πόλη. Να αρπάξουν ότι μπορούν και να φύγουν μακριά. Να αρπάξουν όλα αυτά που γνώριζαν πως είχαν αξία. Να γίνουν πλούσιοι ξαφνικά. Να γίνουν με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που οι πλούσιοι γίνονται σε όλες τις εποχές και σε όλα τα μέρη. Ξαφνικά και μπαγάσικα. Έκλεψαν όλες τις κονσέρβες και τα ακριβότερα αμάξια. Έκλεψαν την τελευταία σειρά ρούχων ιταλικών οίκων και ένας τους πήρε ένα βυτίο γεμάτο με βενζίνη. Οι γυναίκες γέμισαν τα δάκτυλα τους με μονόπετρα και οι άντρες βούτηξαν από δέκα τηλεοράσεις ο καθένας. Τα παιδιά πήραν τα καλύτερα κινητά και από πέντε play station. Όλοι έγιναν ότι έβλεπαν να περνάει από μπροστά τους δίχως να τους ρίξει κέρμα στα καπέλα. Ένιωσαν άνθρωποι, καλοί, πολιτισμένοι, έτοιμοι για την ζωή.
Η ιδιόμορφη αυτή πομπή ξέσχισε όλη την ήπειρο. Δε στεκόταν σε καμιά πόλη. Ένοιωθαν πως τα καλύτερα βρισκόντουσαν μπροστά τους. Το νερό τους τελείωνε όμως και η βενζίνη το ίδιο. Οι κονσέρβες έληγαν πριν φαγωθούν και οι τηλεοράσεις ζητούσαν ρεύμα για να παίξουν. Έπρεπε να πάρουν κάποια απόφαση. Να βρουν ένα μέρος για να ξαποστάσουν. Να ρευστοποιήσουν τα τιμαλφή τους και να κάνουν επιτέλους τη ζωή τους. Η απόφαση λήφθηκε υποχρεωτικά στην πρώτη πόλη που βρήκαν μπροστά τους. Οι κάτοικοι τους υποδέχτηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Τους κέρασαν ντόπια εδέσματα και του φιλοξένησαν στα σπίτια τους. Αφού χόρτασαν φιλοξενία, αποφάσισαν πως είναι η στιγμή για να νιώσουν σημαντικοί για την πόλη. Άρχισαν να πουλάνε τα κοσμήματα αλλά αγοραστής δε βρισκόταν. Τα παιδιά ήθελαν να ανταλλάξουν τα κινητά τους με κάτι άλλο αλλά τίποτε άλλο δεν υπήρχε πέρα από βόλους. Οι άντρες έδιναν τις τηλεοράσεις τους για λίγο ρεύμα και ορισμένοι άλλαζαν πονηρά την ημερομηνία λήξης στις κονσέρβες ζητώντας φρούτα ως αντάλλαγμα. Εκείνη η πόλη ήταν φτωχή. Δεν ήξερε από μεγαλεία αλλά είχε όλα όσα μπορούσε άνθρωπος να θελήσει ποτέ. Λυγερόκορμες κοπέλες και παλικάρια που δάγκωναν το ατσάλι. Νερό από το ποτάμι και λαχανικά που φύτρωναν παντού δίχως κόπο. Η γη εκεί ήταν έφορη και η ελπίδα αιωρούνταν πάνω της .Υπήρχαν μόνο γεωργοί, ερωτευμένοι, και φουρνάρηδες.  Κανένας τους δε γνώριζε για χρυσό, πετρέλαιο και ακριβά αμάξια.  Με λίγα λόγια η μεταφερόμενη περιουσία του καραβανιού δεν έπιανε μια σε εκείνη την πόλη.

Έκατσαν κάτω και το συζήτησαν για ώρα πολύ. Να φύγουν ή να μείνουν; Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά και η επόμενη πόλη άγνωστο το που θα βρισκόταν. Ακόμα και αν πήγαιναν στην άλλη πόλη τότε ίσως και εκεί να είχε χτυπήσει το χτικιό ή ίσως να ήταν ακριβώς η ίδια με τούτη. Μερικοί διέκοψαν την συνέλευση λέγοντας πως πίστευαν ότι η επόμενη πόλη θα ήταν πολιτισμένη και θα μπορούσαν να ανταλλάξουν εύκολα τα υπάρχοντα τους. Ξαφνικά, η κουβέντα έγινε τσακωμός και ο τσακωμός πολλές μικρές μικρές ομάδες μέσα του. Το καραβάνι έγινε φύλλο και φτερό. Γυναίκες χώρισαν τους άντρες τους και άντρες παράτησαν τα παιδιά τους. Παππούδες έριξαν χαστούκια και όλη η ατμόσφαιρα όσο πήγαινε και θέριευε τη μανία. Στο τέλος χώρισαν. Άλλοι έφυγαν και άλλοι έμειναν. Ο εξωτερικός κίνδυνος πάντα κρατούσε μονοιασμένους τους ανθρώπους. Όταν όλα έδειχναν πως υπήρχε προοπτική τότε αυτή ήταν διαφορετική για τον καθένα. 
Η ιστορία επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά και ξανά. 

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

ΔΗΜΑΡΧΕ!

Στήνω αυτί μέσα στη νύχτα. Ακούω την εβδομάδα να ξεψυχά. Ένας ψίθυρος περνά: "άλλη μια νύχτα και μετά τα πράγματα δεν θα είναι ξανά τα ίδια". Πιάνω μια μπύρα από το ψυγεία και στραγγίζω τις πρώτες τις γουλιές. Πέφτουν μέσα μου και είναι δροσερές. Καταλαβαίνω πως το καλοκαίρι αυτό έχει ήδη μπουκάρει, νιώθω πως οι ψήφοι μετρώνται, σκέφτομαι πως από όλη την ανθρώπινη ιστορία ένα μόνο πράγμα μένει σταθερό: η τάση για τη νέα τάξη πραγμάτων. Κατεβάζω άλλη μια γουλιά και βάζω thievery corporation. Κουνάω το κεφάλι μου με αραβο-dub ρυθμούς και ξεκινάω να γράφω. Γράφω ένα γράμμα προς το νέο δήμαρχο της πόλης.

"Δε ξέρω ποιος είσαι και ποιος ήταν πράγματι ο λόγος για να κατέβεις υποψήφιος αλλά ένιωσα την ανάγκη να σου γράψω πριν ακόμα εκλεγείς. Το να απευθυνθώ σε κάποιον συγκεκριμένα δημιουργεί κάποιου είδους μεροληψία και υποκειμενικότητα, ενώ τώρα που γράφω μόνο προς το αξίωμα σου νομίζω πως είναι πιο δίκαιο για όλους μας. Αν έχεις σκοπό να βάλεις δύο με τρεις λάμπες παραπάνω, να ρίξεις κανένα πλακάκι στα πεζοδρόμια και να φυτέψεις κανένα παραπάνω δέντρο σου λέω από τώρα ότι ίσα που μπορείς να φτάσεις στο μέγεθος ενός θυρωρού ή διαχειριστή πολυκατοικίας. Αν νομίζεις πως μια χαρούμενη πόλη θέλει κάτι τέτοια τότε μάλλον δεν έχεις ζήσει ποτέ σου σε χαρούμενη πόλη. Από την άλλη, ούτε εγώ έχω ζήσει αλλά έχω αρκετή φαντασία για να μπορώ μέσες - άκρες να την οριοθετήσω. Ίσως γι'αυτό δε σκέφτηκα ποτέ μου να κατέβω για δήμαρχος. Γιατί αισθάνομαι πως είναι πολύ λίγα εκείνα που απαιτούνται να γίνουν για να αντεπεξέλθει κανείς επάξια στη θέση του. Τις περισσότερες φορές βέβαια ανταπεξέρχεστε μια χαρά κάνοντας πολύ λιγότερα από αυτά που πρέπει και αρκετά περισσότερα από εκείνα που δε πρέπει.
Στην πραγματικότητα όμως ξέρω πως δεν είναι εύκολος ο ρόλος σου. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι ξέρω πως η φαντασία ίσως δεν είναι αρκετή. Πως η θέληση μπορεί να φανεί λίγη και η οργανωτικότητα εκτός θέματος. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι πιστεύω πως αρκεί απλά ένας χαρούμενος άνθρωπος για να φτάσει να γίνει ο πρώτος δήμαρχος αυτής της πόλης που θα μπορέσει να κάνει την πόλη χαρούμενη. Δε λέω, και οι φωτισμένοι δρόμοι, και η καθαριότητα, και τα πάρκα, και οι παιδικές χαρές είναι κρίσιμα σημεία. Είναι εκείνα τα σημεία που κάνουν πιο ξέγνοιαστους τους δημότες. Στο τέλος όμως δεν αρκεί αυτό. Ποτέ δεν αρκούσε και δεν αρκούσε γιατί πάντοτε σκόνταφτε στο τελευταίο μεγαλειώδες ερώτημα που κάνει ο καθένας από εμάς όταν έχει ολοκληρώσει τα σχέδια του και κάθε τι μοιάζει να είναι στη θέση του. Το ερώτημα αυτό δεν είναι άλλο από το "Τώρα είμαι χαρούμενος;". Ξέρω πως μπορεί να σου ακούγεται λίγο μελό αυτό, ειδικά τώρα που έχεις να βάλεις ένα σκασμό υπογραφές και να αρχίσεις να τρέχεις δεξιά και αριστερά διεκπεραιώνοντας διάφορες υποθέσεις. Ίσως είναι. Ίσως είναι μελό αλλά να με συγχωρέσεις αλλά εσύ πρώτος χρησιμοποίησες τέτοιες μελό εκφράσεις, φτιάχνοντας διαφημίσεις σύμφωνα με τις τελευταίες τάσεις του μάρκετινγκ. Μας έκανες να θεωρούμε πως απώτερος στόχος δεν είναι μόνο μια τέλεια οργανωμένη πόλη (αυτό ξέρουμε και οι δύο πως είναι δύσκολο από μόνο του), μας έκανες να πιστέψουμε πως η ωραία πόλη έχει ωραίους κατοίκους και χαρούμενες συμπεριφορές. Ε! λοιπόν κάτι τέτοιο θέλω και εγώ τώρα. Αυτό που εσύ διαφήμιζες. Γι'αυτό και αυτή τη φορά ψήφισα εκείνον τον τύπο που είδα να παίζει με τα παιδιά του τρία χρόνια πριν και μετά τον είδα να κάθεται σε ένα παγκάκι και να χαμογελάει μόνος του. Κάποια άλλη στιγμή τον είδα να κουνάει το πόδι του με τη μουσική που έπαιζε ένα γκρουπάκι στην πλατεία. Μου έμοιαζε κάπως πιο ανθρώπινος και ελπίζω αυτός ο τύπος που θα διαβάσει αυτό το γράμμα να είσαι τελικά εσύ. Ακόμα όμως και αν είσαι ο ίδιος ελπίζω να μη φτάσεις ποτέ να γίνεις ο θυρωρός αυτής της πόλης αλλά κάτι περισσότερο από αυτό.

