Μου έπεσε από το χέρι εκείνο το
βιβλίο που δεν έλεγα να τελειώσω. Το πάλευα
εβδομάδες τώρα αλλά ο ύπνος με προλάβαινε πριν το γύρισμα της σελίδας. Με αυτόν
τον τρόπο μπορούσα να παραμείνω στην ίδια ακριβώς σελίδα για μέρες,
ξαναρχίζοντας να τη διαβάζω από την αρχή. Εκείνη έσκυψε να πιάσει το βιβλίο που
ήταν δίπλα στα πόδια μου και μου το έδωσε, ανοιγμένο στην σελίδα που είχα
μείνει. Δεν ήταν τόσο δύσκολο γιατί πάντα τσάκιζα τη σελίδα, ξεχνώντας να την
ξετσακίσω όταν προχωρούσα την ανάγνωση. Βρήκε την τελευταία τσακισμένη σελίδα
και το ακούμπησε ανοιχτό στα χέρια μου. Ήταν καστανή σαραντάρα και δεν είχα
ιδέα πως βρέθηκε στο ίδιο παγκάκι με μένα.
«Σας ευχαριστώ πολύ», της είπα
και χαμογέλασε.
Ο καιρός εκεί έξω ήταν τυπικά ανοιξιάτικος.
Πλέον δε θα με πείραζε να ήταν και χειμώνας. Η καλή κυρία δίπλα μου ήταν χάρμα
οφθαλμών. Φορούσε κάτι από εκείνα τα πολύπλοκα-απλά φορέματα που μόνο οι
γυναίκες μπορούν να βάλουν και να βγάλουν, έχοντας γνώση κατά που πέφτει το
σύστημα απεμπλοκής του ραμμένου υφάσματος. Κόπιτσες, φερμουάρ, κρυφά κουμπιά,
και ένας θεός ξέρει τι άλλο. Θα μπορούσα να περιγράψω κάλλιστα το μαλλί της που
κυμάτιζε με το ίδιο, απαλό αεράκι που πριν μου έφερε ύπνο, ρίχνοντας από το
χέρι μου το βιβλίο, αλλά για κάποιον περίεργο λόγο είχα απομείνει να κοιτάζω τα
μάτια της και πότε, πότε τα χείλη της. Έκλεισα το βιβλίο και το άφησα στο πλάι,
ανάμεσα μας.
«Πως σου φαίνεται το βιβλίο
λοιπόν;». Η κυρία ήταν άνετη. Μου μιλούσε στον ενικό χωρίς καν να συστηθούμε.
Μου άρεσαν αυτοί οι άνθρωποι. Έμοιαζαν ειλικρινείς. Ο πληθυντικός πολλές φορές
έκρυβε παγίδες. Ο ενικός είναι σα μια παρτίδα πόκερ με κλειστά μόνο μερικά
φύλλα. Όχι όλα.
«Ποιο βιβλίο;» έπιασα τον εαυτό
μου να της απαντά.
Εκείνη ίσα που χαμογέλασε. Ήταν
ένα δειλό, πονεμένο χαμόγελο και σα να μου θύμισε κάτι. Κάτι από τα παλιά. Δε
σταματούσα να την κοιτάζω και μόνο η ντροπή ήταν αυτή που με έκανε να σκύψω το
βλέμμα μου, πέφτοντας στα πόδια της που διπλωμένα όπως ήταν, το ένα πάνω στο
άλλο είχαν τη δική τους ιστορία να πουν. Μια καλοφτιαγμένη ιστορία αν κρίνω από
το εξώφυλλο. Είχε τον τρόπο της η κυρία. Από τη μια δεν ήθελε να θίξει την κακή
μου μνήμη με ένα τρανταχτό γέλιο και από την άλλη έβγαζε μια ζέση που μόνο ένα
τέτοιο μειδίαμα θα μπορούσε να καταφέρει. Άγγιξε στο πλάι το βιβλίο, που πριν
λίγο είχα αφήσει στο παγκάκι, και τράβηξα το βλέμμα μου από τα κανιά της,
κοιτάζοντας με με ένα λοξό αυτή τη φορά χαμόγελο.
«Μα αυτό το βιβλίο φυσικά!» και
το σήκωσε σα να ήθελε να μου το δείξει για πρώτη φορά.
Το βιβλίο λεγόταν «ο
αναρριχώμενος βαρώνος» και αφορούσε την ιστορία ενός μικρού παιδιού που σε
κάποια στιγμή απόγνωσης έφυγε από το σπίτι του και αποφάσισε να ζήσει όλη του
τη ζωή πάνω στα δέντρα. Κάνοντας μια σύντομη βόλτα από το εξώφυλλο, τα μάτια της,
τα πόδια της και ξανά τα μάτια της απάντησα χωρίς να καταφέρω να κρύψω την
αμηχανία μου.
«Είναι ακόμα πάνω στα δέντρα, δε
κατέβηκε.»
«Αυτό το ξέρω. Το έχω διαβάσει
και γω» μου είπε αφήνοντας ένα γελάκι να της ξεφύγει και όσο μίλαγε τόσο η φωνή
παλλόταν στις αποχρώσεις του μελιού.
«Σου αρέσει; Αυτό μόνο σε ρωτάω»
«Καλό είναι αλλά τον τελευταίο
καιρό όλο με παίρνει ο ύπνος και δεν έχω
καταφέρει να το προχωρήσω. Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα αλλά θέλω να δω που θα
το πάει.»
