Χαλάνδρι-Πανόρμου, κάμποσα μέτρα κάτω από την επιφάνεια απροσμέτρητων
ζευγαριών παπουτσιών που πηγαίναν και ερχόντουσαν από δουλειά σε δουλειά και
από ανεργία σε ανεργία. Προσωπικά εκείνη την ημέρα προτίμησα το μετρό και το
μειωμένο του εισιτήριο. Η κυβέρνηση το έριξε 20 λεπτά, από το 1,4 στο 1,2. Κάτι
ακουγόταν και για το πετρέλαιο θέρμανσης αλλά ο χειμώνας αργούσε ακόμα, πόσο μάλλον
οι σκέψεις των βουλευτών. Η μείωση του εισιτηρίου με είχε κάπως χαροποιήσει
γιατί ήταν από τις λίγες εκείνες φορές που μπορούσα να κάνω κάτι με τρόπο
φθηνότερο από πριν, αν και η πραγματικότητα ήταν πως πριν δεν μπορούσα να κάνω
σχεδόν τίποτα πέρα από το να προσπαθώ να μείνω ζωντανός (γεγονός που σε
πολιτισμένους τόπους θεωρείται αυτονόητο). Όπως και να είχε, στην τσέπη μου βρισκόντουσαν μόνο 120 λεπτά
του ευρώ και έτσι τώρα μπορούσα να κάνω
έστω αυτή τη βόλτα.
Θεωρούσα πως θα είχα στη διάθεση μου μιάμιση ώρα για να
μπορώ να επιστρέψω με το ίδιο εισιτήριο αλλά για κακή μου τύχη μαζί με τη
μείωση του τιμήματος της βόλτας μου, είχε μειωθεί και η διάρκεια του. Είχα στη
διάθεση μου μόνο 70 λεπτά της ώρας για να σουλατσάρω πριν βρεθώ και πάλι στην
αφετηρία. Ήταν κάπως γελοίο να αλλάζεις τα μέτρα και τα σταθμά. Ανέντιμο. Ήταν
σα να ακούς τον μανάβη να φωνάζει την τιμή της πατάτας και εκεί που σου
φαίνεται συμφέρουσα και πας να γεμίσεις μια σακούλα, στο ταμείο να σου λέει πως
η τιμή αφορούσε το τεμάχιο ή τα 100 γραμμάρια, σε καμία πάντως περίπτωση δεν
αφορούσε το ένα ολοστρόγγυλο κιλό που είχες συνηθίσει να φωνάζουν όλοι οι
μανάβηδες σε όλες τις γειτονιές.
Τέλος πάντων, εκείνη τη μέρα η βόλτα μου δε είχε διάρκεια
μεγαλύτερη των 70 λεπτών και έτσι δε χρειάζεται να γκρινιάζω περισσότερο από
όσο ήδη έχω πράξει. Ακύρωσα το εισιτήριο, έκανα ένα πάνω κάτω στην πλατφόρμα, κοίταξα
την οθόνη με τον υπολειπόμενο χρόνο για την άφιξη της αμαξοστοιχίας και
παρατηρούσα τους ανθρώπους που περίμεναν όπως και εγώ, παρατηρώντας και εκείνοι
με τη σειρά τους του υπόλοιπους και μαζί με αυτούς και εμένα τον ίδιο. Αυτό μου
έδινε μια σιγουριά πως στην ανθρωπότητα ο ένας συνδεόταν με όλους τους υπόλοιπους
με τρόπο αν όχι απόλυτα αρμονικό, ωστόσο με κάτι που αποτελούσε το πρώτο βήμα
του νοιαξίματος ή έστω της απλής περιέργειας. Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα είχε
τραβήξει την προσοχή μου. Δεν παρατηρούσε κανέναν και όση ώρα και να την
κοίταζα εκείνη κοίταζε την κόκκινη λωρίδα που βρισκόταν στο δάπεδο και
χρησίμευε στο να μη πέσει κανένας στο κενό ή συμπαρασυρθεί με το γιγάντιο
γρήγορο και ατσάλινο σκουλήκι όπως θα έλεγε ένας ινδιάνος αν προσπαθούσε να
δώσει ένα περισσότερο νόστιμο όνομα στο μετρό.
