Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΥΠΝΟ ΣΗΜΕΡΑ Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ.



Δεν είχε ύπνο σήμερα η νύχτα του.
Βγήκε στο μπαλκόνι να βρει την ηρεμία του σκοταδιού.
Εκεί που τίποτα δε κινείται,
Εκεί που ο άνεμος σφυρίζει και αν είσαι τυχερός θα δεις δύο μάτια κουκουβάγιας να σε κοιτάνε.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω λοιπόν.
Κάθισε σε μια καρέκλα και έβαλε το ένα του πόδι πάνω στο άλλο.
Ήταν χάρμα η στιγμή.
Πραγματικά μοναδική.
«Πως από εδώ τέτοια ώρα;»
Ξεσταύρωσε τρομαγμένος τα πόδια του και κοίταξε στο πλάι.
«Ναι εγώ είμαι. Το παρελθόν σου. Τι σε βαραίνει και δεν μπορείς να κοιμηθείς;»
Πάνω στη καρέκλα υπήρχε ένα κάρβουνο.
Κατάμαυρο.
«Τι λάθος έγινε και δε σε παίρνει ο ύπνος;»
Κοίταξε τριγύρω και αφού δεν υπήρχε κανείς εκεί είπε να δώσει μια ευκαιρία.
Μια ευκαιρία κουβέντας με ένα κάρβουνο στο πλάι του.
 «Για σένα δε με παίρνει ο ύπνος. Σκέφτομαι όλα αυτά που έκανα λάθος στη ζωή μου. Όλη αυτή την μαυρίλα που έχω σκορπίσει στους ανθρώπους που αγαπώ και στον ίδιο μου τον εαυτό. Σκέφτομαι τις λάθος μου επιλογές και δε με παίρνει ο ύπνος.»
«Έχω τη λύση για σένα»
«Αν σκέφτεσαι τίποτα ναρκωτικά ή υπνωτικά χάπια, ξέχνα το! Δεν είμαι φίλος. Άντε καμιά βαλεριάνα και πολύ μου είναι.»
 «Να σου γνωρίσω το μέλλον σου. Κοίτα δεξιά σου.»
Έστρεψε το λαιμό του και είδε άλλο ένα κάρβουνο να κάθεται στην καρέκλα δεξιά του.
«Τι στο διάβολο!»
Σηκώθηκε όρθιος και έριξε μια γενναία τσιμπιά στο μπράτσο του.
Πόνεσε είναι η αλήθεια.
«Άουτς» είπε και μετά συνειδητοποίησε ότι όλο αυτό που συμβαίνει είναι αλήθεια.
«Κάτσε κάτω, εμείς οι τρείς έχουμε πολλά να πούμε.»
Ξανάπεσε στην καρέκλα του και κοίταζε πότε δεξιά και πότε αριστερά. Δύο μαύρα κομμάτια από κάρβουνο καθόντουσαν εκεί. Έριξε άλλη μια τσιμπιά στο μπράτσο του και ο πόνος τον ηρέμησε κάπως.
«Αν το παρελθόν μου είναι μαύρο σα κάρβουνο - ένα κάρβουνο σωστό για να λέμε την αλήθεια! – τότε γιατί το μέλλον μου είναι κάρβουνο και αυτό; Θέλετε να μου πείτε κάτι;»
«Μας βλέπεις το ίδιο αλλά είμαστε τελείως διαφορετικά κάρβουνα. Το ένα έμεινε στο παρελθόν. Πάει και έφυγε. Το άλλο μπορείς να το πάρεις στα χέρια σου και να ζωγραφίσεις την υπόλοιπη ζωή σου. Να δώσεις φαντασία στη ζωγραφιά, προοπτική, τις απαραίτητες σκιές. Τι λες;»
Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτηκε για λίγο και μετά άπλωσε το χέρι του στο καρβουνιασμένο του μέλλον. Το χάιδεψε και ένοιωσε τη ζέστη. Σα να ετοιμάζονταν μια φλόγα να πάρει μπροστά.
Στη συνέχεια άπλωσε την παλάμη του και άγγιξε το παρελθόν του. Ήταν κρύο. Σχεδόν παγωμένο.
«Δεν έχουν σημασία οι συγκρίσεις. Μη μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία. Απλά κοίτα δεξιά σου και κοίτα τι μπορείς να κάνεις με αυτό που τώρα έχεις. Είναι τόσο απλό το πράμα!»
«Δεν ξέρω να ζωγραφίζω και δε με ενδιαφέρει να μάθω. Τι στο καλό θα κάνω με ένα κομμάτι κάρβουνο στα χέρια μου;»
«Βάλτο στη φωτιά και ψήσε μια μπριζόλα. Μουντζούρωσε το πρόσωπο σου και έβγα έξω να τρομάζεις τον κόσμο. Δε με νοιάζει το τι θα κάνεις με το μέλλον σου. Αυτό είναι καθαρά δικό σου θέμα.»
«Με τρομάζει κιόλας που δεν έχει βγάλει άχνα. Ούτε κουβέντα δεν έχει πει εδώ και τόση ώρα.»
«Το μέλλον πάντα είναι ντροπαλό. Με το παρελθόν έχει αναπτυχθεί μια οικειότητα ενώ το μέλλον είναι καινούργια φιλία. Το μέλλον ψάχνει καλούς κουμανταδόρους και ένα σωστό καβαλιέρο. Πάρε το στα χέρια σου και χόρεψε. Στην πορεία θα αναπτυχθεί μια φιλία και θα μάθεις τις σωστές κινήσεις. Άντε ξεκίνα.»
Έγειρα και το αγκάλιασα με τα δύο μου χέρια, το σήκωσα ψηλά και το πλησίασα στο στόμα μου.
«Γιατί δε μου μιλάς; Πες μου κάτι. Κάτι από το μακρινό μου μέλλον. Δείξε μου το δρόμο. Πες μου μια κουβέντα.»
«50 ευρώ δώσε μου και σου λέω ότι θέλεις. Δώσε μου τα πενήντα μου ευρώ και θα σου πω ό, τι θέλεις να ακούσεις. Δώσε τα όμως τώρα και μη το παίζεις τρελός. Κάτω είναι ο Ιγκόρ και σε πέντε λεπτά θα ανέβει να σου σπάσει τα μούτρα. Έχει περάσει η ώρα και θα σκεφτεί ότι κάτι πάει στραβά εδώ πέρα.»
Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Μια πόρνη, ξανθιά πόρνη. Δε θυμόταν που την ψάρεψε ή που τον ψάρεψε. Κρατούσε το στήθος της στα δύο του χέρια. Τόσο ζεστό, τόσο σωστό, τόσο καταπονημένο.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έψαξε στην τσέπη του παντελονιού που ήταν γερμένο στην καρέκλα. Της τα έδωσε και εκείνη φόρεσε το φουστάνι της και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Σα να εβλεπε το μέλλον του να φεύγει ήταν.
«Την επόμενη φορά φρόντισε να μη σε πάρει ο ύπνος. Κρίμα είναι να πληρώνεις μόνο για να κοιμάσαι!»
Η πόρτα έκλεισε και εκείνος κοίταξε τα χέρια του. Του έμοιαζαν κατάμαυρα. Ήταν τόσο κουρασμένος όμως. Τόσο εξαντλημένος που άλλο δεν ήθελε. Ούτε να σκεφτεί, ούτε να μελετήσει. Έγειρε στο πλάι, σα βρέφος και έκλεισε το φώς. Άνοιξε τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι.

Δεν είχε ύπνο σήμερα η νύχτα του.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

ΜΙΑ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ ΕΜΕΙΝΕ.

http://jessikawahls.files.wordpress.com/2009/12/poppy-16001.jpg
Κάποιος εχθές μου είπε ότι είμαι αλλού για αλλού. Ότι όλο να ονειρεύομαι θέλω, για έρωτα να μιλώ, και για ξέφρενες νύχτες να συζητώ. Να κοιτάζω τα σύννεφα και τα φεγγάρια, να χαϊδεύω παπαρούνες την άνοιξη και να μαζεύω άνθη αμυγδαλιάς. Με έπιασε από τον σβέρκο και μου έδειξε όλο τον πόνο εκεί πέρα. «Κοίτα αυτόν εκεί, μόλις πέθανε», ή «κοίτα τον ζητιάνο που ζυγίζει πιο λίγο και από το ντενεκεδάκι του». 

Έσκυψα το κεφάλι χάμω σα μετανιωμένο παιδί. Ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Υπήρχε πολύς πόνος εκεί έξω. Υπήρχαν δάκρυα καυτά και ξεσκισμένες σάρκες. Υπήρχε ένας βουβός πόλεμος και μια απειλή θανάτου. Υπήρχε αίμα που πάγωνε στο κρύο και αίμα που έτρεχε δίχως λόγο. 

Του άγγιξα το χέρι στον σβέρκο μου και το χάιδεψα για λίγο. «Το ξέρω» είπα. «Το ξέρω ότι η ζωή δεν είναι γεμάτη με τις παπαρούνες που μαζεύω τώρα. Μη νομίζεις ότι είμαι καμιά χιονάτη με τους επτά νάνους να τρέχουμε στα λιβάδια. Τιμάμε τη θλίψη με ένα γέλιο και ένα όνειρο. Τα δάκρυα που χύνονται πέφτουν στο χώμα. Δε κλείνουν πληγές, δε δίνουν χαρά.» 

Με κοίταξε και τράβηξε το χέρι του από τον λαιμό μου.

«Τι θέλεις να μου πεις; Τι κάνεις για το αίμα που χύνεται εδώ και κει; Τι νόημα έχει να κόβεις τα άνθη από τις αμυγδαλιές τώρα;»

«Κόβω τα άνθη για να τα βάλω στο αυτί μου και να ακούσω τη σοφία τους. Πως μπορούν να ανθίζουν όταν ποτίζονται με τόσα δάκρυα τριγύρω. Θέλω να ακούσω τι έχουν να μου πουν. Ποια είναι η λύση.»