«Είναι περίεργο κάποιος να
αποφασίζει να ζήσει τη ζωή του πάνω στα δέντρα! Έχεις δίκιο. Κάποιες φορές όμως
είναι μια καλή επιλογή αν ξέρεις τι κάνεις. Αν έχεις ένα σκοπό και ένα νόημα» .
Ήταν σα να μου τραγουδούσε. Δε ξέρω αν είχα ακούσει τόσο γλυκιά φωνή σε κάποια
μου προηγούμενη ζωή αλλά τούτη εδώ μου έμοιαζε σα να κολυμπούσε μέσα στους λαβυρίνθους
των αυτιών μου μια ολόκληρη ζωή.
«Ναι μοιάζει λίγο τρελό να ανεβεί
κανείς στα δέντρα μη θέλοντας να κατεβεί ποτέ από αυτά.» είπα με εκείνον τον τρόπο
που ξεχωρίζει κανείς τους ανθρώπους σε ερωτευμένους, αδιάφορους και
συμφεροντολόγους. Οι ερωτευμένοι συνήθως λένε τα λιγότερα. Ακόμα πιο λίγα και από
τους αδιάφορους που όλο και κάποια δικαιολογία της προκοπής θα πετάξουν για να
ξεμπερδέψουν. Λένε τόσο λίγα που στο τέλος αισθάνονται παντελώς ηλίθιοι. Έτσι
αισθανόμουν και εγώ, μη μπορώντας να προχωρήσω λίγο πιο πέρα την κουβέντα αυτή.
«Όμορφη μέρα δεν είναι σήμερα;»
Με ρώτησε για άλλη μια φορά,. Πετυχαίνοντας με να κοιτάζω τα πόδια της που τώρα
είχαν αλλάξει πόζα και είχαν διπλωθεί ανακούρκουδα πάνω στο παγκάκι, τραβώντας
λίγο ακόμα πιο πάνω εκείνο το φουστανάκι. Τσούλησα του βλέμμα μου μακριά τους,
βλέπονταν τα δέντρα τριγύρω και τον ήλιο να τρυπώνει από τα κενά τους. Φυσούσε
μια δροσιά που ήθελες να ανοίξεις το στόμα σου και να την καταπιείς. Τα πουλάκια
κελαηδούσαν στα δέντρα και κάπου εδώ λέω να σταματήσω τις περιγραφές γιατί το
λιγότερο που θα με χαρακτηρίσετε είναι ένα αφόρητα βαρετό τύπο. Αφόρητος δεν
υπήρξα ποτέ μου.
«Είναι υπέροχη μέρα. Θα μου πείτε
το όνομα σας;» Ο πληθυντικός δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα σκουριασμένα μου
γρανάζια. Εκείνη δεν έδωσε σημασία και μου απάντησε. Το όνομα της ήταν κάτι
μεταξύ Χριστίνας και Ιωάννας. Δε θυμόμουν όμως, όλη η υπόλοιπη έκλεβε την
παράσταση από το όνομα που κάθε πολίτης αυτού το κόσμου ήταν υποχρεωμένος να
έχει.
Μετά ξαφνικά σωπάσαμε και οι δύο.
Εκείνη άνοιξε το βιβλίο μου και έψαχνε μέσα στις σελίδες του σα κάτι να έχασε
εκεί πέρα. Εγώ κοίταζα πότε εκείνη, πότε τα πόδια της και πότε τα δάχτυλα της να
κινούνται με ρυθμό ποδιών μπαλαρίνας. Το μετά είχε και άλλο μετά και που και
που αυτό κλονιζόταν από κάποια ερώτηση της και κάποια απάντηση μου. Το μετά
προχωρούσε κανονικά παρόλα αυτά. Ένας κύριος μας πλησίασε και απευθύνθηκε στη
κυρία με τα υπέροχα πόδια στο πλάι μου.
«Κυρία Δαουλάκου, θα πρέπει να
αποχωρήσετε τώρα. Ο γιατρός περιμένει στο γραφείο του για να σας ενημερώσει»
Δε κατάλαβα το γιατί αλλά εκείνη
σηκώθηκε, με κοίταξε σχεδόν λυπημένα, σχεδόν ερωτευμένα, μου παράχωσε το βιβλίο
στα χέρια μου και μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα. Ειδικά το φιλί είχε πολλά να
μου πει και ας ήταν φευγαλέο. Ήταν τόσο όμορφο που δεν μπήκα καν στον κόπο να
μάθω τις προθέσεις της και τους λόγους που την οδήγησαν σε μια τέτοια κίνηση.
Ονειροπόλησα για λίγο, τριγύρω στη φύση με κέντρο το παγκάκι μου που πλέον είχε
χάσει τη θέρμη των ποδιών της και μετά από κάμποση ώρα ήρθε ξανά ο ίδιος κύριος
για να σταθεί απέναντι μου.
«Η κυρία που ψάχνετε μόλις έφυγε»
του είπα σε μια προσπάθεια να του αποδείξω ότι είμαι μέσα στο μυαλό του.
«Το ξέρω κύριε Δαουλάκο, η
γυναίκα σας είναι στο γραφείο του γιατρού. Ελάτε τώρα μαζί μου. Είναι η ώρα για
το γεύμα σας.»
Τον ακολούθησα, σφίγγοντας το
βιβλίο στα χέρια μου. Εκείνο το φιλί που μου είχε δώσει δεν έλεγε να ξεκολλήσει
από τα χείλη μου. Πώς να την λέγανε άραγε; Χριστίνα ή Ιωάννα; Ποιος δίνει
σημασία; Το ήξερα πως θα την ξανάβλεπα. Θα την ρωτούσα και θα το έγραφα κάπου
να μη το ξεχάσω ποτέ ξανά.