Το τραίνο ήρθε, η γυναίκα μπήκε και γλιστρώντας πίσω της κατάφερα
να καθίσω στο απέναντι κάθισμα από εκείνη. Κοιτούσε έξω. Κοιτούσε το μαύρο πίσω
από το τζάμι, τους σταθμούς να εναλλάσσουν τα χρώματα, τις αρχιτεκτονικές ιδέες
και τους ίδιους τους ανθρώπους που ίδιοι έμεναν, όσο διαφορετικός και να ήταν ο
κάθε σταθμός και ανεξάρτητα του ποιος εικαστικός τον είχε επιμεληθεί. Είχε βγάλει από την τσάντα της ένα βιβλίο και προσπαθούσε
να διαβάσει, που και που μόνο του έριχνε μια ματιά. Την περισσότερη ώρα
μουρμούριζε κάτι και έκλαιγε. Έκλαιγε τόσο αόρατα όμως που πιστεύω πως κανείς άλλος
εκεί μέσα δε θα το είχε προσέξει. Έκλαιγε από μέσα της με εκείνον τον τρόπο που
σιγά σιγά μάθαινα και εγώ μεγαλώνοντας, κερδίζοντας εμπειρίες και χάνοντας μικρά
κομμάτια από τον εαυτό μου.
Στη στάση εθνική άμυνα ήταν που προσπάθησα να την καταλάβω,
να εξηγήσω τον βουβό της πόνο γιατί ήξερα πως μόνο οι πόνοι που μένουν βουβοί
έχουν ένα σημαντικό βάθος και μια κάποια αξία. Φορούσε μαύρα και το γεγονός
αυτό μπορεί να σήμαινε πως είχε χάσει πρόσφατα κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο.
Πάλι όμως, ήταν περίεργο να κουβαλά ένα βιβλίο στην τσάντα. Τα μικρά, λευκά
κυκλάκια στο μαυροφόρεμα της έδειχναν πως και κάποιος να είχε πεθάνει θα είχε
περάσει αρκετός καιρός. Χρόνια, ίσως και δεκαετία. Τα λευκά φωτάκια μέσα σε ένα
πένθιμο φουστάνι λειτουργούν όπως οι φυσαλίδες από το ξέσπασμα της ανάσας κάτω
από το νερό. Το θανατικό πρέπει να της στέρησε την ανάσα για πολύ καιρό αλλά
εκείνη τώρα, με αυτό το φόρεμα, έμοιαζε σα να άρχιζε και πάλι να αναπνέει. Τότε
τι; Γιατί; Της είχε αφήσει μήπως χρέη δυσβάσταχτα ο μακαρίτης; Μήπως είδε
κάποιον στο βαγόνι που της τον θύμισε; Μήπως ήταν τρελή και η αιτία του πόνου της
άγνωστη ακόμα και στον γιατρό της; Η τρέλα πάντα ήταν το τέρμα εκείνο που οδηγούνται
όλοι όσοι δεν κατάφερναν να εξηγήσουν και να καταλάβουν τον τρελό. Ήταν η λέξη
εκείνη που κρατούσε τις αποστάσεις, που τηρούσε τις αναλογίες, που βαστούσε τον
καθένα από εμάς πάνω στην γνώριμη σκακιέρα της ζωής. Προσωπικά δε μου άρεσε να
καταλήγω σε τέτοια συμπεράσματα και ίσως γι’ αυτό θα έπρεπε να γίνω ψυχίατρος ή
απλά ένας μπάρμαν για να μπορώ να μελετάω καλύτερα την ανθρώπινη φύση. Όμως δεν
έγινα, ούτε το ένα, ούτε το άλλο και ενώ για το πρώτο βρήκα γιατρειά σε φίλους
που κοστίζουν λιγότερο και αξίζουν περισσότερο, το δεύτερο σπάνια εξασκούσε
αυτή την πλευρά του επαγγέλματος καθότι αναλωνόταν στο περισσότερο πιπεράτο
παιχνίδι με πιτσιρίκες που στα μάτια ενός μπάρμαν έβλεπαν την καταξίωση της υποκειμενικά
ηφαιστειακής γυναικείας τους φύσης.