Καλή σου αρχή.

Με εκτίμηση,
Κάποιος δημότης"

Στράγγισα την μπύρα μου και βγήκα στην βεράντα. Η πόλη έμοιαζε να αναπνέει, τα φώτα στους δρόμους ήταν αναμμένα, οι σκουπιδιάρες έτρεχαν να αδειάσουν τους κάδους, οι σκύλοι ήταν στειρωμένοι και με λουράκι, τα κράσπεδα απείχαν 17 εκατοστά πάνω από τα ρείθρα, το αυτόματο πότισμα στο πάρκο είχε μπει μπροστά και όλα έμοιαζαν να λειτουργούν σωστά. Σκέφτομαι πως ίσως ζητάω πολλά. Πως σχεδιάσαμε ένα πολιτισμό και μόλις εκείνος μπήκε μπροστά δεν μείναμε ικανοποιημένοι. Βλέπω τον κόσμο να κάνει τζόγκινγκ γιατί φοβάται τα καρδιακά, βλέπω ανθρώπους να βγάζουν έξω τα σκυλιά τους βόλτα γιατί φοβούνται τη μοναξιά, βλέπω παρέες εφήβων να κάθονται στα παγκάκια γιατί φοβούνται να μεγαλώσουν, βλέπω το γρασίδι να γεμίζει με νερό από τα ποτιστικά γιατί αυτή η πόλη φοβάται να μη μαραθεί το τελευταίο της δέντρο.
Μπαίνω μέσα και κλειδώνω την πόρτα. Ίσως αύριο να μάθουμε να κάνουμε το κάθε τι για τους σωστούς λόγους. Το να είναι όλα εν τάξει είναι θετικό από μόνο του. Το να προσπαθούμε μόνο για μια τέλεια τάξη τριγύρω εκτός από εξωπραγματικό είναι και εξαιρετικά μίζερο. Θέλω κάτι παραπάνω και το θέλω τώρα. Θέλω λίγο καλοκαίρι και αυτή τη φορά να μυρίζει αγιόκλιμα.   

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΑΙ Η ΛΟΛΑ




Θέλω να ξορκίσω το «δεν». Κάθε τι καινούργιο που θέλω, ορέγεται να ξεκινάει αρνητικά. Είναι ο φόβος; Είναι η ανασφάλεια να θελήσω κάτι; Ακόμα και ευχή να κάνω, πλέον από το «δεν» θα την ξεκινήσω. Αυτό λέγεται φοβία. Ναι λοιπόν! Έχω φοβία να ξεκινήσω προτάσεις αν πρώτα δε βάλω το «δεν» μπροστά τους. Θέλω ειρήνη αλλά αντί αυτού θα πω «δε θέλω άλλο πόλεμο». Θέλω προοπτικές, αλλά αντί αυτού θα πω: «δεν θέλω να βαλτώσω περισσότερο». Θέλω λίγη αγάπη αλλά αντί τούτου θα ψελλίσω μόνο: «δεν αντέχω άλλο μίσος.»
Θα πείτε πως με λίγη καθαρή μαθηματική σκέψη, το αποτέλεσμα το ίδιο είναι. Θα πείτε πως αν εύχεσαι να μη γίνει το χειρότερο, τότε το καλύτερο θα ξεπροβάλει. Δίκιο θα έχετε. Και εγώ έτσι το έβλεπα. Μέχρι σήμερα. Μέχρι ετούτη εδώ ακριβώς τη στιγμή που το τελευταίο «δεν» ξεμπούκαρε από το κεφάλι μου. Και τώρα λέω στον εαυτό μου πως όλες οι σκέψεις και όλες οι προτάσεις που ξεκινάνε από «δεν», δεν είναι ευχές, προτάσεις, μήτε τίποτα. Είναι μια σκέτη τρύπα κάπου, στο κέντρο του κενού. Αν ξεκινάει κανείς μια πρόταση με «δεν» αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο να κάνει ένα βήμα στο σκοτάδι, κοιτάζοντας πίσω. Κοιτάζοντας προς την πλευρά του τρόμου, ευχόμενος να μη συμβεί το χειρότερο, ρίχνει μια ευχή. «Δεν θέλω να έρθει το τέρας να με κάνει μια χαψιά μέσα στην άγρια τούτη νύχτα.» λέει. Και τα βήματα του ολοένα και λοξεύουν, το βλέμμα τρεμοπαίζει, η προοπτική στενεύει, ο φόβος μπουκάρει γενναία μέσα. Ένα γενναίο φαγοπότι με τα σωθικά μόλις ξεκινά. Από ένα μόλις «δεν».
Ο τρόπος που ξεκινά η πρόταση, είναι ο τρόπος που η σκέψη βαραίνει. Ο τρόπος που οι λέξεις χοροπηδάνε μέσα στην πρόταση δε δείχνει μόνο τις πολλές επιλογές του συντακτικού αλλά και τη δική σου κατάσταση. Μπορείς να πεις το ίδιο ακριβώς πράγμα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ο τρόπος όμως που το λες δηλώνει το τι νιώθεις και το που σκοπεύεις να πας. Αν σκεφτώ ένα απλό παράδειγμα θα ήταν με τη Λόλα.
«Λόλα, να ένα μήλο» (φοβάσαι μη φύγει. Πρώτα τη φωνάζεις να γυρίσει και μετά της δίνεις το δώρο. Σχεδόν απεγνωσμένα.)
«Να ένα μήλο, Λόλα.»(είσαι ορθολογιστής. Δε καίγεσαι για κάτι περισσότερο από ένα απλό πήδημα. Δίνεις το μήλο πρώτα και μετά κάνεις παιχνίδι.)
«Ένα μήλο για σένα Λόλα.» (Λίγο ρομαντικός είναι η αλήθεια. Σα να περπάτησες μέσα στην έρημο για να κόψεις και να προσφέρεις το μήλο στην αγαπημένη σου.)
«Για σένα Λόλα. Να ένα μήλο.»(Πραγματικά μελό. Νομίζεις πως έχεις κάνει τα πάντα για αυτήν. Η αλήθεια είναι πως περιμένεις μια σίγουρη απόρριψη και μια μοναχική νύχτα δίχως Λόλα.)
«Δε θα μείνεις νηστική Λόλα. Να ένα μήλο.» (Πραγματικά αξιολύπητο. Της υπενθυμίζεις το πόσο πεινασμένη είναι. Μη περιμένεις κάτι περισσότερο από το να κοιμηθεί αφού πρώτα φάει το μήλο.)
Ίσως αν το σκεφτώ παραπάνω να φτιάξω και άλλες προτάσεις με τη Λόλα και το μήλο αλλά πιστεύω πως έγινα κατανοητός. Ο τρόπος που ξεκινάμε να μιλάμε, είναι ο τρόπος που σκεφτόμαστε. Η προτεραιότητα που δίνουμε στα ρήματα, τα ουσιαστικά και τα επίθετα είναι αυτό που μας χαρακτηρίζει. Μπορούμε να πούμε το κάθετι με χίλιους δύο μαγικούς τρόπους. Μπορούμε να χτίζουμε και να γκρεμίζουμε. Να μιλάμε και να μιλάμε. Αν κάποτε όμως μας έρθει να γράψουμε κάτι που ξεκινάει από «δεν» καλό θα ήταν να ξέρουμε πως δε κάνουμε ευχή, δε γράφουμε προσευχή. Αν οι προτάσεις μας ξεκινάνε από «δεν» τότε μόνο παρακαλάμε τους φόβους μας να μη μας χλαπακιάσουν.
«Δεν θέλω να πεθάνω»
Συγκρίνετε το με το εξής:
«Να μείνω ζωντανός μόνο. Τίποτε άλλο δε θέλω»
Το δεύτερο δείχνει μια επιπλέον προοπτική. Πως σκεφτόμαστε για εκείνα που έχουμε αφήσει ατελείωτα μπροστά μας. Για εκείνα που τελικά θα φέρουμε εις πέρας.  Η δεύτερη πρόταση δείχνει τελικά πως η Λόλα θα έρθει στο κρεβάτι μαζί μας και θα το γεμίσει με χυμούς από το μήλο.
Πλέον φοβάμαι να βάλω μπροστά από τις προτάσεις μου το «δεν».
Αν κάποτε το βάλω ξανά θα είναι μόνο για να γράψω:
«Δεν τέλειωσα ακόμα ρουφιάνοι νεκροθάφτες!»



Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

ΣΕ ΚΟΙΤΩ ΝΑ ΚΟΙΤΑΣ

Aν και τις περισσότερες φορές είναι χρήσιμο να κοιτάς έναν άνθρωπο και να προσπαθείς να καταλάβεις τι σόι πράμα είναι, ωστόσο από μόνη της αυτή η κίνηση δε θα πει όλη την ιστορία. Η ιστορία μιας μαντεψιάς ολοκληρώνεται κοιτάζοντας τους άλλους το πώς τον κοιτάνε. Μοιάζει μπερδεμένο αλλά δεν είναι. Το συνειδητοποίησα μια μέρα στο μετρό. Το συνειδητοποίησα κοιτάζοντας τον κόσμο να κοιτάζει άλλο κόσμο. Πέρασαν δύο ζητιάνοι, τρείς όμορφες γυναίκες, δέκα γυναίκες που νόμιζαν πως είναι όμορφες, πέντε άντρες λίγο πριν την επιτυχία και άλλοι είκοσι εντελώς κατεστραμμένοι. Όλοι τους είχαν από μια ιστορία να πουν και πιστεύω πως αν μου δινόταν η ευκαιρία να την ακούσω θα ήταν και ενδιαφέρουσα. 

Παρατηρούσα τον κόσμο να παρατηρεί. Δε κοίταξα ούτε για μια στιγμή τους «πρωταγωνιστές», με εξαίρεση μια ομορφούλα που δε μου άφησε και πολλά περιθώρια. Εκεί πέρα υπήρχαν λογιών, λογιών αντιδράσεις. Έβλεπα τη σκέψη του καθενός μέσα από τον τρόπο που κοιτούσε τον ζητιάνο για παράδειγμα. Άλλοι κοιτούσαν βλέποντας απόγνωση, άλλοι κοιτούσαν βλέποντας κοροϊδία. Μια ψεύτικη ταυτότητα και πιστοποιητικά νοσοκομείου για άμεσο χειρουργείο. Ορισμένοι έβλεπαν τον πόνο μέσα στη ζωή του άλλου και άλλοι έβλεπαν ένα τσαρλατάνο που πάει να σουφρώσει. Κάποιοι έκαναν στην άκρη μη τύχει και τους ακουμπήσει στο πέρασμα του ο αλήστου οσμής ζητιάνος. Κάποιοι αδιαφορούσαν, έχοντας συνηθίσει και κάποιοι έπαιζαν απορροφημένα με το κινητό τους. 

Στην ουσία κανένας άνθρωπος δε θέλει να παίξει με τη φωτιά. Όλοι θέλουμε μια βολική ευτυχία. Σε αυτή την προσπάθεια προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε τους άλλους. Εκείνους που δε γνωρίζουμε και εκείνους που γνωρίζουμε. Είμαστε εθισμένοι να σκεφτόμαστε το πόσο αληθινός ή ψεύτης είναι κάποιος. Πόσο δήθεν ή σκοτεινός είναι πίσω από το κέλυφος. Είναι στιγμές που σκέφτομαι πως είμαι ο μόνος που παίζω αυτό το παιχνίδι. Το παιχνίδι της μαντεψιάς. Αμέσως όμως έρχεται η συνειδητοποίηση που προσφέρει μια βόλτα στο μετρό σα και την σημερινή. Το κάνουν σχεδόν όλοι. Εξαιρούνται όσοι έχουν βουλιάξει για τα καλά στις δικές τους σκέψεις. Αρκετοί είναι και αυτοί. Όλοι οι υπόλοιποι προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα με το άβολο της μεταφοράς τους μαζί με αγνώστους. Δεν ξέρω και δε θα καταλάβω ποτέ αν ψάχνουμε ένα λάθος ή μια ευκαιρία. Αν θέλουμε εκ προοιμίου να εξάγουμε καταδικαστικές αποφάσεις ή να το δούμε πιο σφαιρικά δίνοντας θετικές ψήφους και ελαφρυντικά. Αυτό που έχει σημασία είναι πως κατάλαβα πως ο καθένας από εμάς είναι αυτό που είναι και αυτό που οι άλλοι βλέπουν πάνω του. 

Παρατηρούσα για δύο στάσεις εκείνον τον πενηντάρη με τον προσεγμένο ρουχισμό και το βλέμμα της επιτυχίας στη ματιά του. Δε χρειαζόταν να κοιτάξω και την νοστιμούλα τριαντάρα που εκείνος κοιτούσε έντονα. Μέσα από τα μάτια του είδα το πώς εκείνη μπορεί να μοιάζει. Προκλητική ίσως, αφήνοντας υπονοούμενα ίσως, όμορφη ίσως, ερωτεύσιμη ίσως, περιμένοντας τον ίσως. Μέσα από αυτόν έμαθα για τον καημό ενός ερωτικού ξεσπάσματος και για μια όμορφη κυρία. Η κυρία ήταν πραγματικά όμορφη και ο ζητιάνος που πέρασε - πριν και εγώ τελικά γυρίσω να την κοιτάξω - ήταν πραγματικά βρώμικος. Είδα την επιτυχία στα μάτια του να στρέφει αηδιασμένη το βλέμμα της αλλού. Είδα πως δε λογάριαζε αν ο ζητιάνος κορόιδευε εκείνη την ώρα ή αν είχε πραγματική ανάγκη. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να κάνει το παιχνίδι του με την όμορφη κυρία. Άπλωσα τη ματιά μου τριγύρω και είδα συμπόνια για την ανάγκη θεραπείας της πάθησης του, είδα συνοφρυωμένους να τον καρφώνουν έχοντας τελεσιδικίσει. Είδα εκείνους που ήθελαν να γίνουν καλοί, θάβοντας τις τύψεις τους και εκείνους που δε τους καιγόταν καρφάκι. Η ανθρώπινη ιστορία σε ένα και μόλις βαγόνι!
Κατέβηκα στη στάση μου. Μια ολόκληρη κοινότητα με σμάρια ανθρώπων. Ο καθένας με τη δική του ιστορία. Ο καθένας με μικρές διαφοροποιήσεις από τις ιστορίες των άλλων. Σκέφτηκα πως το να γνωρίζεις του ποιοι είναι φίλοι σου σε φέρνει ένα βήμα πιο κοντά σου. Σκέφτηκα πως για μερικούς ανθρώπους δε χρειάζεται να κοιτάξω τριγύρω για να καταλάβω του ποιοι είναι. Σκέφτηκα το ότι έχασα τόσο χρόνο παρατηρώντας και δεν αφέθηκα να ξερογλείφομαι κοιτώντας πιτσιρίκες να τρεμοπαίζουν πάνω στις φαντασιώσεις μου. Σκέφτηκα πως είχε περάσει ακριβώς μια ώρα και μισή με το ίδιο εισιτήριο στο χέρι μου και καλό θα ήταν να βιαστώ για να αφήσω το μετρό και τους ελεγκτές του. 

