«Πως είσαι σήμερα δικέ μου;»
Ήταν ένα στόμα που με ρώταγε. Ένα
σκέτο στόμα εννοώ. Ήμουν στο νοσοκομείο, στο έτος 5.000 μ.Χ., στην πτέρυγα τον
μεταμοσχεύσεων.
Ήμουν μόνο ένα μάτι και καθότι
δεν μπορούσα να πω κάτι, του ανοιγόκλεισα τις βλεφαρίδες μου.
Δίπλα μου υπήρχε ένα παχύ έντερο
και μια καρδιά που κοπανούσε όλη την ώρα σα ντράμερ στα τελευταία δευτερόλεπτα ενός
rockabilly τραγουδιού. Είμασταν όλα μας μέσα σε ομοιομεγέθεις γυάλες,
με ανοξείδωτα πώματα και διάφορα σωληνάκια υπήρχαν εκεί. Κάποια μας χορηγούσαν
πολύτιμα συστατικά για να μείνουμε τροφαντά και υγιή ενώ κάποια άλλα σωληνάκια
μετρούσαν διάφορες παραμέτρους της ύπαρξης μας.
Δεν ένοιωθα καλά με αυτή την
ιστορία, ήταν αλήθεια. Όλα τα υπόλοιπα όργανα μέσα στις γυάλες έμοιαζε πως δεν
είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό, εγώ όμως μέρα τη μέρα άντεχα όλο και λιγότερο να
κοιτάζω αυτό το εκθετήριο με τα ανθρώπινα μέλη. Είμασταν κάτι σα μοντέρνο pet shop. Από όλα τα μέλη, μόνο
εγώ και λίγα μάτια ακόμα, βλέπαμε τους ασθενείς να μπαίνουν στην αίθουσα, να
δείχνουν πότε το μία και πότε την άλλη γυάλα και μετά από λίγο αυτή η γυάλα
έμενε κενή. Ήταν άσχημο πράγμα να βλέπεις αυτή την εικόνα, εννοώ πως στην αρχή
προσπαθούσα να κάνω φίλους, να μάθω πως νιώθουν, να προσπαθώ να προσεγγίσω το
κάθε ένα μέλος ξεχωριστά. Ήταν όμως εκείνη η αίσθηση, όταν η γυάλα έμενε κενή,
που με άφηνε με ένα κενό στο τέλος της ιστορίας.
Αν με ρωτάτε αν έχω πρόβλημα με
τον εαυτό μου τότε θα σας πω πως δεν έχω κανένα. Εντάξει… το ξέρω… δεν είμαι
και το πιο όμορφο μάτι σε γυάλα εκεί πέρα αλλά έχω συμβιβαστεί με τον εαυτό
μου. Παλιότερα σκεφτόμουν πολύ έντονα το πώς θα ήταν η ζωή αν με επέλεγε
κάποιος ασθενής. Πως θα ήταν να βλέπω τον κόσμο έξω από αυτή την αίθουσα
στριφογυρίζοντας στη κόγχη ενός ματιού σε ανθρώπινο κρανίο. Μετά όμως αξιολόγησα
διαφορετικά τα πράγματα. Κυρίως ύστερα από διάφορες ενδελεχείς εκμυστηρεύσεις
που είχα από άλλα μάτια που κατέφθαναν στο θάλαμο, έμπαιναν σε γυάλες και στον αμφιβληστροειδή
τους μπορούσα να διακρίνω τον τρόμο από πράγματα που είχαν βιώσει. Συμβιβάστηκα;
Πείτε το και έτσι. Εγώ νιώθω μια χαρά τώρα, κυρίως όσο δε με επιλέγει κανείς. Το
παχύ έντερο επίσης μου έχει πει κάτι ανάλογο. Η εργασία του μέσα σε ένα ανθρώπινο
σώμα ήταν τελείως άχαρη. Πώς να το πει κανείς; Ήταν μια βρώμικη δουλειά και μια
μέρα το παχύ έντερο, που έχω στη δίπλα γυάλα, μου τα είπε όλα με το νι και με
το σίγμα. Ίσως όχι με λέξεις ακριβώς αλλά με ήχους που εγώ τους κατανόησα γιατί
εκεί μέσα παρότι δε μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε μάθει να καταλαβαίνουμε το
ένα, το άλλο.
«Άκουσα πως ήρθε άλλο ένα ζευγάρι
από χείλια, σήμερα στον θάλαμο. Μπορείς να μου πεις σε ποια γυάλα είναι;»
πρόφεραν τα χείλια, διακόπτοντας τον ειρμό της σκέψης μου.
«Πέντε γυάλες στα αριστερά σου»
του είπα και γύρισα στην γυάλα που με είχε ρωτήσει.
Είδα τα χείλια να φουντώνουν και
να τινάζονται μπροστά. «Γειά σου κορίτσαρε» φώναξαν.
Το παχύ έντερο έβγαλε τρείς μπουρμπουλήθρες
μέσα στη γυάλα του, η καρδιά έκανε κάτι έκτακτους παλμούς, και ένα ανδρικό
μόριο τεντώθηκε.
«Μάλλον έμπαινε η άνοιξη» σκέφτηκα
και έκλεισα το βλέφαρο μου γιατί η γύρη από τα πεύκα ήταν ένα μάτσο χάλια.