Στην Κατεχάκη η κυρία εκείνη σταμάτησε να κοιτάζει μαζί με
τον βουβό της πόνο έξω από το παράθυρο. Έπεσε με τα μούτρα στο βιβλίο και
μουρμουρούσε. Ίσως τα λόγια του βιβλίου το οποίου προσπαθούσε να αποστηθίσει.
Ίσως ήταν ηθοποιός του θεάτρου και πρέπει να ήταν πραγματικά σκληρό να
προσπαθήσεις να διαβάσεις ένα θεατρικό έργο γραμμένο σαν έργο αντί σα
μυθιστόρημα. Το είχα προσπαθήσει μια φορά και μου έμοιαζε σα να προσπαθείς να
φας μια σούπα με το πιρούνι. Ίσως τελικά ήμουν κάπως υπερβολικός γιατί ένας άνθρωπος
ντυμένος στα μαύρα με ένα βιβλίο στο χέρι και έναν κρυμμένο πόνο πίσω από τα
μάτια να μη σημαίνει και τίποτε το ιδιαίτερο. Στο κάτω κάτω η όλη εξέλιξη του
ανθρώπινου είδους βασίστηκε ακριβώς σε αυτό. Στο να μη δίνει σημασία στις λεπτομέρειες.
Οι μεγάλες ιδέες πάντοτε είχαν περισσότερα να πουν και να πάνε λίγο πιο πέρα το
είδος μας. Αν κάθε τρείς και λίγο στεκόμασταν πάνω σε κάποια ραγισμένη ψυχή και
στεγνωμένη καρδιά τότε δε θα γινόταν τίποτε το αξιοσημείωτο και ούτε με αμάξια
θα κυκλοφορούσαμε, ούτε στο διάστημα θα πηγαίναμε, ούτε η βιομηχανική
επανάσταση θα υπήρχε στην κοινωνιολογία του λυκείου και πολύ φοβάμαι πως ούτε
το μετρό – που τώρα μέσα του σκέφτομαι – θα υπήρχε.
Στην Πανόρμου κατέβηκα. Αυτή τη φορά δεν ξεχάστηκα σαν
κάποιες φορές που στάση μου γινόταν το τέρμα και η αφετηρία της επιστροφής.
Είχα μόνο 53 λεπτά ακόμα για να κάνω τη βόλτα μου και να επιστρέψω. Είχα
αποφασίσει πως δεν μου έκλεψε κανείς τα πλεονάζοντα είκοσι λεπτά της βόλτας.
Πως εγώ κατάφερα με είκοσι λιγότερα σεντς να κάνω του κεφιού μου. Είχα
αποφασίσει πως τα ασπράκια στο φουστάνι της γυναίκας κάποτε θα φούντωναν σε
ολόλευκους κρίνους και ο πόνος της θα κυλούσε στους συρμούς και όχι πια στο
ίδιο της το βλέμμα. Είχα αποφασίσει πως όλοι εμείς που πηγαίναμε και ερχόμασταν
κάθε μέρα στο μετρό έπρεπε να φτιάξουμε μια μέρα που φτάνοντας στο τέρμα της θα
κοιτάξουμε πίσω και δε θα δούμε μόνο στάσεις και βαγόνια, ώρες και ευρώ, αλλά
μια όμορφη βόλτα που ευλογημένη ήταν ή ώρα που την ξεκινήσαμε.
Χαλάνδρι-Πανόρμου, κάμποσα μέτρα κάτω από την επιφάνεια απροσμέτρητων
ζευγαριών παπουτσιών που πηγαίναν και ερχόντουσαν από δουλειά σε δουλειά και
από ανεργία σε ανεργία. Προσωπικά εκείνη την ημέρα προτίμησα το μετρό και το
μειωμένο του εισιτήριο. Η κυβέρνηση το έριξε 20 λεπτά, από το 1,4 στο 1,2. Κάτι
ακουγόταν και για το πετρέλαιο θέρμανσης αλλά ο χειμώνας αργούσε ακόμα, πόσο μάλλον
οι σκέψεις των βουλευτών. Η μείωση του εισιτηρίου με είχε κάπως χαροποιήσει
γιατί ήταν από τις λίγες εκείνες φορές που μπορούσα να κάνω κάτι με τρόπο
φθηνότερο από πριν, αν και η πραγματικότητα ήταν πως πριν δεν μπορούσα να κάνω
σχεδόν τίποτα πέρα από το να προσπαθώ να μείνω ζωντανός (γεγονός που σε
πολιτισμένους τόπους θεωρείται αυτονόητο). Όπως και να είχε, στην τσέπη μου βρισκόντουσαν μόνο 120 λεπτά
του ευρώ και έτσι τώρα μπορούσα να κάνω
έστω αυτή τη βόλτα.
Θεωρούσα πως θα είχα στη διάθεση μου μιάμιση ώρα για να
μπορώ να επιστρέψω με το ίδιο εισιτήριο αλλά για κακή μου τύχη μαζί με τη
μείωση του τιμήματος της βόλτας μου, είχε μειωθεί και η διάρκεια του. Είχα στη
διάθεση μου μόνο 70 λεπτά της ώρας για να σουλατσάρω πριν βρεθώ και πάλι στην
αφετηρία. Ήταν κάπως γελοίο να αλλάζεις τα μέτρα και τα σταθμά. Ανέντιμο. Ήταν
σα να ακούς τον μανάβη να φωνάζει την τιμή της πατάτας και εκεί που σου
φαίνεται συμφέρουσα και πας να γεμίσεις μια σακούλα, στο ταμείο να σου λέει πως
η τιμή αφορούσε το τεμάχιο ή τα 100 γραμμάρια, σε καμία πάντως περίπτωση δεν
αφορούσε το ένα ολοστρόγγυλο κιλό που είχες συνηθίσει να φωνάζουν όλοι οι
μανάβηδες σε όλες τις γειτονιές.
Τέλος πάντων, εκείνη τη μέρα η βόλτα μου δε είχε διάρκεια
μεγαλύτερη των 70 λεπτών και έτσι δε χρειάζεται να γκρινιάζω περισσότερο από
όσο ήδη έχω πράξει. Ακύρωσα το εισιτήριο, έκανα ένα πάνω κάτω στην πλατφόρμα, κοίταξα
την οθόνη με τον υπολειπόμενο χρόνο για την άφιξη της αμαξοστοιχίας και
παρατηρούσα τους ανθρώπους που περίμεναν όπως και εγώ, παρατηρώντας και εκείνοι
με τη σειρά τους του υπόλοιπους και μαζί με αυτούς και εμένα τον ίδιο. Αυτό μου
έδινε μια σιγουριά πως στην ανθρωπότητα ο ένας συνδεόταν με όλους τους υπόλοιπους
με τρόπο αν όχι απόλυτα αρμονικό, ωστόσο με κάτι που αποτελούσε το πρώτο βήμα
του νοιαξίματος ή έστω της απλής περιέργειας. Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα είχε
τραβήξει την προσοχή μου. Δεν παρατηρούσε κανέναν και όση ώρα και να την
κοίταζα εκείνη κοίταζε την κόκκινη λωρίδα που βρισκόταν στο δάπεδο και
χρησίμευε στο να μη πέσει κανένας στο κενό ή συμπαρασυρθεί με το γιγάντιο
γρήγορο και ατσάλινο σκουλήκι όπως θα έλεγε ένας ινδιάνος αν προσπαθούσε να
δώσει ένα περισσότερο νόστιμο όνομα στο μετρό.
Το τραίνο ήρθε, η γυναίκα μπήκε και γλιστρώντας πίσω της κατάφερα
να καθίσω στο απέναντι κάθισμα από εκείνη. Κοιτούσε έξω. Κοιτούσε το μαύρο πίσω
από το τζάμι, τους σταθμούς να εναλλάσσουν τα χρώματα, τις αρχιτεκτονικές ιδέες
και τους ίδιους τους ανθρώπους που ίδιοι έμεναν, όσο διαφορετικός και να ήταν ο
κάθε σταθμός και ανεξάρτητα του ποιος εικαστικός τον είχε επιμεληθεί. Είχε βγάλει από την τσάντα της ένα βιβλίο και προσπαθούσε
να διαβάσει, που και που μόνο του έριχνε μια ματιά. Την περισσότερη ώρα
μουρμούριζε κάτι και έκλαιγε. Έκλαιγε τόσο αόρατα όμως που πιστεύω πως κανείς άλλος
εκεί μέσα δε θα το είχε προσέξει. Έκλαιγε από μέσα της με εκείνον τον τρόπο που
σιγά σιγά μάθαινα και εγώ μεγαλώνοντας, κερδίζοντας εμπειρίες και χάνοντας μικρά
κομμάτια από τον εαυτό μου.
Στη στάση εθνική άμυνα ήταν που προσπάθησα να την καταλάβω,
να εξηγήσω τον βουβό της πόνο γιατί ήξερα πως μόνο οι πόνοι που μένουν βουβοί
έχουν ένα σημαντικό βάθος και μια κάποια αξία. Φορούσε μαύρα και το γεγονός
αυτό μπορεί να σήμαινε πως είχε χάσει πρόσφατα κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο.
Πάλι όμως, ήταν περίεργο να κουβαλά ένα βιβλίο στην τσάντα. Τα μικρά, λευκά
κυκλάκια στο μαυροφόρεμα της έδειχναν πως και κάποιος να είχε πεθάνει θα είχε
περάσει αρκετός καιρός. Χρόνια, ίσως και δεκαετία. Τα λευκά φωτάκια μέσα σε ένα
πένθιμο φουστάνι λειτουργούν όπως οι φυσαλίδες από το ξέσπασμα της ανάσας κάτω
από το νερό. Το θανατικό πρέπει να της στέρησε την ανάσα για πολύ καιρό αλλά
εκείνη τώρα, με αυτό το φόρεμα, έμοιαζε σα να άρχιζε και πάλι να αναπνέει. Τότε
τι; Γιατί; Της είχε αφήσει μήπως χρέη δυσβάσταχτα ο μακαρίτης; Μήπως είδε
κάποιον στο βαγόνι που της τον θύμισε; Μήπως ήταν τρελή και η αιτία του πόνου της
άγνωστη ακόμα και στον γιατρό της; Η τρέλα πάντα ήταν το τέρμα εκείνο που οδηγούνται
όλοι όσοι δεν κατάφερναν να εξηγήσουν και να καταλάβουν τον τρελό. Ήταν η λέξη
εκείνη που κρατούσε τις αποστάσεις, που τηρούσε τις αναλογίες, που βαστούσε τον
καθένα από εμάς πάνω στην γνώριμη σκακιέρα της ζωής. Προσωπικά δε μου άρεσε να
καταλήγω σε τέτοια συμπεράσματα και ίσως γι’ αυτό θα έπρεπε να γίνω ψυχίατρος ή
απλά ένας μπάρμαν για να μπορώ να μελετάω καλύτερα την ανθρώπινη φύση. Όμως δεν
έγινα, ούτε το ένα, ούτε το άλλο και ενώ για το πρώτο βρήκα γιατρειά σε φίλους
που κοστίζουν λιγότερο και αξίζουν περισσότερο, το δεύτερο σπάνια εξασκούσε
αυτή την πλευρά του επαγγέλματος καθότι αναλωνόταν στο περισσότερο πιπεράτο
παιχνίδι με πιτσιρίκες που στα μάτια ενός μπάρμαν έβλεπαν την καταξίωση της υποκειμενικά
ηφαιστειακής γυναικείας τους φύσης.