Χωρίσαμε τους δρόμους μας και έσκυψα να μαζέψω μια παπαρούνα από ένα χωράφι κοντά στο σπίτι μου. Ήταν η τελευταία που είχε μείνει στο ξερό το χώμα. Ήταν τόσο κόκκινη, τόσο υπερήφανη θεέ μου! Ήταν τόσο όμορφη που λυπήθηκα να την κόψω.
Σκέφτηκα: «Έστω και τόσο δα από ομορφιά να έχει μείνει σε ενός κρανίου τόπου, δεν αξίζει να ξεπερνιέται. Δεν αξίζει να κοπεί και πολύ περισσότερο να περάσει απαρατήρητη. Η σωτηρία θα έρθει μέσα από την ομορφιά, μέσα από τις κόκκινες παπαρούνες και την ανάγκη του ανθρώπου να τις μαζεύει. 
Υπάρχει τόσος πόνος τριγύρω αλλά εγώ δε θέλω να κλαίω. Δεν φτάνουν τα δάκρυα. Ποτέ δεν έφτασαν τα δάκρυα για τα μάτια που δε βλέπουν τα όμορφα πράγματα τριγύρω. Πρέπει να βλέπουμε την ομορφιά μέσα από τα πτώματα, την κόκκινη παπαρούνα μέσα σε ένα χωράφι που κολυμπάει στο αίμα.»

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ.



Τραντάχτηκε  για λίγο και μετά ξάπλωσε πάνω του αποκαμωμένη.
«Με αγαπάς;»
Εκείνος την κοίταξε και θεώρησε ότι άλλη μια σκηνή θα ξεκινούσε.
«Φυσικά και σε αγαπάω μωρό μου!»
«Το ένοιωσες;»
«Τι να νοιώσω»
«Ένοιωσες όπως και εγώ πριν από λίγο. Την ένταση, το πάθος.»
«Μα και βέβαια τα ένοιωσα» απάντησε εκείνος και τα βλέφαρα του είχαν πάρει να γέρνουν προς τον ύπνο.
«Όταν είσαι μέσα μου νιώθω ολόκληρη, όχι μισή όπως τώρα. Σε θέλω ξανά. Έλα»
«Κάτσε λίγο να ανασυνταχτώ. Περίμενε λιγάκι μικρή μου. Να πάρε ένα τσιγάρο.»
«Δε θέλω τσιγάρα και μπούρδες. Εσένα θέλω και σε θέλω ΜΕΣΑ ΜΟΥ!»
Ήταν αποφασισμένη, έτσι έδειχνε. Αχόρταγη για έρωτα και εκείνος μαραμένος. Πώς να μονιάσουν τώρα; Για αυτό τα ζευγάρια έχουν ανακαλύψει ένα σωρό κόλπα για αυτές τις άβολες στιγμές. Πάνε σινεμά, βγαίνουν στις ταβέρνες, ξαπλώνουν στο πλάι και λένε «αγκάλιασε με τώρα». Πώς να κερδίσει τον χρόνο μαζί της τώρα;
«Για έλα εδώ να σου δώσω ένα φιλί.»
«Δε θέλω φιλιά, κάνε μου έρωτα μόνο.»
«Περίμενε λίγο βρε μωρό, δε γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα.»
«Δε μ’ αγαπάς λοιπόν, δε με θέλεις!»
«Σε θέλω όσο κανείς άλλος. Πειράζει να στο αποδείξω σε δέκα λεπτάκια;»
«ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ. ΦΕΥΓΩ!»
Σηκώθηκε πάνω σα σίφουνας και ήταν τόσο όμορφη. Τόσα πράγματα να αγγίξεις πάνω της, τόσα να γευτείς και άλλα τόσα να της δώσεις. Ήταν μια ονείρωξη εφηβική για τα καλά.
«Μη φεύγεις. Δώσε μου λίγο χρόνο μόνο.»
Εκείνη έβαζε την φούστα της και κούμπωνε το σουτιέν της. Ήταν ό, τι σιχαινόταν περισσότερο στον κόσμο. Μια γυναίκα να ντύνεται! Σκέτη φρίκη. Να φοράει όλα εκείνα τα μπιχλιμπίδια λες και του τόνιζε το τι θα χάσει. Για αυτό οι γυναίκες φορούσαν καλτσόν, σουτιέν και σλιπάκια ενώ οι άντρες μόνο ένα σώβρακο. Οι γυναίκες ήταν καλές στο να θυμίζουν γιατί δεν πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους. Οι περισσότερες ξέρουν να γδύνονται και κάποιες από αυτές ξέρουν και να ντύνονται .  Εκείνη ήταν από τις καλές και στα δύο.
«Όταν είσαι έτοιμος μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Αν θελήσεις να με δεις ξανά, τότε να το ξεχάσεις αμέσως. ΓΕΙΑ.»
Άκουσε το χτύπημα της πόρτας κοιτώντας τη ταυτόχρονα να κλείνει.
Τι περίεργο πράγμα; Η αγάπη τελικά δε μπορούσε να περιμένει ούτε λεπτό. Όλη την ώρα έπρεπε να είσαι σε επαγρύπνηση. Σήκωσε το σεντόνι και κοίταξε στο βάθος. Τζίφος. Όταν κανείς καβατζάρει την εφηβεία τότε θέλει ρέγουλα το πράμα. Η αγάπη όμως πάντα τρέχει με την ίδια ταχύτητα και ξεπορτίζει σα ανεμοστρόβιλος.  
Άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε τις τούφες να ανεβαίνουν και να σκορπίζουν τριγύρω. Άνοιξε την τηλεόραση και έβαλε την αγαπημένη του σειρά. Έπαιζε εκείνη. Ήταν σε ένα καφέ, φορώντας ένα μαύρο φόρεμα με ατελείωτο σχίσιμο στο πλάι. Σταυροπόδι από τα λίγα. Έπινε ένα ποτήρι με σόδα και περίμενε τον καλό της να φανεί. Είχε αργήσει στο ραντεβού και εκείνη ανησυχούσε. Έσφιγγε το ποτήρι και το άφηνε, σκούπιζε τις σταγόνες από το χείλος του και δάγκωνε τα χείλι της.  Ξανασήκωσε το σεντόνι του και τα πράγματα έμοιαζαν  τελείως διαφορετικά. Τι στο διάολο; Λίγη υπομονή ακόμα.
Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό.
«Την κυρία Σκουροπέτρου θα ήθελα. Ποιος τη ζητάει; Ο σκηνοθέτης του «ο έρωτας ποτέ δε ξαποσταίνει. Έχω κάποιον ρόλο για μια νέα μου ταινία.»
Η άλλη άκρη της γραμμής σημείωσε ένα τηλέφωνο πριν τελικά κλείσει.
Ο τίτλος της επόμενης ταινίας του θα ήταν «δε μπορώ να περιμένω την αγάπη». Το αποφάσισε στη στιγμή. Θα της πήγαινε γάντι ο ρόλος παρότι ακόμα δεν είχε γράψει τίποτε γι’ αυτόν. Όπως εξάλλου έκανε και με τις δύο προηγούμενες ταινίες του. Ήταν η μούσα του. Εκείνη που μπαινόβγαινε σα το σχιζοφρενή δολοφόνο στο δωμάτιο του.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;



