Σηκώθηκε από το κρεβάτι του ακούγοντας το στομάχι του να
γουργουρίζει. Έστριψε μέσα στην κουζίνα, έριξε ένα χασμουρητό και έκανε πως
ανοίγει το ψυγείο. Αυτόματες κινήσεις, καθημερινές, μαχμουρλίδικες. Το ένα του
μάτι έπεσε πάνω στο post it που ήταν κολλημένο στην πόρτα, ενώ το άλλο συνέχιζε τον ύπνο
του. Άφησε το πόμολο του ψυγείου και ξεκόλλησε το κίτρινο χαρτάκι. Το έφερε
μπροστά του και διάβασε:
«καλημέρα και… αντίο»
Το έβαλε μέσα στου χούφτα του και το τσαλάκωσε. Μετά το
πέταξε στο πάτωμα ανάμεσα στις άδειες κονσέρβες και τις στάχτες των τσιγάρων.
Το χαρτί έπεσε πάνω στο κέλυφος μιας κατσαρίδας η οποία άρχισε να τρέχει
κουνώντας τις κεραίες της πανικόβλητη.
Τράβηξε την πόρτα του ψυγείου. Δεν υπήρχε τίποτε απολύτως
εκεί μέσα. Εδώ και καιρό δεν είχε τίποτα μέσα αλλά αυτός επέμενε να το ανοίγει
κάθε πρωί. Κεκτημένη ταχύτητα παρελθούσας φυσιολογικής ζωής μάλλον λεγόταν
αυτό. Τότε που δεν ήξερε τι στο διάολο σημαίνουν τα αρχικά του ΟΑΕΔ και κανένας
δεν τον είχε εγκαταλείψει. Ήταν μέσα του μήνα και όλο το επίδομα είχε φαγωθεί. Οι
κονσέρβες είχαν φαγωθεί. Η ζωή του στέρευε και κείνη. Εκείνη η αγάπη είχε
στερέψει αφήνοντας του παρακαταθήκη ένα κίτρινο χαρτάκι.
Άφησε την πόρτα να
γύρει στο πλάι και έβγαλε έξω όλα τα συρταράκια, τα ραφάκια και τα ψιλικοκακια που υπήρχαν εκεί.
Τα άφησε στο πάτωμα και αυτά. Σήκωσε το ένα του πόδι και μπήκε μέσα στην
συντήρηση. Τύλιξε τα μέλη του ένα γύρο από τον κορμό του και μετά έκλεισε την
πόρτα. Στην αρχή ήταν σκέτη δροσιά, στη συνέχεια άρχιζε να μη νιώθει και πολλά.
Αυτό ήθελε. Να μη νιώθει και πολλά.
Αν δε του έκοβαν το ρεύμα δε θα τον έβρισκε κανένας. Η βρώμα
ήταν τέτοια που μέχρι και οι κατσαρίδες πήραν δρόμο από εκεί μέσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου