Κατασκευαστής ονείρων. Αυτό ήταν
το επάγγελμα του. Κάθε βράδυ, που όλοι έπεφταν για ύπνο, εκείνος έστηνε
σκαλωσιές στον ουρανό και άρχιζε να χτίζει όνειρο το όνειρο μέσα στην πόλη. Το
γραφείο του ήταν μια σταλιά αλλά το παράθυρο του έβλεπε μισό την πόλη και μισό
την δύση και την ανατολή του ηλίου. Πάνω στο τραπέζι του είχε χάρακες, στένσιλ
και μολύβια όλων των ειδών και χρωμάτων. Δεν ήταν εύκολη η δουλειά του αλλά
ήταν πέρα για πέρα ενδιαφέρουσα. Έφτιαχνε τα όνειρα των άλλων. Βράδυ το βράδυ,
όταν όλοι κοιμόντουσαν, εκείνος ξαγρυπνούσε, χτίζοντας, γκρεμίζοντας, βάφοντας
και σβήνοντας. Αυτό που προείχε πάντα ήταν η εξυπηρέτηση του πελάτη και
ευχαριστημένος πελάτης ήταν εκείνος που το πρωί ξυπνούσε χαμογελώντας. Εκείνος
που θυμόταν τόσο έντονα το όνειρο που είχε δει που μπορεί και να ξεχνούσε να
ακυρώσει το εισιτήριο στο μετρό πηγαίνοντας στη δουλειά του. Από αφηρημάδα και
λόγω του ότι ακόμα δεν είχε καταφέρει να βγει έξω από το νυχτερινό του όνειρο.
Ευχαριστημένος πελάτης ήταν εκείνος που πήγαινε στην κουζίνα για να φτιάξει τον
πρωινό του καφέ και νόμιζε πως το όνειρο δεν είχε ακόμα τελειώσει. Εν τέλει
ευχαριστημένος πελάτης ήταν εκείνος που είχε δει ένα τέτοιο όνειρο που όχι μόνο
δεν τον ξύπνησε αλλά τον κρατούσε χουζουρλίδικα παραπάνω στο κρεβάτι. Για πολλά
χρόνια τώρα η πόλη όλη όσο πήγαινε ξυπνούσε όλο και πιο αργά. Κανείς δεν
ενδιαφερόταν να σηκωθεί στην ώρα του γιατί ο κατασκευαστής ονείρων είχε τέτοιες
ιδέες που ο ύπνος και τα όνειρα μέσα σε αυτόν ήταν μια εμπειρία μοναδική.
Οι εργοδότες είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν
γιατί κανείς πλέον δε χτυπούσε την κάρτα στην ώρα του. Η παραγωγικότητα έφθινε
και η κερδοφορία των εταιριών πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Τα περισσότερα
εισιτήρια στα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν ακυρωνόντουσαν από αφηρημάδα και
υπήρχε πολύς κόσμος που δεν ενδιαφερόταν ούτε καν να περάσει μια βόλτα από το
σουπερ μάρκετ. Όσο πιο όμορφα γινόντουσαν τα όνειρα, τόσο πιο πολύ κοιμόταν ο
κόσμος. Όσο πιο γαλήνια ήταν αυτά, τόσο περισσότερο τα αγαθά που πουλούσαν τα κάθε
λογής καταστήματα γινόντουσαν αδιάφορα. Τα όνειρα έκλεβαν την παράσταση.
