Όταν μια αράδα γράφεται, ο τίτλος της κρατιέται για
το τέλος. Τις περισσότερες φορές η ιστορία η ίδια παίρνει από το χέρι αυτόν που
γράφει και τον τραβάει μαζί της. Ο γραφιάς δε ξέρει συνήθως κατά που πάει. Η
βόλτα ξεκινάει με τον ίδιο να μπαίνει σε σκοτεινά μπουντρούμια, σε καταπράσινα
λιβάδια, σε καταρράκτες, απέραντες θάλασσες και βάλτους. Στο τέλος της
περιήγησης βγαίνει η απόφαση για την πιο κατάλληλη ατάκα για να περιγράψει αυτή
τη περατζάδα του γραφιά. Όταν λοιπόν η ιστορία με τραβούσε από το μανίκι, αποφάσιζα
τι τίτλος της αρμόζει στο τέλος της και μόνο. Μόνο όταν τελείωνε η βόλτα. Τώρα,
σήμερα, τα πράγματα έχουν πάρει όμως άλλη τροπή. Ο τίτλος υπάρχει μπροστά στα
μάτια μου από την πρώτη κιόλας λέξη και δεν έχω ιδέα για την βόλτα.
«Φόβος» λοιπόν. Μια μόνο λέξη, ένας τίτλος μιας
αράδας λέξεων που έχουν να κάνουν με το συναίσθημα του φόβου. Φοβάμαι. Φοβάμαι
πολύ. Σήμερα προσπαθώ να διώξω τον φόβο με μια βόλτα στον κόσμο των λέξεων. Δε
τρέμω, δε κροταλίζω τα δόντια μου στα σκοτάδια, δε τυλίγομαι σα κουβάρι. Είναι
ένα φόβος σιωπηλός. Ένας φόβος από μέσα. Κατακάθεται σιγά σιγά μέσα μου σα
φρεσκοαλλεσμένος ελληνικός καφές. Ένας φόβος που αιωρούνταν εδώ και καιρό και
τώρα τα μικρά, τόσα δα, κομματάκια του έχουν φτιάξει μια συμπαγή μάζα αληθινού τρόμου
στο στομάχι μου.
Τον φόβο όλοι τον έχουμε βιώσει σε κάποια φάση
της ζωής μας. Ξέρουμε πολύ καλά πως είναι το να τυλίγεται κανείς σα να
προσπαθεί να σώσει την ίδια του την ψυχή. Ο φόβος είναι από μόνος του μια
απειλή. Τις περισσότερες φορές είναι απλά μια απειλή χωρίς τίποτε από πίσω της.
Ούτε δρεπάνια υπάρχουν εκεί πέρα, ούτε δόντια κοφτερά. Ο φόβος ο ίδιος έχει καλοακονισμένες
τις λεπίδες που φεγγοβολάνε στα σκοτάδια ενός τρομοκρατημένου βλέμματος. Έχει
στην αρχή μια απόσταση από το θύμα του και όσο ο καιρός περνά και δε του
δίνουμε σημασία τότε ολοένα αυτός πλησιάζει, γρατζουνώντας τα μεταλλικά του
νύχια στους τοίχους της πραγματικότητας μας. Ο φόβος είναι να μην τον αφήσεις
να πλησιάσει πολύ. Πρέπει να του κόψεις τον βήχα με την πρώτη του αχνή λάμψη.
Άπαξ και πλησιάσει πολύ τότε θέλει άλλα κόλπα.
