Με νεύρα ως συνήθως ξεκίνησε για άλλο ένα πρωινό. Είχε αργήσει και πάλι. Είχε αργήσει για τον πρωινό του καφέ, για το ξύρισμα του και για να χτυπήσει την κάρτα του στη εταιρία. Είχε αργήσει γενικώς. Τίποτα στη ζωή του δεν είχε το σωστό χρόνο και το σωστό τόπο.
Βγήκε
έξω με έναν ήλιο χαμογελαστό, όλα ήταν στη σωστή τους θέση και το μετρό όπως
πάντα στην ώρα του. 8:30 ακριβώς. Θα έπρεπε να είχε προλάβει το δρομολόγιο των
8:10. Πάντα θυσίαζε 20 λεπτά στο βωμό του ύπνου. Στο βωμό των ονείρων και του
χουζουρέματος. Το βαγόνι βρώμαγε, πολύ άρωμα και πολύ ζητιανιά. Όλος ο κόσμος
σα μια γροθιά μέσα στο τρένο, πήγαιναν και ερχόντουσαν. Μια διαρκής ανταλλαγή
ανθρώπων από γειτονιά σε γειτονιά. Κάποιοι είχαν όρεξη για κουβέντα. Αυτός όχι. Έπρεπε να πάει στη δουλειά του. Δεν
είχε την πολυτέλεια της ψιλής κουβέντας. Είχε αργήσει άλλη μια φορά, για άλλη
μια μέρα. Όλες οι προσπάθειες για κουβέντα μαζί του έπεφταν με ένα γδούπο στο
τατάμι της αντικοινωνικότητας του ή όπως αλλιώς μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς
αυτό που ένιωθε. Προτιμούσε να δίνει χρόνο στα όνειρα που το πρωι δεν έλεγαν να
τελειώσουν. Τα όνειρα κουβαλούσαν μαζί τους γεύσεις, αρώματα, εικόνες και
ήχους. Κυρίως ήχους. Πρίμα και μπάσα. Πλήκτρα και χορδές. Φωνές και ψιθύρους. Σχεδόν
κάθε βράδυ ένας ήχος του έκανε παρέα. Ενας ήχος από τον Έβρο. Ένα ράμφος να
ανοιγοκλείνει με πρίμο πάταγο.
Όταν
πήγαινε στη δουλειά κουβαλούσε πάντα μέσα στο μυαλό του αυτό το όνειρο. Χτύπησε
την κάρτα του και μπήκε με τη καινούργια του γραβάτα στο τμήμα. Υπερήφανος για
τη γραβάτα του ήταν. Με τις εκπτώσεις την είχε αγοράσει. Πραγματικά την αγόρασε
κοψοχρονιά. Τόσο υπέροχη γραβάτα όμως! Την φορούσε και ήταν σα να τους την
έφερε. Τους έπιασε στον ύπνο. Πέταξε ένα μασιμένο καλημέρα την ώρα που
ακουμπούσε το χαρτοφύλακα του στο γραφείο και να που άλλη μια μέρα ξεκίνησε. Η
δουλειά του δεν είχε και πολλά πολλά με τον κόσμο. Αρχειοθέτηση εγγράφων. Οι
συνάδελφοι του κοίταζαν το ραφάκι πάνω στο γραφείο του, την ώρα που άφηναν τα
έγγραφα τους και ποτέ αυτόν. Και ο ίδιος όμως προτιμούσε αυτή τη μέθοδο. Δέν
ήθελε να έρχεται σε θέση κουβέντας με τους ανθρώπους. Οι κουβέντες ήταν
χασομέρι. Οι άνθρωποι το ίδιο. Είχε σκεφτεί αυτή τη μέθοδο με τα ραφάκια έτσι
ώστε να μη χρειάζονται και πολλά πολλά με τους συναδέλφους του. Τους είχε
κολλήσει και ταμπελάκια που κοίταζαν από την έξω πλευρά του γραφείου του και ο
καθένας μπορούσε να δει που να αφήσει και από πού να πάρει το κάθε τι. Ήθελε να
κάνει απλά και ωραία την εργασία του και μετά να επιστρέφει στο σπίτι. Ο