Τα χρόνια περνούσαν και τα
μολύβια του κατασκευαστή ονείρων κόνταιναν. Κάθε νύχτα είχε και μια καινοτόμα
ιδέα που πάντοτε ήταν καλύτερη από την προηγούμενη. Οι εργοδότες είχαν φρίξει και
αποφάσισαν να φτιάξουν μια συνομοσπονδία. Μια μέρα ο εκλεγμένος τους εκπρόσωπος
επισκέφτηκε τον κατασκευαστή ονείρων. Του είπε πως στην πόλη είχαν ανάγκη από
εφιάλτες πλέον. Τα όνειρα δεν ήταν της μόδας, άσε που η πόλη εξαιτίας τους πήγαινε
από το κακό στο χειρότερο. Ο εκπρόσωπος ζητούσε κάτι που να ξυπνά τον κόσμο
έγκαιρα και να μη θέλει άλλο να κοιμάται. Να φοβάται τόσο που το να πάει στη
δουλειά του να είναι η καλύτερη λύση. Του αγόρασαν καινούργια μολύβια και ένα
μοντέρνο υπολογιστή. Του άλλαξαν το παράθυρο και έβλεπε πλέον μόνο την πόλη και
καθόλου χάραμα ή δύση. Του είπαν πως έτσι θα έχει καλύτερη θερμομόνωση και
κατάλληλο φωτισμό. Του έβαλαν καινούργιες κουρτίνες και του έδωσαν ένα μεγάλο
μαύρο μαρκαδόρο για να ζωγραφίζει τους πιο ζοφερούς εφιάλτες της πόλης.
Ο κατασκευαστής ονείρων τα
δέχτηκε όλα και όταν πλέον ο εκπρόσωπος της συνομοσπονδίας έκανε να φύγει του
είπε:
"Ποτέ δε θα καταφέρετε να
αλλάξετε κάποιον που έχει μάθει να ονειρεύεται. Πάντως σας ευχαριστώ για τις
κουρτίνες, τον υπολογιστή, τα μολύβια και τον μαύρο μαρκαδόρο. Όσο για το
παράθυρο θα προσπαθήσω να σχεδιάσω πιο χαμηλά τα σούρουπα για να τα
βλέπω."
Ο εκπρόσωπος γύρισε να τον
κοιτάξει. Η μάχη μεταξύ καλού και κακού ήταν πάντοτε μια άνιση μάχη. Το καλό
πάντοτε έμοιαζε ομορφότερο, απλά στεκόταν μακρύτερα. Ο εκπρόσωπος το γνώριζε
καλά αυτό.
«Μπορείτε να φτιάξετε ένα
σούρουπο και για μένα; Από το παράθυρο του σπιτιού μου βλέπω όλες εκείνες τις καμινάδες
των εργοστασίων μου που κάθε που τις κοιτάζω μου έρχεται ζαλάδα σκέτη. Μπορείτε
να βάλετε σήμερα ένα σούρουπο έξω από το παράθυρο μου. Να το ονειρευτώ έτσι.»
Ο κατασκευαστής ονείρων αφού
σκέφτηκε για λίγο τα λόγια του εκπροσώπου του απάντησε:
«Παρότι έχω ένα σκασμό μολύβια
και μαρκαδόρους, ωστόσο δεν έχω κανένα χαρτί για να σχεδιάζω το οτιδήποτε. Ποτέ
μου δε ζωγράφισα όνειρα πάνω σε καμβά ή κάτι σχετικό. Ζωγραφίζω μόνο πάνω στα
θέλω των άλλων. Πάνω στις προσδοκίες τους και στις σκέψεις τους. Για να φτιάξω
ένα όνειρο για σένα πρέπει πρώτα να μου δώσεις ένα όμορφο φόντο. Το δικό σου
φόντο, ο καμβάς σου είναι τόσο μπαρουτοκαπνισμένος που δε μπορώ να κάνω και
πολλά πράγματα.»
«Τι θα μπορούσα να κάνω για αυτό,
τότε;»
«Αν μπορείς τράβα λίγο τις κουρτίνες
και άλλαξε το παράθυρο στην αρχική του θέση. Μετά κοίτα λίγο έξω και πιστεύω
πως κάτι θα γίνει. Έχει υπέροχη θέα από εδώ.»
«Έχει ενδιαφέρον να φτιάχνει
κανείς τα όνειρα των άλλων;» είπε ο εκπρόσωπος κοιτάζοντας έξω τον ήλιο να
πέφτει πάνω σε πορτοκαλοκίτρινα συννεφάκια». Είχε ακουμπήσει το κούτελο του
πάνω στο τζάμι και κοίταζε σα πεντάχρονο παιδί τα βεγγαλικά στον ουρανό.
Ο κατασκευαστής ονείρων
χαμογέλασε και τον πλησίασε. Στάθηκε δίπλα του και τον έπιασε από τον ώμο.
«Έχει υπέροχη θέα από εδώ! Έτσι
δεν είναι;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου