Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΕ ΕΝΑ ΜΠΑΡ.











Το γυρόφερνε στο βλέμμα του. Κενό βλέμμα, θολωμένο, σκοτεινό. Κρατούσε ένα ποτήρι μπύρας και έβλεπε τις φυσαλίδες να σκάνε με το στριφογύρισμα του χεριού του. Είχε κολλήσει σε αυτό το παιχνίδι για ώρα τώρα. Οι φυσαλίδες έμοιαζαν με προβλήματα που έσκαγαν και η επιφάνεια της δροσερής μπύρας όλος ο κόσμος. Ένα σύμπαν σε δύο διαστάσεις. Ένα σύμπαν στρογυλλό σα τηγανίτα, λεπτό σα χαρτί, πάνω του έτρεχαν όλοι, εκείνος και οι άλλοι, όλοι τους. Κάποιες φουσκάλες έσκαγαν φτάνοντας στα τοιχώματα και κάποιες άλλες από το κέντρο κιόλας έλεγαν το τελευταίο τους "πλοπ". Εξαφανιζόντουσαν σιγά σιγά αφήνοντας ολοένα και πιο καθαρή την επιφάνεια της μπύρας, ένα καθαρό σύμπαν που πρόσφερε δίχως κενά αέρα το περιεχόμενο του. Δίχως προβλήματα. Το είχε πάρει απόφαση ότι την πρώτη του γουλιά θα την έπινε αφού ξεκαθάριζε πρώτα το τοπίο. Ο μπάρμαν τον κοίταζε κάπως περίεργα πηγαίνοντας να ανοίξει τη μηχανή του εσπρέσσο. Η ώρα ήταν οκτώ το πρωί και δεν ήταν συνηθισμένος να σερβίρει μπύρα τέτοια ώρα. Πόσο μάλλον σε κάποιον που εδώ και μισή ώρα έσερνε με μικρές κυκλικές κινήσεις το ποτήρι του πάνω στον πάγκο χωρίς να έχει ρουφήξει ούτε μια γουλιά.
"Όλα καλά σήμερα;" ο μπάρμαν ήταν κοινωνικός. Το κλασσικό λάθος των μπάρμεν.
"Τι μέρα είναι σήμερα;" απάντησε εκείνος.
"Παρασκευή. Γιατί;"
"Γιατί είναι Παρασκευή;"
Ο μπάρμαν τον κοίταξε για λίγο και δε κατάφερε να συναντήσει το βλέμμα του. Εκείνος κοίταζε την επιφάνεια της μπύρας του.
"Έχει κάποιο πρόβλημα η μπύρα; Έπεσε κάτι μέσα; Σε βλέπω εδώ και ώρα να την ταλαιπωρείς και δε ξέρω τι συμβαίνει. Θέλεις να σου βάλω άλλη;"
"Γιατί σήμερα είναι Παρασκευή;"
Σκούπισε τα χέρια του στην πετσέτα και προσπάθησε να τον κοιτάξει ξανά στα μάτια. Τζίφος. Τι μυστήριο φρούτο αυτός ο πελάτης!
"Σήμερα είναι Παρασκευή γιατί εχθές ήταν Πέμπτη. Να, γι'αυτό."
"Εσένα σου αρκεί αυτό;"
"...και μου περισσεύει μάλιστα."
Έβαλε το στόμα του πάνω στη μπύρα και άρχισε να φυσά απαλά μέσα στο ποτήρι. Εξόντωνε όσες περισσότερες φυσαλίδες μπορούσε. Η επιφάνεια ξεκαθάριζε σιγά σιγά και εκείνος κοιτούσε μέσα στο ποτήρι. Έγειρε λίγο στο πλάι και κοίταξε το ποτήρι ανφάς. Έτσι φαινόταν το βάθος, η ποσότητα, φαινόταν όλο αυτό που είχε μπροστά του να γευθεί. Αυτό τον καθησύχασε κάπως. Για λίγο έστω.
"Οι μέρες δε θα έπρεπε να εξαρτώνται η μια από την άλλη. Θα έπρεπε να υπάρχουν η κάθε μια μόνη της. Όχι απαραίτητα με τη σειρά που ξέρουμε."
"Άνθρωπε μου θα έλεγα να σου φτιάξω καλύτερα ενα καφεδάκι να πιείς. Κερνάω εγώ."
"Το να μου λες ότι σήμερα είναι Παρασκευή επειδή εχθές ήταν Πέμπτη είναι ένα τρομερό λάθος. Ένα λάθος που μπορεί να έγινε την πρώτη μερα αυτού του κόσμου και από εκεί και πέρα όλο το μέτρημα να πήγε στράφι."