 http://www.motionteam.gr/photos/19552/350100/photo_594_400.jpg

Οι Κυριακές πάντα ήταν ένα θέμα! 


Οι Κυριακές που ξεκινούσαν με ένα πόνο στη μέση από τον πολύ και καλό ύπνο. Που ξεκινούσαν με ένα βαριεστημένο φτιάξιμο του καφέ και μια τσαλακωμένη πιτζάμα φορεμένη γύρω του την ώρα που τον απολάμβανε κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Οι Κυριακές ήθελαν να τα δώσουν όλα. Να δώσουν ό,τι η εβδομάδα των προηγούμενων ημερών του είχε στερήσει. Έτσι είχε δομηθεί ο σύγχρονος πολιτισμός. Μια ανάσα μέσα στο λαχάνιασμα. Μια λάμψη μέσα στο έρεβος. Μια γωνία με μπουνάτσα μέσα στα κύματα των ωκεανών. Μια Κυριακή ρε διάολε για να αντέξουμε άλλες έξι ημέρες! 


Για εκείνον οι Κυριακές ποτέ δεν ήταν με το μέρος του. Του γυρνούσαν το κεφάλι πέντε σβούρες. Του κατέβαζαν τις πυτζάμες του στο κέντρο της πλατείας και εκείνος κοκκίνιζε από ντροπή. Κοκκίνιζε γιατί δε μπορούσε να τις φέρει με το μέρος του, να τις κάνει να του δώσουν ένα απαλό φιλί στο στόμα, δε μπορούσε να τις συμπαθήσει. Δε μπορούσε να τις φτιάξει για να τον συμπαθήσουν και αυτές. 


Κοντολογίς ήταν από εκείνους τους τύπους που σιχαινόντουσαν τις Κυριακές και ας τον λέγανε Κυριάκο. Κυριακή είχε γεννηθεί, Κυριάκος ο παππούς του λεγόταν. Τι καλύτερο;  Τι άσχετο; Τι θέλαν όλες εκείνες οι Κυριακές που είχαν περάσει από πάνω του να του πούνε; Σα να ήθελαν να του θυμίσουν ότι πρέπει να ξεκουραστεί τώρα γιατί τον περιμένει άλλη μια δύσκολη εβδομάδα. Σα να του έλεγε ο βασανιστής να πάρει δύο ανάσες πριν ξεκινήσει και πάλι το μαστίγωμα.  Πώς να χαρεί τη ζωή μια δόλια ψυχή με τόσο απότομες εναλλαγές; Η ζωή θα έπρεπε να ρέει σα κύμα . Είτε μια καταιγίδα να ναι  με κύματα των δέκα μέτρων, είτε η απαλή κίνηση των αφρόνερων σε μια ακρογιαλιά το καλοκαίρι. Οι απότομες εναλλαγές δε βοηθούσαν κανέναν! Ούτε καν την ίδια την εβδομάδα. 


Εκείνος ρουφούσε το καφεδάκι του στον καναπέ και σκεφτόταν το γιατί να υπάρχει αυτό το σκωτζέζικο ντούζ μέσα στη ζωή του. Ούτε σα Κυριακές ήθελε να ναι η ζωή του αλλά ούτε και αυτό που βίωνε πριν και μετά από αυτές. 


Για να πούμε όμως την πικρή αλήθεια, οι Κυριακές από μόνες τους ήταν μια χαρά. Μια ραστώνη ανέδιδαν, μια ηρεμία, μια βόλτα μέσα στα λιβάδια της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό που δεν άντεχε ήταν η εναλλαγή. Η τόσο απότομη, η επιβεβλημένη.  Σα να του έλεγε κάποιος να ηρεμήσει τώρα, να χαλαρώσει. Σα να του έλεγε να το απολαύσει πριν ξαναπέσει στη μάχη. 

