Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ



Όλες αυτές οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Όλα αυτά τα κέρματα που τάισα το μετρό.
Όλα τα δεσίματα των κορδονιών μου.
Και όλα τα λυσίματα τους για να πάω για ύπνο.
Ο ήλιος σηκώνεται.
Το φεγγάρι σηκώνεται.
Τα αστέρια αιωρούνται και πάλι.
Μια μέρα, μια νύχτα.
Άλλη μια μέρα και άλλη μια νύχτα.
Τόσες κινήσεις κάθε μέρα.
Οι ίδιες κινήσεις.
Όλες αυτές οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Να κάνεις μπάνιο για να βγεις έξω.
Να κάνεις μπάνιο με το που μπαίνεις μέσα.
Να στρώσεις το κρεβάτι για να το ξεστρώσεις.
Να κάτσεις στη λεκάνη και να σηκωθείς.
Να σηκωθείς από το κρεβάτι και να κάτσεις.
Να μπεις στο αμάξι και να βγεις.
Να πας για ψωμί και να μπεις στο σπίτι με μισοφαγωμένο το ψωμί.
Να πάρεις τζούρα και να βγάλεις κάπνα.
Ένας κύκλος που γυρίζει.
Μπαίνω και βγαίνω,
ντύνομαι και γδύνομαι,
κάθομαι και σηκώνομαι,
κάνω κέφι και το χάνω,
βάζω το χέρι στη τσέπη για να πάρω το κλειδί,
βάζω το χέρι στη τσέπη να αφήσω το κλειδί.
Άπειρες και άπειρες φορές, ξανά και ξανά.
Δεν το είχα ξανασκεφτεί πριν. Παρά μόνο τώρα.
Τώρα που όλες αυτές οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις είναι σταγόνες κινέζικου μαρτυρίου.
Τώρα που θέλω να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού με μαγικές σουσαμένιες λέξεις.
Τώρα που θέλω να κάνω μπάνιο μέσα σε καταρράκτες.
Τώρα που θέλω να πάω σπίτι με τους ταράνδους του Αι-Βασίλη.
Τώρα μου ήρθαν τα μιζεροτριψίματα μια ημέρας που μπορούσε να είναι και καλύτερη.
Σίγουρα ίδια με τη χθεσινή, και όσο για την αυριανή δεν θέλω να κάνω προβλέψεις.
Αφήνω στη μοίρα να κάνει και καμιά δουλειά.
Τουλάχιστον να κάτσει και να σκεφτεί κάνα καλό κόλπο για αλλαγή.
Συνήθως είναι καλή με κάτι τέτοια, απλά τώρα τελευταία και αυτή έχει βαλτώσει λίγο.
Δεν την κακίζω.
Όλοι έχουμε τις κακές μας στιγμές.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΣΟΥΡΟΥΠΩΝΕΙ



https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8VJ270EKQSazt9W_nG66EZF215iE6WLBReAvbx6WlW46uI4qsRiXqleLxz4QWLnztrn7aLrTrhifDwARQrRbp9L70GHJdvpjvjQr3ElUOLHykrQcE3z0z2AnAC2BwWuNmvmFbpB7JUXw/s1600/vuzantio-vasileuousa.jpg

«άντε τώρα, σειρά σου» 

Είπε η μέρα στη νύχτα.

«Φοβάμαι να βγω εκεί έξω. Με το που εμφανίζομαι γίνονται όλα τα στραβά. Οι πόρνες βγαίνουν για το νυχτοκάματο ταλαιπωρημένες ήδη στους δρόμους, πρεζάκια κατεβάζουν τζαμαρίες για μια δόση, φονιάδες παρακαλάνε για λίγο αίμα. Δε μπορώ αυτή την ιστορία κάθε τρείς και λίγο με το που βγαίνω» 

«Και πως το σκέφτεσαι τώρα; Να βαρέσω διπλοβάρδια;»

«Ονειρεύομαι μια λευκή νύχτα σαν εκείνες στα βόρεια. Να ξαποστάσω και εγώ λιγάκι.»