"Τι πρόβλημα έχεις με τις ημέρες; Τι σε πειράζει αν είναι Παρασκευή, Σάββατο ή μια γαμοδευτέρα; Θέλεις ένα εσπρεσσάκι να ξελαμπικάρεις;"
"Το εσπρέσσο έχει καϊμάκι και αργεί να φύγει από την επιφάνεια. Με την μπύρα είναι πιο απλά τα πράγματα."
Ο μπάρμαν του γύρισε την πλάτη και χώθηκε μέσα στην κουζίνα μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτα Ελληνικά. Σαν προσευχή και κατάρα μαζί ενα πράμα.
"Πλοπ" ειπε η τελευταία φυσαλίδα και μετά εκείνος σήκωσε το ποτήρι του ψηλά. Έβλεπε μέσα του τον μπάρμαν να κινείται, έβλεπε όλες τις Παρασκευές που πέρασαν γιατί ήταν οι επόμενες από τις Πέμπτες. Σκέπτονταν τις φυσαλίδες που χάθηκαν. Που πήγαν; Ενα χαμόγελο μπαστακώθηκε στα χείλη του. Ήταν καλά τώρα. Ήξερε τι μέρα ήταν και η μπύρα του ήταν πεντακάθαρη. Ζεστή μεν, καθαρή από φουσκάλες δε. Σιχαινόταν αυτό το σκάσιμο των φυσαλίδων στα χείλη του. Ήθελε να πάνε στον αγύριστο προτού τις γευτεί. Κενότης σκέτη ήταν. Ενα πρόβλημα και μόνο αυτό. Εκείνος μόνο το περιεχόμενο ήθελε. Την ουσία.
Οι μέρες να ταν ό,τι αυτές ήθελαν, να ταν ό,τι αυτός ευχόταν. Μια μεταμφιεσμένη Τετάρτη ας ήταν η Παρασκευή. Ας ήταν ότι ήθελε. Τι σημασία είχε στο κάτω κάτω;
Άφησε το ποτήρι του στον πάγκο χωρίς να έχει πιεί ούτε μια γουλιά.
"Θα μου φέρεις άλλη μια μπύρα σε παρακαλώ;"
Ο μπάρμαν γύρισε το κεφάλι του, μέσα από την κουζίνα, και κοίταζε μια εκείνον και μια το γεμάτο ποτήρι του.
"Αφού δεν άγγιξες καν το ποτήρι σου! Τι τη θέλεις τη δεύτερη μπύρα;"
"Ζεστάθηκε αυτή."
"Και γιατί την άφησες να ζεσταθεί και δεν την ήπιες πιο γρήγορα;"
"Εσύ γιατί μου λες ότι είναι Παρασκευή επειδή εχθές ήταν Πέμπτη;"
"Τρελός είσαι άνθρωπε μου! Μα αφού σήμερα είναι Παρασκευή το λέει και το ημερολόγιο. Είναι γεγονός."
"Αν μου φέρεις δεύτερη μπύρα και αυτό θα είναι γεγονός"
Ο μπάρμαν έπιασε ένα ποτήρι και πίεσε την κάνουλα για να γεμίσει.
Αυτοί που πίνουν έχουν πρόβλημα. Εκείνοι που ούτε καν το αγγίζουν έχουν τα δικά τους.
Η φρέσκια μπύρα προσγειώθηκε μπροστά του, γεμάτη με αφρό και τουρλοτές φυσαλίδες .
"Να πάρω την παλιά;"
"Τι πράμα;"
"Να πάρω πίσω την προηγούμενη μπύρα;"
"Όχι άστην εδώ να την κοιτάζω. Ξέρεις..."
"Τι;"
"Εχθές βγήκα από το κέντρο αποτοξίνωσης και θέλω να βλέπω τι κέρδισα από αυτό. Μια μπύρα μείον. Στην υγειά σου λοιπόν."
Σήκωσε το δεύτερο ποτήρι στα χείλη του και αυτό τσουλήθρησε ολόκληρο μέσα του. Μαζί με τις φουσκάλες και τη δροσιά του. Το άφησε με σαματά πάνω στον πάγκο και κοίταξε για πρώτη φορά τον μπάρμαν ίσα στα μάτια.
"Η μέρα είναι δικιά μας λοιπόν! Εσύ βάζεις, εγώ πίνω."
Ο μπάρμαν κοίταξε το "άδειο σε ένα μόλις δευτερόλεπτο" ποτήρι και το έπιασε στα χέρια του. Αυτή η Παρασκευή αναμενόταν να είναι μεγαλύτερη από τις προηγούμενες...