Σήμερα το είχε πάρει απόφαση ότι θα καθόταν μέσα. Δε θα έκανε ούτε ρούπι από τον καναπέ. Σε αυτόν θα διάβαζε ένα βιβλίο, θα χάζευε στην τηλεόραση, θα έτρωγε και θα έριχνε τον μεσημεριανό του υπνάκο. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει αυτόν τον καλοντυμένο κόσμο των Κυριακών. Τον κόσμο που κουβαλούσε το άγχος μιας ηρεμίας-σφήνας.  Τον κόσμο που έβγαινε την ίδια ώρα έξω και αγχωνόταν να κλείσει τραπέζι το μεσημέρι σε ένα εστιατόριο. Άντρες με παρδαλές φόρμες να καπνίζουν πούρα στα καφέ, και γυναίκες με τέλεια κραγιόν να κυνηγάνε τα βλαστάρια τους στις γεμάτες πλατείες των Κυριακών. Σα να έπρεπε όλοι να το παίξουν ευτυχισμένοι και ανέμελοι. Δε γινόταν. Όσο και να το πίεζε κανείς, από όποια πλευρά, απλά δε γινόταν. Τι δηλαδή; Ανέμελος από τη μια μέρα στην άλλη; Σα να λέμε από πρόβατο τίγρης; Δε γινόταν, δε το χωρούσε το μυαλό του. Οι φίλοι τον έλεγαν παράξενο. "Ελα ρε έξω να πάμε τις τσάρκες μας, να πιούμε, να δούμε γυναίκες". Όχι και πάλι όχι. Σήμερα θα καθόταν μέσα. Ήθελε να βουλιάξει, να χαθεί. Δεν ήθελε να αντικρίσει καμιά φάτσα που γελά τις Κυριακές. Υποχρεωτική δεν είναι η χαρά! Ούτε η λύπη εξάλλου! Πρέπει να τα νιώθει κανείς αυτά για να γίνουν σωστά. Να μεγαλώσουν μέσα του και μετά να ξεμπουκάρουν από εκεί. Να ψηθούν για λίγο στα σωθικά του και μετά να πάρουν το δρόμο τους. 


Ήταν της μόδας όμως η ευτυχία πλέον. Άπλωνες ένα καθαρό ρούχο μαζί με το χαμόγελο σου και έβγαινες έξω να το παίξεις ευτυχισμένος. Επιτυχημένος, ολοκληρωμένος. Το απόγευμα οι περισσότεροι από δαύτους μπούκαραν στα σπίτια τους. Με ενοίκιο η ιδιόκτητα. Με γούστο φτιαγμένα ή κιτς του κερατά. Μπούκαραν εκεί μέσα και όλο αυτό χανόταν. Σα τον ηθοποιό που πάει στο καμαρίνι του να ξεβαφτεί και η ηχώ από το χειροκρότημα όλο και ξεμακραίνει αναγκάζοντας τον να μείνει μόνος με τον εαυτό του. 


Η χαρά ήθελε πρόβες, η λύπη ήταν αυτοδίδακτη. Η λύπη ήταν πηγαίο ταλέντο, της έβγαινε με την πρώτη. Η χαρά όμως ήθελε προπόνηση. Όλοι αυτοί οι τύποι της Κυριακής ήταν κατά βάση απροπόνητοι. Απλοί κομπάρσοι της χαράς. Τι να σου κάνει το μια φορά την εβδομάδα; Τι να σου κάνει ένα χαμόγελο σαν αυτοκόλλητο; Τι να σου κάνουν τα ταβερνάκια της Κυριακής και τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα; Τι να σου πουν άλλο, τι; Φτιάξε μια Κυριακή για την υπόλοιπη εβδομάδα. Εδώ σε θέλω. Όχι εκεί, κολλημένο σε μια Κυριακή που όλα θέλεις να τα κάνεις και τίποτα δε γίνεται. Μια εβδομάδα μόνο φτιάξε όπως τη θέλεις και άσε την Κυριακή στην άκρη. Γίνε ο εαυτός σου, γίνε τα όνειρα σου για έξι ημέρες και άσε την Κυριακή να λυσσομανά να χωθεί μέσα τους. 


Ο Κυριάκος έβγαλε τις πιτζάμες του και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Άνοιξε το νερό να τρέχει, να ζεσταθεί. Κοίταξε την μπανιέρα και κατέβασε το εσώρουχο του. Έφερε το κασετοφωνάκι του και έβαλε να παίζει Στέρεο Νόβα. Χώθηκε μέσα στο νερό και άφησε το σώμα του ελεύθερο. Κοίταξε προς τα πάνω τα χνώτα του καυτού ατμού και σκέφτηκε ότι σήμερα ήταν η τέλεια μέρα για να γίνει όλα αυτά που κάποτε ήθελε. Η τέλεια μέρα για το οτιδήποτε. Η τέλεια μέρα για ένα πλύσιμο στην μπανιέρα που από μικρός είχε να κάνει. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το εσώρουχο του στο πάτωμα. Σήκωσε τα πόδια του ψηλά και τα ακούμπησε στο χείλος της μπανιέρας. Βούτηξε το κεφάλι του μέσα στο νερό και το ξαναέβγαλε έξω. Χαμογέλασε πρώτα και μετά τα μάτια του λάμπρυναν. Σήμερα θα ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Θα είχε την ευτυχία της στιγμής. Μέσα στην μέρα θα έφτιαχνε πολλές τέτοιες στιγμές. Θα ξυριζόταν μετά από χρόνια και θα πήγαινε στο μπαλκόνι να πιεί τον καφέ του. Θα μαγείρευε κάτι σε μακαρονάδα και θα άνοιγε εκείνο το κόκκινο μπουκάλι με κρασί που τόσο καιρό λιμπίζονταν. Όταν έπεφτε το σούρουπο θα αυτοσχεδίαζε. Ήταν μια ολόκληρη Κυριακή που έστεκε εκεί. Κάπως θα τα κατάφερνε μαζί της και αυτή τη φορά.  

