Τον έλεγαν Χάρη, Τζακ ή Μπομπ, ανάλογα με το σε ποια χώρα
βρισκόταν. Αυτή τη φορά που αυτή η ιστορία γράφεται ο ήρωας λεγόταν Χάρης.
Ήτανε σε κάποια παραλία, κάποιου Αυγούστου με κάποια νύχτα που τον βρήκε με
αστέγνωτο μαγιό. Ο Χάρης λοιπόν καθόταν στην αχνιστή άμμο και κοίταζε ψηλά και
πέρα ένα φεγγάρι που είχε χάσει τον μισό του εαυτό. Τα φεγγάρια πάντοτε ήτανε
καλά με κάτι τέτοια. Άδειαζαν και γέμιζαν. Φώτιζαν τα αστέρια και κρυβόντουσαν
πίσω από πολυκατοικίες. Τα φεγγάρια μπορούσαν να κάνουν κάθε νύχτα μοναδική και
τον έρωτα καλύτερο. Τα φεγγάρια έβγαζαν τους λύκους έξω και τα φεγγάρια άφηναν όλες
εκείνες τις σκιές ζωής στη γη.
Ο Χάρης ήταν μπουχτισμένος πιά. Ήταν μισός σα το φεγγάρι και
περίμενε έναν Αύγουστο για να γεμίσει ξανά. Να κάνει πλάνα και να σκεφτεί την
επόμενη ζαριά. Ήταν μισός από το κέντρο του και προς τα δεξιά. Μα το θεό του
έλειπε όλη του η δεξιά πλευρά και αυτό ήταν κομματάκι θέμα όταν κανείς
προσπαθεί να κολυμπήσει ή απλά να περπατήσει. Ο Χάρης όμως δε λογάριαζε τίποτα.
Καθόταν από το πρωί στη παραλία και διάβαζε ένα βιβλίο κάτω από μια ομπρέλα και
πάνω σε μια πετσέτα θαλάσσης. Ποτέ του δεν είχε καταλάβει γιατί πρέπει να
υπάρχουν ειδικές πετσέτες για την θάλασσα, για τα μαλλιά και το σώμα. Η
πετσέτες ήτανε πάντοτε πετσέτες όσες κατηγορίες και αν έφτιαχνε κανείς εντός της
ύπαρξης τους. Όπως και να είχε πάντως ο Χάρης τώρα ήταν μισός σα το φεγγάρι και
καθόταν πάνω στη άμμο κοιτάζοντας ένα μισό φεγγάρι να πλανάτε ανάμεσα σε
ουρλιαχτά λύκων που έμειναν με το μισό τους σπίτι ελεύθερο και το άλλο μισό
χτισμένο από παραλιακά μοντέρνα ξενοδοχεία.
Τα βήματα που άκουγε να ζουμπάνε την άμμο έσβησαν δίπλα του.
Μια κοπέλα με κανιά ως το θεό κάθισε δίπλα του και τα άκουσε να λένε.
«Θέλεις να σου κάνω παρέα έως ότου το βράδυ πάψει να είναι
βράδυ;»
Εκείνος την κοίταξε και είδε πως η κοπέλα αυτή που την έλεγαν
Μαρία, Joanita ή Bo ανάλογα σε ποια χώρα βρισκόταν, ήτανε μισή. Μισή από τη μέση
και κάτω. Το πρώτο πράγμα που έβλεπες πάνω της ήταν το παρεό της το οποίο άφηνε
σε κάθε της βήμα από λίγο μπούτι να φανεί.
«Ναι αμέ. Αυτή η νύχτα θέλει παρέα.» της είπε και εκείνη κάθισε
δίπλα του, από την αριστερή, ολόκληρη πλευρά του, ενώ εκείνος κοίταζε μόνο από
τη μέση της και κάτω γιατί αν κοίταζε από τη μέση και πάνω έβλεπε ως πίσω, στον
ορίζοντα (γεγονός που δε του φάνηκε περίεργο γιατί αυτό συνέβαινε πολλές φορές
ακόμα και με ανθρώπους ολόκληρους).