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ






















"Α-ΧΑ!"  Με αυτή την προσφώνηση τον υποδέχτηκε έξω από την πόρτα του. Κρατώντας εκείνον τον λογαριασμό. Την απέφευγε καιρό τώρα. Η ιδιοκτήτρια δεν αστειευόταν. Κρατούσε όλους τους λογαριασμούς που χρωστούσε και εκείνος που κράδαινε τώρα μπροστά του θα ήταν ο έκτος στη σειρά. Πάντα πρόσεχε πριν βγει έξω από το διαμέρισμα του. Κοιτούσε λίγο το ματάκι της πόρτας και την κλειδαρότρυπα. Αυτή τη φορά όμως ξεχάστηκε τελείως. Βιάζονταν να προλάβει ένα δικαστήριο και είχε αργήσει για τα καλά. 

Με το που άνοιξε την πόρτα την είδε, στο πλάι της πόρτας, να τον κοιτά και να κουνάει μπροστά του το χαρτί. «Που θα πάει αυτή η ιστορία άνθρωπε μου! Πάνε έξι μήνες που δεν έχεις πληρώσει τα κοινόχρηστα. Πόση υπομονή ακόμα να κάνω;» 

Δεν είχε και πολλές επιλογές, έπρεπε να σκεφτεί κάτι στα γρήγορα. Έβαλε τα δύο του χέρια πάνω στην καρδιά του και έβγαλε κάτι άναρθρες κραυγές και λίγα σάλια από το στόμα. Είπε να μη πέσει χάμω γιατί τα ρούχα του έπρεπε να βαστάξουν άλλες δύο μέρες πριν τα πάει στο καθαριστήριο της γειτονιάς. Εκείνη τον κοίταξε και απέμεινε με τον τεντωμένο, στα δυο της χέρια, λογαριασμό των κοινοχρήστων. Δεν έκανε καμιά κίνηση. Το πράγμα σοβάρευε κάπως και εκείνος έπρεπε να βάλει τα δυνατά του. "Πέσε χάμω ρε", του είπε μια φωνή μέσα του. Και έπεσε. Για την ακρίβεια χίμηξε για τα καλά πάνω στο μωσαϊκό. Πάει και το μαύρο παντελόνι και το σακάκι μου. Σκόνες γέμισαν και εκείνη η κακούργα θέλει να πληρώσω κοινόχρηστα. «Τι κοινόχρηστα χριστιανή μου που σφουγγαρίστρα δεν έχει περάσει ποτέ από εδώ;». Δεν είπε τίποτα όμως. Έβγαλε λίγα ακόμα σάλια από το στόμα του και κοπάνησε τα πόδια του στο πάτωμα. Κάποιοι θα το λέγαν κατάντια αυτό αλλά εκείνος έπρεπε να περάσει μέσα από την κερκόπορτα. 

Εκείνη ήταν ακούνητη ξανά. Μισάνοιξε το ένα του μάτι και την είδε να έχει διπλώσει τα χέρια μπροστά από τα στήθη που κάποτε έστεκαν σε αυτό το ύψος και να κοιτάζει συνοφρυωμένη. «Θεέ μου τι άλλο να κάνω; Αυτή είναι τρελή. Θα προτιμούσε να πεθάνω τώρα, εδώ, μπροστά της και να μου ξηλώσει τα σφραγίσματα για να πληρώσει τα χρωστούμενα». Από το βάθος άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά. Ήταν από το διαμέρισμα του. Κινητό δεν είχε, που λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες! Είχε αργήσει ήδη για το δικαστήριο και πολύ φοβόταν ότι ο δικηγόρος του τον καλούσε. Έπρεπε να κάνει κάτι δραστικό. Κάτι γρήγορο και αποτελεσματικό. Να ξεφύγει από τούτην εδώ.

Άρχισε να στριφογυρίζει στο πλατύσκαλο και να αλληθωρίζει τα μάτια του. Να βγάζει αλυχτήματα σα σεληνιασμένος και να στριφογυρίζει τη γλώσσα του στο ορθάνοιχτο του στόμα. Εκείνη αργά, αλλά με σταθερό βήμα, τον πλησίασε και έφτασε την λούτρινη παντόφλα της μπροστά στη μουσούδα του. Σα σκύλος ένοιωθε με όλη αυτή τη χορογραφία. «Λοιπόν; Έχει πολύ ακόμα η παράσταση;  Σήκω τώρα, μη με χασομεράς!»

Η παντόφλα του γαργαλούσε τη μύτη, άρχισε να φταρνίζεται σα λαγωνικό. Είχε αλλεργία στα λούτρινα. Άρχισε να φουσκώνει ο λαιμός του και να μη μπορεί να πάρει ανάσα. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να πισωπατεί και να πιάνει τους τοίχους όπως, όπως. Τα μάτια του στριφογύριζαν σα δαιμονισμένα και ο αέρας εξαφανιζόταν σιγά, σιγά από τα πνευμόνια του. Είχε αργήσει και σε εκείνο το δικαστήριο… Μια ζωή το περίμενε. Καταραμένο δικαστικό σύστημα! Του είχε φάει όλη του τη ζωή αυτή η ιστορία. Τώρα καθόταν εκεί, με αυτή την τρελή και πέθαινε. Οι ενέσεις για την αλλεργία του είχαν τελειώσει μήνες τώρα. Δεν είχε λεφτά ούτε γι’ αυτό. Σα το σκυλί στο αμπέλι θα πήγαινε. «Άντε διάολε. Σταμάτα επιτέλους.». Η στριγκλιά της ήταν ξάστερη. Πεντακάθαρος ήχος σα κινέζικο βάζο που θρυμματίζεται. Εκείνος είχε διπλωθεί για τα καλά και προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με τις τελευταίες του ανάσες. Κοίταξε την ιδιοκτήτρια και της έκανε μια κίνηση με το ένα του χέρι. Το έφερνε στο αυτί του και το κατέβαζε, το ξανάφερνε και αυτό έπεφτε ξανά. «Πάρε τηλέφωνο μωρέ  στρίγκλα, πάρε τις πρώτες βοήθειες  Θα πεθάνω σα τη μύγα από μια παντόφλα κακούργα.». Τον κοιτούσε να ανοιγοκλείνει το στόμα του και να μη βγαίνει ήχος. Τι να της έλεγε; Ποσώς την ενδιέφερε αυτό, εκείνη τα κοινόχρηστα ήθελε. Το τι έκανε τώρα αυτός εδώ ο χαμένος ήταν δική του ιστορία. 