χαρτοφύλακας του ήταν όλος του ο κόσμος. Η ζωή του ήταν επικεντρωμένη γύρω από
αυτόν το χαρτοφύλακα ο οποίος περιείχε ένα σάντουιτς, μια τσατσάρα και ένα
φυλαχτό με τον Αι Γιώργη και το καταραμένο φίδι. Όλα ήταν πάντα στη θέση τους
εκτός από το σάντουιτς το οποίο εξαφανιζόταν το μεσημεράκι από ένα βαριεστημένο
μασούλημα για να ξαναεμφανιστεί με νέο περιεχόμενο το βράδυ. Πότε ήταν με
ζαμπόν και κασέρι και πότε με πίκλες και λαχανικά. Εξαρτόταν από τη διάθεση του
ίδιου και του ψυγείου του. Πως αισθανόταν όμως όταν κρατούσε αυτό το
χαρτοφύλακα περπατόντας στο δρόμο! Μέσα στο μετρό, ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες
σκάλες. Ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος του κόσμου. Πραγματικά απαραίτητος.
Αύτος ίσως ήταν και ο λόγος που δε μιλούσε πολύ. Σα να προσπαθούσε να διαφυλάξει
αυτό το πολύτιμο του εαυτού του από τους υπόλοιπους. Δεν ήταν σα τους άλλους
και δεν ήθελε να γίνει. Ήταν απλά αυτός, ο χαρτοφύλακας και όλες αυτές οι
μετακινήσεις από και προς το γραφείο. Πάνε είκοσι χρόνια τωρα και αμέτρητες
μετακινήσεις. Διακοπές δεν πήγαινε ποτέ. Χάσιμο χρόνου και αυτές. Δεν ήθελε να
περνάει μερα που να μη κουβαλήσει τον χαρτοφύλακα του και τα Σαββατοκύριακα
ήταν ένας εφιάλτης. Και τα απογεύματα το ίδιο. Έπρεπε να μείνει στο σπίτι του
περιμένοντας το πρωινό να φανεί. Τα απογεύματα ήταν ένα εμπόδιο στη κανονική
του ζωή. Ήταν η συνείδηση της απουσίας φίλων. Ήταν ένα ρολόι που μετρά και
γδέρνει πάνω του κάθε αλλαγή λεπτού. Ήταν οι σκέψεις που ερχόντουσαν και σκοπός
δεν υπήρχε. Ήταν μια κατηφόρα με μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάζουν τον ορίζοντα που
πλησιάζει με ταχύτητα.
Τα
απογεύματα άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του και ακουμπούσε τον χαρτοφύλακα στο
γραφειάκι στο σαλόνι του. Η πρώτη δουλειά που έκανε ήταν να φτιάξει το
σάντουιτς της επόμενης ημέρας. Μετά καθόταν στον καναπέ και κοίταζε όλους τους
δίσκους του. Από τους Rolling Stones
στους Stooges
και από τον Σιδηρόπουλο στους Τερμίτες. Μια μεγάλη δισκοθήκη επιλεγμένη με
φροντίδα, ταξινομημένη με ευλάβεια και συντηρημένη με μεράκι. Επέλεγε ένα δίσκο,
τον έβγαζε από το εξώφυλλο και μύριζε το χαρτόνι. Η μύτη του πλημύριζε από
αρώματα και μνήμες. Η πρώτη μέρα που ακούμπησε τον κάθε δίσκο στο πικ-απ. Διάβαζε
το οπισθόφυλλο και το εσώφυλλο και μετά έβαζε το βυνήλιο στη θέση του. Μετά
κοίταζε το ρολόι και έκοβε μια σαλάτα για το βραδινό του. Μασούσε τις
πρασινάδες μπόλικη ώρα. Πρόσεχε τη διατροφή του περισσότερο γιατί του έλειπε η
όρεξη.