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΠΕΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ

Σίγουρα δεν είναι καμιά φιλοσοφία αιχμής αλλά στον δικό μου κόσμο αυτό είναι μια πραγματικότητα. Το να γράφει κανείς είναι σα να πετάει τα σκουπίδια του. Πέρα από το ότι σου δίνει μια αίσθηση καθαριότητας, καταλήγεις πάντα να λες "μα καλά όλα αυτά ήταν εδώ μέσα;". Όταν το πράγμα αρχίζει και βρωμάει και κάτι δε σου πάει καλά τότε τα βάζεις όλα μέσα. Αραδιάζεις μερικές λέξεις στο λεπτό με την ίδια λαχτάρα που πετάς τα σκουπίδια στον κάδο. Στη συνέχεια απομένεις να διαβάζεις τις λέξεις σου και ίσως και να χαμογελάς. Πάς και ανοίγεις το ντουλάπι του νεροχύτη και βλέπεις τον κάδο σου πεντακάθαρο, το μυαλό σου ξάστερο. Όλα καλά λοιπόν. Πέφτεις για ύπνο πιο ελαφρύς και μερικές μέρες πετάγεσαι από αυτόν. "Και αν πέταξα κατα λάθος εκείνο το...;" ή "φτου σου ξέχασα το καλαθάκι στο γραφείο!". Ποτέ δε τελειώνει η γραφή. Πάντα κάτι θα μένει που δεν έχει ειπωθεί ή κάτι θα περισσεύει και άντε μετά να το μαζεύεις.
Βέβαια υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να σου φωνάξει ο γείτονας από απέναντι: "ρε χαμένε πάλι εδώ βρήκες να πετάξεις τα σκουπίδια σου!".

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑΡΙΚΟ ΤΩΡΑ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ


http://now24.gr/wp-content/uploads/2013/01/skoupidiariko_533_355.jpg

"Τι θα κάνουμε τώρα;", νιαούρισε δίπλα του όλο μαραζωμένο νάζι. Καθόντουσαν στα σκαλοπάτια της εισόδου της πολυκατοικίας μη κάνοντας τίποτα. Είχε πια βραδιάσει για τα καλά και τα στομάχια τους είχαν πάρει να γουργουρίζουν από εχθές το πρωί.

"Τι θα κάνουμε τίγρη μου;", εκείνος ήταν βαρύθυμος, σα να σκεφτόταν, σα να είχε βαλτώσει. Η ιδιοκτήτρια δεν είχε φανεί σήμερα και τίποτα δεν είχαν να φάνε, ούτε να ξαπλώσουν κάπου τα κορμιά τους μπορούσαν. Κάπου όπου το κρύο θα έλεγες πως έμεινε έξω. Τι να έκανε και αυτή η χριστιανή μια μέρα ολόκληρη! Που χάθηκε έτσι ξαφνικά; 

"Δε ξέρω μωρό μου, κάτι θα σκεφτούμε μην ανησυχείς". Την έσφιξε πάνω του και πλησίασε το στόμα του στο λαιμό της. Χώθηκε μέσα του και έκλεισε τα μάτια. "Αυτό ήταν. Αν εξαρτάσαι από κάποιον αυτά παθαίνεις! Τόσους μήνες καλομάθαμε και στηριζόμασταν πάνω της. Ήθελες τα κι έπαθες τα!", σκέφτηκε λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος. Τι όμορφα που θα ήταν! Να τρώγανε κάτι και να βουλιάζανε αγκαλιά σε ένα ζεστό μέρος σα και αυτό που τους είχε παραχωρήσει εκείνη. Δε πρέπει να έχει περάσει μισός χρόνος που τους μάζεψε, σε άθλια κατάσταση είναι η αλήθεια, από το δρόμο. Δυο αλητάκια που πεινούσαν ήταν και εκείνη ήταν τόσο μόνη, τόσο καλή. Τους μάζεψε και τους έδωσε όλα τα καλά του θεού. Κάθε μέρα κάθονταν μαζί στο σαλόνι της και κοίταζαν την αναμμένη τηλεόραση. Ο ορισμός της θαλπωρής. Τους είχε πάει και σε γιατρό, τους είχε σα παιδιά της και τους φρόντιζε σα δύο μάνες μαζί. 

