Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΕΜΑΤΟΣ



http://www.entertv.gr/wp-content/uploads/2013/01/kinisi.jpg

Λιοντάρι βρυχάται, βυθοί κρύβουν μυστήρια ναυαγίων, νυχτερίδες κοιμούνται ανάποδα, πετεινοί ξεφυσάνε, φίδια σέρνονται σε ξερό χώμα, ένα καπέλο ταξιδεύει πέρα από το καράβι που φεύγει, μια έφηβη μόλις έχασε την παρθενιά της και της άρεσε, ένας Αφρικανός έχει σκαρφαλώσει στο δέντρο για να κόψει μπανάνες και βρέθηκε χάμω με σπασμένο κεφάλι, το αλογάκι της παναγίας μόλις αποκεφάλισε τον σύντροφο της μετά από τον πρώτο τους έρωτα, ένας φυλακισμένος βρέθηκε έξω από τα κάγκελα, κάποιος που πονούσε στην κοιλιά πήγε στο νοσοκομείο και δε ξαναβγήκε, το κύμα πάει και έρχεται, γεμίζει και αδειάζει, σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις.
Κολλημένος στην κίνηση του Μετς σκεφτόταν το πώς κινούταν η ζωή τριγύρω. Στην Ελλάδα, στην Αφρική, στον υπόλοιπο κόσμο. Μια αεικίνητη νότα που ταξιδεύει και ξεσηκώνει παλμούς, ορέξεις και κάνει τις καρδιές να ανασαίνουν. Πάει μισή ώρα που είναι στριμωγμένος μέσα στο αμάξι του σε μια ουρά οχημάτων που δε λέει να ξεκουνήσει.  Οι κόρνες έχουν από ώρα σιγήσει, βαρέθηκαν, είδαν και αποείδαν και σταμάτησαν να του ζαλίζουν τα αυτιά. Θα αργούσε για τη δουλειά, αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει; Προσπαθούσε να το πάρει απόφαση και να το δεχτεί ως γεγονός μη αναστρέψιμο. Στο κάτω κάτω δε θα έχανε και κάτι το τρομερό. Άλλη μια μέρα θα ήταν που δεν θα πρόσθετε ούτε θα αφαιρούσε κάτι από τον ισολογισμό της ευτυχίας του. Άλλη μια μέρα, φορώντας την καινούργια του γραβάτα. Άλλη μια μέρα που θα τον οδηγούσε ξανά στο να φορέσει τις πυτζάμες του και να κουλουριαστεί το βράδυ κάτω από την κουβέρτα του. Εκεί αισθανόταν ασφαλής, μπορούσε να σκεφτεί για το μέλλον, να ονειρευτεί για το πώς θα μπορούσε να μην είχε κάνει ό,τι στη ζωή του έχει κάνει. Να ανοιγοκλείνει τα μάτια του στο σκοτάδι, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του και να περιμένει έναν ύπνο γλυκό να’ ρθει και να τον πάρει. Να πάνε μαζί στην Αφρική, να γίνει αλογάκι της Παναγίας, να γίνει λιοντάρι, να γίνει ερωτευμένος, να γίνει ότι δε γίνεται κάθε πρωί που ξυπνάει, φοράει τη γραβάτα του και χώνεται μέσα στο αμάξι του.
Να σήμερα που η κίνηση του έδωσε τη δυνατότητα για λίγη ακόμα ονειροπόληση. Είχε και καλή μουσική στο ραδιόφωνο και μετά την πρώτη κρυολουσία του ακατόρθωτου της πάλης με την Αθηναϊκή κίνηση, κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμα του και είπε να το απολαύσει.  
Κοιτούσε έξω από το παράθυρο του και προς έκπληξη του διαπίστωσε ότι δεν κουνιόταν ούτε φύλλο. Τα δέντρα στεκόντουσαν ακίνητα και τα σκουπιδάκια στην πλατεία στη θέση τους, πάνω στα παγκάκια και στις πλάκες πεζοδρομίου. Σα να σταμάτησε η γη να γυρίζει και όλα βρισκόντουσαν σε θέση επιφυλακής. Περίμεναν σα φοβισμένα παιδιά στο σκοτάδι που κρατάνε την αναπνοή τους μη τύχει και τα βρει το τέρας του φανταστικού τους κόσμου. Τίποτα δεν σάλευε εκείνη την ώρα. Τα πάντα κρατούσαν την ανάσα τους σα να περίμεναν για την χειρότερη έκβαση. Χαμήλωσε το παράθυρο του συνοδηγού σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει αεράκι αλλά τζίφος. Στο βάθος του δρόμου πρόσεξε κάτι λευκά πανιά και πολύ μαυροφορεμένο κόσμο. Έδειχνε σαν κηδεία αλλά δε μπορούσε να είναι σίγουρος. Από όσο του επέτρεπαν τα μπροστά ακινητοποιημένα οχήματα να δει, όλο αυτό το μαυροφορεμένο πλήθος ήταν απλωμένο στο δρόμο και δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Ίσως ήταν αυτός ο λόγος της κίνησης. Κάποιος τρανός και ξακουστός να είχε τινάξει τα πέταλα και να έπρεπε να στείλει μια τελευταία υπενθύμιση στους υπόλοιπους, ζωντανούς και αγνώστους, για το πόσο σημαντικός τύπος ήταν. Έχοντας μια επίκτητη απέχθεια προς τις ειδήσεις δεν είχε τη γνώση αν είχε ανακοινωθεί η απώλεια κάποιου σημαίνοντος προσώπου.
Συνέχισε να ατενίζει έξω από το παράθυρο του κοιτάζοντας τους Πακιστανούς να χώνουν μπουκαλάκια νερού στα φορητά τους ψυγεία και κάνοντας πλάκα μεταξύ τους. Η μέρα τους έδινε ακόμα τη δυνατότητα να σέρνουν την κουρελιασμένη τους αξιοπρέπεια χωρίς κάποιο ιδιαίτερο φόβο. Τα βράδια ήταν πιο σκληρά με τους μετανάστες. Έπρεπε να προσέχουν τα βήματα τους και να μένουν καλά κρυμμένοι στο σκοτάδι. Η άρια φυλή βρίσκονταν έξω και προσπαθούσε να κρατήσει καθαρό το Ελληνικό αίμα. Μπούκαραν σε καταυλισμούς τσιγγάνων, σε μπουρδέλα, την έστηναν σε φανάρια, πήγαιναν στις φτωχογειτονιές με τα γκλόπ και τον τσαμπουκά της καταγωγής τους. Τον πλησίασε ένας Πακιστανός και του έχωσε ένα μπουκαλάκι νερό μέσα από το παράθυρο του, αυτός αρκέστηκε μόνο να σηκώσει το χέρι του και απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια. Το να συναντούσε το βλέμμα του άλλα μάτια σήμαινε ένα πρώτο βήμα αποδοχής και είχε με τον καιρό μάθει ότι αυτό θα του στοίχιζε κανένα πεντάλεπτο στιχομυθίας με τον πλανόδιο ζητιάνο. Κατεβάζοντας το χέρι του ο περιφέρων δροσερά μπουκάλια νερού απομακρύνθηκε ψιθυρίζοντας κάτι στη γλώσσα του. Ψιθύρισε και εκείνος ένα «επίσης» και βούτηξε ξανά μέσα στην ονειροπόληση του.
Οι γυναίκες που τον προσπερνούσαν βοηθούσαν στην ονειροπόληση. Μερικές μάλιστα τις παρακολουθούσε από τον καθρέπτη του έως ότου χαθούν τελείως από το οπτικό του πεδίο. Ο έρωτας τελικά δεν έφυγε ακόμα από αυτή τη πόλη. Ο έρωτας υπήρχε και προσπαθούσε να σωθεί τσαλαβουτώντας μέσα στα ογκώδη κύματα της οικονομικής κρίσης. Της κρίσης των θεσμών και των αισθήσεων. Της κρίσης να μπορεί ο καθένας να σκέφτεται και να ονειρεύεται. Να έχει το μερτικό του στο όραμα μιας ευτυχίας που όλο και πήγαινε παραπέρα. Όλα αυτά τα φουστανάκια που στριφογύριζαν πάνω στα καλομαυρισμένα κανιά του έδιναν μια αίσθηση ασφάλειας ότι όλα θα πάνε καλά. Οι γυναίκες είναι πλάσματα σοφά, δεν θα μπορούσαν ποτέ να ξοδεύουν τόσο χρόνο για να γίνονται όλο και πιο όμορφες χωρίς αυτό να οδηγεί κάπου. Σε κάτι ανώτερο και πέρα από τη μιζέρια. Κάθε σκέρτσο τους τον έκανε να πιστεύει ότι τίποτα δεν έχει χαθεί και υπάρχει ελπίδα. Ήταν σα να προσπαθούσαν με αυτόν τον τρόπο να εμφυσήσουν στον κόσμο δύναμη και όρεξη για να συνεχίσει να κινείται και στη γη ορμή για να γυρνάει. Δεν ήταν ματαιοδοξία αυτά τα φουστανάκια. Ήταν μια προσπάθεια να γεννηθεί η ελπίδα ξανά. Να κουτρουβαλήσει ο κόσμος όλος σε ένα ερωτικό πανδαιμόνιο, σε ένα χαρωπό γαϊτανάκι που γεμίζει παιδικές φωνούλες την ατμόσφαιρα. Δεν ήταν εγωκεντρισμός το λίκνισμα των γοφών, το τέλειο μακιγιάρισμα και τα καλοχτενισμένα μαλλιά. Του υπενθύμιζαν ότι βγήκαν έξω και είναι γιορτή, φόρεσαν τα καλά τους και θέλουν να αρέσουν στους άντρες, να αρέσουν στη ζωή γιατί, όπως και οι ίδιες, αυτή είναι ωραία.  Ήταν ο λόγος που ο κάθε πικραμένος είχε για να το ψάξει λίγο παραπάνω. Να πέσει με τα μούτρα σε έναν έρωτα και να αφήσει παραέξω τις όποιες μαύρες σκέψεις. Να κυλιστεί στη λαγνεία, να ιδρώνει και να στεγνώνει το δέρμα του και όλα να μυρίζουν γιασεμί και αιδοίο. Προς μεγάλη του απορία εκείνη τη μέρα της μεγάλης ακίνητης σειράς των αυτοκινήτων με τις γουργουριστές και καλοζεσταμένες μηχανές, παρατήρησε ότι προέλαυνε ένα καταπληκτικά μεγάλο ποσοστό από όμορφες γυναίκες. Τόσο όμορφες που ήταν αρκετό για να ξεχαστεί να βάλει πρώτη ταχύτητα και να προχωρήσει δέκα μέτρα μπροστά από το προπορευόμενο όχημα.
