Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΟΜΜΑΤΙ



http://ithaque.gr/wp-content/uploads/2011/09/lonely-stone.jpg
Λαξεύεις ένα σώμα.
Το δικό σου σώμα.
Το σμιλεύεις με σκοτούρες και «ωχ θεούλη μου».
Κάθε μέρα που περνάει μια σκοτούρα την παραμονεύει.
Περνάς πολλά και πέρασες ακόμα περισσότερα.
Το ξέρω.
Μην ανησυχείς μάτια μου, το ξέρω και καρτερώ.
Να καρτεράς και συ λοιπόν.
Αυτό που θα αφήσει η αξίνα στο τέλος θα είσαι εσύ.
Το πελέκημα θα αφήσει πίσω του το καλύτερο σου κομμάτι.
Τον αληθινό σου εαυτό.
Θα κοιτάς τριγύρω, όλα εκείνα τα τρίμματα σου που έγδαρε η αξίνα,
και θα αναρωτιέσαι πως στο διάβολο τα κουβαλούσες τόσο καιρό.
Θα έχει μείνει το καλύτερο σου κομμάτι στο τέλος,
για να τα φέρεις βόλτα.
Και θα τα καταφέρεις.
Όπως και εγώ τα κατάφερα.
Ένα μόνο χαλίκι.

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ... ΑΝΤΙΟ



 http://nieuws.web.nl/wp-content/uploads/2012/01/bevroren-172x172.jpg

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του ακούγοντας το στομάχι του να γουργουρίζει. Έστριψε μέσα στην κουζίνα, έριξε ένα χασμουρητό και έκανε πως ανοίγει το ψυγείο. Αυτόματες κινήσεις, καθημερινές, μαχμουρλίδικες. Το ένα του μάτι έπεσε πάνω στο post it που ήταν κολλημένο στην πόρτα, ενώ το άλλο συνέχιζε τον ύπνο του. Άφησε το πόμολο του ψυγείου και ξεκόλλησε το κίτρινο χαρτάκι. Το έφερε μπροστά του και διάβασε:

«καλημέρα και… αντίο»

Το έβαλε μέσα στου χούφτα του και το τσαλάκωσε. Μετά το πέταξε στο πάτωμα ανάμεσα στις άδειες κονσέρβες και τις στάχτες των τσιγάρων. Το χαρτί έπεσε πάνω στο κέλυφος μιας κατσαρίδας η οποία άρχισε να τρέχει κουνώντας τις κεραίες της πανικόβλητη. 

Τράβηξε την πόρτα του ψυγείου. Δεν υπήρχε τίποτε απολύτως εκεί μέσα. Εδώ και καιρό δεν είχε τίποτα μέσα αλλά αυτός επέμενε να το ανοίγει κάθε πρωί. Κεκτημένη ταχύτητα παρελθούσας φυσιολογικής ζωής μάλλον λεγόταν αυτό. Τότε που δεν ήξερε τι στο διάολο σημαίνουν τα αρχικά του ΟΑΕΔ και κανένας δεν τον είχε εγκαταλείψει. Ήταν μέσα του μήνα και όλο το επίδομα είχε φαγωθεί. Οι κονσέρβες είχαν φαγωθεί. Η ζωή του στέρευε και κείνη. Εκείνη η αγάπη είχε στερέψει αφήνοντας του παρακαταθήκη ένα κίτρινο χαρτάκι. 

Άφησε  την πόρτα να γύρει στο πλάι και έβγαλε έξω όλα τα συρταράκια,  τα ραφάκια και τα ψιλικοκακια που υπήρχαν εκεί. Τα άφησε στο πάτωμα και αυτά. Σήκωσε το ένα του πόδι και μπήκε μέσα στην συντήρηση. Τύλιξε τα μέλη του ένα γύρο από τον κορμό του και μετά έκλεισε την πόρτα. Στην αρχή ήταν σκέτη δροσιά, στη συνέχεια άρχιζε να μη νιώθει και πολλά. Αυτό ήθελε. Να μη νιώθει και πολλά.

Αν δε του έκοβαν το ρεύμα δε θα τον έβρισκε κανένας. Η βρώμα ήταν τέτοια που μέχρι και οι κατσαρίδες πήραν δρόμο από εκεί μέσα.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

ΘΥΜΑΜΑΙ


 http://itzikas.files.wordpress.com/2013/02/gustav-klimt-gli-amanti.jpg


Μου έδειχνε τα σύννεφα θυμάμαι. Το θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν απογευματάκι και την είχαμε αράξει κάτω από ένα πεύκο που βρισκόταν στην παραλία. Είχαμε εξαντληθεί από το κολύμπι και το κυνηγητό μέσα στη θάλασσα. Κάναμε πατητές ο ένας στον άλλο σα πρόφαση για να αγγίξουμε όσα ντρεπόμασταν να αγγίζουμε σε κοινή θέα. Το νερό ήταν μιας πρώτης τάξεως κάλυψη για δύο παθιασμένους εφήβους.

"Κοίτα τα σύννεφα, τι καταπληκτικά σχήματα που έχουν φτιάξει!". Είχε σηκώσει το δάκτυλο της δείχνοντας μου ψηλά γέρνοντας το κεφάλι της στο λαιμό μου. Ο καιρός και ο ουρανός ως αντικείμενο συζήτησης έχει πολλούς θιασώτες. Αν δεν έχεις τίποτα να πεις τότε τα καιρικά φαινόμενα σου προσφέρουν τη λύση. Από την άλλη, αν είσαι ερωτευμένος, τότε ο ουρανός είναι ό, τι καλύτερο. Οι εραστές έχουν την κατάλληλη δόση αισιοδοξίας για να παρατηρούν το τι συμβαίνει γύρω τους και πάνω στον ουρανό. Ο έρωτας φέρνει κάποιου είδους αισιοδοξία ότι όλα τελικά είναι υπέροχα φτιαγμένα. Προσφέρει εκείνο το πρίσμα για να δει κανείς τα ίδια πράγματα με διαφορετικό μάτι.

Είχε πάρει να φυσά ένα αποχαυνωτικό αεράκι, ρίχνοντας πευκοβελόνες πάνω στα κεφάλια μας. 

Γελάσαμε, θυμάμαι. 

"Σουρουπώνει". Μια ξέπνοη λέξη δίπλα στο αυτί μου. Είχε κουρνιάσει για τα καλά πάνω μου. Τι γλυκιά ευτυχία! Έχωσα το χέρι μου κάτω από την μπλούζα της και μια δρασκελοδαχτυλιά έφερε την παλάμη μου πάνω στο στήθος της. 

"Ναι, σουρουπώνει...". Ο έρωτες με έκανε παντελώς ηλίθιο. Το μόνο που κατάφερνα να κάνω ήταν να επαναλαμβάνω τα λόγια της. Το δέρμα της ήταν γεμάτο τεντωμένους πόρους από την απογευματινή δροσούλα. Οι μισοβρεγμένες μας μπλούζες δε βοηθούσαν ιδιαίτερα και έπρεπε να σκεφτούμε κάτι γι' αυτό. Μετακίνησα την παλάμη μου ανάμεσα στα στήθη της. Τα ήθελα όλα θυμάμαι. Με το ένα μου χέρι να την γραπώνω ολόκληρη σαν άλλος γίγαντας. Με πέντε δάκτυλα άγγιζα δύο στήθη.

"Σα κάποιος να τρύπωσε κάτω από την μπλούζα μου!". Είπε και βούλιαξε περισσότερο πάνω μου.

"Κάποιος βούλιαξε στην μπλούζα σου". Απάντησε ο ηλίθιος μέσα μου. Στην άκρη των χειλιών μου κρέμονταν ένα χαμόγελο σαν εκείνα μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Το χέρι μου - ευτυχώς - είχε πάψει από ώρα να δέχεται εντολές από το μυαλό μου. Έκανε τα δικά του μέσα στην μπλούζα της, έχοντας τις δικές του ατάκες να πει. Το δέρμα της είχε ηρεμήσει κάπως. Είχε ζεσταθεί από την παλάμη μου που μια ακουμπούσα από την κανονική και μια από την ανάστροφη. Πήγαινα σα καΐκι πάνω στα κύματα του στήθους της. Ανηφόριζα στο κύμα με τα μάτια γουρλωμένα και κατέβαινα με μια ηρεμία ότι είχα κατακτήσει τα πάντα στον κόσμο και άλλο δεν έχει.

"Θα ήταν όμορφα να μου κάνεις έρωτα κάτω από το πεύκο". Μίλησε για άλλη μια φορά πρώτη. Κάτι είχα πάθει και δεν έδινα μεγάλη σημασία στα λόγια. Έτσι θυμάμαι τουλάχιστον τον εαυτό μου εκείνο το απόγευμα, μαζί της.

"Θα ήταν όμορφα να σου κάνω έρωτα οπουδήποτε". Κατάφερα και έκανα την πρώτη μου προσπάθεια μιας κάπως αβανταδόρικης απάντησης.

Έπιασε το χέρι-εισβολέα και το τράβηξε έξω από την μπλούζα της. Σηκώθηκε όρθια μπροστά μου. Εκεί πίσω, πίσω της, υπήρχαν ένα τσούρμο αστέρια καλοκαιρινής νυκτός που αχνόφεγγαν στο απερχόμενο σούρουπο. Υπήρχε κάπου ένα φεγγάρι. Υπήρχε ένας άνεμος. Παντού ο άνεμος. Μας έπαιρνε και μας σήκωνε. Πίσω της υπήρχαν τα κύματα που σιγά σιγά αποτραβιόντουσαν από την ακτογραμμή και οι τελευταίες πετσέτες λουόμενων που ριχνόντουσαν μέσα σε τσάντες. Σημασία δεν έδινα για το τι συνέβαινε εκεί πίσω και εκεί πάνω και εκεί παντού.

Ήταν όρθια μπροστά μου και μου έδινε το χέρι της. Το έπιασα και με οδήγησε σε ένα σημείο πίσω από έναν αμμόλοφο. Κάτσαμε απέναντι ο ένας στον άλλον. Ο κάθε ένας μας στα δικά του γόνατα. Δεν ήμουν ρομαντικός αλλά της έπιασα το μάγουλο. Είχα τόσα να αποκάμω μαζί της που αυτό έμοιαζε με ένα είδος πολυτέλειας ή τουλάχιστον άσκοπης καθυστέρησης. Χρόνια μετά έμαθα ότι ακριβώς αυτές οι κινήσεις είναι που σέρνουν το γαϊτανάκι όλων των υπόλοιπων εικόνων. Έβγαλε την μπλούζα της και την πέταξε στο πλάι. Την τράβηξα πάνω μου, γέρνοντας την λίγο για να πέσει πάνω στην άμμο. Βουλιάξαμε για τα καλά τότε θυμάμαι. Κάθε μέρα βουλιάζαμε όλο και πιο βαθιά σε κείνον τον αμμόλοφο. Μέχρι και μια καλοκαιρινή μπόρα είχαμε φάει μέσα στα αγκομαχητά μας. Η βροχή μου ξέπλενε την πλάτη έως ότου η γούβα που είχε σχηματιστεί γίνει κανονική λίμνη με μας να επιπλέουμε μέσα της.

Μετά από εκείνες μας τις πάλες πάντοτε τρέχαμε, γυμνοί όπως ήμασταν, προς την θάλασσα. Όποιος έφτανε πρώτος θα παίδευε τον άλλον μέσα στο νερό. Αγαπημένο μας παιχνίδι. Εκείνος που έχανε δε θα έπρεπε να αντιδράσει. Δεν είχε το δικαίωμα να απλώσει χέρι ή να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση όσο ο άλλος ασχολούνταν μαζί του.

Συνήθως έβαζα τα δυνατά μου για να βγω πρώτος, παρότι τα πόδια μου έτρεμαν. Μου άρεσε να την βλέπω να παιδεύεται και να πρέπει να ακολουθήσει τους άγραφους νόμους του παιχνιδιού μας. Δεν ήταν λίγες οι φορές όμως που καμωνόμουν τον αδύναμο και έχανα. Με βουτούσε μετά στο νερό και ξεκινούσε να με φιλάει και να με χαϊδεύει. Το απολάμβανα αλλά στο τέλος πάντα έχανα για άλλη μια φορά. Γεμίζαμε με τους χυμούς μας τη σκούρα θάλασσα, ταξιδεύοντας και κείνοι στο κύμα σα και μας. Ποτέ δεν κατάφερνα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και στο τέλος την αγκάλιαζα μέσα στο νερό. Οι κανόνες όμως ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Εκείνος που δεν κατάφερνε να συγκρατήσει τα χέρια του θα έπρεπε να τρέξει ξανά στον αμμόλοφο και να φέρει τα ρούχα του άλλου για να τον ντύσει. Αυτό ήταν σκέτο μαρτύριο. Δεν άντεχα να την ντύνω. Ήταν σα να πακετάριζα τις αποσκευές μου, φεύγοντας από τη γη της επαγγελίας.

Έτσι θυμάμαι. Έτσι ήταν. Και ακόμα έτσι είναι.


Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΦΟΒΟΣ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhXbAW6p8QRjXGEjeyJCjWtnZ3bJWTFx7LbpukABKNewHgSz0sKRM194j40n4UForOas2oT63Md1xZaYasj-lhlRHc5OCp74-U7TdMMhPE8IuqnT7jKpFiY5vKWQjObgPtrbr7XtAoNCqVx/s400/fovos.jpg











Όταν μια αράδα γράφεται, ο τίτλος της κρατιέται για το τέλος. Τις περισσότερες φορές η ιστορία η ίδια παίρνει από το χέρι αυτόν που γράφει και τον τραβάει μαζί της. Ο γραφιάς δε ξέρει συνήθως κατά που πάει. Η βόλτα ξεκινάει με τον ίδιο να μπαίνει σε σκοτεινά μπουντρούμια, σε καταπράσινα λιβάδια, σε καταρράκτες, απέραντες θάλασσες και βάλτους. Στο τέλος της περιήγησης βγαίνει η απόφαση για την πιο κατάλληλη ατάκα για να περιγράψει αυτή τη περατζάδα του γραφιά. Όταν λοιπόν η ιστορία με τραβούσε από το μανίκι, αποφάσιζα τι τίτλος της αρμόζει στο τέλος της και μόνο. Μόνο όταν τελείωνε η βόλτα. Τώρα, σήμερα, τα πράγματα έχουν πάρει όμως άλλη τροπή. Ο τίτλος υπάρχει μπροστά στα μάτια μου από την πρώτη κιόλας λέξη και δεν έχω ιδέα για την βόλτα.

«Φόβος» λοιπόν. Μια μόνο λέξη, ένας τίτλος μιας αράδας λέξεων που έχουν να κάνουν με το συναίσθημα του φόβου. Φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Σήμερα προσπαθώ να διώξω τον φόβο με μια βόλτα στον κόσμο των λέξεων. Δε τρέμω, δε κροταλίζω τα δόντια μου στα σκοτάδια, δε τυλίγομαι σα κουβάρι. Είναι ένα φόβος σιωπηλός. Ένας φόβος από μέσα. Κατακάθεται σιγά σιγά μέσα μου σα φρεσκοαλλεσμένος ελληνικός καφές. Ένας φόβος που αιωρούνταν εδώ και καιρό και τώρα τα μικρά, τόσα δα, κομματάκια του έχουν φτιάξει μια συμπαγή μάζα αληθινού τρόμου στο στομάχι μου.

Τον φόβο όλοι τον έχουμε βιώσει σε κάποια φάση της ζωής μας. Ξέρουμε πολύ καλά πως είναι το να τυλίγεται κανείς σα να προσπαθεί να σώσει την ίδια του την ψυχή. Ο φόβος είναι από μόνος του μια απειλή. Τις περισσότερες φορές είναι απλά μια απειλή χωρίς τίποτε από πίσω της. Ούτε δρεπάνια υπάρχουν εκεί πέρα, ούτε δόντια κοφτερά. Ο φόβος ο ίδιος έχει καλοακονισμένες τις λεπίδες που φεγγοβολάνε στα σκοτάδια ενός τρομοκρατημένου βλέμματος. Έχει στην αρχή μια απόσταση από το θύμα του και όσο ο καιρός περνά και δε του δίνουμε σημασία τότε ολοένα αυτός πλησιάζει, γρατζουνώντας τα μεταλλικά του νύχια στους τοίχους της πραγματικότητας μας. Ο φόβος είναι να μην τον αφήσεις να πλησιάσει πολύ. Πρέπει να του κόψεις τον βήχα με την πρώτη του αχνή λάμψη. Άπαξ και πλησιάσει πολύ τότε θέλει άλλα κόλπα.

Ο φόβος έρχεται από το μέλλον σα ταξιδιώτης στο χρόνο. Μας δείχνει τα δόντια του πριν φύγει ξανά. Αν τελικά φύγει, γιατί δεν είναι λίγες φορές που μπαστακώνεται για τα καλά και δε ξεκουνάει. Τα αποτελέσματα του φόβου όλοι τα γνωρίζουν. Οι φοβισμένοι τουλάχιστον πάρα πολύ καλά. Σφιγμένο στομάχι, ανορεξίες, αϋπνίες, χάνεις βόλτες με φίλους και όρεξη για το κάθε τι στη ζωή σου. Το αποτέλεσμα έχει να κάνει με την ορμή που φαντάζεσαι ότι θα έρθει το μέλλον να σου δώσει την ολοκληρωτική του σφαλιάρα. Αν δε, έχεις και μεγάλη φαντασία, τότε μέσα από εκείνη τη σφαλιάρα ξεπηδάνε και καμιά ντουζίνα λαβές και μπουνιές. Ο φόβος είναι το κόκκινο χαλί που πατάει η τρέλα και η κατάθλιψη. Αυτές ζουν στο παρόν, εκεί, μαζί με σένα και το ίδιο σου το παρόν και δε σε αφήνουν να κάνεις ρούπι. Ο μουσαφίρης από το μέλλον έκανε αρμένικη βίζιτα στο χαρωπό σου παρόν και συ δε βλέπεις την ώρα να ξεκουμπιστεί μια και καλή. Να πάει στον αγύριστο.

 Από τη στιγμή που κάποιος γίνεται σκέτο θύμα του φόβου του τότε χρειάζονται άλλα κόλπα για να ξεφύγει. Δε μιλάω για τρελογιατρούς ή ναρκωτικά. Δε μιλάω για προσευχές και μαύρες μαγείες. Δε μιλάω για φιλοσοφία και ψυχανάλυση. Όλα αυτά μπορεί να σώζουν αλλά αξίζει να δοκιμάσει κανείς και πιο απλές μεθόδους πριν επιλέξει τελικά κάτι τέτοιο. Πολλές φορές αρκεί να γυρίσουμε την πλάτη στον φόβο. Όχι για να τον αρνηθούμε αλλά για να κοιτάξουμε πίσω μας. Προς το παρελθόν μας. Οι αιτίες του φόβου είναι σα την υγρασία στην ταράτσα. Δεν ξέρεις από πού ξεκίνησε παρότι ξέρεις που αυτή καταλήγει.  Οι αιτίες του φόβου έρχονται από το παρελθόν. Είναι οι μνήμες και οι εμπειρίες μας αυτές που φωνάζουν τον φόβο να έρθει να μας βρει. Αξίζει να αγναντέψουμε μέσα στα χρόνια που αφήσαμε πίσω και να ψαχουλέψουμε. Να σταθούμε δίπλα από κάθε χαμόγελο λαμπρό που θα συναντήσουμε στο δρόμο αυτό και να σκεφτούμε: «Αλήθεια γιατί αυτό το χαμόγελο μας τότε έμοιαζε με μια γαλήνη;». Όσο κοιτάμε προς τα πίσω συλλέγουμε απαντήσεις. Η αναπόληση ταιριάζει με ένα τζάκι αναμμένο ενώ η επαναφορά εμπειριών ταιριάζει με το δρόμο προς την γαλήνη. Ο φόβος περπατάει σε δρόμο διαφορετικό από αυτόν που τα «θέλω» μας βαδίζουν. Όσο τα «θέλω» μας δεν ξεστρατίζουν τότε αποκλείεται οι δρόμοι να συναντηθούν. Θα κοιτάζουμε τους φόβους και δε θα είναι δικοί μας, δε θα είναι καν φόβοι. Θα τους χαιρετάμε σε παράλληλους δρόμους σα το γείτονα πίσω από το φράκτη του σπιτιού μας.

«Δεν είναι έτσι! Ο φόβος έχει να κάνει με το ότι τα πράγματα δεν έρχονται όπως ελπίζαμε". Το σκεφτήκατε αυτό, είμαι σίγουρος, μη φοβάστε να το πείτε. Δεν υπάρχει κάτι λάθος σε αυτό, αλλά δε θα συμφωνήσω μόλα ταύτα. Αυτό που κάποιος ελπίζει και πάλι έχει να κάνει με το παρελθόν και την εμπειρία του από τη ζωή. Ο κάθε ένας από εμάς πιθανός ελπίζει τελείως διαφορετικά πράγματα ή μπορεί και τα ίδια. Αυτό που τελικά μετράει είναι ότι τις πιο πολλές φορές οι ίδιες μας οι ελπίδες δεν είναι καν δικές μας. Τις περισσότερες φορές και όσο μεγαλώνουμε δανειζόμαστε ελπίδες από τριγύρω. Δε βάλαμε το βλέμμα μας να κοιτάξει λίγο πιο βαθιά μέσα μας. Δεν είναι εύκολο αλήθεια να κοιτάζει κανείς μέσα του. Για ποια ελπίδα λοιπόν μου μιλάτε; Για τη δική σας ή για των άλλων; Αν η ελπίδα αυτή είναι δική σας τότε φόβο δε θα νοιώσετε ποτέ. Αν κλέψατε όνειρα από αλλονών τον ύπνο τότε ο ξύπνιος θα είναι σκληρός.

Στα αλήθεια δε μου αρέσει να ακούγομαι σα μάγος σε φυλή Ζουλού ή σαν εγχειρίδιο για μια ευτυχισμένη ζωή. Δε μου αναλογεί ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Δεν έχω τέτοιο σκοπό εξάλλου, ούτε ποτέ είχα μια τέτοια ελπίδα. Σήμερα όμως φοβάμαι και θέλω να τα πω ένα χεράκι στην αφεντιά μου. Να ξεθολώσω λίγο το τοπίο τριγύρω και να βγω προς τα έξω για να ρουφήξω με τα ρουθούνια μου φρέσκο αγέρα. Αυτό μόνο θέλω. Θέλω να του γυρίσω την πλάτη και να κοιτάξω προς τα πίσω. Να με δω παιδί ξανά. Τότε που δε μου άρεσε να δανείζομαι τα όνειρα. Τότε που είχα τα δικά μου Γιατί τα παιδιά, είναι η αλήθεια, έχουν τα δικά τους όνειρα και τις δικές τους ελπίδες. Όταν κανείς μεγαλώνει αρχίζει και στερεύει και κλέβει και ζητιανεύει όνειρα άλλων οι οποίοι με τη σειρά τους δανεισμένα τα έχουν και εκείνοι. Τα παιδιά ξεκινάνε κρατώντας την απλότητα από το χέρι. Φουσκώνουν ένα μπαλόνι με το στόμα και πετάνε μαζί του χωρίς φόβο να πέσουν. Δε φοβούνται επειδή μια ελπίδα τα οδηγεί. Η δική τους. 

Έχω πάρει τώρα στα χέρια μου ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τότε που ήμουν μαθητής. Διαβάζω τις εκθέσεις που έγραφα και γελάω. Όχι με τα ορθογραφικά τους λάθη και τα καλλικατζαρογράμματα μου. Γελάω γιατί είναι σα να διαβάζω τον πιο μεγάλο φιλόσοφο του κόσμου. Έτσι είναι τα παιδιά, φιλόσοφοι από τα γεννοφάσκια τους. Γυρίζω πίσω στο παρελθόν όχι από μια ανάγκη να αναπολήσω αλλά από μια υποχρέωση να σωθώ από τους ίδιους μου τους φόβους και τα όνειρα τα κλεμμένα. Με βλέπω να τρώω μια σοκολάτα και να έχω πασαλειμμένα το στόμα και την μπλούζα μου. Τότε που κάθε δώρο και κέρασμα ήταν δώρο θεού. Τότε που δώρο και να μην υπήρχε το έφτιαχνα μόνος μου. Τότε που δε φοβόμουν όχι γιατί δεν ήξερα αλλά γιατί είχα τις δικές μου βλέψεις. Αυτές με τις οποίες γεννήθηκα. 



Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΠΩ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

Δεν έχω τίποτα να πω στον άνεμο.
"Σφύριζε και λυσσομάνα καταραμένε, λέξη δε θα μου πάρεις από το στόμα"

Δεν έχω λέξεις αλλά ούτε και σκέψεις για σένα αγέρα.
Κρατάω στο στόμα μου ερμητικά κλειστό μη λάχει και μπεις μέσα και μου κλέψεις,
λέξεις, μνήμες, και σκέψεις.

Και με αφήσεις κενό, δερματόκουτο σωστό.
Με αφήσεις ένα φύλλο στο πέρασμα σου, χωρίς τίποτα να θυμάται,
χωρίς τίποτε να ελπίζει.

Δεν έχω τίποτε στα αλήθεια να πω στον άνεμο.
Σφίγγω μόνο το στόμα μου και τον κόβω στα δύο.
Κρατάω για τον εαυτό μου τις λέξεις και τις βλέψεις.

Ο άνεμος τα σκορπίζει όλα τριγύρω μωρό μου.
Ο άνεμος σφυρίζει μέσα από τα χαλάσματα.
Ο άνεμος σηκώνει τη σκόνη ψηλά,
και ρίχνει ολόκληρες λεύκες στα χαμηλά.

Δεν έχω τίποτε να πω στον άνεμο.
Δε μου αρέσουν τα σκορπίσματα του,
δε μου αρέσει η φάτσα του,
δε μου αρέσει που πάει εδώ και κει.

Εχω τις λέξεις μέσα μου,
προσπαθώντας να κρατήσω στην ευθεία την πορεία μου.
Θέλω να μείνω εδώ,
με όλη την αγάπη που μου έλαχε,
άλλη δε θέλω.

Θέλω μόνος μου να φυσάω και να σηκώνω τις θύελλες,
και όταν κάνω λάθη να ρουφάω σα σκούπα τα γρέζια τους.
Να μαζεύω και να σκορπίζω.

Δεν έχω τίποτα να πω στον άνεμο,
ακόμα και τώρα που τόσο ψηλά με έχει σηκώσει.