"Μη κοιμάσαι τώρα! Κάτι πρέπει να κάνουμε. Δε μπορεί να χάθηκε από προσώπου Γής έτσι ξαφνικά! Κάτι συμβαίνει. Θεέ μου πεινάω τόσο πολύ!"
Εκείνος άνοιξε βαριεστημένα τα μάτια του και το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ο σκουπιδοτενεκές στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τα έκλεισε και τα άνοιξε απότομα για άλλη μια φορά. Ο κάδος έστεκε εκεί. Τόσα χρόνια στην αλητεία είχε μάθει όλα τα κόλπα της επιβίωσης στην πόλη. Ήξερε που πετούσαν χρήσιμα πράγματα και που δεν άξιζε τον κόπο να ψάξει κανείς. Αυτή η γειτονιά είχε πλούσιους σκουπιδοτενεκέδες μα το Θεό! Τόσα χρόνια αυτοί τους είχαν κρατήσει στη ζωή. Αυτό θα γινόταν και τώρα λοιπόν. Η καλή του όμως είχε καλομάθει. Δεν ήθελε με τίποτα να γυρίσει στην προηγούμενη της ζωή. Τότε που περπατούσε στους δρόμους και σε κάθε γωνία παραφύλαγε ο φόβος. Τότε που ήταν μέσα στη βρωμιά και τη σκόνη των δρόμων και οι μπουκιές έπεφταν με το στανιό στο στομάχι της. Πως θα της έλεγε κάτι τέτοιο λοιπόν; 

Στο βάθος φάνηκε το σκουπιδιάρικο να πλησιάζει. Κάτι έπρεπε να σκεφτεί και να το κάνει στο δευτερόλεπτο. 
"Μικρή μου πιάστηκα από το καθισιό. Πάω λίγο να περπατήσω και έρχομαι"
Εκείνη τον κοίταξε απορημένη αλλά δεν είπε τίποτα. Ο καλός της σιχαινόταν το περπάτημα σα γάτα το νερό. Μια εκκένωση όμως από το στομάχι της, διέκοψε το συλλογισμό της.

"Άντε καλά, σε περιμένω. Έτσι και αλλιώς που να πάω;"

Σηκώθηκε και τέντωσε το σώμα του. Το φορτηγό πλησίαζε και ό, τι καλό υπήρχε μέσα στον κάδο σε λίγο θα χανόταν. Έδωσε ένα σάλτο και χώθηκε πίσω από ένα αμάξι. Κοίταξε προς την πλευρά της. Όλα καλά, αυτή κοίταζε αλλού. Έφερε ένα γύρο τον ντενεκέ και από την πίσω του πλευρά σκαρφάλωσε πάνω και μετά μέσα του. Ένα σωρό σακούλες υπήρχαν εκεί μέσα. Οι περισσότερες από σούπερ μάρκετ. Κάποιες άλλες ήταν μαύρες. Οι αριστοκράτες της γειτονιάς ήθελαν ειδικές σακούλες ακόμα και για τα σκουπίδια τους! Υπήρχαν κουτάκια από κόκα-κόλες και μπύρες. Οι έφηβοι της γειτονιάς ήταν αυτοί. Δοκίμασε να ανοίξει την πρώτη σακούλα που του φάνηκε κάπως ενδιαφέρουσα. Ήταν από ντελικατέσεν μαγαζί και όλο και κάτι καλό θα έβρισκε μέσα της. Το φορτηγό πρέπει να είχε πλησιάσει αρκετά. Άκουγε τις βρισιές από τον οδηγό και το κοπάνημα των κάδων πιο πέρα. Έχωσε στο στόμα του ένα κομμάτι τυρί και με ένα πήδο βγήκε έξω. Τίναξε τα πόδια του στο δρόμο για να φύγουν τα σκουπίδια που είχαν τυλιχτεί γύρω του και διέσχισε τον δρόμο προς την καλή του. 
Πίσω από το σκουπιδιάρικο περίμενε ένα μαύρο αμάξι. Πολυτελές αμάξι. Από αυτά τα γερμανικά που κουβαλάνε όχι μόνο ολοζώντανους αλλά και πλήρως πεθαμένους. Μια μάρκα για όλα τα γούστα λοιπόν! Με την άκρη του ματιού του είδε δύο τύπους να μεταφέρουν ένα μαύρο κουτί. Μακρόστενο κουτί. Το πήγαιναν προς την πλευρά της. Προς την είσοδο της ιδιοκτήτριας. Κοίταξε καλύτερα και την είδε να απομακρύνεται φοβισμένη από τα σκαλοπάτια της εισόδου και εκείνους να μπαίνουν μέσα με το μαύρο τους κιβώτιο. Η πόρτα άνοιξε και εκείνοι χώθηκαν μέσα της. Μέσα στο σκοτεινό διάδρομο με το μαύρο τους κουτί.

Το σκουπιδιάρικο περνούσε από πίσω ενόσω εκείνος περήφανος και κουνιστός κατευθυνόταν προς εκείνη. Προς τα εκεί που εκείνη είχε αποτραβηχτεί. Τέντωσε το στόμα του, που κρατούσε το τυρί, και την πλησίασε. Εκείνη το πήρε πρόθυμα και το χλαπάκισε στο δευτερόλεπτο.

"Ευχαριστημένη τώρα;". Τρίφτηκε πάνω της και της έγλειψε την πλάτη.