Από τα βάθη της σκάλας ακούστηκαν βήματα. Γρήγορα βήματα μαζί με ξεφυσήματα. Η σπιτονοικοκυρά γύρισε για να κοιτάξει και εκείνος είχε πέσει για τα καλά πάνω στις παντόφλες της. Αναίσθητος πλέον. Ούτε κατάρες μπορούσε να ρίξει, ούτε τίποτα να κάνει. Τράβηξε τα πόδια της μακριά, αφήνοντας το κεφάλι του να ακουμπήσει στην σκόνη, και φώναξε προς την σκάλα. «Ποιος είναι εκεί;». Ένας άντρας λαχανιασμένος και ιδρωμένος πρόβαλε από την στροφή της σκάλας. «Τον κύριο Σοπιλιφίδη θέλω, είμαι ο δικηγόρος του». Η γυναίκα γύρισε να κοιτάξει τον άντρα στα πόδια της και κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια ποιο κάτω από ένστικτο. Σα να σκέφτηκε ξαφνικά ότι κάτι πήγε πράγματι στραβά με τον νοικάρη της και ήθελε να τα μπαλώσει. Αισθάνθηκε αμήχανα και ενστικτωδώς έφραξε το δρόμο στον δικηγόρο. «Μόλις έφυγε, τι θα θέλατε;». Εκείνος άφησε να περάσουν κάποια δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να βρει την ανάσα του από το τρεχαλητό, για να της πει ότι είχε να πει. «Τον παίρνω τηλέφωνο στο σπίτι και δε το σηκώνει. Σας παρακαλώ να τον ενημερώσετε ότι δεν θα γίνει δικαστήριο. Συμβιβάστηκαν. Πάνε δύο χρόνια τώρα που περιμένει να πάρει τα χρωστούμενα και η απόφαση όλο καθυστερούσε. Σήμερα ήρθε ο δικηγόρος του αντιδίκου και μας έκανε μια πολύ δελεαστική προσφορά. Σας παρακαλώ να του το πείτε με την πρώτη ευκαιρία. Όταν τον δείτε να του πείτε να με πάρει τηλέφωνο.»

Η γυναίκα τον χαιρέτησε και είχε γίνει σα χαρτί. Άσπρη. Έστρεψε τον λαιμό της και κοίταξε τον νοικάρη της στο πάτωμα. Κοίταξε δεξιά και αριστερά πριν βγάλει το αντικλείδι της από την τσέπη και άνοιξε την πόρτα στα γρήγορα. Αυτός ρουφηγμένος από την πείνα ήταν εύκολη δουλειά. Ζύγιζε ελάχιστα και εκείνη τον κουβάλησε ξανά πίσω στο διαμέρισμα. Βγήκε έξω και κλείδωσε πίσω της δύο φορές. Κοίταξε ξανά τριγύρω και ανέβηκε την σκάλα. 

Μπαίνοντας στο σαλόνι της, έπιασε μια κόλλα χαρτί και άρχισε να γράφει. «Διαμέρισμα στο κέντρο, διαμπερές, 60 τετραγωνικών ενοικιάζεται προς 300€. Αυτόνομη θέρμανση, πάρκινγκ, χωρίς κοινόχρηστα».

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

ΝΥΧΤΑ ΠΑΘΟΥΣ



Τον κοίταξα στα μάτια. Δεν είχε περάσει και πολύ ώρα από τότε που τον αντίκρισα εκεί μέσα. Σε εκείνο το δωμάτιο. Χειμώνας ήτανε και με είχε κουβαλήσει για παρέα. Αυτός μόνος του, εγώ το ίδιο. Η καλύτερη παρέα είναι δύο μοναχικές ψυχές.

Με άγγιξε και με ακούμπησε. Με κοίταξε για ώρα και τον κοίταξα και εγώ. Στα μάτια. Συνέχισε να με χαϊδεύει και να με πασπατεύει αλλά εγώ έμενα μέσα στην ακινησία. Με κέρασε οινόπνευμα. Έβαλε και μουσική να παίζει. Εγώ έμενα στη θέση μου και μόνο τον κοίταζα. Με κοίταξε και με έσπρωξε κάτω. Τον υπάκουσα. Δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά! Ήταν ένας άντρας, μόνος, μέσα στο χειμώνα και εγώ προοριζόμουν να ζεσταίνω αυτές τις μοναχικές ψυχές.

Με κέρασε και άλλο οινόπνευμα και μετά ακούμπησε ένα χαρτί δίπλα μου. Η μουσική συνέχιζε να παίζει. Έπαιζε το «the roof is on fire”. Μου άρεσε αυτό το τραγούδι, μιλούσε στην ψυχή μου. Εκείνος ξάπλωσε στον καναπέ και με άφησε να τον κοιτάζω. Περίμενε να αρχίσω τα παιχνίδια μου αλλά πρώτα ήθελε να κερδίσει λίγο από τον χαμένο του χρόνο. Να χαρεί λίγο την αναμονή.

Άναψε ένα τσιγάρο με ένα σπίρτο. Δε χρειάστηκε δεύτερη προσπάθεια, ήταν επιδέξιος με τα δάκτυλα του. Έμοιαζε από εκείνους τους άντρες που έκαναν κινήσεις ακριβείας με τα δάκτυλα τους . Θεώρησα ότι δε μπορούσα να γλυτώσω εύκολα από αυτό και αφέθηκα. Απαξ και αυτά αποφάσιζαν να ασχοληθούν μαζί μου εγώ θα πέταγα σιγά σιγά προς τον ουρανό και θα φλεγόμουν. Θα καιγόμουν για κείνον και από εκείνον. Θα έβγαζα εκείνες τις άναρθρες κραυγούλες μου και μετά θα χανόμουν. Για αυτό και τον κοίταζα στα μάτια. Κατευθείαν μέσα τους και μέσα στο μυαλό του. Ήθελα να μάθω ποιος ήταν πριν βουτήξω και χαθώ από τα δικά του χέρια.

Η φλόγα στο σπίρτο τρεμόπαιξε για λίγο στα δάκτυλα του. Ήταν στα μισά της. Εκείνος σηκώθηκε και με πλησίασε. Άφησε το σπίρτο πάνω μου και όλο εκείνο το οινόπνευμα και το χαρτί έγιναν μια πυρκαγιά τριγύρω μου, και εγώ καιγόμουν κοιτάζοντας τον να με κοιτάζει να χάνομαι.  Λυπήθηκα γι’ αυτό. Όχι το ότι κάηκα μέσα στο τζάκι, κούτσουρο μονάχο. Καθόλου δε με ένοιαξε αυτό. Λυπήθηκα γιατί η φλόγα που έβγαλα πριν γίνω στάχτη ήταν σαν να την έκλεψα από τα μάτια του. Και εκείνος απέμεινε με ένα άδειο βλέμμα να με κοιτά να καίγομαι μέσα στις φλόγες. Τον έβλεπα μέσα από τις γλώσσες της φωτιάς να με κοιτά και ήξερα ότι χανόταν και εκείνος σιγά σιγά.

Τι κρίμα! Κάποιοι να ξεψυχάνε μέσα στις φλόγες και κάποιοι να αργοσβήνουν, αφήνοντας στάχτες εδώ και κει. Χωρίς φλόγα να τους έχει ακουμπήσει ποτέ.

ΑΣΧΗΜΗ ΠΕΜΠΤΗ



Εάν δεν ήμουν αυτός που είμαι,
θα ήθελα να μη θέλω.
Εάν οι άνθρωποι που εκτιμώ,
κάποτε με εκτίμησαν το ίδιο,
θα ήθελα να εξακολουθήσουν έτσι να κάνουν από εδώ και πέρα.

Θα ήθελα να με αγαπάνε αν η τρέλα μου μπαστακωθεί,
εάν όλο να φεύγω θέλω, πουθενά να μη μένω.
Θέλω να γνωρίζουν ότι δε λοξοκοίταξα ποτέ πριν τη ζωή, παρά μόνο στα μάτια.

Εάν κάποτε αντί να πάρω τα βουνά,
Τα βουνά τα ίδια έρθουν καταπάνω μου.
Τότε θα είναι η στιγμή που εκείνοι,
οι λίγοι,
οι σημαντικοί,
θέλω να έρθουν και να με χαϊδέψουν μέσα στην τρέλα μου.

Να μου βάλουν ένα παστέλι στο στόμα,
Και να μου πουν ότι το ίδιο γλυκός είμαι και γω.

Εάν η τρέλα η ίδια έρθει να με πάρει από εδώ,
Ελπίζω να είναι βουτηγμένη μέσα στην ομορφιά.

Ελπίζω να με αφήσει να χαιρετήσω τους λίγους και σημαντικούς.
Να τους φωνάξω ότι καλά είμαι.

Ότι μέσα στην όμορφη τρέλα που ήρθε να με πάρει,
Τους σκέφτομαι.

