Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΜΠΟΥΚΑΛΑ




 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgqY6O6C60LvjLaryB7ZMt-bCCNQolkEDSRvFHcjAXl4qw1De2N7rOBUPNV9A754Qk7-8zgbFkEKOMvADGM58oqzRoarbJ1WibqqQthFmQkYxw6Sdd6Zw6UjM-aA8pLU7CfAvUksq0lHLVg/s1600/590_e97c4d6f820e30f8280aff9cd258a431.jpg

Η αλήθεια ήταν ότι κανένας δεν το είχε προβλέψει αυτό. Ξεκίνησε από μια στάλα στο κεφάλι του, την ώρα που περίμενε το λεωφορείο στην στάση.  Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και η δεύτερη του ήρθε κατευθείαν στο μάτι. «Την γκαντεμιά μου μέσα! Σήμερα βρήκα να ξεχάσω την ομπρέλα μου!». Οι επόμενες σταγόνες δεν ήταν τόσο επιεικείς μαζί του. Ξεκίνησαν ένα ρυθμικό κρεσέντο πάνω στο κεφάλι του, λούζοντας τον στο λεπτό. Το νερό ξεκίνησε να φουντώνει μέσα στους δρόμους και τα φρύδια έσταζαν σα ολόγιομα σφουγγάρια. Σήμερα ήταν η σημαντικότερη μέρα στη δουλειά. Θα παρέδιδε το τελικό έργο και από το αποτέλεσμα θα κρινόταν το κεφάλι του ή στην καλύτερη των περιπτώσεων η θέση του στην εταιρία.  Ήταν γεμάτος με άγχος. Άγχος που έφτανε ως τα μεδούλια του. Όλος ο προηγούμενος μήνας έτσι ήταν για εκείνον. Ανεξάντλητα ξενύχτια εργασίας. Δεν ήξερε καλά καλά το γιατί. Γιατί είχε ακολουθήσει αυτό το δρόμο στη ζωή του και τώρα με το ζόρι μπορούσε να οδηγήσει ευθεία σε αυτόν. Προτιμούσε να παρομοιάζει τη ζωή του όχι με έναν δρόμο αλλά με ένα ποτάμι. Η κίνηση να είναι πιο γλυκιά, πιο νανουριστική. ;Ένα απαλό κουπί για κάθε μίλι. Πολλές φορές το προσπαθούσε να ηρεμήσει με αυτόν τον τρόπο, λίγες το κατάφερνε. Η πραγματικότητα τον έφερνε να τραβάει αλλεπάλληλες λαχανιασμένες κουπιές. Και το αφεντικό του έκανε το παν γι’ αυτό. Δέκα χρόνια τώρα προσπαθούσε να τον ξεζουμίσει έως εκεί μη παρέκει Το ποτάμι τώρα φαινόταν να σχηματίζεται μπροστά του, στα ρείθρα του δρόμου. Τα νερά ξεχείλιζαν πάνω από τα κράσπεδα και τις πλάκες του πεζοδρομίου κάνοντας όλους τους πεζούς να τεστάρουν τις δυνάμεις τους. Αυτή η βροχή ήταν ικανή να φέρει τα πάνω κάτω. Αυτή η βροχή ανακάτευε μέσα στο μυαλό του την τελευταία κουβέντα του προϊσταμένου του. «Αν δεν κερδίσουμε αυτή τη δουλειά τότε να ετοιμάσεις τα πράγματα σου.»

Η υγρή αναμπουμπούλα κράτησε κανένα μισάωρο και το λεωφορείο δεν είχε φανεί. Εκείνος κοίταζε πέρα, τα ποτάμια στους δρόμους και έβαλε τα δυνατά του να ηρεμήσει από το άγχος. «Αν αργήσω στη δουλειά θα είμαι νεκρός. Θα μου ρίξουν μπετόν έως τους αστραγάλους και θα με φουντάρουν από το λιμάνι. Θα πάω άπατος.». Η βροχή είχε ξεκινήσει να κοπάζει και εκείνος στεκόταν πιο βρεγμένος και από μια σταγόνα στην άκρη του πεζοδρομίου περιμένοντας το λεωφορείο να φανεί. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στο κέντρο του δρόμου –εκεί από όπου θα φαινόταν το λεωφορείο - και μόνο το ποταμάκι στο πλάι ήταν ικανό να του αποσπάσει την προσοχή. Για την ακρίβεια όχι το ποτάμι το ίδιο αλλά ό, τι τσουλούσε πάνω του. Πάνω εκεί που πριν από λίγο φαινόταν ένα ρείθρο. Κάθε λογής σκουπίδι βρισκόταν εκεί μέσα. Ένας κάδος είχε πέσει λίγο πιο πάνω αδειάζοντας ολόκληρο το σύγχρονο πολιτισμό στην άσφαλτο. Εκεί πέρα, στα βολταρίσματα των σκουπιδιών έβλεπε το πώς τα πέρασε η γειτονιά εχθές το βράδυ. Οι περισσότεροι είχαν φάει το γιαούρτι τους. 2% λιπαρά και παρόλα αυτά ο ύπνος τους δε πρέπει να ήταν ελαφρύς. Γάλατα, και συσκευασίες αυγών, χαρτάκια από βούτυρα και αλεύρια έδειχναν τη φροντίδα της χθεσινής νύχτας. Κέικ ετοιμάστηκαν, φούρνοι άναψαν, οικογένειες συγκεντρώθηκαν στο σπίτι. Κουτάκια μπύρας και χαρτονένια κουτιά από πίτσες φανέρωναν τη χθεσινή ξέφρενη νύχτα του τελικού κυπέλου. 

Το κεφάλι του προσπαθούσε να στραγγίξει και τα πόδια του είχαν παπαριάσει ολόκληρα μέσα στις νοτισμένες κάλτσες του. Η ματιά του παρακολουθούσε όλη την ξέφρενη πορεία των σκουπιδιών. Από τον χαμό στο άγνωστο. Από το τέλος σε μια ελπίδα. Από την ανακύκλωση στο ταξίδι. Βλέποντας το κάθε τι να περνάει από μπροστά του η προσοχή του επικεντρώθηκε σε ένα μπουκάλι. Κόκκινο κρασί πιωμένο, με τον φελλό του αλλού πεσμένο. Μια νύχτα έρωτα ίσως. Μια νύχτα εστιατορίου μπορεί. 750ml καλού κόκκινου κρασιού που καταναλώθηκαν και τώρα τα στομάχια αυτών που το απόλαυσαν θα ξυπνάνε γουργουριστά και χαρούμενα. Ένα μπουκάλι που ταξίδευε στο κύμα ήταν. Εκείνος είχε ξεκινήσει να τρέμει με τα κολλημένα από τη βροχή ρούχα στο δέρμα του. Υπό κανονικές συνθήκες θα γυρνούσε στο σπίτι, θα έκανε ένα ζεστό μπάνιο, θα φορούσε πιτζάμες και θα έγερνε στο κρεβάτι του. Το μπουκάλι που κοιτούσε τώρα τον ταξίδευε. Σα μήνυμα εντός του έμοιαζε ο ίδιος. «Σώσε με» έγραφε. Ήταν σαν ένας τρόπος να φτάσει νωρίς στο γραφείο. Να βγει από το μπουκάλι και να διαβαστεί, να σωθεί, σώζοντας τα σχέδια για το μέλλον του. Ήταν ένα γράμμα που ταξίδευε, ένα μήνυμα στο μπουκάλι, μια ελπίδα ναυαγού.

Το μπουκάλι κατέβαινε με την ορμή από τα λασπόνερα της βροχής και στο βάθος πήρε να φαίνεται ένα λεωφορείο. Ένα μήνυμα σωτηρίας. Ήταν το λεωφορείο του! Ναι, θα πήγαινε στο γραφείο τελικά. Λίγο αργοπορημένος ίσως αλλά αυτό δεν πείραζε, πολύ βρεγμένος στα σίγουρα αλλά αυτό θα ήταν κάτι υπέρ του. Ένας μαχόμενος εργαζόμενος στην αρένα της επιτυχίας. Ένας ταυρομάχος που δεν έπεσε ακόμα. Ακόμα και με τόση βροχή, ήταν εκεί, μπροστάρης στα συμφέροντα της εταιρίας. Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση και εκείνος πήδηξε μέσα του, Το μπουκάλι γλιστρούσε πάνω στο βρώμικο νερό και ταξίδευε. Εκείνος χτύπησε το εισιτήριο του με την ταχύτητα της ελπίδας και το λεωφορείο ξεκίνησε ξανά, στρίβοντας αμέσως δεξιά. Η ματιά του ακολουθούσε τους παφλασμούς του άδειου μπουκαλιού μέσα από το αχνισμένο τζάμι. Οι δρόμοι τους χώριζαν εδώ. Το μπουκάλι θα συνέχιζε την πορεία του. Θα έσωζε και άλλους ναυαγούς.

Την ώρα που το λεωφορείο έστριβε στη γωνία, ένας πεζός καθόταν στο φανάρι. Η πίσω ρόδα του λεωφορείου τινάχτηκε πάνω σε μια λακκούβα της ΔΕΗ και όσο νερό υπήρχε μέσα της προσγειώθηκε πάνω στο φροντισμένο του σμόκιν. Ήταν ένας περίεργος, μάλλον νυσταγμένος τύπος, με αυτό το παράξενο και σίγουρα υπερβολικό ντύσιμο για αυτή την πρωινή ώρα. Δεν αντέδρασε καθόλου. Μέσα από το λεωφορείο όλοι πρόσεξαν το τεράστιο κύμα να προσγειώνεται πάνω του και ενώ όλοι περίμεναν ένα ορυμαγδό από χειρονομίες και σταματημένες από το τζάμι βρισιές, ο πεζός το μόνο που έκανε ήταν να χαμηλώσει αργά το κεφάλι του. Το σώμα του έμεινε ακίνητο. Τέλεια ακίνητο. Καμιά κίνηση, καμία χειρονομία, καμία μα καμία βρισιά. 

Το μπουκάλι που ταξίδευε άδειο από κρασί πέρασε μπρος από τα μάτια του. Ήταν κτήμα Παπαμιχαήλ, κόκκινο του 2008. Ωραίο κρασί. Εκείνο που της άρεσε. Εκείνο που ήπιαν μαζί στο σπίτι της εχθές το βράδυ. Το τελευταίο πράγμα που περίμενε να δει πλέον στον κόσμο τώρα ήταν ακριβώς αυτό. Μετά ερχόταν εκείνη. Δεν είχε δυνάμεις πια, δεν είχε τίποτα, δεν είχε εκείνη. Εκείνη τον άφησε μαζί με τα σκουπίδια που κατέβασε για να πετάξει σήμερα, στον κάδο κάτω από το σπίτι της. Ένα σκουπίδι ήταν και κείνος που πετάχτηκε στη βροχή και ταξίδευε χωρίς συγκεκριμένη πορεία. Μια πρόταση γάμου που μετατράπηκε σε κηδεία. «Τι πιο παράξενο αλήθεια; Εγώ να θέλω να την παντρευτώ την ίδια μέρα που εκείνη θέλησε να με χωρίσει.». Σκέφτηκε για λίγο και μετά σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το λεωφορείο που τον έκανε λούτσα να απομακρύνεται «Τζάμπα το κρασί και η αγάπη μου, τζάμπα το σμόκιν μου και τζάμπα η βροχή που μόνο στη τζαμαρία της έπρεπε τώρα να πέφτει. Με μένα δίπλα της. Λίγο μετά από εμένα μέσα της. Τι κρίμα αλήθεια!». 

Είχε περάσει όλο του το βράδυ περιφερόμενος. Περιφερόμενος στην περιοχή και στην τρέλα. Σήμερα θα έπρεπε να γιορτάζει. Να γιορτάζει το «ναι» της και το καινούργιο έργο που θα κέρδιζε στην εταιρία του. Ήταν χρόνια υπεύθυνος πωλήσεων και αν κατάφερνε να πείσει τον σημαντικότερο πελάτη για το νέο προϊόν θα πέταγε έως την κορυφή της ιεραρχίας. Εμπορικός διευθυντής. Τόσα χρόνια πάλευε για αυτή τη θέση και να που τώρα το λεωφορείο μόλις πέρασε από μπροστά του και εκείνος θα έχανε την παρουσίαση. Αυτό ισοδυναμούσε με τον βάλτωμα του στην εταιρία. Τη θέση θα την έπαιρνε εκείνος ο αχώνευτος ο Πέτρος που είχε τη μισή του εμπειρία και τη μισή του φιλοδοξία. Όπως και να είχε, τώρα τίποτα άλλο δε μετρούσε. Μόνο εκείνη μετρούσε και το «όχι» της. Εκείνο το «δε σε αγαπώ» ήρθε και κάθισε πρώτο πάνω στην καρέκλα του εμπορικού διευθυντή. Αυτό μόνο μετρούσε τώρα. 

Το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά στην Πέμπτη στάση. Από μέσα του κατέβηκε μισοβρεγμένος ο Πέτρος. και πατώντας στο πεζοδρόμιο κοίταξε το ρολόι του και χαμογέλασε. «Εννιά η ώρα ακριβώς! Ούτε ένα λεπτό καθυστερημένος.» Περπάτησε προς την είσοδο της εταιρίας φουριόζος, χωρίς να προσέξει το μπουκάλι του κρασιού που ερχόταν με ταχύτητα στο ρείθρο του πεζοδρομίου.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΕ ΕΝΑ ΜΠΑΡ.