Ανεβαίνοντας τις σκάλες είδα τον ουρανό. Ήταν όμορφη ημέρα. Έφερα το κεφάλι μου κάθετα, αφήνοντας εκτός οπτικού μου πεδίου το καθετί. Ο ουρανός έμοιαζε να με ρουφά και οι κυλιόμενες σκάλες τον βοηθούσαν.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

ΕΝΑ ΤΖΙΝΙ ΜΕ ΤΗ ΡΙΓΑΝΗ

Είχα πάρει πατατάκια με ρίγανη και μια μπύρα. Πήγα και κάθησα στην πλατεία και άνοιξα λαίμαργα τα πατατάκια. Πάντα μου άρεσαν με ρίγανη μαζί. Έφερα το σακουλάκι μπροστά μου και του έχωσα ένα φούσκο όπως τότε που μικρός ήθελα να ακούω το μπαμ πριν πέσω με τα μούτρα μέσα του. Εφηβικό ταπεραμέντο. Το οτιδήποτε κάνει ο έφηβος πρέπει να έχει και λίγο από ενόχληση και ταρακούνημα των γύρω του. Μέχρι στιγμής στην εξελικτική διαδικασία δεν έφτασαν οι έφηβοι όλου του κόσμου για να φέρουν τα πάνω κάτω. Μεγάλωσαν βλέπεις και αυτοί! Μέσα από τη σακούλα ξεπήδησαν αρώματα ρίγανης ανακατεμένα με ψίχουλα. Βούτηξα το χέρι μου να πιάσω το πρώτο πατατάκι και το μόνο που βρήκα ήταν τα αυτιά από ένα τζίνι.
"Θεε μου! Είσαι στα αλήθεια τζίνι;" ρώτησα το περίεργο πλάσμα που κρατούσα από τα αυτιά σα κουνέλι.
Εκείνο τίναξε το παλτό του από τα ψίχουλα και φανερά εκνευρισμένο μου απάντησε:
"Δεν είναι και πολύ ευγενικό να με κρατάς από τα αυτιά. Δε μπορώ ούτε καν να ακούσω τις ευχές σου!"
Το άφησα στο παγκάκι στο πλάι μου και το κοιτούσα. Το κοίταξα και μετά τσιμπήθηκα πριν το ξανακοιτάξω.
"Είσαι στα αλήθεια ένα τζίνι!" ήταν το πιο έξυπνο σχόλιο που βρήκα να πω.
"Μα και βέβαια είμαι ένα τζίνι!" μου είπε εκείνο.
"Τι δουλειά έχει ένα τζίνι λοιπόν στα πατατάκια μου;" του αντιγύρισα.
"Δύσκολοι καιροί για λυχνάρια. Η τιμή του σιδήρου και του χαλκού ανεβαίνει και οι δουλειές λιγοστεύουν. Όλα μας τα σπίτια πάνε για ανακύκλωση από τους γύφτους. Τι τα γυρεύεις... Πές μου τώρα τις δύο σου ευχές για να τελειώνουμε και να ελευθερωθώ και εγώ. Μπούχτισα ρίγανη τόσο καιρό!"
Κοίταξα ενστικτωδώς το πακέτο, μην είχε λήξει, αλλά μετά σκέφτηκα πως ευτυχώς δεν είχα φάει.
"Γιατί μόνο δύο ευχές; Εγω για τρείς ήξερα πάντα" το ρώτησα τσαλακώνοντας το σακουλάκι με τα πατατάκια στα χέρια μου και πετώντας το πίσω από την πλάτη μου.
"Μάλλον διάβαζες πολλά παραμύθια στα νιάτα σου. Περισσότερα από όσα χρειάζονταν. Πάντα δύο ήταν οι ευχές και πολλές ήταν. Όσοι εύχονται στην πραγματικότητα μία μόνο ευχή έχουν κατά νου"
"Και ποια είναι αυτή παρακαλώ;"
"Πρέπει να με ρωτάς με τη μορφή ευχής αν θέλεις. Το κοντέρ γράφει" μου είπε και κάπου εκεί είναι που άρχισα να πιστεύω πως τα τζίνι είναι στην πραγματικότητα πολύ αναιδείς πλάσματα.
"Καλά λοιπόν. Εύχομαι να μου πεις τι να ευχηθώ"
Το τζίνι έβαλε το ένα του δάκτυλο στο κούτελο του και αφού σκέφτηκε για μια αιωνιότητα ή κάτι που έμοιαζε σαν και αυτή, είπε:
"Έυχομαι κάποτε να μπορέσεις να κάνεις την ευχή σου πραγματικότητα"
Εγώ το κοίταξα απορρημένος και γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη.
"Τι έπαθες ξαφνικά;" με ρώτησε εκείνο.
"Δεν έχω κέφι να κάνω καμία ευχή. Είσαι ελεύθερο.
"Μα δε χρειάζεται να το πείς. Είμαι ήδη ελεύθερο για να μιλάμε, τώρα μαζί. Αυτό δεν είναι ευχή, είναι η πραγματικότητα".
"Ε! ίσως εγώ είμαι κάτι καλύτερο από τζίνι. Πιο άμεσος και χωρίς τσιριμόνιες"
"Ποτέ δε θα ελευθερωθώ πραγματικά αν δε κάνεις και τη δεύτερη σου ευχή"
"Πολύ καλά λοιπόν" είπα και έπιασα το κουτάκι της μπύρας από δεξιά μου.
"Έυχομαι όταν ανοίξω ετούτη εδώ τη μπύρα να μη πεταχτεί ξανά ένα τζίνι"

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΤΣΙΓΑΡΑ



Το είχε πάρει απόφαση. Το πακέτο είχε τέσσερα τσιγάρα μέσα, όταν τα κάπνιζε όλα μετά θα αυτοκτονούσε. Το κάπνισμα αυτό θα ήταν κάτι σα ξυπνητήρι. Άναψε λοιπόν το πρώτο.
Έβλεπε τον καπνό να ξεχύνεται μπροστά και πότε πότε τον έβγαζε από τα ρουθούνια του. Το είχε δει σε ταινίες του Χολυγουντ με κάτι σκληρά τυπάκια μέσα. Τους έκανε να μοιάζουν λίγο ταύροι με αυτό τον τρόπο. Εκείνου δε του άρεσε η αίσθηση, προτιμούσε να γεύεται τον καπνό, όχι να τον μυρίζει στην έξοδο. Δεν ήταν και κανένα σκληρό τυπάκι εξάλλου. Αν ήταν θα προτιμούσε να σκοτώνει αντί να αυτοκτονεί. Αν και τελικά το να θέλει να αυτοκτονήσει κάποιος δεν είναι και εύκολο πράμα. Αυτός που αυτοκτονεί θα μπορούσε κάλλιστα να σκοτώσει κάποιον τριγύρω. Ίσως ηρεμούσε έτσι. Ίσως αισθανόταν καλύτερα μετά. Αν θέλει σταθερό χέρι του να σκοτώσεις τότε όταν το όπλο στρέφεται στο ίδιο σου το καύκαλο τότε θέλει ακρίβεια μελετημένη. Η στάχτη έπεσε μισή έξω, μισή μέσα στο τασάκι. Η καύτρα είχε φτάσει στο φίλτρο. Μια απαίσια μπόχα, η ίδια μπόχα που μυρίζει όταν τα ωραία τελειώνουν. Έβγαλε το δεύτερο τσιγάρο από το πακέτο. 

Το άναψε με την καύτρα που χαροπάλευε μέσα στο τασάκι. Δε ρούφηξε, μόνο πίεζε. Το τασάκι του ήταν ένα νεκροταφείο από γόπες. Είχαν ξεχειλίσει. Στρίμωξε το τσιγάρο του εκεί μέσα και περίμενε. Το σήκωσε και το κοίταξε. Δεν είχε ανάψει ακόμα. Έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη και άναψε με αυτόν το κατασχετήριο του σπιτιού του. Το χαρτί λαμπάδιασε στο λεπτό. Το έφερε μπροστά του και ρούφηξε, καψαλίζοντας τα φρίδια του. Πρίν προλάβει να πετάξει το χαρτί στο πάτωμα, το τσιγάρο του έπεσε από το στόμα. Τα δάκτυλα του είχαν καεί για τα καλά και εκείνος χοροπηδούσε πάνω στη φλόγα, προσπαθώντας να τη σβήσει. Στο πάτωμα υπήρχαν ένα σωρό σκουπίδια. Πακέτα τσιγάρων, κατασχετήρια, λογαριασμοί νερού, λογαριασμοί τραπεζών και δε συμμαζεύεται. Όλα τους είχαν πάρει να ξερνάνε φλόγες. Εκείνος χοροπηδούσε με μανία πάνω τους καταφέρνοντας να σβήσει τη φωτιά, λίγο πρίν λαμπαδιάσει το χαλί. 

Πήγε λαχανιασμένος στο γραφείο του και κάθησε. Κοίταξε το μαυρισμένο χαλί και το πακέτο με τα τσιγάρα που έχασκε σα χαμόγελο μπροστά του. Άνοιξε το συρτάρι του και έβγαλε από μέσα τον χαρτοκόπτη. Η ώρα πλησιάζε, τα τσιγάρα λιγόστευαν. 

Στρίμωξε το τρίτο τσιγάρο στα δάχτυλα του και το έφερε μεσα στο στόμα. Πάτησε τον αναπτήρε και ρούφηξε. Έγυρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας και κοίταξε το πακέτο με το τελευταίο τσιγάρο μέσα. Πάντα έλεγε πως θα το έκοβε μια μέρα. Θα γλίτωνε χρήματα και τα πνευμόνια του. Θα το έκοβε μια μέρα και θα γλίτωνε για τα καλά. Η ανάγκη όμως ερχόταν στις δυσκολίες και τα πακέτα άδειαζαν στα τασάκια και γέμιζαν στο περίπτερο. Οι δυσκολίες δεν έφευγαν και του έμοιζε άκαιρο να ξεκινήσει να φτιάχνει τη ζωή του κόβοντας το τσιγάρο. Ξεφύσηξε. Έκλεισε τα μάτια. Προσπάθησε να βγάλει την τζούρα από τα ρουθούνια του. Αυτή τη φορά έβηξε. Πολύ έβηξε. Δε μπορούσε να ανασάνει τώρα. Χτύπησε το χέρι του πάνω στο γραφείο και σηκώθηκε όρθιος. Έμπηξε το τσιγάρο μέσα στο τασάκι και όλες εκείνες οι γόπες ξεχύθηκαν σα μελλοθάνατοι ενός ναυαγίου. Άρχισε να στριφογυρίζει και να σφίγγει τον λαιμό με τα χέρια του. Κοπανούσε με την πλάτη του τον τοίχο του διαδρόμου, πηγαίνοντας προς την κουζίνα για νερό. Πότε δεξιά, πότε αριστερά. Έπεσε στα γόνατα και μπουσούλησε εως το νεροχύτη. Χτύπησε τη ράχη της βρύσης και έβαλε το στόμα του από κάτω. Οι γουλιές έπεφταν μέσα του, βρέχοντας του το πρόσωπο. Η ανάσα του ξανάρθε. Σκαρφάλωσε πάνω στον πάγκο της κουζίνας και ξάπλωσε. Ήταν η ώρα. Θα πήγαινε μέσα στο γραφείο ξανά και ανάβοντας το τελευταίο τσιγάρο θα έκοβε τις φλέβες του. Οι γείτονες θα τον έβρισκαν στην επόμενη πληρωμή των κοινοχρήστων. Οι άνθρωποι των αναζητούσαν έντονα όταν έπρεπε να πληρώσει. Οι φίλοι ξεθώριαζαν. Ίσως το μάθαιναν από τις ειδήσεις μια μέρα. 

Έβαλε πλώρη για το γραφείο και το τέταρτο τσιγάρο. Κάθησε ξανά στην καρέκλα και το έφερε στο στόμα του. Έπιασε αναπτήρα και κοπίδι μαζί. Σκέφτηκε να ανάψει και όσο καπνίζει να φαλτσάρει την πορεία από το αίμα του. Ήταν όμορφη εικόνα. Σχεδόν ποιητική. Πάτησε τον αναπτήρα αλλά δε ρούφηξε. Φοβήθηκε. Θυμήθηκε το άγχος του να μη μπορείς να πάρεις ανάσα. Θυμήθηκε το άγχος του να σβήνεις μια φωτιά. Το να μη ξέρεις αν θα σβήσει τελικά. Χάιδεψε με τη ράχη από το ξυράφι τους καρπούς του και το άφησε στο πλάι. Πήγε στην κουζίνα για δεύτερη φορά. Θα έφτιαχνε ένα εσπρέσσο και θα κάπνιζε το τσιγάρο. Μετά θα το έκοβε. Ήταν σα να αυτοκτόνησε τελικά και τώρα όλα έμοιαζαν πιο απλά. Δεν ήξερε αν το τσιγάρο του έσωσε τη ζωή ή αν ήταν τόσο δειλός. Μετά από αυτό το τσιγάρο θα το έκοβε για τα καλά. Ήθελε να δει ως που μπορεί να φτάσει. Όλα ήταν δρόμος και εκείνος δεν ήθελε φλόγες και βήχα στην πορεία.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Μια απογοήτευση οι άνθρωποι.



Οι άνθρωποι είναι άσπροι, κίτρινοι, κόκκινοι και μαύροι. Μιλάνε χίλιες δύο γλώσσες, κάποιοι με επιτυχία και κάποιοι άλλοι μόλις και μετά βίας. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να πάνε στο διάστημα αλλά μέχρι στιγμής την περνάνε μια χαρά σε πόλεις, χωριά, παραλίες, καφετέριες, πλατείες, εφορίες, τράπεζες, πεζοδρόμια, κουζίνες και υπνοδωμάτια που όλα τους βρίσκονται πάνω στη Γή. Οι άνθρωποι ανοίγουν κουβέντα για τον καιρό, την πολιτική, την μόδα, τα αμάξια και την τέχνη. Ορισμένοι γιατί το πιστεύουν και κάποιοι άλλοι για να σπάσουν τον πάγο. Οι άνθρωποι πάνε λίγο ή πολύ στον γιατρό, πίνουν λίγο ή πολύ, τρώνε λίγο ή πολύ, γελάνε λίγο ή πολύ, κλαίνε λίγο ή πολύ, χοροπηδάνε λίγο ή πολύ, κάνουν έρωτα λίγο ή πολύ, αποταμιεύουν λίγο ή πολύ, φτωχαίνουν λίγο ή πολύ, φοβούνται λίγο ή πολύ, ζητάνε λίγα ή πολλά, λένε ψέματα λίγο ή πολύ, περπατάνε λίγο ή πολύ, λοξοκοιτάνε λίγο ή πολύ, φιλάνε καλά ή όχι ή καθόλου. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι για το οτιδήποτε και εντελώς απροετοίμαστοι για ένα γαμημένο τίποτα. Οι άνθρωποι είναι ικανοί να σε φτάσουν μέχρι τη ρίζα του παραδείσου ή απλά να σε ακουμπήσουν πάνω στις φρεσκοαναμμένες φωτιές της κόλασης. 

Οι άνθρωποι μου αρέσουν για αυτά που μπορούν να κάνουν και αυτά που δεν ικανοί. Μου αρέσουν γιατί φοβούνται και κρέμονται πάνω σε άλλους ανθρώπους για να σωθούν. Μου αρέσουν γιατί αισθάνονται τόσο δυνατοί σα να πρόκειται η επόμενη τους προαγωγή να είναι κατευθείαν στο θρόνο του βασιλιά. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς θέλουν να υπάρχει βασιλιάς και κάποιοι άλλοι δε τον γουστάρουν καθόλου. Μου αρέσουν γιατί είναι τόσο πολύπλοκοι τη μια φορά ενώ την άλλη έχουν την ίδια ακτινογραφία με μια αχιβάδα. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς πίνουν για να ξεχάσουν ενώ κάποιοι άλλοι παίρνουν συμπληρώματα διατροφής για να μη ξεχνάνε. Μου αρέσουν γιατί σκέφτονται χίλια δύο σε ένα μόλις δευτερόλεπτο και μου αρέσουν γιατί δε μπορούν να συγκεντρωθούν σε μια και μόνο ερώτηση που θα τους κάνεις σχετικά με το τι ώρα είναι. Μου αρέσουν γιατί είναι ικανοί να φορέσουν το βρακί τους ανάποδα για να βγούν έξω ή να αφιερώσουν δύο ώρες για τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Μου αρέσουν οι άνθρωποι. Μου αρέσουν στα αλήθεια. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς σε βοηθάνε και κάποιοι άλλοι σε κάνουν να αισθάνεσαι δυνατότερος σκοτώνοντας σε σιγά σιγά. Μου αρέσουν γιατί έχουν τόσα πολλά διαφορετικά χρώματα – σα τα ουράνια τόξα που ξεπροβάλλουν μετά από βροχή – ενώ ταυτόχρονα είναι τόσο ίδιοι σα την εξαφάνιση του ουράνιου τόξου μετά την βροχή, σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γής.

Οι άνθρωποι μου αρέσουν και τελικά χαίρομαι που και εγώ είμαι ένας από αυτούς.

Με απογοητεύουν όμως. Πολύ. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν τόσο μα τόσο πολύ που μου έρχεται να χωθώ μέσα σε μια τρύπα έτσι ώστε να μη μπορώ να τους βλέπω. Έτσι ώστε και αυτοί να μη μπορούν να με βρούν. Με απογοητεύουν τόσο πολύ που φτάνω στο σημείο να μη μπορώ πλέον να τους πιστέψω.  Ακόμα και καλημέρα να μου πουν, να μη πιστεύω. Να με φτάνουν σε τέτοιο σημείο που να ξεπατικώνω κάθε λογής ναυτική βρισιά και ταυτόχρονα να ευχαριστώ το θεϊκό πλάνο που μου έδωσε κάποιους δίπλα μου για να με σταματάνε. Κάποιους που να με κάνουν να γελώ. Κάποιους που και η νύχτα μέρα να γίνει φίλοι μου θα είναι. Κάποιους που - αν και έχω καιρό να δω -ξέρω πως δίπλα μου θα είναι. Και δίπλα μου θα είναι όχι γιατί τους βολεύω σε κάποιο τους μονοπάτι. Δίπλα μου θα είναι γιατί και σε εκείνους αρέσουν οι άνθρωποι. Δίπλα μου θα είναι γιατί σε μένα βλέπουν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, παρότι τέτοια πολυχρωμία δεν την αξίζω.

Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί με απογοητεύουν σε τέτοιο βαθμό που αισθάνομαι ευγνώμων να έχω βρει τρείς με τέσσερις από δαύτους που αξίζουν πραγματικά. Αισθάνομαι ευγνώμων γιατί θα ήθελα να κλείσω ένα δωμάτιο στον παράδεισο μαζί τους. Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί όλη την ώρα, όλοι τους, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γής, με οποιοδήποτε χρώμα και να φοράνε και οτιδήποτε και να περιμένουν από την αφεντιά μου μου φωνάζουν μόνο ένα πράμα. Να μη τους εμπιστεύομαι. Μου το φωνάζουν ο καθένας με τον τρόπο του. Ο ένας απευθείας και χωρίς πολλές τσιριμόνιες, ο άλλος διπλωματικά, ο παρακεί κλαίγοντας για να τον λυπηθώ. Κάποιοι το λένε με τη δύναμη και κάποιοι με την αδυναμία τους. Ο,τι όπλο όμως και να χρησιμοποιήσουν ο στόχος είναι να κάνουν τη δουλειά τους. Ζητιάνοι και αφεντικά. Ο καθείς με τον τρόπο του.

Οι άνθρωποι με απογοητεύουν.

Με απογοητεύουν τόσο μα τόσο πολύ που αισθάνομαι πολύ όμορφα που έχω αποφασίσει να αγαπήσω πολύ λίγους από δαύτους. Με απογοητεύουν γιατί νιώθω πως ενώ έχω μια αγάπη μέσα μου αυτοί μου λένε πως η αγάπη δε χωράει πουθενά. Μου το λένε πάντα με τον δικό τους τρόπο. Μου γελάνε, με ρωτάνε και με ζητάνε. Δε θέλουν όμως την αγάπη. Θέλουν τα δικά τους ζητήματα μόνο. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν τελικά για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ζητάνε τόσα λίγα από την ζωή. Τόσα λίγα που δε θα τους φτάσουν για το επόμενο τους βήμα. Τόσα λίγα που και η πτώση στο φέρετρο στεγνή θα μείνει. Ούτε ένα δάκρυ δε θα χυθεί. Ούτε ένας άνθρωπος δε θα βρεθεί εκεί γύρω. Και αν ποτέ τύχει να αναρωτηθούν λίγο πριν φύγουν, η σκέψη θα μοιάζει σαν ρέψιμο. Και ξέρω πως και εγώ αθάνατος δεν είμαι και η εκδίκηση πάντα καθυστερεί. Και ξέρω πως δεν θέλω εκδίκηση, δεν θέλω να πληγώνω μα ούτε να παίρνω πίσω το αίμα που μου στερούν. Ξέρω πως δε φτιάχτηκα έτσι και ευχαριστώ για αυτό. Ξέρω πως ό,τι συμβαίνει και ό,τι κάθε μέρα παρουσιάζεται μου λέει μόνο αυτό: Να μείνω εκεί που ανήκω. Σε εκείνους που με κάνουν να γελώ, όχι σε εκείνους που μου τραβάνε το χαμόγελο. Να μείνω εκεί που με κοιτάζουν στα μάτια όχι εκεί που λένε «κοίταξε με». Να μείνω στον δικό μου παράδεισο γιατί ο παράδεισος δεν είναι τόσο ευρύχωρος όσο νομίζουμε.

Στο τέλος κάθε μέρας που μοιάζει σαν και αυτή λέω μόνο αυτό:

«Ευτυχώς που υπάρχουν τόσοι πολλοί καργιόληδες και καργιόλες τριγύρω. Ευτυχώς που υπάρχουν για να μη χάνω την ουσία. Ευτυχώς που έχουν τόσα πολλά χρώματα, τόσες πολλές δυνάμεις ή αδυναμίες, ευτυχώς που τους αρέσει το τάδε ή το δείνα και ευτυχώς που κάθε τρείς και λίγο ρωτάνε τι μου αρέσει. Μέσα από αυτό μαθαίνω να αγαπώ. Μαθαίνω για τα πολύτιμα μέσα σε ένα κόσμο που τα χρηματιστήρια ολοένα τρεμοπαίζουν».

Οι άνθρωποι με απογοητεύουν γιατί κάθε μα κάθε γαμημένη μέρα που περνά από την πλάτη μου μου αποδεικνύουν πως δεν αξίζει τον κόπο να ασχολούμαι. Τους ευχαριστώ για αυτό και τους εύχομαι κάποτε να βρούν αυτό που εγώ έχω βρεί στους ανθρώπους που έχω αποφασίσει να έχω δίπλα μου. Στους ανθρώπους που όχι μόνο ήρθαν στον γάμο μου αλλά και σε εκείνους που θα έρθουν στην κηδεία μου. Σε εκείνους που μετά θα βγούν για να το γλεντήσουν γιατί ήξεραν που μου αρέσει να τους κοιτάζω να γλεντάνε. Σε εκείνους που θα προτιμήσουν να κάτσουν μαζί μου σε ένα παγκάκι παρά να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν όλη την ώρα και ενώ ξέρω πως αυτό δε θα σταματήσει να συμβαίνει όσο ζω, τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Τους ευχαριστώ γιατί σιγά σιγά με μαθαίνουν να απογοητεύομαι και να μη γκρεμίζομαι. Τους ευχαριστώ γιατί με κάνουν πιο δυνατό. Τους ευχαριστώ γιατί μου δίνουν ακριβώς τα μισά από αυτά που περιμένουν και τους ευχαριστώ γιατί και τα διπλά να πάρουν το ξέρω πως δε θα τους φτάσει. Τους ευχαριστώ γιατί με ανακαλύπτω και τους ευχαριστώ που βρέθηκαν αυτοί σε αυτοί τη θέση. Που βρέθηκαν εκεί που δεν υπάρχουν σκέψεις, αισθήματα, εμπιστοσύνη. Τους ευχαριστώ που υπάρχουν για να κρατιούνται οι ισορροπίες αυτής της ζωής. Τους ευχαριστώ που δεν αισθάνονται ούτε  το πιο δυνατό αίσθημα του πλανήτη. Τους ευχαριστώ που με αφήνουν να αισθάνομαι τόσο μόνος, τόσο απογοητευμένος και μπερδεμένος.

Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί ενώ τους έχεις σώσει εκείνοι σου ρίχνουν μια καλοδουλεμένη κλωστιά στα πισινά σου, στο χείλος του γκρεμού.

Απογοητεύομαι όμως γιατί δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι γιατί το κάνουν αυτό.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ ΑΠΟ ΚΕΡΑΣΙ




Τα κεράσια λικνίζονταν σαν ονειροπαγίδες πάνω στο δέντρο. Ήταν η μία και μοναδική κερασιά του κήπου τους. Μια κατακόκκινη πινελιά στο  κάτασπρο φόντο του κτιρίου. Και ήταν εξαίσια κερασιά, ήταν εκείνη η χαρούμενη νότα. Η μοναδική αν θέλει κανείς να ακριβολογεί στα λεγόμενα του. Πίσω από το παράθυρο, πίσω από εκείνη τη κερασιά, βρισκόταν τυλιγμένος στα σεντόνια του. Η δεύτερη του εβδομάδα στο νοσοκομείο είχε καταντήσει ήδη ρουτίνα. Τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες υπήρχε και η προοπτική του θανάτου που έδινε μια κάποια διαφορετικότητα στην όλη κατάσταση. Μετά, αφού ο κίνδυνος είχε φύγει (προς το παρόν βέβαια γιατί ο χάρος κερδίζει πάντα στη ρεβάνς), άρχισε μια σειρά από επαναλαμβανόμενα και παντελώς βαρετά γεγονότα. Η πάπια γέμιζε, η πάπια άδειαζε, το φαγητό ήταν νερόβραστο και το βράδυ και το μεσημέρι, οι νοσοκόμες δεν είχαν καμία σχέση με εκείνες τις ανεξάντλητες φαντασιώσεις των εφηβικών του χρόνων που οδηγούσαν αρκετούς σπυριάριδες δεκαπεντάχρονους να θέλουν να γίνουν γιατροί. Εδώ οι νοσοκόμες περίσσευαν στις ρόμπες τους, ενώ εκείνος κάποτε φαντασιωνόταν πως οι ρόμπες έπρεπε να περισσεύουν πάνω στις νοσοκόμες. Δεν είχαν κότσο, μήτε σοφιστικέ γυαλιά. Δε τον κοιτούσαν με μια λαγνεία στα μάτια παίρνοντας μακριά την αχνιστή πάπια για να την αδειάσουν στις τουαλέτες. Εδώ οι νοσοκόμες ήταν κακοπληρωμένες, ίσως και τελείως απλήρωτες και ο μοναδικός άνθρωπος που κοίταζαν κάπως ηδονικά ήταν εκείνο το κοράκι από το γραφείο κηδειών παραδίπλα. Κάποιες φορές, στο αχνοχάραμα της επίδρασης των φαρμάκων που κατάπινε με ρυθμούς πιο γρήγορους και από τα ίδια του τα σάλια, είχε προσέξει τον τύπο με τη λεπτή γραβάτα να παραχώνει στις τσέπες τους κάτι χαρτονομίσματα. Μετά από μια ή δύο ημέρες μάθαινε για ένα θάνατο ασθενούς του δικού του θαλάμου ή των γειτονικών. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν ένα κλασσικό ελληνικό λάδωμα της νεοελληνικής εποχής. Στη συνέχεια όμως και με τη βοήθεια του οξυγόνου που είχε για τουλάχιστον δώδεκα ώρες κάθε ημέρα προχώρησε τη σκέψη του λίγο βαθύτερα αλλά αυτό δε συνέβη πριν το ξημέρωμα της αυριανής ημέρας.