"Μην ανησυχείς μωρό μου, όλα καλά θα πάνε. Να δεις που η κυρία θα προμηθεύτηκε γατοτροφές για όλο τον χρόνο! Θα πήγε να τις παραγγείλει και το κουτί ήρθε πριν από αυτή. Όπου να ναι θα φανεί και δαύτη."

Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε όλο αγάπη. Το ήξερε ότι έτσι θα ήταν τα πράγματα. Είχε δει και εκείνη το τεράστιο κουτί στη είσοδο. Όλα καλά τελικά θα πήγαιναν. Λίγη υπομονή μόνο χρειαζόταν και όλα θα πήγαιναν προς το καλύτερο.
Ακόμα και όταν το κουτί βγήκε έξω δεν έχασαν το θάρρος τους. Δύο γάτες μοναχές φτιάχνουν τα καλύτερα σενάρια. Όταν κανείς είναι μοναχός όλα του φαίνονται μαύρα. Μαύρα σα το βαρύ κουτί που οι άντρες τώρα μπροστά τους έβγαζαν από την είσοδο. Όταν είσαι με παρέα τότε όλα γίνονται πιο εύκολα. Τόσο εύκολα σα το περπάτημα της γάτας πάνω στα κεραμίδια. 

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΔΑΚΤΥΛΑ

http://www.mylady.gr/ImageGen.ashx?image=/media/26562/%CE%94%CE%91%CE%A7%CE%A4%CE%A5%CE%9B%CE%91.jpg&width=460&constrain=true


















Τα δάκτυλα του ανθρώπου μου αρέσουν δουλεμένα. Του άντρα να δείχνουν το παρελθόν και της γυναίκας την φαντασία. Τα δάκτυλα είναι μετά από το βλέμμα το επόμενο στοιχείο που μπορεί κάποιος να πιαστεί για να βγάλει συμπεράσματα. Το πως αυτά κινούνται στο χώρο. Πως αγγίζουν ένα ποτήρι, πως χαιδεύουν μια επιφάνεια, πως γλυστράνε πάνω σε κουπαστές, πως κρατάνε ένα τσιγάρο ή ένα καπέλο μη το πάρει ο άνεμος.

Τα όμορφα δάκτυλα έχουν να κάνουν με τον τρόπο. Τα περιποιημένα με όλα τα υπόλοιπα.

Ρόζοι, παρανυχίδες, σημάδια, σκισίματα απο το κρύο, δεν σκιάζουν ποτέ τη μελετημένη κίνηση ενός χεριού. Ο τρόπος μετράει στα δάκτυλα έτσι όπως και με το βλέμμα συμβαίνει. Δε μετράει το φτιαξίδι αλλά ο τρόπος που βγάζεις από τα μάτια σου όλο αυτό που έχεις μαζεμένο τόσο καιρό μέσα στο μυαλό σου.Τα δάκτυλα είναι ο τρόπος να καταλάβουμε καλύτερα τον κόσμο γύρω μας. Είναι τα πρώτα που μπαίνουν στον αγώνα της κατανόησης του πράγματος που λέγεται ζωή. Άγγιζε μην ακουμπάς. Χαίδεψε μη χασομεράς. Σφίξε πριν να είναι αργά.

Τα δάκτυλα έχουν πολλά περισσότερα να πουν από τις λέξεις τις ίδιες. Ένα χάδι δε χρειάζεται τις λέξεις. Ένα χάδι λέει δύο ποιήματα και μια ιστορία, ένα παραμύθι και εικόνες για να χεις να θυμάσαι για μια ζωή γεμάτη. Ένα σφίξιμο στο μπράτσο σου, ένα πέρασμα πάνω από το μάγουλο σου, ένα μπέρδεμα τους μέσα στα μαλλιά σου. Δάκτυλα κρατάνε το σφυρί και δάκτυλα καθαρίζουν τη φακί. Δάκτυλα σκουπίζουν τα δάκρυα και δάκτυλα τραβάνε γυμνά σώματα, το ένα πάνω στο άλλο . Δάκτυλα με μακρουλά νύχια μπήγονται στη σάρκα, δάκτυλα οργισμένα ή δάκτυλα εκστασιασμένα. Μια γροθιά θα σου ρθει με πέντε δάκτυλα και μια τσιμπιά με δύο. Ενα χάδι έχει τις επιλογές του, και ένα παιχνίδι στο κρεββάτι θα ξεκινήσει από ένα. Τα δάχτυλα ανοίγουν και μαζεύονται, πιέζουν και απομακρύνονται. Είναι ικανά για μια πάλη και μια σκανδάλη. Είναι ικανά να βγάλουν ένα μάτι ή να φορέσουν τα γυαλιά. Είναι σε μικρή απόσταση από ένα κουμπί που τα κάνει όλα ριμαδιό ή πιέζουν το αίμα που τρέχει από μια πληγή, μη φύγει όλο. Τα δάκτυλα κάνουν τον έρωτα πιο όμορφο και είναι εκείνα που κάνουν το ντύσιμο πιο γρήγορο όταν τόσο θέλεις να φύγεις από αυτόν. Τα δάκτυλα τρέχουν πιο γρήγορα από τη ματιά και είναι ικανά για όλα.

Τα δάκτυλα είναι το ικανότερο όργανο του σώματος. Δεν είναι τυχαίο που έχουμε δέκα από δαύτα στα χέρια μας εξάλου!