Όταν
βάραινε το σκοτάδι, λίγο πριν τον ύπνο του, έβγαζε από τον χαρτοφύλακα του το
εικόνισμα. Ακουμπούσε τον Αι Γιώργη πάνω σε μια σελίδα κίτρινο χαρτί που μόνιμα
υπήρχε πάνω στο τραπεζάκι. Το χαρτί είχε ημερομηνία 13/4/1992. Πάνε είκοσι
ολόκληρα χρόνια που το χαρτί δεν άλλαξε θέση. Καθόταν και κιτρίνιζε κάθε μέρα
που περνούσε. Η νύχτα έπεφτε και βάραινε. Τα αστέρια ανάσαιναν και όλος ο
σκούρος μπλε ουρανός γινόταν η ερωμένη που ποτέ δεν είχε και κάθε ημέρα
ονειρευόταν. Μπορούσε τότε να θυμηθεί και μπορούσε να σκεφτεί. Δεν είχε ούτε
οργή αλλά ούτε και πόνο. Οι αναμνήσεις αιωρούνταν σαν αερικά και ομόρφαιναν τα
βράδια του. Έπιανε το χαρτί στο χέρι του και το κοιτούσε για ώρα. Βούλιαζε στον
καναπέ του και βούλιαζε στις αναμνήσεις. Ένα ακοόγραμμα. Μια τελευταία εξέταση
από μια σειρά. Τότε που είχε κάθε μέρα που μπαινόβγαινε στα ιατρεία με ένα
άγχος να μη χάσει ότι τελικά έχει χαθεί. Έβλεπε τη βελόνα στο πικάπ να χορεύει
και ένοιωθε κάθε νότα της βελόνας. Είχε βάλει Eyeless In Gaza, Cure και Pink Floyd.
Άφηνε
το ακοόγραμμα στη θέση του και σηκωνόταν να αλλάξει πλευρά στον δίσκο.
Ακουμπούσε τη βελόνα με προσοχή στην περιφέρεια του βινυλίου και βούλιαζε ξανά
στην πολυθρόνα του. Χωνόταν μέσα της και βυθιζόταν ξανά στις μνήμες. Βυθιζόταν
σε μια σιωπή που τον είχε τυλίξει ολόκληρο.
Έκανε
τσουλήθρα στον χρόνο και προσγειωνόταν σε εκείνο το απόγευμα. Σε εκείνο το
απόγευμα στον Έβρο που άνοιξε τον φάκελο και διάβασε τα αποτελέσματα των
ιατρικών εξετάσεων. Είχε βγεί έξω στην βεράντα του στο Διδυμότειχο και κοίταζε
για ώρα την φωλιά ενός πελαργού. Τον έβλεπε να ραμφίζει με μανία τη φωλιά του.
Να τοποθετεί τα ξυλαράκια στη θέση τους. Τα φτερά του να χλαπακίζουν τον αέρα
σε μια δοκιμαστική πτήση. Άκουγε το ράμφος του να ανοιγοκλείνει με πάταγο, και
σιγά σιγά ο ήχος χανόταν. Μόνο οι
εικόνες έμεναν και το μυαλό του έδενε τους ήχους πάνω τους. Ήταν ο τελευταίος
ήχος που άκουσε ποτέ. Ήρθε η σιωπή απρόσκλητη. Ήρθε ο υποβιβασμός του στην
εταιρία, η εγκατάληψη από την καλή του και τα χοροπηδητά της βελόνας από μια
μουσική που δε ξανάκουσε ποτέ ξανά. Ό Έβρος έμεινε μόνο, ο ήχος του ντούρου
χαρτιού ενός φακέλου που ξεσκίστηκε μανιασμένα και αυτό το κροτάλισμα του
πελαργίσιου ράμφους που σιγά σιγά χανόταν. Αυτός ο πελαργός ερχόταν κάθε βράδυ
στον ύπνο του. Χτυπούσε το ράμφος του και μετά χανόταν στον ατελείωτο ορίζοντα
της πεδιάδας του Έβρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου