"Να κάτσεις εδώ σου λέω. Θα έρθει όπου να' ναι. Αααχ τι σου ναι τα παιδιά. Υπομονή δε ξέρουν τι θα πει."
Πέρασε μια εβδομάδα που η γιαγιά της έλεγε και της ξανάλεγε την ίδια φράση. Κάθε πρωί τα ίδια λόγια. Η Θεανώ δε μπορούσε να το αντέξει. Η παιδική της ψυχή το ίδιο. Η μάνα της είχε φύγει για μια δουλειά στο χωριό και ο πατέρας της εδώ και χρόνια την κοιτούσε από κει πάνω. Είχε μείνει μαζί με τη γιαγιά της μέσα στο κατακαλόκαιρο. Η Αθήνα έβραζε, Αύγουστος ήτανε, και τα λίγα αμάξια που κυκλοφορούσαν έξω αποτελούσαν μιας πρώτης τάξης κακοφωνία στη γενικότερη απραξία των πάντων. Η Θεανώ, με το ένα της χέρι, έπαιζε με το κοτσιδάκι της, ενώ το άλλο κρατούσε σφικτά το πανεράκι που της είχε παραγεμίσει η γιαγιά με κάθε λογής γλυκίσματα και παξιμαδάκια. Η Θεανώ τρελαινόταν για κάτι τέτοια. Και για τα μπάνια τρελαινόταν. Όταν βούλιαζε μέσα στη θάλασσα ένοιωθε σα τότε που πήγαινε παραλία με τον πατέρα της. Τον αγαπούσε πολύ, αυτόν και τη θάλασσα. Και ο ίδιος όμως ήταν σα να είχε μεταλαμπαδεύσει όλη του την αγάπη για τα κύματα στη Θεανώ. Ναυτικός στο επάγγελμα, είχε θαλασσοδαρθεί και είχε χάσει τα μισά του χρόνια μέσα στα πλοία. "Χαλάλι της της κακούργας." Έτσι συνήθιζε να αποκαλεί τη θάλασσα. "Χαλάλι της έτσι όμορφη που είναι. Το κύμα χαστουκίζει και χαϊδεύει, δαγκώνει και φιλά.". Με τη μάνα της δεν είχε και πολλά, πολλά. Μόνο για το νοικοκύρεμα ήτανε, να τη μάθει να πλέκει και να τρώει χωρίς να λερώνει. Δεν ήξερε τι θα πει αγκαλιά η μάνα της. Δε την είχε σφίξει ποτέ στον κόρφο της και από όσο η Θεανώ μπορούσε να θυμηθεί, δεν την είχε φιλήσει ποτέ.
Έσφιγγε το καλαθάκι στα χέρια της και κάθε τρείς και λίγο γυρνούσε πίσω να κοιτάξει τη γιαγιά που καθάριζε φασολάκια, φακές και ρεβίθια στην βεράντα. "Γιαγιά πάλι χάλασε το λεωφορείο;".
Η γιαγιά σήκωνε το κεφάλι της και έκανε στο πλάι το μαντίλι με τον αντίχειρα της για να μπορέσει να φέρει το βλέμμα της στα ίσια. "Μην ανησυχείς κόρη μου, όπου να 'ναι θα έρθει το δόλιο. Κράτα το καλαθάκι μόνο, μη σου πέσει και χαλάσουν τα φαγητά."
Η μάνα της το είχε υποσχεθεί. Όταν θα έφευγε για το χωριό η Θεανώ θα πήγαινε κάθε μέρα στη Λούτσα με το λεωφορείο. "Μα βρε μαμά δεν είμαι μικρή για να τριγυρνάω μόνη μου;". Η μάνα της ήταν κάθετη όμως. "Θα πει η γιαγιά σου στον οδηγό να σε προσέχει σα τα μάτια του. Μη σε μέλλει."
Με αυτά και με τα άλλα η Θεανώ τώρα καθόταν πίσω από την αυλόπορτα, με τη γιαγιά ξοπίσω της να καθαρίζει τα φασολάκια, και το καλαθάκι κόντευε να σπάσει από το σφίξε-σφίξε. Πάνε δύο μέρες τώρα που το λεωφορείο δεν είχε φανεί και η Θεανώ ξεροστάλιαζε πίσω από τη μάντρα. Στεκόταν για ώρες εκεί έως τη στιγμή που η γιαγιά θα τη μάζευε στο σπίτι λέγοντας της ότι το λεωφορείο χάλασε. Την είχε πάρει ο οδηγός και να μην ανησυχεί γιατί την επόμενη ημέρα θα περνούσε για την Λούτσα. Η Θεανώ έσερνε το καλαθάκι της και το έδινε στη γιαγιά για να το βάλει και πάλι πάνω στον πάγκο της κουζίνας. "Αύριο πάλι χρυσό μου. Μη κλαίς, τι φταίει και ο δόλιος ο οδηγός που κάθε τρείς και λίγο του χαλάει το σαράβαλο; Έλα τώρα εδώ να φας και αύριο έχει ο θεός."
Πέρασε έτσι μια γεμάτη εβδομάδα, με τη Θεανώ να στέκει σχεδόν κρεμασμένη στην αυλόπορτα και τη γιαγιά ξοπίσω. Είχε φάει όλα τα καλά που της μαγείρευε η γιαγιά της εκτός από αυτά που βρισκόντουσαν μέσα στο πανέρι. Ήρθε και η μανα της από το χωριό και το καλάθι έμεινε ανέπαφο. Η Θεανώ ούτε οδηγό είδε ποτέ, ούτε λεωφορείο, ούτε τα απαλόνερα της ακρογιαλιάς ένοιωσε στα τόσα δα της πελματάκια. Έφυγε η εβδομάδα, μαζί και η διάθεση για το καλοκαίρι που απέμεινε. Έφυγαν τόσα καλοκαίρια μετά από αυτό και μαζί και όση εμπιστοσύνη φίλαγε για τους ανθρώπους. Απέμεινε τώρα μόνη της με το πανέρι κρεμασμένο στη βεράντα και μια καρδιά σφιγμένη γιατί άλλο δε μπορούσε να περιμένει. Ήταν στην ίδια βεράντα που τότε καθόταν η γιαγιά της. Το πανέρι είχε γίνει γλάστρα με μενεξέδες και η Θεανώ σωστή γριά πιά. Είχε παντρευτεί και χωρίσει. Ήταν η μοναδική στάση που έκανε η ζωή της. Κατά τα άλλα προχωρούσε κανονικά. Όχι σα και εκείνο το λεωφορείο που όλη την ώρα ήταν χαλασμένο.
Κανένα λεωφορείο δεν πέρασε από τον δρόμο του σπιτιού της από τότε. Ούτε και το περίμενε εξάλλου. Η Θεανώ είχε μάθει, και αυτός ήταν ο λόγος που κοιτούσε με τόση αγάπη τους μενεξέδες στο πανέρι. Είχε μάθει να μη περιμένει και είχε μάθει να αγαπά μόνο αυτά που έχει. Οι μενεξέδες ήταν φουντωτοί και έδιναν χρώμα στη ζωή της. Τους πότιζε κάθε πρωί που ξυπνούσε και μετά καθάριζε φακές, ρεβύθια και φρέσκα φασολάκια. Που και που όμως κοιτούσε κατά το δρόμο. Σα τότε που περίμενε το λεωφορείο να φανεί.