Ο φόβος έρχεται από το μέλλον σα ταξιδιώτης στο
χρόνο. Μας δείχνει τα δόντια του πριν φύγει ξανά. Αν τελικά φύγει, γιατί δεν είναι
λίγες φορές που μπαστακώνεται για τα καλά και δε ξεκουνάει. Τα αποτελέσματα του
φόβου όλοι τα γνωρίζουν. Οι φοβισμένοι τουλάχιστον πάρα πολύ καλά. Σφιγμένο
στομάχι, ανορεξίες, αϋπνίες, χάνεις βόλτες με φίλους και όρεξη για το κάθε τι
στη ζωή σου. Το αποτέλεσμα έχει να κάνει με την ορμή που φαντάζεσαι ότι θα
έρθει το μέλλον να σου δώσει την ολοκληρωτική του σφαλιάρα. Αν δε, έχεις και
μεγάλη φαντασία, τότε μέσα από εκείνη τη σφαλιάρα ξεπηδάνε και καμιά ντουζίνα
λαβές και μπουνιές. Ο φόβος είναι το κόκκινο χαλί που πατάει η τρέλα και η
κατάθλιψη. Αυτές ζουν στο παρόν, εκεί, μαζί με σένα και το ίδιο σου το παρόν
και δε σε αφήνουν να κάνεις ρούπι. Ο μουσαφίρης από το μέλλον έκανε αρμένικη
βίζιτα στο χαρωπό σου παρόν και συ δε βλέπεις την ώρα να ξεκουμπιστεί μια και
καλή. Να πάει στον αγύριστο.
Από τη στιγμή που κάποιος γίνεται σκέτο
θύμα του φόβου του τότε χρειάζονται άλλα κόλπα για να ξεφύγει. Δε μιλάω για
τρελογιατρούς ή ναρκωτικά. Δε μιλάω για προσευχές και μαύρες μαγείες. Δε μιλάω
για φιλοσοφία και ψυχανάλυση. Όλα αυτά μπορεί να σώζουν αλλά αξίζει να
δοκιμάσει κανείς και πιο απλές μεθόδους πριν επιλέξει τελικά κάτι τέτοιο. Πολλές
φορές αρκεί να γυρίσουμε την πλάτη στον φόβο. Όχι για να τον αρνηθούμε αλλά για
να κοιτάξουμε πίσω μας. Προς το παρελθόν μας. Οι αιτίες του φόβου είναι σα την
υγρασία στην ταράτσα. Δεν ξέρεις από πού ξεκίνησε παρότι ξέρεις που αυτή
καταλήγει. Οι αιτίες του φόβου έρχονται από το παρελθόν. Είναι οι μνήμες
και οι εμπειρίες μας αυτές που φωνάζουν τον φόβο να έρθει να μας βρει. Αξίζει
να αγναντέψουμε μέσα στα χρόνια που αφήσαμε πίσω και να ψαχουλέψουμε. Να
σταθούμε δίπλα από κάθε χαμόγελο λαμπρό που θα συναντήσουμε στο δρόμο αυτό και
να σκεφτούμε: «Αλήθεια γιατί αυτό το χαμόγελο μας τότε έμοιαζε με μια γαλήνη;».
Όσο κοιτάμε προς τα πίσω συλλέγουμε απαντήσεις. Η αναπόληση ταιριάζει με ένα
τζάκι αναμμένο ενώ η επαναφορά εμπειριών ταιριάζει με το δρόμο προς την γαλήνη.
Ο φόβος περπατάει σε δρόμο διαφορετικό από αυτόν που τα «θέλω» μας βαδίζουν.
Όσο τα «θέλω» μας δεν ξεστρατίζουν τότε αποκλείεται οι δρόμοι να συναντηθούν.
Θα κοιτάζουμε τους φόβους και δε θα είναι δικοί μας, δε θα είναι καν φόβοι. Θα τους
χαιρετάμε σε παράλληλους δρόμους σα το γείτονα πίσω από το φράκτη του σπιτιού μας.
«Δεν είναι έτσι! Ο φόβος έχει να κάνει με το ότι
τα πράγματα δεν έρχονται όπως ελπίζαμε". Το σκεφτήκατε αυτό, είμαι
σίγουρος, μη φοβάστε να το πείτε. Δεν υπάρχει κάτι λάθος σε αυτό, αλλά δε θα
συμφωνήσω μόλα ταύτα. Αυτό που κάποιος ελπίζει και πάλι έχει να κάνει με το
παρελθόν και την εμπειρία του από τη ζωή. Ο κάθε ένας από εμάς πιθανός ελπίζει
τελείως διαφορετικά πράγματα ή μπορεί και τα ίδια. Αυτό που τελικά μετράει
είναι ότι τις πιο πολλές φορές οι ίδιες μας οι ελπίδες δεν είναι καν δικές μας.