«Σκέψου όμως και όλα τα ωραία που περνάς! Εκείνα τα ζευγαράκια στο λόφο του Στρέφη, τον ησυχασμό από τον πρωινό κάματο ενός εργάτη. Σκέψου τις βόλτες στις πλατείες και την απόλυτη σιωπή μέσα στα δάση, ή τα άγρυπνα μάτια της κουκουβάγιας.» 

«Δε μπορώ άλλο. Σε παρακαλώ μείνε αυτή τη νύχτα και κάνε την μέρα για μια μόνο ημέρα.»

«Έχω μια καλύτερη ιδέα. Καθότι και εγώ είμαι πολύ κουρασμένη, μπουχτισμένη από τους καταιγιστικούς ρυθμούς που βλέπω τον κόσμο να τρέχει εδώ και κει και πέρα για πέρα τσουρουφλισμένη από τις αχτίδες του ήλιου στο λευκό μου ανοιξιάτικο δέρμα, θα πρέπει να σου προτείνω κάτι άλλο»

«Ακούω» 

«Κοίτα να δεις. Εμείς οι δύο στην ουσία δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε. Μας έχουν δώσει τους ρόλους μας και μέχρι στιγμής τα πάμε μια χαρά. Ποτέ δε ζήσαμε η μια μέσα στον κόσμο της άλλης. Εσύ μου λες για φονικά και εγώ μπορώ να σου πω για τα όσα λοξά βλέπω στο φώς μου. Πάντα σε ζήλευα, και πάντα με ζήλευες. Αυτό που απομένει είναι να βρεθούμε για λίγο η κάθε μια στη θέση της άλλης. Αυτό μόνο μια αγκαλιά το καταφέρνει. Δώσε μου μια αγκαλιά και όλα θα φτιάξουν πάλι. Τι λες;»


Η νύχτα έκανε ένα δειλό βήμα προς τα κάτω και η μέρα βλέποντας τη πλησίασε πιο κοντά. Σιγά, σιγά μπλέχτηκαν μεταξύ τους, λίγες χλιαρές αχτίδες φωτός μαζί με τη σκιά του φεγγαριού. Η αγκαλιά πήρε διαστάσεις, έγινε φιλί, έγινε ένας μανιασμένος έρωτας που από μέσα του ξεχύθηκαν μπλε, μωβ και πορτοκαλί ανταύγειες. 

Κάπως έτσι βγήκε το σούρουπο. Γλυκάθηκαν μετά και έφτιαξαν και το ηλιοβασίλεμα. Δύο εραστές που συναντιόντουσαν κάθε μέρα, δυο φορές. Βρήκαν ένα σκοπό ύπαρξης και έγιναν οι ζωγράφοι του ουρανού μας. Τα ανακατέματα τους από τότε έδιναν τις πιο ενδιαφέρουσες αποχρώσεις, τις καλύτερες στιγμές.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΟΜΜΑΤΙ



http://ithaque.gr/wp-content/uploads/2011/09/lonely-stone.jpg
Λαξεύεις ένα σώμα.
Το δικό σου σώμα.
Το σμιλεύεις με σκοτούρες και «ωχ θεούλη μου».
Κάθε μέρα που περνάει μια σκοτούρα την παραμονεύει.
Περνάς πολλά και πέρασες ακόμα περισσότερα.
Το ξέρω.
Μην ανησυχείς μάτια μου, το ξέρω και καρτερώ.
Να καρτεράς και συ λοιπόν.
Αυτό που θα αφήσει η αξίνα στο τέλος θα είσαι εσύ.
Το πελέκημα θα αφήσει πίσω του το καλύτερο σου κομμάτι.
Τον αληθινό σου εαυτό.
Θα κοιτάς τριγύρω, όλα εκείνα τα τρίμματα σου που έγδαρε η αξίνα,
και θα αναρωτιέσαι πως στο διάβολο τα κουβαλούσες τόσο καιρό.
Θα έχει μείνει το καλύτερο σου κομμάτι στο τέλος,
για να τα φέρεις βόλτα.
Και θα τα καταφέρεις.
Όπως και εγώ τα κατάφερα.
Ένα μόνο χαλίκι.

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ... ΑΝΤΙΟ



 http://nieuws.web.nl/wp-content/uploads/2012/01/bevroren-172x172.jpg

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του ακούγοντας το στομάχι του να γουργουρίζει. Έστριψε μέσα στην κουζίνα, έριξε ένα χασμουρητό και έκανε πως ανοίγει το ψυγείο. Αυτόματες κινήσεις, καθημερινές, μαχμουρλίδικες. Το ένα του μάτι έπεσε πάνω στο post it που ήταν κολλημένο στην πόρτα, ενώ το άλλο συνέχιζε τον ύπνο του. Άφησε το πόμολο του ψυγείου και ξεκόλλησε το κίτρινο χαρτάκι. Το έφερε μπροστά του και διάβασε:

«καλημέρα και… αντίο»

Το έβαλε μέσα στου χούφτα του και το τσαλάκωσε. Μετά το πέταξε στο πάτωμα ανάμεσα στις άδειες κονσέρβες και τις στάχτες των τσιγάρων. Το χαρτί έπεσε πάνω στο κέλυφος μιας κατσαρίδας η οποία άρχισε να τρέχει κουνώντας τις κεραίες της πανικόβλητη. 

Τράβηξε την πόρτα του ψυγείου. Δεν υπήρχε τίποτε απολύτως εκεί μέσα. Εδώ και καιρό δεν είχε τίποτα μέσα αλλά αυτός επέμενε να το ανοίγει κάθε πρωί. Κεκτημένη ταχύτητα παρελθούσας φυσιολογικής ζωής μάλλον λεγόταν αυτό. Τότε που δεν ήξερε τι στο διάολο σημαίνουν τα αρχικά του ΟΑΕΔ και κανένας δεν τον είχε εγκαταλείψει. Ήταν μέσα του μήνα και όλο το επίδομα είχε φαγωθεί. Οι κονσέρβες είχαν φαγωθεί. Η ζωή του στέρευε και κείνη. Εκείνη η αγάπη είχε στερέψει αφήνοντας του παρακαταθήκη ένα κίτρινο χαρτάκι. 

Άφησε  την πόρτα να γύρει στο πλάι και έβγαλε έξω όλα τα συρταράκια,  τα ραφάκια και τα ψιλικοκακια που υπήρχαν εκεί. Τα άφησε στο πάτωμα και αυτά. Σήκωσε το ένα του πόδι και μπήκε μέσα στην συντήρηση. Τύλιξε τα μέλη του ένα γύρο από τον κορμό του και μετά έκλεισε την πόρτα. Στην αρχή ήταν σκέτη δροσιά, στη συνέχεια άρχιζε να μη νιώθει και πολλά. Αυτό ήθελε. Να μη νιώθει και πολλά.

Αν δε του έκοβαν το ρεύμα δε θα τον έβρισκε κανένας. Η βρώμα ήταν τέτοια που μέχρι και οι κατσαρίδες πήραν δρόμο από εκεί μέσα.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

ΘΥΜΑΜΑΙ


 http://itzikas.files.wordpress.com/2013/02/gustav-klimt-gli-amanti.jpg


Μου έδειχνε τα σύννεφα θυμάμαι. Το θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν απογευματάκι και την είχαμε αράξει κάτω από ένα πεύκο που βρισκόταν στην παραλία. Είχαμε εξαντληθεί από το κολύμπι και το κυνηγητό μέσα στη θάλασσα. Κάναμε πατητές ο ένας στον άλλο σα πρόφαση για να αγγίξουμε όσα ντρεπόμασταν να αγγίζουμε σε κοινή θέα. Το νερό ήταν μιας πρώτης τάξεως κάλυψη για δύο παθιασμένους εφήβους.

"Κοίτα τα σύννεφα, τι καταπληκτικά σχήματα που έχουν φτιάξει!". Είχε σηκώσει το δάκτυλο της δείχνοντας μου ψηλά γέρνοντας το κεφάλι της στο λαιμό μου. Ο καιρός και ο ουρανός ως αντικείμενο συζήτησης έχει πολλούς θιασώτες. Αν δεν έχεις τίποτα να πεις τότε τα καιρικά φαινόμενα σου προσφέρουν τη λύση. Από την άλλη, αν είσαι ερωτευμένος, τότε ο ουρανός είναι ό, τι καλύτερο. Οι εραστές έχουν την κατάλληλη δόση αισιοδοξίας για να παρατηρούν το τι συμβαίνει γύρω τους και πάνω στον ουρανό. Ο έρωτας φέρνει κάποιου είδους αισιοδοξία ότι όλα τελικά είναι υπέροχα φτιαγμένα. Προσφέρει εκείνο το πρίσμα για να δει κανείς τα ίδια πράγματα με διαφορετικό μάτι.

Είχε πάρει να φυσά ένα αποχαυνωτικό αεράκι, ρίχνοντας πευκοβελόνες πάνω στα κεφάλια μας. 

Γελάσαμε, θυμάμαι. 

"Σουρουπώνει". Μια ξέπνοη λέξη δίπλα στο αυτί μου. Είχε κουρνιάσει για τα καλά πάνω μου. Τι γλυκιά ευτυχία! Έχωσα το χέρι μου κάτω από την μπλούζα της και μια δρασκελοδαχτυλιά έφερε την παλάμη μου πάνω στο στήθος της. 

"Ναι, σουρουπώνει...". Ο έρωτες με έκανε παντελώς ηλίθιο. Το μόνο που κατάφερνα να κάνω ήταν να επαναλαμβάνω τα λόγια της. Το δέρμα της ήταν γεμάτο τεντωμένους πόρους από την απογευματινή δροσούλα. Οι μισοβρεγμένες μας μπλούζες δε βοηθούσαν ιδιαίτερα και έπρεπε να σκεφτούμε κάτι γι' αυτό. Μετακίνησα την παλάμη μου ανάμεσα στα στήθη της. Τα ήθελα όλα θυμάμαι. Με το ένα μου χέρι να την γραπώνω ολόκληρη σαν άλλος γίγαντας. Με πέντε δάκτυλα άγγιζα δύο στήθη.

"Σα κάποιος να τρύπωσε κάτω από την μπλούζα μου!". Είπε και βούλιαξε περισσότερο πάνω μου.

"Κάποιος βούλιαξε στην μπλούζα σου". Απάντησε ο ηλίθιος μέσα μου. Στην άκρη των χειλιών μου κρέμονταν ένα χαμόγελο σαν εκείνα μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Το χέρι μου - ευτυχώς - είχε πάψει από ώρα να δέχεται εντολές από το μυαλό μου. Έκανε τα δικά του μέσα στην μπλούζα της, έχοντας τις δικές του ατάκες να πει. Το δέρμα της είχε ηρεμήσει κάπως. Είχε ζεσταθεί από την παλάμη μου που μια ακουμπούσα από την κανονική και μια από την ανάστροφη. Πήγαινα σα καΐκι πάνω στα κύματα του στήθους της. Ανηφόριζα στο κύμα με τα μάτια γουρλωμένα και κατέβαινα με μια ηρεμία ότι είχα κατακτήσει τα πάντα στον κόσμο και άλλο δεν έχει.

"Θα ήταν όμορφα να μου κάνεις έρωτα κάτω από το πεύκο". Μίλησε για άλλη μια φορά πρώτη. Κάτι είχα πάθει και δεν έδινα μεγάλη σημασία στα λόγια. Έτσι θυμάμαι τουλάχιστον τον εαυτό μου εκείνο το απόγευμα, μαζί της.

"Θα ήταν όμορφα να σου κάνω έρωτα οπουδήποτε". Κατάφερα και έκανα την πρώτη μου προσπάθεια μιας κάπως αβανταδόρικης απάντησης.

Έπιασε το χέρι-εισβολέα και το τράβηξε έξω από την μπλούζα της. Σηκώθηκε όρθια μπροστά μου. Εκεί πίσω, πίσω της, υπήρχαν ένα τσούρμο αστέρια καλοκαιρινής νυκτός που αχνόφεγγαν στο απερχόμενο σούρουπο. Υπήρχε κάπου ένα φεγγάρι. Υπήρχε ένας άνεμος. Παντού ο άνεμος. Μας έπαιρνε και μας σήκωνε. Πίσω της υπήρχαν τα κύματα που σιγά σιγά αποτραβιόντουσαν από την ακτογραμμή και οι τελευταίες πετσέτες λουόμενων που ριχνόντουσαν μέσα σε τσάντες. Σημασία δεν έδινα για το τι συνέβαινε εκεί πίσω και εκεί πάνω και εκεί παντού.

Ήταν όρθια μπροστά μου και μου έδινε το χέρι της. Το έπιασα και με οδήγησε σε ένα σημείο πίσω από έναν αμμόλοφο. Κάτσαμε απέναντι ο ένας στον άλλον. Ο κάθε ένας μας στα δικά του γόνατα. Δεν ήμουν ρομαντικός αλλά της έπιασα το μάγουλο. Είχα τόσα να αποκάμω μαζί της που αυτό έμοιαζε με ένα είδος πολυτέλειας ή τουλάχιστον άσκοπης καθυστέρησης. Χρόνια μετά έμαθα ότι ακριβώς αυτές οι κινήσεις είναι που σέρνουν το γαϊτανάκι όλων των υπόλοιπων εικόνων. Έβγαλε την μπλούζα της και την πέταξε στο πλάι. Την τράβηξα πάνω μου, γέρνοντας την λίγο για να πέσει πάνω στην άμμο. Βουλιάξαμε για τα καλά τότε θυμάμαι. Κάθε μέρα βουλιάζαμε όλο και πιο βαθιά σε κείνον τον αμμόλοφο. Μέχρι και μια καλοκαιρινή μπόρα είχαμε φάει μέσα στα αγκομαχητά μας. Η βροχή μου ξέπλενε την πλάτη έως ότου η γούβα που είχε σχηματιστεί γίνει κανονική λίμνη με μας να επιπλέουμε μέσα της.

Μετά από εκείνες μας τις πάλες πάντοτε τρέχαμε, γυμνοί όπως ήμασταν, προς την θάλασσα. Όποιος έφτανε πρώτος θα παίδευε τον άλλον μέσα στο νερό. Αγαπημένο μας παιχνίδι. Εκείνος που έχανε δε θα έπρεπε να αντιδράσει. Δεν είχε το δικαίωμα να απλώσει χέρι ή να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση όσο ο άλλος ασχολούνταν μαζί του.

Συνήθως έβαζα τα δυνατά μου για να βγω πρώτος, παρότι τα πόδια μου έτρεμαν. Μου άρεσε να την βλέπω να παιδεύεται και να πρέπει να ακολουθήσει τους άγραφους νόμους του παιχνιδιού μας. Δεν ήταν λίγες οι φορές όμως που καμωνόμουν τον αδύναμο και έχανα. Με βουτούσε μετά στο νερό και ξεκινούσε να με φιλάει και να με χαϊδεύει. Το απολάμβανα αλλά στο τέλος πάντα έχανα για άλλη μια φορά. Γεμίζαμε με τους χυμούς μας τη σκούρα θάλασσα, ταξιδεύοντας και κείνοι στο κύμα σα και μας. Ποτέ δεν κατάφερνα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και στο τέλος την αγκάλιαζα μέσα στο νερό. Οι κανόνες όμως ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Εκείνος που δεν κατάφερνε να συγκρατήσει τα χέρια του θα έπρεπε να τρέξει ξανά στον αμμόλοφο και να φέρει τα ρούχα του άλλου για να τον ντύσει. Αυτό ήταν σκέτο μαρτύριο. Δεν άντεχα να την ντύνω. Ήταν σα να πακετάριζα τις αποσκευές μου, φεύγοντας από τη γη της επαγγελίας.

Έτσι θυμάμαι. Έτσι ήταν. Και ακόμα έτσι είναι.