Το γυρόφερνε στο βλέμμα του. Κενό βλέμμα, θολωμένο, σκοτεινό. Κρατούσε ένα ποτήρι μπύρας και έβλεπε τις φυσαλίδες να σκάνε με το στριφογύρισμα του χεριού του. Είχε κολλήσει σε αυτό το παιχνίδι για ώρα τώρα. Οι φυσαλίδες έμοιαζαν με προβλήματα που έσκαγαν και η επιφάνεια της δροσερής μπύρας όλος ο κόσμος. Ένα σύμπαν σε δύο διαστάσεις. Ένα σύμπαν στρογυλλό σα τηγανίτα, λεπτό σα χαρτί, πάνω του έτρεχαν όλοι, εκείνος και οι άλλοι, όλοι τους. Κάποιες φουσκάλες έσκαγαν φτάνοντας στα τοιχώματα και κάποιες άλλες από το κέντρο κιόλας έλεγαν το τελευταίο τους "πλοπ". Εξαφανιζόντουσαν σιγά σιγά αφήνοντας ολοένα και πιο καθαρή την επιφάνεια της μπύρας, ένα καθαρό σύμπαν που πρόσφερε δίχως κενά αέρα το περιεχόμενο του. Δίχως προβλήματα. Το είχε πάρει απόφαση ότι την πρώτη του γουλιά θα την έπινε αφού ξεκαθάριζε πρώτα το τοπίο. Ο μπάρμαν τον κοίταζε κάπως περίεργα πηγαίνοντας να ανοίξει τη μηχανή του εσπρέσσο. Η ώρα ήταν οκτώ το πρωί και δεν ήταν συνηθισμένος να σερβίρει μπύρα τέτοια ώρα. Πόσο μάλλον σε κάποιον που εδώ και μισή ώρα έσερνε με μικρές κυκλικές κινήσεις το ποτήρι του πάνω στον πάγκο χωρίς να έχει ρουφήξει ούτε μια γουλιά.
"Όλα καλά σήμερα;" ο μπάρμαν ήταν κοινωνικός. Το κλασσικό λάθος των μπάρμεν.
"Τι μέρα είναι σήμερα;" απάντησε εκείνος.
"Παρασκευή. Γιατί;"
"Γιατί είναι Παρασκευή;"
Ο μπάρμαν τον κοίταξε για λίγο και δε κατάφερε να συναντήσει το βλέμμα του. Εκείνος κοίταζε την επιφάνεια της μπύρας του.
"Έχει κάποιο πρόβλημα η μπύρα; Έπεσε κάτι μέσα; Σε βλέπω εδώ και ώρα να την ταλαιπωρείς και δε ξέρω τι συμβαίνει. Θέλεις να σου βάλω άλλη;"
"Γιατί σήμερα είναι Παρασκευή;"
Σκούπισε τα χέρια του στην πετσέτα και προσπάθησε να τον κοιτάξει ξανά στα μάτια. Τζίφος. Τι μυστήριο φρούτο αυτός ο πελάτης!
"Σήμερα είναι Παρασκευή γιατί εχθές ήταν Πέμπτη. Να, γι'αυτό."
"Εσένα σου αρκεί αυτό;"
"...και μου περισσεύει μάλιστα."
Έβαλε το στόμα του πάνω στη μπύρα και άρχισε να φυσά απαλά μέσα στο ποτήρι. Εξόντωνε όσες περισσότερες φυσαλίδες μπορούσε. Η επιφάνεια ξεκαθάριζε σιγά σιγά και εκείνος κοιτούσε μέσα στο ποτήρι. Έγειρε λίγο στο πλάι και κοίταξε το ποτήρι ανφάς. Έτσι φαινόταν το βάθος, η ποσότητα, φαινόταν όλο αυτό που είχε μπροστά του να γευθεί. Αυτό τον καθησύχασε κάπως. Για λίγο έστω.
"Οι μέρες δε θα έπρεπε να εξαρτώνται η μια από την άλλη. Θα έπρεπε να υπάρχουν η κάθε μια μόνη της. Όχι απαραίτητα με τη σειρά που ξέρουμε."
"Άνθρωπε μου θα έλεγα να σου φτιάξω καλύτερα ενα καφεδάκι να πιείς. Κερνάω εγώ."
"Το να μου λες ότι σήμερα είναι Παρασκευή επειδή εχθές ήταν Πέμπτη είναι ένα τρομερό λάθος. Ένα λάθος που μπορεί να έγινε την πρώτη μερα αυτού του κόσμου και από εκεί και πέρα όλο το μέτρημα να πήγε στράφι."
"Τι πρόβλημα έχεις με τις ημέρες; Τι σε πειράζει αν είναι Παρασκευή, Σάββατο ή μια γαμοδευτέρα; Θέλεις ένα εσπρεσσάκι να ξελαμπικάρεις;"
"Το εσπρέσσο έχει καϊμάκι και αργεί να φύγει από την επιφάνεια. Με την μπύρα είναι πιο απλά τα πράγματα."
Ο μπάρμαν του γύρισε την πλάτη και χώθηκε μέσα στην κουζίνα μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτα Ελληνικά. Σαν προσευχή και κατάρα μαζί ενα πράμα.
