Είχα αποκτήσει μια καταπληκτική ικανότητα να φτιάχνω ένα κόσμο γύρω μου. Μια ικανότητα να τον φτιάχνω έτσι όπως θέλω. Μια νύχτα για παράδειγμα πήρα ένα κουτί σπίρτα και προσπάθησα να κάνω εκείνο το παλιό κόλπο με το εκσφενδονισμένο καιόμενο σπίρτο. Μου πήρε καμιά δεκαριά προσπάθειες αλλά στο τέλος το κατάφερα. Σφήνωσα ένα σπίρτο ανάμεσα στο δάκτυλο μου και στο κουτάκι του και ρίχνοντας του ένα γερό χτύπημα με τον μέσο του άλλου μου χεριού το πέταξα φλεγόμενο μακριά. Το έβλεπα να ταξιδεύει και να σηκώνεται όλο και πιο ψηλά. Δε το είδα όμως να σβήνει και έτσι θεώρησα πως πρέπει να έγινε αστέρι. Δεν είχα προσπαθήσει να μετρήσω τα αστέρια πριν και έτσι δε μπορούσα να είμαι και σίγουρος κάνοντας την επαλήθευση. Είπα να ξαναδοκιμάσω αλλά το δεύτερο σπίρτο έπεσε αναμμένο πάνω στην παντόφλα μου. Το έσβησα με την πατούσα μου και μετά άρχισα να χοροπηδώ από το κάψιμο σαν Ινδιάνος στον χορό της βροχής. Δε το έβαλα κάτω όμως. Το επόμενο το πέταξα σε ένα κάδο σκουπιδιών κάτω στο δρόμο και το μεθεπόμενο προς τους πυροσβέστες που κατέφθασαν μετά από μισή ωρίτσα. Στο ενδιάμεσο χρησιμοποίησα άλλο ένα ανάβοντας ένα τσιγάρο και λίγο πριν φτάσω να ρουφάω φίλτρο σκέτο το πέταξα στον γείτονα μου που ακόμα δε μου είχε επιστρέψει εκείνο το δάνειο που του είχα δώσει κάποτε. Δεν είχα χρήματα ούτε για αναπτήρα πλέον αλλά τα σπίρτα τελικά ήταν καλύτερη επιλογή. Ο γείτονας μου τα έφερνε μια χαρά βόλτα. Προχθές μάλιστα τον είδα και με καινούργιο αυτοκίνητο αλλά δεν είχα κέρματα να του ρίξω μέσα για γούρι. Για καλή μου τύχη είχε αφήσει ένα χάρτινο λαμπατέρ στην βεράντα του και δίπλα της υπήρχε μια απλώστρα γεμάτη με στεγνωμένα ρούχα. Λαμπάδιασε στο λεπτό και είδα τους πυροσβέστες να έχουν μείνει με το στόμα ανοικτό κοιτάζοντας προς την βεράντα και αφού πρώτα είχαν καταφέρει να σβήσουν τον κάδο των απορριμμάτων. Για να μη τα πολυλογώ όμως, όταν είχα μείνει μόνο με ένα σπίρτο στο κουτάκι, έριξα την καλύτερη μου βολή. Πήδηξα από το μπαλκόνι, εκσφενδονίζοντας ταυτόχρονα το σπίρτο με τα δάχτυλα μου. Ήθελα να με πάει στα αστέρια σα το προηγούμενο αλλά το πανί που είχαν στρώσει οι πυροσβέστες εκεί κάτω μου χάλασε την αυτοσυγκέντρωση και έτσι βρέθηκα να χοροπηδώ σα μπαλάκι του τένις πάνω στο μουσαμά της διάσωσης. Κατέβηκα σα κύριος αν και προσπάθησα να δείξω κάπως τρομαγμένος. Τους ενημέρωσα για τον τρελό μου γείτονα και πως έβαλε την φωτιά στο μπαλκόνι του. Ένας από αυτούς μου πέρασε μια κουβέρτα στους ώμους και ένας άλλος έτρεξε στην σκάλα. Εκεί που καθόμουν περιμένοντας να δω τα όνειρα μου να γίνονται επιτέλους πραγματικότητα. Εκεί λοιπόν που είχα τυλίξει σφιχτά την κουβέρτα γύρω μου και έψαχνα να δω το άστρο που έφτιαξα και τον γείτονα μου να κατεβαίνει με χειροπέδες μια φωνή δίπλα μου διέκοψε τον ειρμό μου.
«Γιατί κρατάς αυτό το σπίρτο στα
δάκτυλα σου;»
Ήταν μια νεαρή νοσοκόμα και ήταν
αρκετά νοστιμούλα. Κοίταξα το χέρι μου και της ζήτησα ένα τσιγάρο. Μου έδωσε.
Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Δε χρειάστηκε. Μου άναψε με τον αναπτήρα της και
κάπνισε ένα και κείνη. Το τελευταίο σπίρτο που προσπάθησα να ανάψω πηδώντας από
την βεράντα είχε μείνει στα δάκτυλα μου ενώ το κουτάκι μου είχε φύγει. Είχα
χάσει την ικανότητα μου σε εκείνο το άλμα αλλά δε με πείραζε καθόλου. Αυτό το
σπίρτο θα το έφτιαχνα φεγγάρι μια νύχτα.