«Είναι όμορφο να ακούς την καρδιά σου να χτυπά;» τον ρώτησε
ενώ εκείνος ένοιωθε το φουστάνι της να πεταρίζει πάνω στην αριστερή του πλευρά.
«Δεν παραπονιέμαι. Και συ; Σου αρέσει να περπατάς όπου
γουστάρεις;» είπε ο Χάρης ή Τζακ ή Μπομπ, ανάλογα με το σε ποια χώρα βρισκόταν.
«Έχει το γούστο του και αυτό αλλά δεν ξέρω που να πάω. Οι
πατούσες μόνο νιώθουν τη θερμότητα και κάπως έτσι σε βρήκα για να πούμε καμιά
κουβέντα. Πρέπει να είμαι για χρόνια σε αυτή την παραλία και να κάνω πέρα δώθε
για πάνω από δέκα ζωές. Αν δεν έχεις καρδιά τα ταξίδια είναι κομματάκι δύσκολα.»
Εκείνος, φαντάστηκε για λίγο πως θα μπορούσαν και να
ερωτευτούν και όλα να γίνουν πιθανά αλλά ο συνδυασμός ήταν αταίριαστος. Ήθελε
μόνο ένα πόδι, ένα χέρι και ένα πλευρό ενώ εκείνη ήθελε έναν ολόκληρο κορμό και
ένα κεφάλι με δύο μάτια, δύο αυτιά και ένα στόμα ολόκληρο.
«Το φεγγάρι. Κοίτα το φεγγάρι. Γεμίζει άραγε ή αδειάζει;»
την ρώτησε.
«Τι σημασία έχει αφού μισό είναι;» του απάντησε εκείνη και
έφτιαξε το παρεό της, εγκλωβίζοντας την μια του άκρη με τα δύο δάκτυλα των
ποδιών της και ρίχνοντας τη στην άλλη άκρη που ακουμπούσε πάνω στην άμμο και
στη αριστερή του πλευρά.
Εκείνος της μίλησε για φιλοσοφία. Πως άλλο είναι να
περιμένεις να εξαφανιστείς κάποτε και άλλο να γίνεις γεμάτος και να φωτίσεις
όλον τον κόσμο. Της μίλησε για προσδοκίες και τα τοιαύτα και εκείνη άκουγε και της
άρεσε όλο αυτό αλλά στο τέλος σηκώθηκε να φύγει γιατί το φεγγάρι όλο άλλαζε
θέση και η συζήτηση άλλαζε θέση και η γη άλλαζε θέση και ποιος ξέρει τη στο
διάβολο γινόταν με το σύμπαν ολόκληρο.
«Θα με συγχωρέσεις αλλά πρέπει να φύγω τώρα. Να με θυμάσαι.
Εγώ δε γίνεται να σε ξεχάσω, άκουγα τους χτύπους από την καρδιά σου όλη αυτή
την ώρα. Ένας άνθρωπος χωρίς καρδιά μπορεί να καταλάβει καλύτερα από τον καθένα
κάποιον από το πώς η καρδιά του χτυπά. Ξέρεις! Αυτό που δεν έχουμε είναι εκείνο
που είμαστε γιατί είναι εκείνο που θέλουμε να γίνουμε αφού είναι εξαιρετικά
απίθανο να το αποκτήσουμε ποτέ και συνεπώς είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο να
σκεφτόμαστε πως κάποτε το ακατόρθωτο θα γίνει μια μέρα πράξη μόνο για εμάς.
Εκείνος την κοίταξε να φεύγει και κατάλαβε πως το φεγγάρι
είχε φύγει. Ξημέρωνε και πάλι. Ξύπνησε πάνω στην πετσέτα του. Ένοιωσε μισός για
πρώτη φορά στον ξύπνιο του και ας ήταν πιο ολόκληρος και από πανσέληνο που
μπροστά της οι λύκοι ουρλιάζουν ενώ οι τίτλοι τέλους μια ταινίας του Hollywood πέφτουν.