Αυτά τα μέτρα που προχώρησε ξεμούδιασαν τον κινητήρα του αυτοκινήτου αλλά ο ίδιος εξακολουθούσε να αισθάνεται μουδιασμένος μέσα στην ονειροπόληση του. Άρχισε να ξεχνάει σιγά σιγά το λόγο που σήμερα βγήκε από το σπίτι του. Ο κόσμος θα συνέχιζε τη τραμπάλα του ακόμα και αν αυτός σήμερα δε τα κατάφερνε να πάει στη δουλειά. Ποίος ο λόγος οπότε; Γιατί έπρεπε να παίξει σε αυτή τη κωμωδία; Του πέρασε από το μυαλό να βάλει χειρόφρενο, να κλειδώσει το αμάξι μέσα στο δρόμο και μετά να αρχίσει να περπατάει χωρίς σκοπό. Να πάει να κάτσει σε ένα καφέ και να ρουφήξει ένα φρεσκοκομμένο εσπρεσσάκι χωρίς να αγχώνεται για το οτιδήποτε του επιφυλάσσει το μέλλον. Αντ’ αυτού όμως προτίμησε να μείνει βολεμένος πάνω στο κάθισμα από το παλιό του Subaru και να κοιτάζει έξω. Τα λεπτά περνούσαν και τίποτα δεν έδειχνε ότι αυτά τα μέτρα που προχώρησε η αυτοκινητοπομπή θα επαναλαμβανόταν στο εγγύς μέλλον. Κάποιες κόρνες ξύπνησαν από τον λήθαργο και άρχισαν να γκαρίζουν χωρίς σκοπό. Οι οδηγοί εκτόνωναν ένταση που αν μπορούσαν να τη διοχετεύσουν με άλλους τρόπους ίσως το αποτέλεσμα να μας άφηνε έκπληκτους. Μια ηχητική παρωδία περίπου τριών λεπτών ακολούθησε και μετά πάλι η απόλυτη σιωπή και νηνεμία. Η νέα θέση του αυτοκινήτου του έδινε μια καλύτερη θέση θέασης του μαζεμένου πλήθους μπροστά του.
Μαύρα κοστούμια και μαύρες εσάρπες ανακατεμένες με μπόλικο ιδρώτα των 25 βαθμών κελσίου της πνιγηρής καλοκαιρινής ατμόσφαιρας. Ένα ανθρώπινο μαύρο κουβάρι ανακατεμένο με λευκές γαρδένιες βρισκόταν μπροστά του και ήταν σίγουρος πλέον ότι επρόκειτο περί κηδείας. Ο κόσμος όμως εκεί μπροστά κάθε άλλο παρά θλιμμένος του φαινόταν. Οργή ήταν η λέξη. Ένα πλήθος που φυσούσε και ξεφυσούσε αγχωμένα και μανιασμένα σα νεκρός τελικά να μην υπήρχε. Σα να τους έκανε κάποιος πλάκα και τώρα έψαχναν να τον λιντσάρουν. Κοιτούσαν δεξιά και αριστερά και οι πιο ήρεμοι τύποι καθόντουσαν στα σκαλοπάτια του νεκροταφείου καπνίζοντας. Ο παπάς καθόταν στο κέντρο της ομήγυρης κοιτάζοντας το ρολόι του και χαϊδεύοντας το αραιό αλλά μακρύ του μούσι. Ένα θρόισμα των φύλλων ήταν αυτό που άλλαξε το ρου της ιστορίας. Όλοι μαζί οδηγοί και κηδεία σαν να βρέθηκαν μαζί σε ένα συννεφάκι που τους ταξίδεψε μακριά από τον δρόμο αυτής της πόλης. Έμειναν σαστισμένοι για λίγο κοιτάζοντας ψηλά και πέρα και όση ώρα κρατούσε το ανέμισμα έμοιαζαν όλα ήμερα και λογικά ξανά. Σαν αυτός ο άνεμος να τους έκανε όλους πιο ανθρώπινους, έφυγαν βάσανα και λογισμοί και απλά μπόρεσαν και απόλαυσαν το κέρασμα της φύσης. Η επουράνια πνοή κόπηκε ξαφνικά και το προηγούμενο τέμπο επανήλθε. Έστω και έτσι κάτι ήταν. Ο παπάς έκανε ένα βήμα προς μια γυναίκα και κάτι της ψιθύρισε στο αυτί, δείχνοντας προς τον φρακαρισμένο από αμάξια δρόμο. Η γυναίκα τακτοποίησε την εσάρπα της και κοιτώντας αυστηρά τον παππά γύρισε και πήγε προς τα σκαλοπάτια του νεκροταφείου. Κάθισε δίπλα από δύο παιδιά που ήταν δεν ήταν δέκα χρονών και άρχισε να κλαίει. Τα παιδιά την αγκάλιασαν και της χάιδευαν την πλάτη.
Η καλύτερη στιγμή για να καταλάβει κανείς τον εαυτό του είναι κάτι τέτοιες στιγμές που είναι κολλημένος μέσα στην κίνηση. Και για να μη χαρακτηριστεί αυτή η άποψη ως απόλυτη και ακραία θα έλεγα ότι η ευκαιρία που δίνεται στον καθένα από εμάς να λειτουργήσει μέσα σε συνθήκες του αναπόφευκτου είναι πρώτης τάξεως για να αναλογιστούμε πόσο προχωρήσαμε, με τι τρόπο και προς τα πού κοιτάμε για να πάμε. Μέσα σε αυτές τις μουντές από ενδιαφέρον στιγμές καταλαβαίνει κανείς για τα βάθη που κρύβονται μέσα του. Υπάρχει η ευκαιρία να αρχίσεις να σκέφτεσαι και υπάρχει η ευκαιρία να ονειρευτείς. Κάποιοι το αξιοποιούν και κάποιοι άλλοι επιμένουν στην οργή χωρίς λόγο. Οι κόρνες που έχουν σωπάσει εδώ και ώρα μόνο σαν θετικό μήνυμα μπορεί να εκληφθεί. Σα να σταμάτησε η οργή μονομιάς, τα ρολόγια πάγωσαν και έμεινε η πολυτέλεια της σκέψης. Άναψε ένα τσιγάρο και έσπρωξε την πρώτη τούφα του καπνού έξω. Την κοιτούσε να ταξιδεύει ίσια μπροστά του, κρύβοντας από πίσω της ένα ζευγάρι γύρω στα τριάντα. Ο καπνός σκορπίστηκε και κατάφερε να διακρίνει το κοστούμι του άντρα. Το αυστηρό του ύφος την ώρα που μιλούσε στη γυναίκα του κακοφάνηκε. Η γυναίκα ήταν από εκείνα τα ξωτικά που τρέχουν γυμνά μέσα στα ξέφωτα του δάσους. Μελαμψό δέρμα και καστανό κοντοκουρεμένο μαλλί. Μάτια γεμάτα, και χείλι με την τέλεια ευθεία να τα χωρίζει. Εκείνος αγέλαστος και βλοσυρός, μιλούσε και μιλούσε, η γυναίκα ανεβοκατέβαζε το πρόσωπο της και σώπαινε. Τα παράδοξα της ζωής. Ότι και να του είχε κάνει δεν είχε παρά μόνο να βουτήξει μέσα στους χυμούς της και να ξεχαστούν όλα. Γιατί έπρεπε να στήσει εκείνο το πλάσμα στον τοίχο. Ήταν υπέροχη, ήταν δίπλα του, τον άκουγε. Τι ποσότητα από σωστές κινήσεις αρμόζει στη ζωή; Μήπως δεν σε ωθεί η ίδια στο λάθος; Μα βέβαια, αγαπητέ μου, συμφωνώ δεν έπρεπε και δεν χρειαζόταν. Αλλά πάλι; Δίπλα σου έχεις τον καταρράκτη, γδύσου μόνο και μπες από κάτω. Μη το πολυσκέφτεσαι, μη σκοτίζεσαι, αγάπα μόνο, κάνε έρωτα σα το αρσενικό αλογάκι της παναγίας και άσε όλα τα άλλα πίσω σου. Αγάπησε και κάνε και τους άλλους να σε αγαπήσουν. Συνέχισε να περπατάς και άσε αυτό το βλοσυρό ύφος απέναντι σε αυτή τη γυναίκα.
Τίναξε το τσιγάρο του στο δρόμο και άλλαξε σταθμό στο ραδιόφωνο. «Τι μέρα και η σημερινή;» αναρωτήθηκε. Στο γραφείο είχε πέσει η δουλειά στο μισό και οι υποχρεώσεις έτρεχαν στο διπλό. Στο ξεκίνημα του ήταν Ιάπωνας. Δεν άφηνε να του ξεφύγει τίποτα, έπρεπε να είναι τυπικός, ένας τύπος και υπογραμμός. Όλα πέρναγαν από τα χέρια του αλλά τα χρήματα που εισέπραττε το αφεντικό του ταξιδεύουν εδώ και χρόνια σε κατευθύνσεις άγνωστες. Οι μήνες περνούσαν και τα λεφτά έπεφταν σε μια μαύρη, απύθμενη τρύπα. Αυτός κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Θεωρούσε ότι όλος ο κόσμος ήταν σα και του λόγου του. Ακόμα και μήνες πριν που άκουγε για τόσους πολιτικούς που, εν καιρώ κρίσης, μπήκαν τελικά στη φυλακή, δεν αναρωτήθηκε ποτέ για τα ποσοστά της κακοδιαχείρισης στην Ελλάδα. Η κρίση στο γραφείο ήρθε για τους ίδιους λόγους που κατέφτασε και στη χώρα. Κάποιοι άγγιξαν τη μεγάλη ζωή χωρίς καν να έχουν ζήσει στη μικρή. Μετά τις πρώτες υποψίες για υπεξαιρέσεις και μερόνυχτα πάνω στον υπολογιστή να καταρτίζει τις ταμειακές ροές του γραφείου, το πήρε τελικά απόφαση. Τα χρήματα ταξίδεψαν με την ταχύτητα μιας Porche,  φαγώθηκαν με την όρεξη ενός καρδινάλιου και εξαφανίστηκαν με την ικανότητα ενός μάγου. Έμεινε αυτός και μερικοί ακόμα υπάλληλοι που έπρεπε να κάνουν γαργάρα τις μειώσεις των μισθών τους λόγω κρίσης. Δεν έκανε ποτέ κουβέντα με το αφεντικό του και ας του είχε δανείσει τις οικονομίες μιας ζωής. Όλα πήγαν στραβά τελικά, λάθος επιλογές, λάθος άνθρωποι που εμπιστεύτηκε, λάθος στιγμή. Είδε και απόειδε και έβγαλε τη στολή του σαμουράι από πάνω του. Τώρα άφηνε ανάσες μαζί και εκκρεμότητες. Άφηνε το χρόνο να κυλήσει και ας μην έδινε όλο του το είναι. Δεν ήταν ακριβώς παραίτηση, ήταν σα να περίμενε την καλοσύνη που έδειξε να γυρίσει πίσω διπλή. Και στο ενδιάμεσο μπορούσε επιτέλους να χαλαρώσει λίγο. Μπορούσε απλά να κάτσει και να περιμένει.