Τις περισσότερες φορές και όσο μεγαλώνουμε δανειζόμαστε ελπίδες από τριγύρω. Δε
βάλαμε το βλέμμα μας να κοιτάξει λίγο πιο βαθιά μέσα μας. Δεν είναι εύκολο αλήθεια
να κοιτάζει κανείς μέσα του. Για ποια ελπίδα λοιπόν μου μιλάτε; Για τη δική σας
ή για των άλλων; Αν η ελπίδα αυτή είναι δική σας τότε φόβο δε θα νοιώσετε ποτέ.
Αν κλέψατε όνειρα από αλλονών τον ύπνο τότε ο ξύπνιος θα είναι σκληρός.
Στα αλήθεια δε μου αρέσει να ακούγομαι σα μάγος
σε φυλή Ζουλού ή σαν εγχειρίδιο για μια ευτυχισμένη ζωή. Δε μου αναλογεί ούτε
το ένα, ούτε το άλλο. Δεν έχω τέτοιο σκοπό εξάλλου, ούτε ποτέ είχα μια τέτοια
ελπίδα. Σήμερα όμως φοβάμαι και θέλω να τα πω ένα χεράκι στην αφεντιά μου. Να
ξεθολώσω λίγο το τοπίο τριγύρω και να βγω προς τα έξω για να ρουφήξω με τα
ρουθούνια μου φρέσκο αγέρα. Αυτό μόνο θέλω. Θέλω να του γυρίσω την πλάτη και να
κοιτάξω προς τα πίσω. Να με δω παιδί ξανά. Τότε που δε μου άρεσε να δανείζομαι
τα όνειρα. Τότε που είχα τα δικά μου Γιατί τα παιδιά, είναι η αλήθεια, έχουν τα
δικά τους όνειρα και τις δικές τους ελπίδες. Όταν κανείς μεγαλώνει αρχίζει και
στερεύει και κλέβει και ζητιανεύει όνειρα άλλων οι οποίοι με τη σειρά τους
δανεισμένα τα έχουν και εκείνοι. Τα παιδιά ξεκινάνε κρατώντας την απλότητα από
το χέρι. Φουσκώνουν ένα μπαλόνι με το στόμα και πετάνε μαζί του χωρίς φόβο να
πέσουν. Δε φοβούνται επειδή μια ελπίδα τα οδηγεί. Η δική τους.
Έχω πάρει τώρα στα χέρια μου ένα άλμπουμ με
φωτογραφίες από τότε που ήμουν μαθητής. Διαβάζω τις εκθέσεις που έγραφα και
γελάω. Όχι με τα ορθογραφικά τους λάθη και τα καλλικατζαρογράμματα μου. Γελάω
γιατί είναι σα να διαβάζω τον πιο μεγάλο φιλόσοφο του κόσμου. Έτσι είναι τα
παιδιά, φιλόσοφοι από τα γεννοφάσκια τους. Γυρίζω πίσω στο παρελθόν όχι από μια
ανάγκη να αναπολήσω αλλά από μια υποχρέωση να σωθώ από τους ίδιους μου τους
φόβους και τα όνειρα τα κλεμμένα. Με βλέπω να τρώω μια σοκολάτα και να έχω
πασαλειμμένα το στόμα και την μπλούζα μου. Τότε που κάθε δώρο και κέρασμα ήταν
δώρο θεού. Τότε που δώρο και να μην υπήρχε το έφτιαχνα μόνος μου. Τότε που δε
φοβόμουν όχι γιατί δεν ήξερα αλλά γιατί είχα τις δικές μου βλέψεις. Αυτές με
τις οποίες γεννήθηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου