Το μόνο άσχημο με τη φιλοσοφία είναι που σου αφαιρεί χρόνο από το να κάτσεις απλά και να χαρείς. Το ίδιο περίπου συμβαίνει με την ιστορία, την κοινωνιολογία και τις θετικές επιστήμες. Πάντα σκέφτεσαι κάτι που μπορεί να βελτιωθεί ή προσπαθείς να βρείς τις αιτίες του γιατί συμβαίνει ότι συμβαίνει. Διαπραγματεύσαι συνεχώς μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος και δίνεις μια στο παρόν να πάει στα τσακίδια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με λιγότερο ελπιδοφόρους στοχασμούς όπως το να πληρώσεις την ΔΕΗ ή να θυμηθείς να πάρεις γάλα για το σπίτι με το που γυρνάς από τη δουλειά. Παρότι οι περισσότεροι από εμάς καταλαβαίνουμε πως όλα αυτά είναι αναγκαία και ίσως είναι αυτά που μας διαχωρίζουν από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, ωστόσο πάντοτε περνά από το μυαλό μας γιατί η ζωή να είναι τόσο περίπλοκη. Γιατί να περιμένουμε πάντοτε τα καλοκαίρια, τα σαββατοκύριακα και τα βράδια για να ξαποστάσουμε λίγο από τον τόσο πολιτισμό; Γιατί θέλουμε την φιλοσοφία για να μας δώσει τις απαντήσεις και τα μαθηματικά για να ξετρυπώσουμε τον άγνωστο Χ; Γιατί θέλουμε την κοινωνιολογία για να καταλάβουμε για την αδικία που υπήρχε και υπάρχει ενώ η ιστορία την ίδια στιγμή επαναλαμβάνεται με παντελώς βαρετούς ρυθμούς; Γιατί στο κάτω κάτω να υπάρχει η λέξη "γιατί" στο λεξιλόγιο μας και γιατί τα πιτσιρίκια πάντα μας σπάνε τα νεύρα ρωτώντας μας συνέχεια "γιατί"; Η θεολογία ίσως ρωτά τα λιγότερα αλλά πληρώνει πάντοτε με μεταχρονολογημένες απαντήσεις. Εμείς θέλουμε γρήγορες απαντήσεις, δίχως κάν να σκεφτούμε τις ερωτήσεις. Τα θέλουμε όλα, εδώ και τώρα, έτοιμα και αχνιστά.
Κάπου εκεί λοιπόν είναι που φτιάχνουμε τις όμορφες μας μέρες. Που βρίσκουμε ένα σκυλί στο δρόμο και το παίρνουμε στο σπίτι για να μας πει τα μυστικά. Κάπου εκεί είναι που κόβουμε λαθραία ένα λουλούδι από τον κήπο του πάντοτε μουρτζούφλη γείτονα μας. Κάπου εκεί είναι που έρχεται ο ύπνος και μας στριφογυρνά μέσα σε όνειρα και εφιάλτες, κλωστόντας μας με το πρώτο χτύπημα του ξυπνητηριού ξανά έξω στους δρόμους, στον πολιτισμό, τις επιστήμες και τα χίλια δύο τόσα που βλέπουμε γυρίζοντας σελίδα στο ημερολόγιο της ατζέντας μας.
Κάτι θα ήξερε ο εφευρέτης αυτού του κόσμου που έφτιαξε τις νύχτες. Είναι οι στάσεις που κάνουμε σε ένα άγνωστο ταξίδι, σκεπτόμενοι την συντομότερη διαδρομή προς τον εαυτό μας. Και ενώ το ταξίδι έχει την πλάκα του, ωστόσο δε θέλουμε πουθενά να πάμε. Στο εδώ και τώρα μόνο να ζούμε και να χαμογελάμε. Αυτό θέλουμε στριφογυρίζοντας γύρω από τις ουρές μας. Να στείλουμε στα τσακίδια όλα τα "γιατί".
Κάπου εκεί λοιπόν είναι που φτιάχνουμε τις όμορφες μας μέρες. Που βρίσκουμε ένα σκυλί στο δρόμο και το παίρνουμε στο σπίτι για να μας πει τα μυστικά. Κάπου εκεί είναι που κόβουμε λαθραία ένα λουλούδι από τον κήπο του πάντοτε μουρτζούφλη γείτονα μας. Κάπου εκεί είναι που έρχεται ο ύπνος και μας στριφογυρνά μέσα σε όνειρα και εφιάλτες, κλωστόντας μας με το πρώτο χτύπημα του ξυπνητηριού ξανά έξω στους δρόμους, στον πολιτισμό, τις επιστήμες και τα χίλια δύο τόσα που βλέπουμε γυρίζοντας σελίδα στο ημερολόγιο της ατζέντας μας.
Κάτι θα ήξερε ο εφευρέτης αυτού του κόσμου που έφτιαξε τις νύχτες. Είναι οι στάσεις που κάνουμε σε ένα άγνωστο ταξίδι, σκεπτόμενοι την συντομότερη διαδρομή προς τον εαυτό μας. Και ενώ το ταξίδι έχει την πλάκα του, ωστόσο δε θέλουμε πουθενά να πάμε. Στο εδώ και τώρα μόνο να ζούμε και να χαμογελάμε. Αυτό θέλουμε στριφογυρίζοντας γύρω από τις ουρές μας. Να στείλουμε στα τσακίδια όλα τα "γιατί".