Το ζευγάρι  χάθηκε πίσω από την τελευταία τούφα κάπνας μιας γόπας που δεν ήξερε που να πέσει. Έπεσε τελικά στο τασάκι του αυτοκινήτου ενώ στο ράδιο έπαιζε το free bird των Lynard Skynard. Ωραίο τραγούδι. Έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και είδε τη γυναίκα με τη μαύρη εσάρπα να κουνάει νευρικά τα χέρια της μπροστά σε έναν ίσιο σα δοξάρι άντρα που έκανε μόνο μια κίνηση με την παλάμη του να δείχνει το έδαφος. Κίνηση κατευνασμού. Η γυναίκα ήταν βουτηγμένη μέσα στα νεύρα, μιλούσε και μιλούσε χειρονομώντας. Το αψεγάδιαστο μακιγιάζ της και τα ένα προς ένα διαλεγμένα πένθιμα της ρούχα μαρτυρούσαν ότι είχε καταφέρει να ανεβεί κάμποσα σκαλοπατάκια της κοινωνικής κλίμακας. Κάτι την ενοχλούσε και αυτό σίγουρα δεν είχε να κάνει με το πένθος της κηδείας. Όλο το πλήθος του κόσμου έδειχνε να έχει μεταφερθεί από τον δρόμο στα σκαλοπάτια του νεκροταφείου και αυτός θα ήταν και ο λόγος που κατάφερε να τσουλήσει κάμποσα μέτρα παραπέρα. Μαζί με τους Lynard Skynard άκουγε και μια βραχνιασμένη συνεχόμενη πρίμα κόρνα. Κοίταξε τον καθρέπτη του και είδε τον οδηγό από πίσω του να έχει γύρει στο κάθισμα του συνοδηγού. Κάτι έψαχνε και αποκλείεται να ήταν αυτός που κόρναρε. Κοίταξε και τους πλαϊνούς του καθρέπτες και είδε ένα σφηνωμένο μέσα στην κίνηση παπάκι να προσπαθεί να περάσει μεταξύ παρκαρισμένων και φρακαρισμένων αυτοκινήτων. Πρέπει να ήταν δέκα με δώδεκα αυτοκίνητα πίσω του και ο οδηγός από το μηχανάκι έβγαζε καπνούς. Δεν είχε βιώσει όλη τη διαδικασία του μποτιλιαρίσματος έτσι ώστε να αποκτήσει τη νιρβάνα που όλοι οι υπόλοιποι απέκτησαν. Ήταν νεόφερτος και έπρεπε να προσαρμοστεί, να αρχίσει να τσιμπολογάει τις ρόγες της φιλοσοφίας μέσα από απλωμένο μέταλλο των αυτοκινήτων που του έφραζαν τη πιθανότητα της διέλευσης. Νέος ήταν θα μάθαινε. Έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται με στρατιωτικούς όρους, πειθαρχία, υπομονή, και πάει λέγοντας. Έδιωξε αμέσως την ιδέα με απέχθεια και συνέχισε να κοιτάζει προς την κηδεία.
Το επόμενο τραγούδι ήταν το Gimme Shelter των Rolling Stones, ίσως από τα πιο πολυδιασκευασμένα τραγούδια των τελευταίων είκοσι ετών. Μερικά πράγματα αντέχουν στο χρόνο τελικά. Το θέμα είναι με την ανθρώπινη ψυχή. Πόσο αντέχει; Τι διασκευές πρέπει να δεχτεί έτσι ώστε να συνεχίσει να υπάρχει; Ο άνθρωπος είναι ον προσαρμοστικό, εξ’ ου και η επικράτηση του επί του υπόλοιπου ζωικού βασιλείου. Αντέχει πολλά και εκεί που τείχη υψώνονται μπροστά του καταφέρνει να τα πηδήσει ή τουλάχιστον να ψάξει να βρει άλλες διεξόδους. Σε όλον αυτόν τον αγώνα με τις μέρες που τον τρατάρει η καθημερινότητα ξοδεύεται πολύ άγχος και τρέχουν ποτάμια ιδρώτα. Η δημιουργία γίνεται επιβίωση τελικά. Η σκέψη γίνεται λογαριασμός, ο έρωτας γίνεται καυγάς. Όλα αλλάζουν και ρέπουν προς τα κάτω. Και ακόμα και οι Stones που έφτασαν σε τέτοιο δημιουργικό ίστρο τραγουδώντας ένα τραγούδι σαν και αυτό, τώρα ασχολούνται με τις επενδύσεις τους στα Κανάρια νησιά. Η δημιουργία τους άφησε και πήγε αλλού και αυτοί απέμειναν γυμνοί και πλούσιοι πλέον με ένα κενό που δε γεμίζει παρά μόνο με δολάρια.  Χάιδεψε το πακέτο του και φλέρταρε με την ιδέα ενός νέου τσιγάρου. Πλησίασε τη συσκευασία στα χείλι του και δάγκωσε το φίλτρο από ένα τσιγάρο, τραβώντας το έξω. Το είχε δει στο σινεμά αυτό. Του άρεσε σα κίνηση και όποτε μπορούσε έκανε την πρακτική του. Το παπάκι πίσω του είχε προχωρήσει με τη βοήθεια κάμποσων οδηγών που έστριψαν το τιμόνι και έκαναν στην άκρη. Ο οδηγός του φορούσε μαύρο σακάκι, άσπρο πουκάμισο και μαύρη, λεπτή σα μακαρόνι, γραβάτα. Από αυτές τις φθηνές των πανεριών στην οδό Αθηνάς. Πλαστική γραβάτα. Τώρα ο οδηγός της μηχανής βρισκόταν δύο μόλις αμάξια πίσω του και μπορούσε να διακρίνει κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του από τον καθρέπτη. Φυσούσε και ξεφυσούσε. Κοιτούσε μπροστά και κόρναρε συνεχώς. Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα αλλά οι ρυτίδες είχαν ξεκινήσει να ξαπλώνουν πάνω στο πρόσωπο του, ιδίως στο μέτωπο του. Περίεργες ρυτίδες, κάθετες που όλες οδηγούσαν πάνω στα φρύδια του.
Άναψε το τσιγάρο του και κούνησε τον πιασμένο του πισινό πάνω στο κάθισμα. Η κίνηση δεν έλεγε να ξεκουνήσει, είχε ξεχάσει και δαύτος για πιο λόγο βρισκόταν εκεί. Που πήγαινε; Άρχισε να λοξοδρομεί έντονα με την ιδέα του να μην πάει σήμερα στο γραφείο. Σκεφτόταν ήδη τις εκκρεμότητες και με πιο τρόπο θα τις μάζευε για να τις διεκπεραιώσει αύριο. Τι δικαιολογία θα έλεγε; Γιατί χρειαζόταν να σκεφτεί κάτι άλλο από τον πραγματικό λόγο; Κάτι ποιο βαρύ που δε σηκώνει αμφισβήτηση έτσι ώστε να κλείσει το τηλέφωνο χωρίς πολλά πολλά. Τέλος πάντων, θα το ρύθμιζε και αυτό. Μέχρι στιγμής το τηλέφωνο δίπλα του έμενε σιωπηλό και αυτό ήταν ένα από τα καλά της ημέρας. Γύρισε και πάλι στον καθρέπτη του και είδε τη μαύρη γραβάτα πάνω στο μηχανάκι να σηκώνει το κινητό. Ήταν πλέον τόσο κοντά που μπορούσε να ακούσει καθαρά τη συζήτηση. «Χίλια συγγνώμη πάτερ μου, είμαι πολύ κοντά, σε δύο λεπτά θα έχω φτάσει», «Τι μου λέτε τώρα πάτερ, εσείς άγιος άνθρωπος, σας λέω ότι σε λίγο έρχομαι. Αν δεν ήταν αυτή η κίνηση θα ήμουν στην ώρα μου». Ο τύπος αγκομαχούσε να προσπεράσει μέσα από τη χαραμάδα που άφηνε το αμάξι που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του, κρατώντας με ένα μάλλον κωμικό τρόπο το κινητό του σφηνωμένο μεταξύ του ώμου του και του μάγουλου, γεγονός που θα τον έκανε να βλέπει τον δρόμο κάπως πλάγια. Ιδρώτας έτρεχε μέσα στις κάθετες ρωγμές του κούτελου, μοιράζοντας αλατόνερο στα μάτια και τα φρύδια του. Έβαλε το κινητό του μέσα στην τσέπη του σακακιού του και σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του τα μάτια. «Γεροξεκούτη κουρκουτόμυαλε, θα σε βάλω μια μέρα να φας τα μούσια σου», δάγκωνε τις λέξεις μέσα από τα δόντια του και ξεκίνησε να κορνάρει μανιασμένα. «Άντε ρε κουνηθείτε γαμώ το φελέκι μου», εκείνος γύρισε μέσα από το αμάξι του και τον κοίταξε στα μάτια. Έμεινε έτσι για λίγο κοιτάζοντας τον χωρίς να λέει τίποτα. Άλλος ένας άνθρωπος που είχε ανάγκη από μια δουλειά. Σιχτιρισμένος μισθός. Άλλος ένας που η ζωή δεν πλήρωσε το λογαριασμό και τώρα κάποιος άλλος θα έκανε υπερωρίες για τα σπασμένα. Σε κάτι τέτοιες στιγμές του έρχονταν στου νου η μεγάλη πλειοψηφία των σκούρων ανθρώπων των φαναριών. Πως κατάφερναν και διατηρούσαν ένα μεγάλο χαμόγελο και λίγο κέφι μέσα στη μιζέρια τους; Τι έχουν δει τα μάτια τους για να αντιμετωπίζουν τώρα χαρωπά την κατάσταση τους; Έκλεισε τον πλαϊνό του καθρέπτη και του έκανε νόημα με το χέρι να περάσει. Τραβώντας δύο κούφιες γκαζίες τον προσπέρασε και συνέχισε με ένα καλό ρυθμό έως εκεί που ήταν η κηδεία.