Στην Κατεχάκη η κυρία εκείνη σταμάτησε να κοιτάζει μαζί με
τον βουβό της πόνο έξω από το παράθυρο. Έπεσε με τα μούτρα στο βιβλίο και
μουρμουρούσε. Ίσως τα λόγια του βιβλίου το οποίου προσπαθούσε να αποστηθίσει.
Ίσως ήταν ηθοποιός του θεάτρου και πρέπει να ήταν πραγματικά σκληρό να
προσπαθήσεις να διαβάσεις ένα θεατρικό έργο γραμμένο σαν έργο αντί σα
μυθιστόρημα. Το είχα προσπαθήσει μια φορά και μου έμοιαζε σα να προσπαθείς να
φας μια σούπα με το πιρούνι. Ίσως τελικά ήμουν κάπως υπερβολικός γιατί ένας άνθρωπος
ντυμένος στα μαύρα με ένα βιβλίο στο χέρι και έναν κρυμμένο πόνο πίσω από τα
μάτια να μη σημαίνει και τίποτε το ιδιαίτερο. Στο κάτω κάτω η όλη εξέλιξη του
ανθρώπινου είδους βασίστηκε ακριβώς σε αυτό. Στο να μη δίνει σημασία στις λεπτομέρειες.
Οι μεγάλες ιδέες πάντοτε είχαν περισσότερα να πουν και να πάνε λίγο πιο πέρα το
είδος μας. Αν κάθε τρείς και λίγο στεκόμασταν πάνω σε κάποια ραγισμένη ψυχή και
στεγνωμένη καρδιά τότε δε θα γινόταν τίποτε το αξιοσημείωτο και ούτε με αμάξια
θα κυκλοφορούσαμε, ούτε στο διάστημα θα πηγαίναμε, ούτε η βιομηχανική
επανάσταση θα υπήρχε στην κοινωνιολογία του λυκείου και πολύ φοβάμαι πως ούτε
το μετρό – που τώρα μέσα του σκέφτομαι – θα υπήρχε.
Στην Πανόρμου κατέβηκα. Αυτή τη φορά δεν ξεχάστηκα σαν
κάποιες φορές που στάση μου γινόταν το τέρμα και η αφετηρία της επιστροφής.
Είχα μόνο 53 λεπτά ακόμα για να κάνω τη βόλτα μου και να επιστρέψω. Είχα
αποφασίσει πως δεν μου έκλεψε κανείς τα πλεονάζοντα είκοσι λεπτά της βόλτας.
Πως εγώ κατάφερα με είκοσι λιγότερα σεντς να κάνω του κεφιού μου. Είχα
αποφασίσει πως τα ασπράκια στο φουστάνι της γυναίκας κάποτε θα φούντωναν σε
ολόλευκους κρίνους και ο πόνος της θα κυλούσε στους συρμούς και όχι πια στο
ίδιο της το βλέμμα. Είχα αποφασίσει πως όλοι εμείς που πηγαίναμε και ερχόμασταν
κάθε μέρα στο μετρό έπρεπε να φτιάξουμε μια μέρα που φτάνοντας στο τέρμα της θα
κοιτάξουμε πίσω και δε θα δούμε μόνο στάσεις και βαγόνια, ώρες και ευρώ, αλλά
μια όμορφη βόλτα που ευλογημένη ήταν ή ώρα που την ξεκινήσαμε.