Η κερασιά  έξω από το παράθυρο, ένιωθε το βάρος των αφάγωτων καρπών της. Με τόση κορτιζόνη και θανατίλα εκεί γύρω ούτε ένα ζωύφιο της προκοπής δεν ερχόταν για να την ξαλαφρώσει από αυτό το βάρος. Ούτε καν ένα πουλί. Στη μνήμη του κλωθογύριζε παιδικές μνήμες με εκείνον να σκαρφαλώνει πάνω στην κερασιά του πατρικού του και να γεμίζει τις τσέπες του με χούφτες κεράσια. Η κατάβαση από το δέντρο συνήθως τον έβρισκε με κατακόκκινες τσέπες από τους ζουπιγμένους μεζέδες γιατί εδώ που τα λέμε εύκολο δεν είναι να κατεβαίνεις από ένα δέντρο. Ενώ στη ζωή οι αναβάσεις είναι δυσκολότερες από τις καταβάσεις σε ότι αφορά ένα δέντρο ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Τότε, καθόταν στη ρίζα και ξαναμμένος όπως ήταν από την αναρρίχηση, άρχιζε να φτύνει τα κουκούτσι. Και το είχε βάλει στόχο να τα ρίχνει όλο και πιο μακριά. Κατάπινε πρώτα τη σάρκα για να έχει τις καλύτερες προϋποθέσεις βολής και στη συνέχεια σημάδευε λίγο πιο μακριά από το προηγούμενο κουκούτσι. Είχε βελτιώσει τόσο πολύ την τεχνική του σε αυτό που κάποιος πονηρός αγρότης του είχε ζητήσει να τον βοηθάει στη σπορά. Ή έτσι θυμόταν τουλάχιστον γιατί τώρα με όλα αυτά τα παραισθησιογόνα που είχε μέσα του, η φαντασία με την πραγματικότητα έπαιζαν τρικλοποδιές.  Όπως και να είχε πάντως, ήταν σίγουρος πως είχαν περάσει ούτε λίγο, ούτε πολύ εβδομήντα χρόνια από τότε. Και το άσχημο δεν ήταν αυτό. Το άσχημο ήταν πως δεν είχε κάνει πράξη αυτό που ήθελε. Ένα ολόκληρο δάσος από κερασιές. Έφτυνε τα κουκούτσια και έκανε κάθε του φορά μια ευχή. Του χρόνου να βρει εκεί ένα κλωνάρι. Για την ακρίβεια όχι ένα αλλά εκατό γιατί με τα τόσα που έσπερνε με το στόμα του αυτό θα έπρεπε να είναι το αποτέλεσμα. Δε του είπε κανείς, δε ρώτησε ποτέ του, για την ακριβή μέθοδο σποράς. Το μόνο που έκανε με επιμέλεια ήταν να σκαρφαλώνει στην κερασιά, να γεμίζει τις τσέπες του, να φτύνει τα κουκούτσια πάνω στο άσκαφτο χώμα και στο τέλος να ακούει την κατσάδα της μάνας του για το ότι δε τρώει το φαγητό του έτσι όπως πρήστηκε πάλι από τα πολλά κεράσια.


Πέτυχε με την άκρη του ματιού του τη νοσοκόμα να βγαίνει έξω από τον θάλαμο, σβήνοντας τα φώτα. Δεν είχε καταλάβει για πότε πήρε να βραδιάζει. Η κερασιά εκεί έξω φαινόταν πλέον σα σκιά και εκείνος απορροφημένος όπως ήταν με τις αναμνήσεις του το είχε παραβλέψει. Σκιές όμως ήταν και μέσα στο θάλαμο. Σκιές του θανάτου και ας τους έβλεπε όλους πεντακάθαρα μέσα από το κιτρινιάρικο φωτάκι που άνοιξε η νοσοκόμα λίγο πριν ο άνεμος της βιασύνης της τραβήξει την πόρτα. Πέρα από κάτι ψιθυριστούς μονολόγους και μερικά πνιχτά αγκομαχητά δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί πέρα που να έμοιαζε κάπως ζωντανό. Ακόμα και ύπνος δεν υπήρχε.  Για τον ίδιο τουλάχιστον γιατί πάνε τρείς μέρες τώρα που είχε να κλείσει μάτι. Το είχε πάρει ζεστά το πράγμα. Θα τα έκλεινε μια και καλή. Έως τότε… ας φύσαγε μόνο εκεί έξω και ας χόρευε η κερασιά στα μάτια του σα Τουρκάλα το χορό της. Ανοιγόκλεισε στιγμιαία τα μάτια του και πέρασε ένα χάδι πάνω από το μούσι του. Έπιασε μια τρίχα και την τράβηξε. Σκέφτηκε το τι περίεργο πράγμα ήταν που οι τρίχες των ανθρώπων γινόντουσαν λευκές με τα χρόνια. Τι περίεργο που και τα σύννεφα άσπρα ήταν στα καλά τους. Σα να προσπάθησε ο Θεός να ταιριάξει χρωματικά το φευγιό του ανθρώπου. Σα να είχε σκεφτεί κάθε λεπτομέρεια. Να ‘ταν άραγε έτσι; Και αν φρόντισε τόσο την έξοδο, τότε γιατί έμοιαζε να μην έκανε και τόσα πολλά για την ίδια την παραμονή του ανθρώπου στη Γη;  Όλοι τους στον θάλαμο έμοιαζαν τώρα σαν εκείνα τα κουκούτσια που έφτυνε ο ίδιος πάνω στο χώμα. Σα να μη φύτρωσαν ποτέ τους, να μην έβγαλαν ρίζες, να μη φούντωσαν. Σα να μη μπόρεσαν να χορέψουν στον άνεμο όπως η κερασιά εκεί έξω κάνει. Εκείνος ήταν μικρός, ήταν άνθρωπος, δε θα μπορούσε να είχε καταφέρει και πολλά περισσότερα από αυτό. Από κάμποσα κουκούτσια πεταμένα τριγύρω  με την κάψα του καλοκαιριού να ρουφάει και τους τελευταίους τους χυμούς. Αν ο θεός είχε σκεφτεί και την παραμικρή λεπτομέρεια για το κάθε τι, τότε χρειαζόταν κάποιον να του πει ότι ξέχασε κάμποσους μπαμπόγερους σε κείνο το νοσοκομείο σα κουκούτσια πάνω στο χώμα.


Η πρωινή του ένεση πλησίαζε. Έκανε ένα μορφασμό αηδίας, αναλογιζόμενος πως έπρεπε πάλι να βγάλει τα πισινά του φόρα παρτίδα σε όλο το θάλαμο. Για παραβάν ούτε λόγος. Πολυτέλειες, και παρότι υπήρχαν σπανίως τραβιόντουσαν. Συνήθως για τελευταία φορά. Χάρηκε με αυτή τη σκέψη γιατί τουλάχιστον υπήρχε και κάτι πιο αποκρουστικό από τους νερουλούς γέρικους του γλουτούς. Ας ήταν και ο ίδιος ο θάνατος αυτό το κάτι. Ο χρόνος είχε άπειρη ώρα μπροστά του να παίξει με τα νεύρα του. Έμοιαζε σα να γρατζουνάει κανείς μια φρέσκια κιμωλία πάνω σε μαυροπίνακα. Το κάθε τι τώρα έμοιαζε να κινείται σε ρυθμούς χελώνας. Κάπου εκεί ήταν που η φιλοσοφία έβαζε το ποδαράκι της στην πόρτα και ήθελες δεν ήθελες σου έκανε αρμένικη βίζιτα. Γιατί τι λόγο έχει κανείς να φιλοσοφεί όσο νιώθει ευτυχισμένος; Τότε τα πράγματα κινούνται στους σωστούς ρυθμούς και χρόνος δε περισσεύει για σκέψεις. Αν έχεις μια ευτυχία να αντιμετωπίσεις τότε όλα τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν.