Ότι παρότι φεύγω, θέλω δίπλα τους να μείνω.
Να τους πω ότι λογικός που αγαπούσα ήμουν.

Έτσι θα καλμάρω κάπως την κατάσταση...

Θα το προτιμήσουν και οι ίδιοι από το να έμενα εκεί κάτω,
και να τους αγαπούσα λογικά.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΡΙΟΝΙΔΙ

 

Το έβλεπε να στροβιλίζεται στον αέρα, ανάμεσα στα πριονίδια και τη φασαρία του μαγαζιού. Το έβλεπε κατακόκκινο να φέρνει σβούρες και να πιτσιλάει τριγύρω. Εκείνος έσφιξε το χέρι ανάμεσα από τα πόδια του, νιώθοντας τον πόνο να τον σουβλίζει, και ταυτόχρονα το κοιτούσε να προσγειώνεται ανάμεσα στα πριονίδια. Να μένει εκεί, ακίνητο, να τον κοιτάζει.

Μια λάθος κίνηση ήταν, αφαιρέθηκε. Δεν πρόσεχε, δεν ήθελε, δε του πέρασε από το νου. Σκεφτόταν τη χθεσινή ημέρα, στο σπίτι του. Ότι σιγά σιγά χανόταν στη δύνη του μέλλοντος. Του άγνωστου, του μαύρου και μίζερου μέλλοντος που δε χαμογελά. Αυτά σκεφτόταν. Πως στο διάολο θα τα φέρει βόλτα. Πως θα παραμείνει ο ίδιος, με τα θέλω του, με τα πρέπει του, με τα όνειρα του ατόφια και λαμπρά. Πως θα γίνει να ζήσει μια ζωή που έχει επιλέξει αντί μιας ζωής που τον κοπανούσε από το ένα κράσπεδο στο άλλο. Τι έκανε λάθος; Τι απέμεινε σωστό και όρθιο; Μέσα του και τριγύρω τι;

Το πρωί με το που έπιασε δουλειά με αυτά και αυτά καταγίνονταν. Η δουλειά ήταν η κίνηση που έκανε το σώμα του και η σκέψη ήταν ό,τι υπήρχε μέσα σε αυτό. Φλεγόταν να ξεφύγει. Να δώσει μια και να βρεθεί αλλού. Να αρχίσει και πάλι. Να ονειρεύεται και ξυπνώντας να καταπιάνεται με το να κάνει πράξη τα θέλω του. Να φωτίσει το μέλλον του. Να ξαπλώσει στην αιωνιότητα. Να ζήσει το παρόν του. Αυτά σκεφτόταν και ενώ εκείνος ταξίδευε το σώμα του εργαζόταν. Ενώ αυτό ίδρωνε και κουραζόταν, πουθενά δεν τον πήγαινε. Ήταν μόνο ένα σώμα γύρω του! Σκλάβος μέσα του και εκείνος ήταν ανήμπορος να του δώσει διαταγές. Σαν πολύ εξαντλημένο και εκείνο για να τον υπακούσει.

Είχε πάρει το πλαϊνό από το κάσωμα μιας ντουλάπας και έκανε μηχανικές προσθαφαιρέσεις στο μυαλό του. Πόσο το πλάτος και πόσο το ύψος. Απλά πράγματα. Πόσο ακόμα για να τελειώνουμε. Πόσο για να ανέβει το φεγγάρι.  Πόσο ο ήλιος για να φωτίσει. Πόσο ακόμα για ζωή. Έψαξε χάμω για τον διακόπτη. Να βάλει μπροστά το μηχάνημα με το χέρι του, να ξεκινήσουν οι στροφές, να πάρει ο δίσκος μπροστά, να σβουρίσει το παρόν του με ταχύτητα. Να τον πάρει μακριά από εκεί. Μακριά από τα πριονίδια και από τις μηχανικές του κινήσεις. Να γυρνάει ο τροχός και να ανέβει πάνω του για ένα ταξίδι. Να γυρίζει και αυτός με τέσσερις χιλιάδες στροφές το λεπτό και η ταχύτητα η ίδια να τον φτάσει έως το διάστημα. Να κόψει την αμήχανη πορεία του, να ρίξει σα πριονίδι τα βάσανα του στο βιομηχανικό δάπεδο, να, να, να.

Σκατά όμως.

