Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

ΤΙΠΟΤΕ ΑΠΟΛΥΤΩΣ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgpSKZopj9j2FKrfgQiZs-TlZ2Xlmmp7wgsaKV_y3yM2vnE3P49vb2Cxs9AdYYhpi5Gyqo9ipDBn6sBeK2irNz-kYjzXXjrpMvNt9o_Up7ZflpxIUQuSkpD5VXNs6ZL95iiqY7WTpq07GM/s1600/tipota_12511.jpg




Mια ζαλάδα συγχορδίας ηλεκτρικής κιθάρας έπαιζε από το βάθος των ηχείων. Τηλεόραση με τη φωνή σβηστή. Ένα τασάκι γεμάτο, ξεχειλισμένο. Γόπες που αγωνιούν να ισορροπήσουν. Τρία άδεια μπουκάλια μπύρας στο πάτωμα. Ένα όρθιο, δύο ξαπλωμένα. Σκόνη γύρω από πατημασιές που κάποτε χάραξαν πορεία στο πάτωμα. Ιδρώτας καλοκαιριού. Ένα μπλουζάκι μόνο. Ένα ζευγάρι μαύρα αθλητικά παπούτσια περίμενε να ξαναφορεθεί. Ένα εδώ, το άλλο κάπου εκεί. Το ένα με το κορδόνι του φιόγκο, το άλλο με το κορδόνι σαν απλωμένο άντερο. Ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάκτυλα, από καιρό σβησμένο. Το παντζούρι ανοικτό, το τζάμι σφραγισμένο. Σύννεφα λίγα στον ουρανό. Ένας ήλιος κάπου ψηλά, ξεχασμένος. Ένα μεσημέρι τυλιγμένο γύρω από το απόγευμα. Ένα Σάββατο παρατημένο μέσα στην εβδομάδα του. Ξεχασμένο σα τη γόπα στα δάκτυλα του. Σα να κοιμότανε. Σα να μη ξύπνησε ποτέ του. Ένας καναπές από κάτω, ένα ταβάνι από πάνω. Το τριγύρω τον ζουλούσε ολοένα. 

Η κιθάρα σώπασε, το μπάσο μπήκε πιο βαθιά και από βυθό μέσα στο τραγούδι. Ένα σαξόφωνο αχνό κάπου, λίγα τύμπανα με αργόσυρτες μπαγκέτες. Ήταν τζαζ, ήταν γλυκιά, ήταν εκεί, μαζί του. Έκανε πως σηκώνεται αλλά το μετάνιωσε. Έπεσε στο πλάι. Τα σύννεφα βάραιναν, μια καλοκαιρινή μπόρα σα να ετοιμαζόταν. Πέταξε στο πάτωμα τη γόπα. Έπεσε μέσα στο παπούτσι με το φιόγκο. Το χέρι του έφερε μια στροφή και σβάρνισε το μαξιλάρι πάνω του. Το όρθιο μπουκάλι έπεσε. Τα μπάσα στα ουράνια. Οι ήχοι στις σωστές οκτάβες. Το μπουκάλι και το μπάσο. 

Σα να σκέφτηκε κάτι. Το ξέχασε αμέσως. Σα να ήθελε να κοιμηθεί τώρα. Σα να μη μπορούσε. Σα να μην ήταν καλοκαίρι. Σα να μην ήταν εκείνος, στον καναπέ ξαπλωμένος. Σα να μην ήταν τίποτα. Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα απολύτως. 

Πίεσε το μαξιλάρι στο κεφάλι του. Άφησε το καλοκαίρι απέξω. Άφησε τα σύννεφα. Άφησε το να αφεθεί σε έναν ύπνο. Τώρα κανένα μπάσο δεν ακουγόταν. Ίσως να τελείωσε το τραγούδι. Ίσως. Αλλά και πάλι μέσα του το είχε. Εκείνο και όλα. Και τίποτα ξανά. 

«Στο διάβολο όλα!» μια σκέψη σα σαΐτα στο μυαλό. Είναι απλά μια άσχημη ημέρα. Τίποτε άλλο. Τίποτε. Τίποτε. Τίποτε απολύτως.

ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ



Όλες αυτές οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Όλα αυτά τα κέρματα που τάισα το μετρό.
Όλα τα δεσίματα των κορδονιών μου.
Και όλα τα λυσίματα τους για να πάω για ύπνο.
Ο ήλιος σηκώνεται.
Το φεγγάρι σηκώνεται.
Τα αστέρια αιωρούνται και πάλι.
Μια μέρα, μια νύχτα.
Άλλη μια μέρα και άλλη μια νύχτα.
Τόσες κινήσεις κάθε μέρα.
Οι ίδιες κινήσεις.
Όλες αυτές οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Να κάνεις μπάνιο για να βγεις έξω.
Να κάνεις μπάνιο με το που μπαίνεις μέσα.
Να στρώσεις το κρεβάτι για να το ξεστρώσεις.
Να κάτσεις στη λεκάνη και να σηκωθείς.
Να σηκωθείς από το κρεβάτι και να κάτσεις.
Να μπεις στο αμάξι και να βγεις.
Να πας για ψωμί και να μπεις στο σπίτι με μισοφαγωμένο το ψωμί.
Να πάρεις τζούρα και να βγάλεις κάπνα.
Ένας κύκλος που γυρίζει.
Μπαίνω και βγαίνω,
ντύνομαι και γδύνομαι,
κάθομαι και σηκώνομαι,
κάνω κέφι και το χάνω,
βάζω το χέρι στη τσέπη για να πάρω το κλειδί,
βάζω το χέρι στη τσέπη να αφήσω το κλειδί.
Άπειρες και άπειρες φορές, ξανά και ξανά.
Δεν το είχα ξανασκεφτεί πριν. Παρά μόνο τώρα.
Τώρα που όλες αυτές οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις είναι σταγόνες κινέζικου μαρτυρίου.
Τώρα που θέλω να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού με μαγικές σουσαμένιες λέξεις.
Τώρα που θέλω να κάνω μπάνιο μέσα σε καταρράκτες.
Τώρα που θέλω να πάω σπίτι με τους ταράνδους του Αι-Βασίλη.
Τώρα μου ήρθαν τα μιζεροτριψίματα μια ημέρας που μπορούσε να είναι και καλύτερη.
Σίγουρα ίδια με τη χθεσινή, και όσο για την αυριανή δεν θέλω να κάνω προβλέψεις.
Αφήνω στη μοίρα να κάνει και καμιά δουλειά.
Τουλάχιστον να κάτσει και να σκεφτεί κάνα καλό κόλπο για αλλαγή.
Συνήθως είναι καλή με κάτι τέτοια, απλά τώρα τελευταία και αυτή έχει βαλτώσει λίγο.
Δεν την κακίζω.
Όλοι έχουμε τις κακές μας στιγμές.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΣΟΥΡΟΥΠΩΝΕΙ



https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8VJ270EKQSazt9W_nG66EZF215iE6WLBReAvbx6WlW46uI4qsRiXqleLxz4QWLnztrn7aLrTrhifDwARQrRbp9L70GHJdvpjvjQr3ElUOLHykrQcE3z0z2AnAC2BwWuNmvmFbpB7JUXw/s1600/vuzantio-vasileuousa.jpg

«άντε τώρα, σειρά σου» 

Είπε η μέρα στη νύχτα.

«Φοβάμαι να βγω εκεί έξω. Με το που εμφανίζομαι γίνονται όλα τα στραβά. Οι πόρνες βγαίνουν για το νυχτοκάματο ταλαιπωρημένες ήδη στους δρόμους, πρεζάκια κατεβάζουν τζαμαρίες για μια δόση, φονιάδες παρακαλάνε για λίγο αίμα. Δε μπορώ αυτή την ιστορία κάθε τρείς και λίγο με το που βγαίνω» 

«Και πως το σκέφτεσαι τώρα; Να βαρέσω διπλοβάρδια;»

«Ονειρεύομαι μια λευκή νύχτα σαν εκείνες στα βόρεια. Να ξαποστάσω και εγώ λιγάκι.»

«Σκέψου όμως και όλα τα ωραία που περνάς! Εκείνα τα ζευγαράκια στο λόφο του Στρέφη, τον ησυχασμό από τον πρωινό κάματο ενός εργάτη. Σκέψου τις βόλτες στις πλατείες και την απόλυτη σιωπή μέσα στα δάση, ή τα άγρυπνα μάτια της κουκουβάγιας.» 

«Δε μπορώ άλλο. Σε παρακαλώ μείνε αυτή τη νύχτα και κάνε την μέρα για μια μόνο ημέρα.»

«Έχω μια καλύτερη ιδέα. Καθότι και εγώ είμαι πολύ κουρασμένη, μπουχτισμένη από τους καταιγιστικούς ρυθμούς που βλέπω τον κόσμο να τρέχει εδώ και κει και πέρα για πέρα τσουρουφλισμένη από τις αχτίδες του ήλιου στο λευκό μου ανοιξιάτικο δέρμα, θα πρέπει να σου προτείνω κάτι άλλο»

«Ακούω» 

«Κοίτα να δεις. Εμείς οι δύο στην ουσία δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε. Μας έχουν δώσει τους ρόλους μας και μέχρι στιγμής τα πάμε μια χαρά. Ποτέ δε ζήσαμε η μια μέσα στον κόσμο της άλλης. Εσύ μου λες για φονικά και εγώ μπορώ να σου πω για τα όσα λοξά βλέπω στο φώς μου. Πάντα σε ζήλευα, και πάντα με ζήλευες. Αυτό που απομένει είναι να βρεθούμε για λίγο η κάθε μια στη θέση της άλλης. Αυτό μόνο μια αγκαλιά το καταφέρνει. Δώσε μου μια αγκαλιά και όλα θα φτιάξουν πάλι. Τι λες;»


Η νύχτα έκανε ένα δειλό βήμα προς τα κάτω και η μέρα βλέποντας τη πλησίασε πιο κοντά. Σιγά, σιγά μπλέχτηκαν μεταξύ τους, λίγες χλιαρές αχτίδες φωτός μαζί με τη σκιά του φεγγαριού. Η αγκαλιά πήρε διαστάσεις, έγινε φιλί, έγινε ένας μανιασμένος έρωτας που από μέσα του ξεχύθηκαν μπλε, μωβ και πορτοκαλί ανταύγειες. 

Κάπως έτσι βγήκε το σούρουπο. Γλυκάθηκαν μετά και έφτιαξαν και το ηλιοβασίλεμα. Δύο εραστές που συναντιόντουσαν κάθε μέρα, δυο φορές. Βρήκαν ένα σκοπό ύπαρξης και έγιναν οι ζωγράφοι του ουρανού μας. Τα ανακατέματα τους από τότε έδιναν τις πιο ενδιαφέρουσες αποχρώσεις, τις καλύτερες στιγμές.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΟΜΜΑΤΙ



http://ithaque.gr/wp-content/uploads/2011/09/lonely-stone.jpg
Λαξεύεις ένα σώμα.
Το δικό σου σώμα.
Το σμιλεύεις με σκοτούρες και «ωχ θεούλη μου».
Κάθε μέρα που περνάει μια σκοτούρα την παραμονεύει.
Περνάς πολλά και πέρασες ακόμα περισσότερα.
Το ξέρω.
Μην ανησυχείς μάτια μου, το ξέρω και καρτερώ.
Να καρτεράς και συ λοιπόν.
Αυτό που θα αφήσει η αξίνα στο τέλος θα είσαι εσύ.
Το πελέκημα θα αφήσει πίσω του το καλύτερο σου κομμάτι.
Τον αληθινό σου εαυτό.
Θα κοιτάς τριγύρω, όλα εκείνα τα τρίμματα σου που έγδαρε η αξίνα,
και θα αναρωτιέσαι πως στο διάβολο τα κουβαλούσες τόσο καιρό.
Θα έχει μείνει το καλύτερο σου κομμάτι στο τέλος,
για να τα φέρεις βόλτα.
Και θα τα καταφέρεις.
Όπως και εγώ τα κατάφερα.
Ένα μόνο χαλίκι.

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ... ΑΝΤΙΟ



 http://nieuws.web.nl/wp-content/uploads/2012/01/bevroren-172x172.jpg

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του ακούγοντας το στομάχι του να γουργουρίζει. Έστριψε μέσα στην κουζίνα, έριξε ένα χασμουρητό και έκανε πως ανοίγει το ψυγείο. Αυτόματες κινήσεις, καθημερινές, μαχμουρλίδικες. Το ένα του μάτι έπεσε πάνω στο post it που ήταν κολλημένο στην πόρτα, ενώ το άλλο συνέχιζε τον ύπνο του. Άφησε το πόμολο του ψυγείου και ξεκόλλησε το κίτρινο χαρτάκι. Το έφερε μπροστά του και διάβασε:

«καλημέρα και… αντίο»

Το έβαλε μέσα στου χούφτα του και το τσαλάκωσε. Μετά το πέταξε στο πάτωμα ανάμεσα στις άδειες κονσέρβες και τις στάχτες των τσιγάρων. Το χαρτί έπεσε πάνω στο κέλυφος μιας κατσαρίδας η οποία άρχισε να τρέχει κουνώντας τις κεραίες της πανικόβλητη. 

Τράβηξε την πόρτα του ψυγείου. Δεν υπήρχε τίποτε απολύτως εκεί μέσα. Εδώ και καιρό δεν είχε τίποτα μέσα αλλά αυτός επέμενε να το ανοίγει κάθε πρωί. Κεκτημένη ταχύτητα παρελθούσας φυσιολογικής ζωής μάλλον λεγόταν αυτό. Τότε που δεν ήξερε τι στο διάολο σημαίνουν τα αρχικά του ΟΑΕΔ και κανένας δεν τον είχε εγκαταλείψει. Ήταν μέσα του μήνα και όλο το επίδομα είχε φαγωθεί. Οι κονσέρβες είχαν φαγωθεί. Η ζωή του στέρευε και κείνη. Εκείνη η αγάπη είχε στερέψει αφήνοντας του παρακαταθήκη ένα κίτρινο χαρτάκι. 

Άφησε  την πόρτα να γύρει στο πλάι και έβγαλε έξω όλα τα συρταράκια,  τα ραφάκια και τα ψιλικοκακια που υπήρχαν εκεί. Τα άφησε στο πάτωμα και αυτά. Σήκωσε το ένα του πόδι και μπήκε μέσα στην συντήρηση. Τύλιξε τα μέλη του ένα γύρο από τον κορμό του και μετά έκλεισε την πόρτα. Στην αρχή ήταν σκέτη δροσιά, στη συνέχεια άρχιζε να μη νιώθει και πολλά. Αυτό ήθελε. Να μη νιώθει και πολλά.

Αν δε του έκοβαν το ρεύμα δε θα τον έβρισκε κανένας. Η βρώμα ήταν τέτοια που μέχρι και οι κατσαρίδες πήραν δρόμο από εκεί μέσα.