Η πόρτα έτριξε για πρώτη φορά μέσα στη νύχτα και είδε τη νοσοκόμα να πάει στο βάθος του θαλάμου. Έσκυψε πάνω σε ένα κρεβάτι και έμεινε σκυμμένη για αρκετή ώρα. Μετά κοίταξε τον καρπό της που ήταν φορεμένο ένα ρολόι και τραβήχτηκε στην έξοδο. Αυτή τη φορά είχε ξεχάσει ανοιχτή την πόρτα πίσω της. Από το άνοιγμα μπορούσε να τη δει να σχηματίζει ένα αριθμό στο κινητό της και να μιλάει. Το κάθε τι εκεί μέσα έμοιαζε σα γεγονός. Η απουσία οποιασδήποτε δραστηριότητας κάνει τους ανθρώπους ιδιαίτερα παρατηρητικούς. Μη έχοντας τίποτα συγκεκριμένο για να ασχοληθούν είναι ικανοί να σου αναλύσουν την πορεία και το στυλ πετάγματος μιας μύγας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.  Μετά από λίγο η πόρτα τραβήχτηκε και του πήρε ώρα για να συνηθίσουν ξανά τα μάτια του σε εκείνο το κίτρινο, αχνό φωτάκι του δωματίου. Η μάσκα του οξυγόνου ήταν καλά σφιγμένη στα ρουφηγμένα του μάγουλα. Όταν του την είχαν πρωτοφορέσει ονειρεύτηκε πως ήταν ήρωας πιλότος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Το οξυγόνο είχε μπει τόσο βίαια μέσα του που τύφλα να έχει το LSD.  Η πόρτα έκλεισε ξανά και κείνος προσπάθησε να ταξιδέψει για λίγο με κλειστά τα μάτια στη φαντασίωση ενός ύπνου. Μετά, ανοίγοντας τα ξανά, είδε την κερασιά να έχει φουντώσει από τον άνεμο μέσα της. Σα να του φάνηκε πως έβλεπε ξεκάθαρα κάθε της καρπό. Κάθε μπορντό κεράσι τώρα φαινόταν περισσότερο ξεκάθαρα από πριν. Ακόμα και μέσα από αυτό το δειλό χάραμα που ξεπρόβαλλε. Μετά δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο τα μάτια του ανοιχτά. Κοιμήθηκε μαζί με τη νύχτα που έφευγε.


Εκείνο που τον ξύπνησε ήταν το γνωστό ποδοβολητό της κουστωδίας των γιατρών και των νοσοκόμων που έκαναν επιθεώρηση στους ασθενείς. Το γεγονός πως πάντα υπήρχαν και αρκετοί μαθητευόμενοι εκεί μέσα τον έκανε να νιώθει σαν έκθεμα στο μουσείο δερματολογίας του Συγγρού. Πίσω από εκείνο τον ορυμαγδό της ιατρικής επιστήμης πρόσεξε το κοράκι με τη μαύρη λεπτή του γραβάτα να πάει στο βάθος του θαλάμου. Εκεί που είχε δει τη νοσοκόμα το ξημέρωμα. Πρόσεξε πως αυτή τη φορά είχαν βάλει παραβάν και κατάλαβε πως αυτή τη φορά δεν επρόκειτο να του κάνουν ένεση στα πισινά. Μέσα από την ομάδα αναγνώρισε τη νοσοκόμα που κοιτούσε νευρικά προς το μέρος του νεκροθάφτη. Ήταν σίγουρος πλέον, εκείνη η κακούργα τον είχε φάει. Ποιος ξέρει τι τρόπο να βρήκε για να τον ξεκάνει.


«Εδώ αγαπητοί μου έχουμε καρκίνο του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο, κοιτάξτε εδώ, σε αυτό το χαρτί την ραγδαία εξέλιξη σε μόλις δύο εβδομάδες. Είναι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο για τα ιατρικά δεδομένα γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι ογδόντα ενός ετών.»


Εκείνος επειδή δεν είχε συνηθίσει να συστήνεται σαν ο «ραγδαίος καρκίνος» δεν προχώρησε σε περαιτέρω κουβέντα με τον γιατρό. Του πέρασε σε κάποια στιγμή από το μυαλό να πει πως πέρα από τον καρκίνο του ήταν και ο ίδιος στο δωμάτιο και καλό θα ήταν για αρχή να πουν απλά τα βαφτιστικά τους ονόματα ή ακόμα και τα επώνυμα τους αν η κουβέντα ευδοκιμούσε. Η προσοχή του όμως αποσπάστηκε από εκείνη τη νοσοκόμα που πήγε πίσω από το παραβάν και βγαίνοντας ίσιωνε με την παλάμη της την τσέπη από την νοσοκομειακή της φόρμα. «Έβγαλε πάλι το μεροκάματο της το κορίτσι!» σκέφτηκε και μετά η ομάδα μετακινήθηκε στον επόμενο ασθενή (ή μάλλον στην επόμενη αρρώστια). Η νοσοκόμα εντάχθηκε ξανά μέσα στην ομήγυρη και εκείνος ήταν πλέον σίγουρος ότι θα κατάστρωνε ήδη το σχέδιο για το επόμενο της θύμα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο την κερασιά και του φάνηκαν λιγότεροι οι καρποί της. Όχι πως τους είχε ποτέ μετρήσει αλλά δεδομένου ότι την παρατηρούσε για τόση ώρα εδώ και μέρες, ακόμα και ένα της φύλλο να έφευγε, εκείνος θα το πρόσεχε. Οι καρποί πρέπει να είχαν βαρύνει τόσο που ξεκόλλησαν από τα κοτσάνια τους, γεμίζοντας κερασένιο αίμα το χώμα κάτω τους. Το γέρικο τους κορμί δεν άντεχε άλλο το μονόζυγο πάνω στα κλαριά.  Ήθελαν να αφεθούν στην πτώση της ηλικίας τους. Αφάγωτα και λαχταριστά ακόμα. Τα κεράσια είχαν αυτή την πολυτέλεια. Έπεφταν πάντα τη σωστή στιγμή ή φαγωνόντουσαν. Ακόμα όμως και αφάγωτα, ήξεραν το πότε ακριβώς πρέπει να φύγουν. Ο θεός ίσως είχε σκεφτεί κάτι περισσότερο όταν έφτιαχνε τα σχέδια του για τις κερασιές. Σε ότι αφορούσε τον άνθρωπο έκανε τις υπερβολές του. Τον άφηνε ρουφηγμένο από τους χυμούς του πάνω στο δέντρο της ζωής. Τον άφηνε εκεί αρκετές φορές για πολύ χρόνο. Ξεχασμένο και από τον ίδιο το νόμο της βαρύτητας. Ίσως αυτή η νοσοκόμα αγαπούσε τα κεράσια, όπως αγαπούσε και τα χαρτονομίσματα που της γέμιζε τις τσέπες το χέρι του κορακιού. Όλα έχουν την εξήγηση τους τελικά και το μόνο που χρειάζεται είναι απλά λίγη καλή διάθεση για να πάρουν όμορφα χρώματα.


Βλέποντας το τσούρμο να φεύγει για τον επόμενο θάλαμο, τράβηξε την μάσκα με το χέρι του και φώναξε.


«Νοσοκόμα»

Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

«Σε παρακαλώ σκέψου κάτι για μένα εντός της ημέρας.»

«Τι εννοείτε κύριε Γιαννόπουλε; Δε σας καταλαβαίνω.»

«Μα φυσικά και με καταλαβαίνεις κοπέλα μου. Λίγη παραπάνω μορφίνη ίσως. Δε ξέρω όμως και πάλι. Κάτι τέλος πάντων που να μη πονάει περισσότερο από το τώρα μου. Φυσικά και με καταλαβαίνεις γλυκιά μου. Θέλω να είμαι ο επόμενος. Να κάνουμε ο καθένας τη δουλειά του.»


Εκείνη έφυγε ταραγμένη. Έφυγε περισσεύοντας στη ρόμπα της, τρίζοντας τα σανδάλια της στο πλαστικοποιημένο δάπεδο. Δε την ξαναείδε από τότε. Την επόμενη ημέρα το κρεβάτι του ήταν κενό και ο ίδιος έφτυνε κουκούτσια κάτω από μια κερασιά. Ήταν νέος και πάλι. Μπορούσε να σκαρφαλώνει και να σπέρνει ξανά.


Ευτυχώς για εκείνον, οι κερασιές όταν ξεραίνονται πηγαίνουν στον παράδεισο.