Ο τροχός σβάρνιζε στη γεμάτη ξυλόκολλα ατμόσφαιρα, εκείνος βρισκόταν αλλού, και ο δείκτης του βρισκόταν στην ίδια ευθεία με αυτή της κοπής του κασώματος. Το κάσωμα χαρασσόταν ενόσω εκείνος ταξίδευε και ο δείκτης από το δεξί του χέρι όδευε προς ένα αβέβαιο μέλλον. Μέλλον; Αβέβαιο; Πάνω στο σώμα του τόσα χρόνια ο δείκτης του δεν είδε χαΐρι. Μπορεί να είχε τις καλές του στιγμές. Ένα άγγιγμα στο μάγουλο μιας ερωμένης, το ξεφύλλισμα ενός βιβλίου, μια οδηγία κατεύθυνσης σε ένα τουρίστα που χάθηκε στο κέντρο της πόλης, το ξύσιμο του αυτιού του, το πάτημα του τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης, το νευρικό χτύπημα του στο τραπέζι του γιατρού περιμένοντας για τις εξετάσεις, το δίπλωμα του και το χτύπημα σε μια πόρτα αγαπημένη, το ξύσιμο από τις βρωμιές στις επιφάνειες τις ζωής του. Ένα βινύλλιο, ενα εξώφυλλο βιβλίου, μια οθόνη τηλεόρασης, ένα μαρμάρινο τραπέζι στη βεράντα.

Σκατά όμως.

Ο τροχός ήταν αμείλικτος. Έκοβε τα ξύλα και τη σάρκα με την ίδια ευκολία. Έκοψε τον δείκτη του στα μισά του κασώματος. Σα να έκοψε ό, τι κίνηση είχε κάνει στο παρελθόν. Ό, τι κίνηση θα έκανε αυτός στο μέλλον. Πέταξε μακριά το δάκτυλο του, κάτω εκεί, στα πριονίδια. Σα να έφυγε παρελθόν και μέλλον μαζί. Ό, τι είχε κάνει και ότι θα μπορούσε. Τον έκοψε και συνέχισε στις ίδιες στροφές. Εκείνος είχε απομείνει να κοιτάζει την πορεία του και ούτε που του πέρασε από το μυαλό να αφήσει το άλλο του χέρι από το χειριστήριο. Μόνο όταν ο πόνος ήρθε μπόλικος το έκανε. Διπλώθηκε στα δύο, χώνοντας το χέρι του ανάμεσα από τα δύο του πόδια, ενώ ο ίδιος παρακολουθούσε την πορεία του μέλους του προς τα πριονίδια.

Άραγε τι να σκεφτόταν; Πως να ένοιωθε; Όχι ο ίδιος, αυτό το ήξερε καλά. Το δάκτυλο του πως να ένιωθε τώρα; Πονούσε το ίδιο; Μια ζωή μαζί ήταν και δε μπορούσε να νιώσει πως αυτό ένιωθε αυτή τι στιγμή. Ψυχή δεν είχε είναι η αλήθεια. Ήταν όμως πάντα μαζί και τώρα αυτός πονούσε. Πονούσε από τον αποχωρισμό, πονούσε από το κόψιμο και του φαινόταν περίεργο να μη πονάει και το δάκτυλο του εκεί κάτω. Ζαλισμένος από τον πόνο, θολωμένος από το αίμα, μπερδεμένος από το παρελθόν, φοβισμένος από το μέλλον. Ήταν όλα αυτά μαζί εκείνη τη στιγμή. Όλα αυτά και τίποτα μαζί. 

Ένοιωσε να μένει μισός. Όπως μισός γινόταν εδώ και χρόνια τώρα. Μισός πήγαινε την επόμενη μέρα για δουλειά και ο μισός από αυτό γυρνούσε. Πιο μισός επέστρεφε με το που χάραζε και διαιρούνταν ξανά. Ξανά και ξανά ο μισός του μισού του εαυτού. Έως ότου καταλήξει σα τα πριονίδια κάτω του. Τόσο μικρός, ασήμαντος, ένα κομμάτι πριονίδι ανάμεσα σε άλλα. Μόνο όταν έχασε εκείνο το δάκτυλο ένοιωσε ολόκληρος. Με όλα αυτά που είχε κάνει μαζί του. Ολόκληρος ήταν και έπρεπε να προστατευθεί. Να δει μπροστά του λιγάκι. Να χαϊδέψει το παρελθόν του με απαλές ανάσες μνήμης, να τσαγκρουνίσει το μέλλον με έναν χαμένο δείκτη. Να κάνει το υπόλοιπο του σώμα μια νότα και να ανεβοκατεβαίνει κλίμακες στη μικρή παρτιτούρα της ζωής.

Εκείνο του το δάκτυλο του θυμίζει από τότε το τι έκαναν μαζί. Του θυμίζει όλα τα απλά και τα άλλα τα λαμπρά που πέρασαν. Του υπενθυμίζει ότι έχει ένα σώμα, μια ζωή και πρέπει πάντοτε να προσπαθεί λόξα να περνάει από τον τροχό. Με μια ταχύτητα παρόμοια. Με ένα φόβο καλά φυλαγμένο και με τα μάτια του ορθάνοιχτα για να βλέπει στο σκοτάδι και τότε που ο ήλιος βγαίνει.



Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ




Ένα μπουκάλι γάλα τελικά έχει περισσότερη ζωή μέσα του από πολλούς ανθρώπους, σκύλους και γάτες μαζί. Ένα κρουασάν και ένα αβγό από κότα ελευθέρας βοσκής το ίδιο. Η ομοιότητα τους είναι ότι ξέρουν ακριβώς την ημερομηνία λήξης τους. Μια ημερομηνία που θα τα βρει να έχουν καταναλωθεί ή απλά πεταχθεί ανέγγιχτα στα σκουπίδια. Ένας άνθρωπος, σκύλος, γάτα, κλπ, κλπ, δε το γνωρίζει αυτό. Είναι μια μικρή λεπτομέρεια που ίσως κάνει μια μεγάλη διαφορά. Δεν γνωρίζουμε το πότε λήγουμε. Οι προδιαγραφές μας λένε για καμιά ογδονταριά χρόνια, αλλά πολλοί είναι εκείνοι που ταξίδεψαν πριν της ώρας τους. Αυτό όμως έχει να κάνει με τον θάνατο τον ίδιο. Το θέμα δεν είναι αυτό.  Κάποιοι άλλοι πέθαναν εδώ και καιρό και κανείς δε τους το αναγνωρίζει γιατί εξακολουθούν να περπατούν στα πεζοδρόμια, να κάθονται σε καφετέριες, και να χτυπάνε πράξεις στο κομπουτιεράκι τους. Το θέμα λοιπόν είναι όχι τόσο ο θάνατος αλλά η κατανάλωση της ζωής της ίδιας. Πρέπει να την καταναλώσεις μέχρι την ημερομηνία που λήγεις. Μετά κανείς δε σου χαρίζεται. Πολλές φορές το να ξέρεις ακριβώς το πότε αυτή (η ζωή) τελειώνει δρα ενισχυτικά σε αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι που θα έφερναν τον κόσμο ανάποδα εάν γνώριζαν ότι έχουν μόνο μια εβδομάδα ζωής ακόμα. Θα πήγαιναν για ορειβασία στα πιο ψηλά βουνά, θα πηδούσαν μέσα στην αρένα και θα έτρεχαν μακριά από τα κέρατα του ταύρου, μακριά από τον θάνατο που τόσο κοντά τους έχει έρθει.  Θα υπήρχαν άλλοι που θα δοκίμαζαν ό,τι ουσία υπάρχει στη γνώση της επιστήμης της χημείας και κάποιοι άλλοι που θα το έριχναν στην υγιεινή διατροφή. Το σίγουρο είναι ότι έτσι ή αλλιώς, όλοι μας θα κάναμε κάτι το τελείως διαφορετικό από αυτό που κάνουμε καθημερινά αν ξέραμε ότι σε μια εβδομάδα θα πάρουμε το εισιτήριο χωρίς επιστροφή. 

Βλέποντας την μπαταρία του υπολογιστή μου να βαίνει μειούμενη και γνωρίζοντας ότι για να καταφέρω να τον φορτίσω, με τον χαλασμένο μου φορτιστή, είναι σα να προσπαθώ να βάλω γκόλ κλωτσώντας μια μπάλα από βαμβάκι τότε το θέμα με την ημερομηνία λήξης αρχίζει και αποκτά ένα ενδιαφέρον. Ξέρω ότι έχω λίγο χρόνο για να γράψω κάτι και μετά ο υπολογιστής μου ας πέσει σε κώμα. Να εξαντλήσω μόνο τα περιθώρια του και μετά ας χαιρετηθούμε δακρυσμένοι και οι δύο. Και με τον θάνατο πρέπει να είναι κάπως έτσι τα πράγματα. Όλοι και όλα που γνωρίζουν το πότε τελειώνουν πρέπει να λειτουργούν με έναν κοινό τρόπο. Να προλάβουν να καταναλώσουν τη ζωή έως τότε. Και αν για ένα αυγό η δυστυχία είναι να βρεθεί λιωμένο μέσα σε μια σακούλα σκουπιδιών, τότε για τον άνθρωπο η δυστυχία είναι να σταματήσει να προσπαθεί. Ένα αυγό θα αισθανθεί ότι επιτέλεσε το σκοπό του αν γίνει κλωσόπουλο, βραστό ή τηγανιτό. Θα είναι ευτυχισμένο με αυτό. Όχι όμως να βρεθεί πεταμένο κάπου, ανίκανο πλέον να γίνει αυτό για το οποίο γεννήθηκε. Και για τον άνθρωπο τα ίδια ισχύουν. Δυστυχία είναι να ξεχάσει τα όνειρα του, να σουλατσάρει ασκόπως μεταξύ γέννας και θανάτου. Ίσως σε αυτές τις περιπτώσεις μια συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης να έκανε θαύματα. Ο άνθρωπος να καταφέρει να καταναλώσει περισσότερη ζωή στο ενδιάμεσο από εκείνη που θα μπορούσε ποτέ να καταναλώσει με έναν αόριστο χρονικό ορίζοντα. Τι θα γινόταν αν ξέραμε για παράδειγμα ότι εμείς οι δέκα θα φύγουμε σε δύο χρόνια, εσείς οι τριάντα σε πέντε και εκείνοι εκεί το πολύ να έχουν μια εβδομάδα με το ρολόι;