Τον είδε να αφήνει στην άκρη τη μηχανή του, να βάζει το στάντ, να ισιώνει τη γραβάτα του και να χώνει το πουκάμισο που εξείχε μέσα στο παντελόνι του. Να και κάποιος άλλος που είχε την ανάγκη να μείνει μέσα στην κίνηση και να χαθεί. Να ηρεμήσει και αυτός παίρνοντας το απόφαση ότι εκεί θα έμενε για πάντα. Να ηρεμήσει και να προσπαθήσει να απολαύσει τις στιγμές της ακινησίας. Να βλέπει ζευγάρια να τσακώνονται, γυναίκες να λικνίζονται, γάτες να βουτάνε μέσα στους κάδους των σκουπιδιών και ένας ζητιάνος δίπλα τους να τις ακολουθεί στο ταξίδι προς το γλείψιμο μιας κονσέρβας. Να χαζεύει την Πακιστανική ομήγυρη να απλώνει τα δροσερά μπουκάλια και τα χαρτομάντιλα μέσα στα ανοιχτά παράθυρα των αυτοκινήτων και να αρχίσει να σκέφτεται και το δικό του ξενιτεμό προς άλλες χώρες. Να δει ότι τα χαμόγελα εδώ γύρω δε βγαίνουν μέσα από κάποιο κανόνα. Να κάτσει για λίγο στην άκρη, να ξαποστάσει αφήνοντας αυτόν τον ιδρώτα που του καίει τις ρυτίδες να οπισθοχωρήσει. Ίσως μέσα από κάτι τέτοιες ευκαιρίες λούφας τα πράγματα αρχίζουν να αποκτούν άλλη γεύση. Σαν τον πιανίστα που για ώρες έπαιζε μέσα σε ένα εστιατόριο, συνοδεία κρουστών κουταλοπίρουνων και ασταμάτητων μπουκιών και κουρασμένος καθώς ήταν την ώρα που το μαγαζί άδειασε, ρούφηξε πέντε λεπτά πολύτιμης απραξίας και μετά άρχιζε να ξαναπαίζει μέσα σε ένα άδειο πλέον μαγαζί τις πιο μελωδικές του νότες.
Ένα σύννεφο φουσκωτό απλώθηκε πάνω από το δρομάκι και το σκέπασε με σκιές. Όλα έδειχναν ότι σήμερα ήταν μια υπέροχη μέρα. Πρόσεξε μια γυναίκα να κάθεται και να κλαίει στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, δεν φαινόταν ούτε όμορφη αλλά ούτε άσχημη. Μόνο ταλαιπωρημένη. Ήταν η ίδια που κουβέντιαζε με τον παπά πριν. Το μακιγιάζ της παρότι εξακολουθούσε να είναι άψογο δεν κατάφερνε να κρύψει την ένταση της. Σηκώθηκε, τακτοποιώντας ταυτόχρονα την εσάρπα στους ώμους της και κοίταξε προς την πλευρά της εισόδου του ναού. Κοίταξε πρώτα μέσα στο ιερό και μετά έχωσε το βλέμμα της μέσα στον κόσμο που είχε ξεχαστεί και εξακολουθούσε να κάθεται στα σκαλοπάτια του ναού. Κοίταξε αρκετά αυστηρά και αυτός ίσως ήταν ο λόγος που ο κόσμος με μία κίνηση σηκώθηκε και απομακρύνθηκε από την είσοδο. Ένα σκούρο καφέ λακαριστό φέρετρο ξεκίνησε να βγαίνει σιγά σιγά έξω από την πόρτα, αποκαλύπτοντας σε μια από τις τέσσερις γωνίες του τον οδηγό της μηχανής με την πλαστική μαύρη γραβάτα. Φαινόταν ήρεμος τώρα. Είχε πάρει στα σοβαρά το ρόλο του. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο στο έδαφος και το βήμα του κάτι παραπάνω από πένθιμο. Ήταν ο άνθρωπος που παρότι έδωσε λίγο χρόνο παραπάνω για τις τιμές του νεκρού, αυτές δεν αποδόθηκαν. Η γυναίκα τον κοίταξε με βλοσυρό ύφος και μπήκε πίσω από το φέρετρο για να ακολουθήσει τον νεκρό στην τελευταία του δροσερή κατοικία. Η εσάρπα πάντα βρισκόταν σε λάθος θέση και πάντα ζητούσε λίγη περισσότερη φροντίδα. Σιγά σιγά πήραν σειρά και όλοι οι υπόλοιποι για να χαθούν τελικά μετά από λίγη ώρα σε ένα στενό στα δεξιά του. Ο δρόμος άνοιξε και τα αυτοκίνητα έβαζαν πρώτη το ένα μετά το άλλο σα μια τέλεια στησιά ντόμινο. Δεν ήξερε αν οι οδηγοί ήταν χαρούμενοι τελικά με αυτή την έκβαση του ξεμποτιλιαρίσματος. Δεν ήξερε αν οι παρευρισκόμενοι στην κηδεία ξεβολεύτηκαν από την ψιλή κουβεντούλα που είχαν στήσει στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Ήξερε μόνο ότι εκείνος σήμερα δε θα πήγαινε στη δουλειά του. Ήξερε ότι ήθελε να σταθεί για λίγο ακόμα δίπλα σε εκείνη τη γυναίκα που η οργάνωση της τελετής δεν της ήρθε όπως το περίμενε και δίπλα στον οδηγό της μηχανής που εκτός από τη ζωή άργησε και στο θάνατο.
Πάρκαρε δύο στενά πιο κάτω από την είσοδο του νεκροταφείου στα δεξιά του. Βγήκε από το αμάξι και κατευθύνθηκε προς την μεταλλική είσοδο με τα μαρμάρινα γλυκά και κάπως χαμογελαστά αγγελούδια εκατέρωθεν της. Μπήκε μέσα και έψαξε με το βλέμμα του για τον κόσμο που έβλεπε τόση ώρα μέσα στην κίνηση. Για εκείνον τον μαυρισμένο όχλο της θλίψης.  Ήταν εύκολο, είχαν από τους πρώτους τάφους στην είσοδο, από εκείνους τους μεγαλοπρεπείς, τους οικογενειακούς για γενιές και γενιές που τα μάρμαρα ξεχείλιζαν από παντού. Χώθηκε μέσα στο πλήθος και παρακολούθησε όλους τους ψιθύρους και τα σχόλια. Ήταν σαν ο μακαρίτης να τον είχε χρήσει κατάσκοπο των μετά θάνατον σχολίων γι’ αυτόν. Πρέπει να ήταν μεγάλο λαμόγιο ο μακαρίτης. Και αυτό δεν το είχε σκεφτεί βάζοντας κάποιον να καταγράφει τις ομιλίες των παρευρισκομένων. Ούτε είχε προβλέψει – ίσως – ότι κανένας μα κανένας δε θα έκλαιγε στην κηδεία του. Από θλίψη τουλάχιστον και από μαράζι για τον χαμό του. Ακόμα και εκείνη η γυναίκα με την ατίθαση εσάρπα και μπροστάρισα της τελετής την περισσότερη ώρα κοιτούσε μανιασμένα τον τέταρτο κουβαλητή που άργησε να έρθει. Θρηνούσε περισσότερο για την καθυστέρηση και την παρωδία της τελετής παρά από μαράζι για τον αποδημήσαντα. Και ο κουβαλητής που άργησε καθόταν σκυμμένος εκεί και άκουγε τον παπά να ψέλνει και να σκέφτεται για τους ψαλμούς που θα άκουγε μετά και ο ίδιος.
Όταν όλος ο κόσμος είχε κινήσει για το καφενείο του νεκροταφείου, εκείνος κάθισε για λίγο πάνω από τον φρεσκοσκαμμένο τάφο και κρατώντας ένα γαρίφαλο κοίταξε το άψογο λούστρο. Πέταξε το γαρύφαλλο μέσα στο λάκκο και γύρισε να φύγει με τον ήχο από τα μανιασμένα φτυάρια στην πλάτη του. Ένοιωθε ότι είχε γίνει μέρος αυτής της τελετής και ότι έπρεπε να αποδώσει τα πρέποντα. Και στον τύπο με την τέταρτη πλαστική γραβάτα ένιωσε ότι έπρεπε να το κάνει αλλά αυτό μάλλον δεν ήταν του παρόντος κρίνοντας από τον εξάψαλμο που άκουγε από τον παπά πλησιάζοντας την έξοδο του νεκροταφείου. Η δουλειά για σήμερα θα έπρεπε να περιμένει. Πολλά πράγματα θα έπρεπε να περιμένουν, να κάτσουν για λίγο στην άκρη και να αφουγκραστούν σκέψεις, νότες, ομιλίες και ότι άλλο του φέρει η τύχη. Ήξερε ένα καλό καφέ λίγο πιο κάτω που έβαζε και καλή μουσική. Ήταν μια παράξενα όμορφη μέρα σήμερα και δεν έπρεπε με τίποτα στον κόσμο να τη βάλει σε κανονικούς ρυθμούς. Περνώντας την πόρτα του νεκροταφείου γύρισε πίσω να κοιτάξει για μια ακόμα φορά νεκρούς και ζωντανούς. Έβγαλε το πακέτο από την τσέπη του πουκαμίσου του και τράβηξε με τα δόντια του άλλο ένα τσιγάρο από μέσα. Ένοιωσε σαν τον επαναστάτη χωρίς αιτία και τον Μπόκαρτ στο αεροδρόμιο της Καζαμπλάνκα μαζί. Πάτησε τον αναπτήρα του και ένα αεράκι γλυκό, γεμάτο δροσιά απλώθηκε πάνω του, σβήνοντας τη φλόγα. Ήξερε ότι μπορούσε να δοκιμάσει ξανά.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΥΠΝΟ ΣΗΜΕΡΑ Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ.



Δεν είχε ύπνο σήμερα η νύχτα του.
Βγήκε στο μπαλκόνι να βρει την ηρεμία του σκοταδιού.
Εκεί που τίποτα δε κινείται,
Εκεί που ο άνεμος σφυρίζει και αν είσαι τυχερός θα δεις δύο μάτια κουκουβάγιας να σε κοιτάνε.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω λοιπόν.
Κάθισε σε μια καρέκλα και έβαλε το ένα του πόδι πάνω στο άλλο.
Ήταν χάρμα η στιγμή.
Πραγματικά μοναδική.
«Πως από εδώ τέτοια ώρα;»
Ξεσταύρωσε τρομαγμένος τα πόδια του και κοίταξε στο πλάι.
«Ναι εγώ είμαι. Το παρελθόν σου. Τι σε βαραίνει και δεν μπορείς να κοιμηθείς;»
Πάνω στη καρέκλα υπήρχε ένα κάρβουνο.
Κατάμαυρο.
«Τι λάθος έγινε και δε σε παίρνει ο ύπνος;»
Κοίταξε τριγύρω και αφού δεν υπήρχε κανείς εκεί είπε να δώσει μια ευκαιρία.
Μια ευκαιρία κουβέντας με ένα κάρβουνο στο πλάι του.
 «Για σένα δε με παίρνει ο ύπνος. Σκέφτομαι όλα αυτά που έκανα λάθος στη ζωή μου. Όλη αυτή την μαυρίλα που έχω σκορπίσει στους ανθρώπους που αγαπώ και στον ίδιο μου τον εαυτό. Σκέφτομαι τις λάθος μου επιλογές και δε με παίρνει ο ύπνος.»
«Έχω τη λύση για σένα»
«Αν σκέφτεσαι τίποτα ναρκωτικά ή υπνωτικά χάπια, ξέχνα το! Δεν είμαι φίλος. Άντε καμιά βαλεριάνα και πολύ μου είναι.»
 «Να σου γνωρίσω το μέλλον σου. Κοίτα δεξιά σου.»
Έστρεψε το λαιμό του και είδε άλλο ένα κάρβουνο να κάθεται στην καρέκλα δεξιά του.
«Τι στο διάβολο!»
Σηκώθηκε όρθιος και έριξε μια γενναία τσιμπιά στο μπράτσο του.
Πόνεσε είναι η αλήθεια.
«Άουτς» είπε και μετά συνειδητοποίησε ότι όλο αυτό που συμβαίνει είναι αλήθεια.
«Κάτσε κάτω, εμείς οι τρείς έχουμε πολλά να πούμε.»
Ξανάπεσε στην καρέκλα του και κοίταζε πότε δεξιά και πότε αριστερά. Δύο μαύρα κομμάτια από κάρβουνο καθόντουσαν εκεί. Έριξε άλλη μια τσιμπιά στο μπράτσο του και ο πόνος τον ηρέμησε κάπως.
«Αν το παρελθόν μου είναι μαύρο σα κάρβουνο - ένα κάρβουνο σωστό για να λέμε την αλήθεια! – τότε γιατί το μέλλον μου είναι κάρβουνο και αυτό; Θέλετε να μου πείτε κάτι;»
«Μας βλέπεις το ίδιο αλλά είμαστε τελείως διαφορετικά κάρβουνα. Το ένα έμεινε στο παρελθόν. Πάει και έφυγε. Το άλλο μπορείς να το πάρεις στα χέρια σου και να ζωγραφίσεις την υπόλοιπη ζωή σου. Να δώσεις φαντασία στη ζωγραφιά, προοπτική, τις απαραίτητες σκιές. Τι λες;»
Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτηκε για λίγο και μετά άπλωσε το χέρι του στο καρβουνιασμένο του μέλλον. Το χάιδεψε και ένοιωσε τη ζέστη. Σα να ετοιμάζονταν μια φλόγα να πάρει μπροστά.
Στη συνέχεια άπλωσε την παλάμη του και άγγιξε το παρελθόν του. Ήταν κρύο. Σχεδόν παγωμένο.
«Δεν έχουν σημασία οι συγκρίσεις. Μη μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία. Απλά κοίτα δεξιά σου και κοίτα τι μπορείς να κάνεις με αυτό που τώρα έχεις. Είναι τόσο απλό το πράμα!»
«Δεν ξέρω να ζωγραφίζω και δε με ενδιαφέρει να μάθω. Τι στο καλό θα κάνω με ένα κομμάτι κάρβουνο στα χέρια μου;»
«Βάλτο στη φωτιά και ψήσε μια μπριζόλα. Μουντζούρωσε το πρόσωπο σου και έβγα έξω να τρομάζεις τον κόσμο. Δε με νοιάζει το τι θα κάνεις με το μέλλον σου. Αυτό είναι καθαρά δικό σου θέμα.»
«Με τρομάζει κιόλας που δεν έχει βγάλει άχνα. Ούτε κουβέντα δεν έχει πει εδώ και τόση ώρα.»
«Το μέλλον πάντα είναι ντροπαλό. Με το παρελθόν έχει αναπτυχθεί μια οικειότητα ενώ το μέλλον είναι καινούργια φιλία. Το μέλλον ψάχνει καλούς κουμανταδόρους και ένα σωστό καβαλιέρο. Πάρε το στα χέρια σου και χόρεψε. Στην πορεία θα αναπτυχθεί μια φιλία και θα μάθεις τις σωστές κινήσεις. Άντε ξεκίνα.»
Έγειρα και το αγκάλιασα με τα δύο μου χέρια, το σήκωσα ψηλά και το πλησίασα στο στόμα μου.
«Γιατί δε μου μιλάς; Πες μου κάτι. Κάτι από το μακρινό μου μέλλον. Δείξε μου το δρόμο. Πες μου μια κουβέντα.»
«50 ευρώ δώσε μου και σου λέω ότι θέλεις. Δώσε μου τα πενήντα μου ευρώ και θα σου πω ό, τι θέλεις να ακούσεις. Δώσε τα όμως τώρα και μη το παίζεις τρελός. Κάτω είναι ο Ιγκόρ και σε πέντε λεπτά θα ανέβει να σου σπάσει τα μούτρα. Έχει περάσει η ώρα και θα σκεφτεί ότι κάτι πάει στραβά εδώ πέρα.»
Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Μια πόρνη, ξανθιά πόρνη. Δε θυμόταν που την ψάρεψε ή που τον ψάρεψε. Κρατούσε το στήθος της στα δύο του χέρια. Τόσο ζεστό, τόσο σωστό, τόσο καταπονημένο.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έψαξε στην τσέπη του παντελονιού που ήταν γερμένο στην καρέκλα. Της τα έδωσε και εκείνη φόρεσε το φουστάνι της και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Σα να εβλεπε το μέλλον του να φεύγει ήταν.
«Την επόμενη φορά φρόντισε να μη σε πάρει ο ύπνος. Κρίμα είναι να πληρώνεις μόνο για να κοιμάσαι!»
Η πόρτα έκλεισε και εκείνος κοίταξε τα χέρια του. Του έμοιαζαν κατάμαυρα. Ήταν τόσο κουρασμένος όμως. Τόσο εξαντλημένος που άλλο δεν ήθελε. Ούτε να σκεφτεί, ούτε να μελετήσει. Έγειρε στο πλάι, σα βρέφος και έκλεισε το φώς. Άνοιξε τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι.

Δεν είχε ύπνο σήμερα η νύχτα του.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

ΜΙΑ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ ΕΜΕΙΝΕ.

http://jessikawahls.files.wordpress.com/2009/12/poppy-16001.jpg
Κάποιος εχθές μου είπε ότι είμαι αλλού για αλλού. Ότι όλο να ονειρεύομαι θέλω, για έρωτα να μιλώ, και για ξέφρενες νύχτες να συζητώ. Να κοιτάζω τα σύννεφα και τα φεγγάρια, να χαϊδεύω παπαρούνες την άνοιξη και να μαζεύω άνθη αμυγδαλιάς. Με έπιασε από τον σβέρκο και μου έδειξε όλο τον πόνο εκεί πέρα. «Κοίτα αυτόν εκεί, μόλις πέθανε», ή «κοίτα τον ζητιάνο που ζυγίζει πιο λίγο και από το ντενεκεδάκι του». 

Έσκυψα το κεφάλι χάμω σα μετανιωμένο παιδί. Ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Υπήρχε πολύς πόνος εκεί έξω. Υπήρχαν δάκρυα καυτά και ξεσκισμένες σάρκες. Υπήρχε ένας βουβός πόλεμος και μια απειλή θανάτου. Υπήρχε αίμα που πάγωνε στο κρύο και αίμα που έτρεχε δίχως λόγο. 

Του άγγιξα το χέρι στον σβέρκο μου και το χάιδεψα για λίγο. «Το ξέρω» είπα. «Το ξέρω ότι η ζωή δεν είναι γεμάτη με τις παπαρούνες που μαζεύω τώρα. Μη νομίζεις ότι είμαι καμιά χιονάτη με τους επτά νάνους να τρέχουμε στα λιβάδια. Τιμάμε τη θλίψη με ένα γέλιο και ένα όνειρο. Τα δάκρυα που χύνονται πέφτουν στο χώμα. Δε κλείνουν πληγές, δε δίνουν χαρά.» 

Με κοίταξε και τράβηξε το χέρι του από τον λαιμό μου.

«Τι θέλεις να μου πεις; Τι κάνεις για το αίμα που χύνεται εδώ και κει; Τι νόημα έχει να κόβεις τα άνθη από τις αμυγδαλιές τώρα;»

«Κόβω τα άνθη για να τα βάλω στο αυτί μου και να ακούσω τη σοφία τους. Πως μπορούν να ανθίζουν όταν ποτίζονται με τόσα δάκρυα τριγύρω. Θέλω να ακούσω τι έχουν να μου πουν. Ποια είναι η λύση.»

Χωρίσαμε τους δρόμους μας και έσκυψα να μαζέψω μια παπαρούνα από ένα χωράφι κοντά στο σπίτι μου. Ήταν η τελευταία που είχε μείνει στο ξερό το χώμα. Ήταν τόσο κόκκινη, τόσο υπερήφανη θεέ μου! Ήταν τόσο όμορφη που λυπήθηκα να την κόψω.
Σκέφτηκα: «Έστω και τόσο δα από ομορφιά να έχει μείνει σε ενός κρανίου τόπου, δεν αξίζει να ξεπερνιέται. Δεν αξίζει να κοπεί και πολύ περισσότερο να περάσει απαρατήρητη. Η σωτηρία θα έρθει μέσα από την ομορφιά, μέσα από τις κόκκινες παπαρούνες και την ανάγκη του ανθρώπου να τις μαζεύει. 
Υπάρχει τόσος πόνος τριγύρω αλλά εγώ δε θέλω να κλαίω. Δεν φτάνουν τα δάκρυα. Ποτέ δεν έφτασαν τα δάκρυα για τα μάτια που δε βλέπουν τα όμορφα πράγματα τριγύρω. Πρέπει να βλέπουμε την ομορφιά μέσα από τα πτώματα, την κόκκινη παπαρούνα μέσα σε ένα χωράφι που κολυμπάει στο αίμα.»

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ.



Τραντάχτηκε  για λίγο και μετά ξάπλωσε πάνω του αποκαμωμένη.
«Με αγαπάς;»
Εκείνος την κοίταξε και θεώρησε ότι άλλη μια σκηνή θα ξεκινούσε.
«Φυσικά και σε αγαπάω μωρό μου!»
«Το ένοιωσες;»
«Τι να νοιώσω»
«Ένοιωσες όπως και εγώ πριν από λίγο. Την ένταση, το πάθος.»
«Μα και βέβαια τα ένοιωσα» απάντησε εκείνος και τα βλέφαρα του είχαν πάρει να γέρνουν προς τον ύπνο.
«Όταν είσαι μέσα μου νιώθω ολόκληρη, όχι μισή όπως τώρα. Σε θέλω ξανά. Έλα»
«Κάτσε λίγο να ανασυνταχτώ. Περίμενε λιγάκι μικρή μου. Να πάρε ένα τσιγάρο.»
«Δε θέλω τσιγάρα και μπούρδες. Εσένα θέλω και σε θέλω ΜΕΣΑ ΜΟΥ!»
Ήταν αποφασισμένη, έτσι έδειχνε. Αχόρταγη για έρωτα και εκείνος μαραμένος. Πώς να μονιάσουν τώρα; Για αυτό τα ζευγάρια έχουν ανακαλύψει ένα σωρό κόλπα για αυτές τις άβολες στιγμές. Πάνε σινεμά, βγαίνουν στις ταβέρνες, ξαπλώνουν στο πλάι και λένε «αγκάλιασε με τώρα». Πώς να κερδίσει τον χρόνο μαζί της τώρα;
«Για έλα εδώ να σου δώσω ένα φιλί.»
«Δε θέλω φιλιά, κάνε μου έρωτα μόνο.»
«Περίμενε λίγο βρε μωρό, δε γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα.»
«Δε μ’ αγαπάς λοιπόν, δε με θέλεις!»
«Σε θέλω όσο κανείς άλλος. Πειράζει να στο αποδείξω σε δέκα λεπτάκια;»
«ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ. ΦΕΥΓΩ!»
Σηκώθηκε πάνω σα σίφουνας και ήταν τόσο όμορφη. Τόσα πράγματα να αγγίξεις πάνω της, τόσα να γευτείς και άλλα τόσα να της δώσεις. Ήταν μια ονείρωξη εφηβική για τα καλά.
«Μη φεύγεις. Δώσε μου λίγο χρόνο μόνο.»
Εκείνη έβαζε την φούστα της και κούμπωνε το σουτιέν της. Ήταν ό, τι σιχαινόταν περισσότερο στον κόσμο. Μια γυναίκα να ντύνεται! Σκέτη φρίκη. Να φοράει όλα εκείνα τα μπιχλιμπίδια λες και του τόνιζε το τι θα χάσει. Για αυτό οι γυναίκες φορούσαν καλτσόν, σουτιέν και σλιπάκια ενώ οι άντρες μόνο ένα σώβρακο. Οι γυναίκες ήταν καλές στο να θυμίζουν γιατί δεν πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους. Οι περισσότερες ξέρουν να γδύνονται και κάποιες από αυτές ξέρουν και να ντύνονται .  Εκείνη ήταν από τις καλές και στα δύο.
«Όταν είσαι έτοιμος μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Αν θελήσεις να με δεις ξανά, τότε να το ξεχάσεις αμέσως. ΓΕΙΑ.»
Άκουσε το χτύπημα της πόρτας κοιτώντας τη ταυτόχρονα να κλείνει.
Τι περίεργο πράγμα; Η αγάπη τελικά δε μπορούσε να περιμένει ούτε λεπτό. Όλη την ώρα έπρεπε να είσαι σε επαγρύπνηση. Σήκωσε το σεντόνι και κοίταξε στο βάθος. Τζίφος. Όταν κανείς καβατζάρει την εφηβεία τότε θέλει ρέγουλα το πράμα. Η αγάπη όμως πάντα τρέχει με την ίδια ταχύτητα και ξεπορτίζει σα ανεμοστρόβιλος.  
Άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε τις τούφες να ανεβαίνουν και να σκορπίζουν τριγύρω. Άνοιξε την τηλεόραση και έβαλε την αγαπημένη του σειρά. Έπαιζε εκείνη. Ήταν σε ένα καφέ, φορώντας ένα μαύρο φόρεμα με ατελείωτο σχίσιμο στο πλάι. Σταυροπόδι από τα λίγα. Έπινε ένα ποτήρι με σόδα και περίμενε τον καλό της να φανεί. Είχε αργήσει στο ραντεβού και εκείνη ανησυχούσε. Έσφιγγε το ποτήρι και το άφηνε, σκούπιζε τις σταγόνες από το χείλος του και δάγκωνε τα χείλι της.  Ξανασήκωσε το σεντόνι του και τα πράγματα έμοιαζαν  τελείως διαφορετικά. Τι στο διάολο; Λίγη υπομονή ακόμα.
Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό.
«Την κυρία Σκουροπέτρου θα ήθελα. Ποιος τη ζητάει; Ο σκηνοθέτης του «ο έρωτας ποτέ δε ξαποσταίνει. Έχω κάποιον ρόλο για μια νέα μου ταινία.»
Η άλλη άκρη της γραμμής σημείωσε ένα τηλέφωνο πριν τελικά κλείσει.
Ο τίτλος της επόμενης ταινίας του θα ήταν «δε μπορώ να περιμένω την αγάπη». Το αποφάσισε στη στιγμή. Θα της πήγαινε γάντι ο ρόλος παρότι ακόμα δεν είχε γράψει τίποτε γι’ αυτόν. Όπως εξάλλου έκανε και με τις δύο προηγούμενες ταινίες του. Ήταν η μούσα του. Εκείνη που μπαινόβγαινε σα το σχιζοφρενή δολοφόνο στο δωμάτιο του.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;



 http://www.motionteam.gr/photos/19552/350100/photo_594_400.jpg

Οι Κυριακές πάντα ήταν ένα θέμα! 


Οι Κυριακές που ξεκινούσαν με ένα πόνο στη μέση από τον πολύ και καλό ύπνο. Που ξεκινούσαν με ένα βαριεστημένο φτιάξιμο του καφέ και μια τσαλακωμένη πιτζάμα φορεμένη γύρω του την ώρα που τον απολάμβανε κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Οι Κυριακές ήθελαν να τα δώσουν όλα. Να δώσουν ό,τι η εβδομάδα των προηγούμενων ημερών του είχε στερήσει. Έτσι είχε δομηθεί ο σύγχρονος πολιτισμός. Μια ανάσα μέσα στο λαχάνιασμα. Μια λάμψη μέσα στο έρεβος. Μια γωνία με μπουνάτσα μέσα στα κύματα των ωκεανών. Μια Κυριακή ρε διάολε για να αντέξουμε άλλες έξι ημέρες! 


Για εκείνον οι Κυριακές ποτέ δεν ήταν με το μέρος του. Του γυρνούσαν το κεφάλι πέντε σβούρες. Του κατέβαζαν τις πυτζάμες του στο κέντρο της πλατείας και εκείνος κοκκίνιζε από ντροπή. Κοκκίνιζε γιατί δε μπορούσε να τις φέρει με το μέρος του, να τις κάνει να του δώσουν ένα απαλό φιλί στο στόμα, δε μπορούσε να τις συμπαθήσει. Δε μπορούσε να τις φτιάξει για να τον συμπαθήσουν και αυτές. 


Κοντολογίς ήταν από εκείνους τους τύπους που σιχαινόντουσαν τις Κυριακές και ας τον λέγανε Κυριάκο. Κυριακή είχε γεννηθεί, Κυριάκος ο παππούς του λεγόταν. Τι καλύτερο;  Τι άσχετο; Τι θέλαν όλες εκείνες οι Κυριακές που είχαν περάσει από πάνω του να του πούνε; Σα να ήθελαν να του θυμίσουν ότι πρέπει να ξεκουραστεί τώρα γιατί τον περιμένει άλλη μια δύσκολη εβδομάδα. Σα να του έλεγε ο βασανιστής να πάρει δύο ανάσες πριν ξεκινήσει και πάλι το μαστίγωμα.  Πώς να χαρεί τη ζωή μια δόλια ψυχή με τόσο απότομες εναλλαγές; Η ζωή θα έπρεπε να ρέει σα κύμα . Είτε μια καταιγίδα να ναι  με κύματα των δέκα μέτρων, είτε η απαλή κίνηση των αφρόνερων σε μια ακρογιαλιά το καλοκαίρι. Οι απότομες εναλλαγές δε βοηθούσαν κανέναν! Ούτε καν την ίδια την εβδομάδα. 


