Εκεί έξω, υπήρχαν ένα σωρό φώτα. Μια πόλη που ρουφούσε το
λιγνίτη της ΔΕΗ αχόρταγα για να φωτίσει τις πιο άκομψες στιγμές της. Υπήρχε μια
βουή, μια ανεξάντλητη κίνηση ενός ακατανόητου πέρα δώθε. Μια μανία επιτυχίας,
μια ανάγκη επιβίωσης. Υπήρχαν λογιών, λογιών άνθρωποι, άλλοι έτσι και άλλοι
αλλιώς. Όπως και να είχε, οι περισσότεροι τους χωρίζονταν σε δύο βασικές
κατηγορίες. Σε εκείνους που χρωστούσε και εκείνους που του χρωστούσαν. Απλά,
άκομψα, νέτα και σκέτα.
Άνοιξε την πόρτα του
σπιτιού του και ξάπλωσε στον καναπέ. Σήμερα δε θα άνοιγε ούτε μισή γρίλια από
τα παντζούρια. Ευχήθηκε μόνο να τα βρουν μεταξύ τους. Οι μεν και οι δε. Βαρέθηκε
να ναι στη μέση. Ήθελε απλά να ζήσει ενόσω οι εργάτες σκάλιζαν τα βουνά του
λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα, με την ελπίδα
να μείνουν φωτισμένα τα σκοτάδια του. Η ζωή στην πόλη ήταν σκληρή, αλλά πάντα
υπήρχε μια λύση.
Έβαλε ένα τραγούδι να παίζει, κάτι από μπλούζ.
Ξαναξάπλωσε και έφερε το σώμα του σε όλες
τις πιθανές πόζες. Το σώμα έκανε καταπληκτικά πράγματα ακόμα και στις μοναξιές
του. Χάιδεψε για λίγο την δεξιά του γάμπα με την αριστερή του πατούσα και
ακούμπησε το ένα του χέρι πάνω στην κοιλιά ενώ το άλλο βρισκόταν χωμένο πίσω
από τα μαλλιά του. Ήταν μια από εκείνες τις καλές στιγμές. Τις αφράτες και τις γαλήνιες.
Το τραγούδι τελείωσε λίγο μετά από τον ίδιο να βρίσκεται
όρθιος ξανά. Πήγε προς το γραφείο του και ακούμπησε τα πισινά του και την πλάτη
στο περίγραμμα της. Θα έγραφε σε όλους. Τα πάντα, διευθύνσεις, ονόματα, ποσά. Θα
το έστελνε σε όσους χρωστούσε, αναφέροντας εκείνους που του χρωστάνε. Δε
πήγαινε άλλο το πράμα. Αυτό ήταν κάτι που και το ίδιο το πράγμα το γνώριζε.
Ξεκίνησε λοιπόν…
«Αγαπητέ κύριε Τάδε,
Κατόπιν ωρίμου σκέψεως και καθότι αναγνωρίζω το χρέος μου απέναντι
σου, μελέτησα την πρόταση που θα περιγράψω κατωτέρω. Λόγω του ότι έχω διάφορες
πηγές που μου οφείλουν θα ήθελα να παρουσιάσω μια βιώσιμη λύση για ένα χρέος
που με έχει κάνει αβίωτο. Έχουμε και λέμε λοιπόν: Με τα τόσα σου χρωστούμενα,
πήγαινε στον Δείνα οφειλέτη, της Δείνας διεύθυνσης, με τα τόσα του οφειλόμενα. Η αλήθεια βέβαια
είναι πως δεν ξέρω πως θα τα βγάλεις πέρα μαζί του, εγώ τόσο καιρό δε τα
κατάφερα, ίσως εσύ όμως κάτι καλύτερο καταφέρεις από μένα. Αυτό που θέλεις από
μένα δεν είναι η ζωή μου. Μόνο λεφτά ζητάς. Δεν έχω αντίρρηση. Αναγνωρίζω ότι
δε ζητάς πολλά παρά μόνο λίγα χαρτονομίσματα. Θέλω να σε παρακαλέσω να πιάσουμε
το νήμα και να το ξετυλίξουμε.
Ποιος ξέρει; Μπορεί να είμαι τυχερός και εσύ τελικά να χρωστάς
σε αυτόν που μου χρωστάει, ενώ εγώ σου οφείλω. Να τα βρούμε κάπως έτσι, γιατί
το αλλιώς δε το βλέπω πιθανό.
Τι λες λοιπόν κύριε Τάδε; Πιστεύεις στα μαγικά; Αν όλοι μας ήρθαμε
εδώ, τώρα, σε αυτή την κατάσταση της απόγνωσης τότε γιατί να μη πιστεύουμε στη
μαγεία; Απλά πρέπει να ήταν τα πράγματα από γεννησιμιού τους. Εμείς κάναμε τα
μαγικά μας και τα φτάσαμε ίσαμε ΄δω. Ας χρησιμοποιήσουμε
λοιπόν λίγη ακόμα από τη μαγεία που μας απέμεινε. Με κάποιο μυστήριο τρόπο όλοι
μας είμαστε μπλεγμένοι σε αυτό. Και εγώ αυτή τη στιγμή σου λέω ότι δε θα πάρεις
ούτε μια κατοχική δεκάρα από την τσέπη μου, όχι γιατί δε θέλω αλλά γιατί ακόμα και
εγώ έχω ξεχάσει κατά που πέφτει η θέση της στο παντελόνι μου. Έχω ξεχάσει τόσο
πολύ το κατά που πέφτουν οι τσέπες μου που ακόμα και τα χέρια μου χαροπαλεύουν
μετέωρα ενώ θα μπορούσα πιο απλά να τα χώσω εντός τους.
Λοιπόν τι γνώμη έχεις κύριε Τάδε μου; Ας πιάσουμε τώρα την
άκρη του νήματος με την ελπίδα να ισοσκελίσουμε τους ισολογισμούς των χαμένων μας
χρημάτων. Των χαμένων μας στιγμών. Σε περίπτωση όμως που δε συμφωνήσεις, θέλω
να μη με παρεξηγήσεις. Εγώ εδώ θα είμαι και δε θέλω να είμαστε παρεξηγημένοι.
Το πολύ, πολύ να φύγω σε καμιά Αυστραλία και να πουλάω γάντια για καγκουρό. Ποιος
ξέρει το πώς τα φέρνει η ζωή; Ποιος ξέρει ποιος είναι εκείνος που τα έφερε έως
εδώ;
Σε χαιρετώ λοιπόν και σου στέλνω τις πιο θερμές μου ευχές να
βρεις τη λύση με τον κύριο Δείνα. Ούτε εκείνος φταίει όμως, να μη τον
κακολογείς. Ίσως και κείνος αυτή τη στιγμή γράφει ένα γράμμα σε κάποιον άλλον
κύριο Τάδε. Ίσως σε κάποιον που του χρωστάς και ακόμα δε σκέφτηκες καν ένα
γράμμα να του γράψεις. Γράψε του λοιπόν τώρα. Να γεμίσουμε όλοι μας τα
γραμματοκιβώτια με τέτοια γράμματα και μετά να χτυπήσουμε τα κομπιουτεράκια μας
και να βρούμε το αποτέλεσμα μεταξύ μας. Στο τέλος να πάμε και να περπατήσουμε
μαζί στο δάσος και να πούμε όλα εκείνα που οι εμπορικές μας συναλλαγές δε μας επέτρεψαν.
Υ.Γ. Σε περίπτωση που το αίτημα μου δε γίνει αποδεκτό, η
πρόταση για τη βόλτα στο δάσος ισχύει. Πες μου μόνο αν χρειαστεί και καραμπίνα.
Με εκτίμηση,
Ο Δείνα»
Σάλιωσε τον πρώτο φάκελο και πήρε φόρα για να γράψει και τα
υπόλοιπα. Δε σκέφτηκε ούτε στιγμή να αλλάξει το cd που είχε
σταματήσει να παίζει. Εκείνη η μουσική του στυλού πάνω στο χαρτί ήταν τόσο
μελωδική που δεν ήθελε να την ανταλλάξει.
Το ρολό από το παντζούρι του τρεμόπαιξε για λίγο στο άνεμο. Σαν
μια τεράστια ανάσα του σύμπαντος που του νότιζε το παράθυρο. Όλα θα γινόντουσαν
όμορφα και πάλι. Φουυυυυυ.