Εκείνος ρουφούσε το καφεδάκι του στον καναπέ και σκεφτόταν το γιατί να υπάρχει αυτό το σκωτζέζικο ντούζ μέσα στη ζωή του. Ούτε σα Κυριακές ήθελε να ναι η ζωή του αλλά ούτε και αυτό που βίωνε πριν και μετά από αυτές. 


Για να πούμε όμως την πικρή αλήθεια, οι Κυριακές από μόνες τους ήταν μια χαρά. Μια ραστώνη ανέδιδαν, μια ηρεμία, μια βόλτα μέσα στα λιβάδια της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό που δεν άντεχε ήταν η εναλλαγή. Η τόσο απότομη, η επιβεβλημένη.  Σα να του έλεγε κάποιος να ηρεμήσει τώρα, να χαλαρώσει. Σα να του έλεγε να το απολαύσει πριν ξαναπέσει στη μάχη. 

Σήμερα το είχε πάρει απόφαση ότι θα καθόταν μέσα. Δε θα έκανε ούτε ρούπι από τον καναπέ. Σε αυτόν θα διάβαζε ένα βιβλίο, θα χάζευε στην τηλεόραση, θα έτρωγε και θα έριχνε τον μεσημεριανό του υπνάκο. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει αυτόν τον καλοντυμένο κόσμο των Κυριακών. Τον κόσμο που κουβαλούσε το άγχος μιας ηρεμίας-σφήνας.  Τον κόσμο που έβγαινε την ίδια ώρα έξω και αγχωνόταν να κλείσει τραπέζι το μεσημέρι σε ένα εστιατόριο. Άντρες με παρδαλές φόρμες να καπνίζουν πούρα στα καφέ, και γυναίκες με τέλεια κραγιόν να κυνηγάνε τα βλαστάρια τους στις γεμάτες πλατείες των Κυριακών. Σα να έπρεπε όλοι να το παίξουν ευτυχισμένοι και ανέμελοι. Δε γινόταν. Όσο και να το πίεζε κανείς, από όποια πλευρά, απλά δε γινόταν. Τι δηλαδή; Ανέμελος από τη μια μέρα στην άλλη; Σα να λέμε από πρόβατο τίγρης; Δε γινόταν, δε το χωρούσε το μυαλό του. Οι φίλοι τον έλεγαν παράξενο. "Ελα ρε έξω να πάμε τις τσάρκες μας, να πιούμε, να δούμε γυναίκες". Όχι και πάλι όχι. Σήμερα θα καθόταν μέσα. Ήθελε να βουλιάξει, να χαθεί. Δεν ήθελε να αντικρίσει καμιά φάτσα που γελά τις Κυριακές. Υποχρεωτική δεν είναι η χαρά! Ούτε η λύπη εξάλλου! Πρέπει να τα νιώθει κανείς αυτά για να γίνουν σωστά. Να μεγαλώσουν μέσα του και μετά να ξεμπουκάρουν από εκεί. Να ψηθούν για λίγο στα σωθικά του και μετά να πάρουν το δρόμο τους. 


Ήταν της μόδας όμως η ευτυχία πλέον. Άπλωνες ένα καθαρό ρούχο μαζί με το χαμόγελο σου και έβγαινες έξω να το παίξεις ευτυχισμένος. Επιτυχημένος, ολοκληρωμένος. Το απόγευμα οι περισσότεροι από δαύτους μπούκαραν στα σπίτια τους. Με ενοίκιο η ιδιόκτητα. Με γούστο φτιαγμένα ή κιτς του κερατά. Μπούκαραν εκεί μέσα και όλο αυτό χανόταν. Σα τον ηθοποιό που πάει στο καμαρίνι του να ξεβαφτεί και η ηχώ από το χειροκρότημα όλο και ξεμακραίνει αναγκάζοντας τον να μείνει μόνος με τον εαυτό του. 


Η χαρά ήθελε πρόβες, η λύπη ήταν αυτοδίδακτη. Η λύπη ήταν πηγαίο ταλέντο, της έβγαινε με την πρώτη. Η χαρά όμως ήθελε προπόνηση. Όλοι αυτοί οι τύποι της Κυριακής ήταν κατά βάση απροπόνητοι. Απλοί κομπάρσοι της χαράς. Τι να σου κάνει το μια φορά την εβδομάδα; Τι να σου κάνει ένα χαμόγελο σαν αυτοκόλλητο; Τι να σου κάνουν τα ταβερνάκια της Κυριακής και τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα; Τι να σου πουν άλλο, τι; Φτιάξε μια Κυριακή για την υπόλοιπη εβδομάδα. Εδώ σε θέλω. Όχι εκεί, κολλημένο σε μια Κυριακή που όλα θέλεις να τα κάνεις και τίποτα δε γίνεται. Μια εβδομάδα μόνο φτιάξε όπως τη θέλεις και άσε την Κυριακή στην άκρη. Γίνε ο εαυτός σου, γίνε τα όνειρα σου για έξι ημέρες και άσε την Κυριακή να λυσσομανά να χωθεί μέσα τους. 


Ο Κυριάκος έβγαλε τις πιτζάμες του και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Άνοιξε το νερό να τρέχει, να ζεσταθεί. Κοίταξε την μπανιέρα και κατέβασε το εσώρουχο του. Έφερε το κασετοφωνάκι του και έβαλε να παίζει Στέρεο Νόβα. Χώθηκε μέσα στο νερό και άφησε το σώμα του ελεύθερο. Κοίταξε προς τα πάνω τα χνώτα του καυτού ατμού και σκέφτηκε ότι σήμερα ήταν η τέλεια μέρα για να γίνει όλα αυτά που κάποτε ήθελε. Η τέλεια μέρα για το οτιδήποτε. Η τέλεια μέρα για ένα πλύσιμο στην μπανιέρα που από μικρός είχε να κάνει. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το εσώρουχο του στο πάτωμα. Σήκωσε τα πόδια του ψηλά και τα ακούμπησε στο χείλος της μπανιέρας. Βούτηξε το κεφάλι του μέσα στο νερό και το ξαναέβγαλε έξω. Χαμογέλασε πρώτα και μετά τα μάτια του λάμπρυναν. Σήμερα θα ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Θα είχε την ευτυχία της στιγμής. Μέσα στην μέρα θα έφτιαχνε πολλές τέτοιες στιγμές. Θα ξυριζόταν μετά από χρόνια και θα πήγαινε στο μπαλκόνι να πιεί τον καφέ του. Θα μαγείρευε κάτι σε μακαρονάδα και θα άνοιγε εκείνο το κόκκινο μπουκάλι με κρασί που τόσο καιρό λιμπίζονταν. Όταν έπεφτε το σούρουπο θα αυτοσχεδίαζε. Ήταν μια ολόκληρη Κυριακή που έστεκε εκεί. Κάπως θα τα κατάφερνε μαζί της και αυτή τη φορά.  

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΠΕΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ

Σίγουρα δεν είναι καμιά φιλοσοφία αιχμής αλλά στον δικό μου κόσμο αυτό είναι μια πραγματικότητα. Το να γράφει κανείς είναι σα να πετάει τα σκουπίδια του. Πέρα από το ότι σου δίνει μια αίσθηση καθαριότητας, καταλήγεις πάντα να λες "μα καλά όλα αυτά ήταν εδώ μέσα;". Όταν το πράγμα αρχίζει και βρωμάει και κάτι δε σου πάει καλά τότε τα βάζεις όλα μέσα. Αραδιάζεις μερικές λέξεις στο λεπτό με την ίδια λαχτάρα που πετάς τα σκουπίδια στον κάδο. Στη συνέχεια απομένεις να διαβάζεις τις λέξεις σου και ίσως και να χαμογελάς. Πάς και ανοίγεις το ντουλάπι του νεροχύτη και βλέπεις τον κάδο σου πεντακάθαρο, το μυαλό σου ξάστερο. Όλα καλά λοιπόν. Πέφτεις για ύπνο πιο ελαφρύς και μερικές μέρες πετάγεσαι από αυτόν. "Και αν πέταξα κατα λάθος εκείνο το...;" ή "φτου σου ξέχασα το καλαθάκι στο γραφείο!". Ποτέ δε τελειώνει η γραφή. Πάντα κάτι θα μένει που δεν έχει ειπωθεί ή κάτι θα περισσεύει και άντε μετά να το μαζεύεις.
Βέβαια υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να σου φωνάξει ο γείτονας από απέναντι: "ρε χαμένε πάλι εδώ βρήκες να πετάξεις τα σκουπίδια σου!".