"Πλοπ" ειπε η τελευταία φυσαλίδα και μετά εκείνος σήκωσε το ποτήρι του ψηλά. Έβλεπε μέσα του τον μπάρμαν να κινείται, έβλεπε όλες τις Παρασκευές που πέρασαν γιατί ήταν οι επόμενες από τις Πέμπτες. Σκέπτονταν τις φυσαλίδες που χάθηκαν. Που πήγαν; Ενα χαμόγελο μπαστακώθηκε στα χείλη του. Ήταν καλά τώρα. Ήξερε τι μέρα ήταν και η μπύρα του ήταν πεντακάθαρη. Ζεστή μεν, καθαρή από φουσκάλες δε. Σιχαινόταν αυτό το σκάσιμο των φυσαλίδων στα χείλη του. Ήθελε να πάνε στον αγύριστο προτού τις γευτεί. Κενότης σκέτη ήταν. Ενα πρόβλημα και μόνο αυτό. Εκείνος μόνο το περιεχόμενο ήθελε. Την ουσία.
Οι μέρες να ταν ό,τι αυτές ήθελαν, να ταν ό,τι αυτός ευχόταν. Μια μεταμφιεσμένη Τετάρτη ας ήταν η Παρασκευή. Ας ήταν ότι ήθελε. Τι σημασία είχε στο κάτω κάτω;
Άφησε το ποτήρι του στον πάγκο χωρίς να έχει πιεί ούτε μια γουλιά.
"Θα μου φέρεις άλλη μια μπύρα σε παρακαλώ;"
Ο μπάρμαν γύρισε το κεφάλι του, μέσα από την κουζίνα, και κοίταζε μια εκείνον και μια το γεμάτο ποτήρι του.
"Αφού δεν άγγιξες καν το ποτήρι σου! Τι τη θέλεις τη δεύτερη μπύρα;"
"Ζεστάθηκε αυτή."
"Και γιατί την άφησες να ζεσταθεί και δεν την ήπιες πιο γρήγορα;"
"Εσύ γιατί μου λες ότι είναι Παρασκευή επειδή εχθές ήταν Πέμπτη;"
"Τρελός είσαι άνθρωπε μου! Μα αφού σήμερα είναι Παρασκευή το λέει και το ημερολόγιο. Είναι γεγονός."
"Αν μου φέρεις δεύτερη μπύρα και αυτό θα είναι γεγονός"
Ο μπάρμαν έπιασε ένα ποτήρι και πίεσε την κάνουλα για να γεμίσει.
Αυτοί που πίνουν έχουν πρόβλημα. Εκείνοι που ούτε καν το αγγίζουν έχουν τα δικά τους.
Η φρέσκια μπύρα προσγειώθηκε μπροστά του, γεμάτη με αφρό και τουρλοτές φυσαλίδες .
"Να πάρω την παλιά;"
"Τι πράμα;"
"Να πάρω πίσω την προηγούμενη μπύρα;"
"Όχι άστην εδώ να την κοιτάζω. Ξέρεις..."
"Τι;"
"Εχθές βγήκα από το κέντρο αποτοξίνωσης και θέλω να βλέπω τι κέρδισα από αυτό. Μια μπύρα μείον. Στην υγειά σου λοιπόν."
Σήκωσε το δεύτερο ποτήρι στα χείλη του και αυτό τσουλήθρησε ολόκληρο μέσα του. Μαζί με τις φουσκάλες και τη δροσιά του. Το άφησε με σαματά πάνω στον πάγκο και κοίταξε για πρώτη φορά τον μπάρμαν ίσα στα μάτια.
"Η μέρα είναι δικιά μας λοιπόν! Εσύ βάζεις, εγώ πίνω."
Ο μπάρμαν κοίταξε το "άδειο σε ένα μόλις δευτερόλεπτο" ποτήρι και το έπιασε στα χέρια του. Αυτή η Παρασκευή αναμενόταν να είναι μεγαλύτερη από τις προηγούμενες...

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ






















"Α-ΧΑ!"  Με αυτή την προσφώνηση τον υποδέχτηκε έξω από την πόρτα του. Κρατώντας εκείνον τον λογαριασμό. Την απέφευγε καιρό τώρα. Η ιδιοκτήτρια δεν αστειευόταν. Κρατούσε όλους τους λογαριασμούς που χρωστούσε και εκείνος που κράδαινε τώρα μπροστά του θα ήταν ο έκτος στη σειρά. Πάντα πρόσεχε πριν βγει έξω από το διαμέρισμα του. Κοιτούσε λίγο το ματάκι της πόρτας και την κλειδαρότρυπα. Αυτή τη φορά όμως ξεχάστηκε τελείως. Βιάζονταν να προλάβει ένα δικαστήριο και είχε αργήσει για τα καλά. 

Με το που άνοιξε την πόρτα την είδε, στο πλάι της πόρτας, να τον κοιτά και να κουνάει μπροστά του το χαρτί. «Που θα πάει αυτή η ιστορία άνθρωπε μου! Πάνε έξι μήνες που δεν έχεις πληρώσει τα κοινόχρηστα. Πόση υπομονή ακόμα να κάνω;» 

Δεν είχε και πολλές επιλογές, έπρεπε να σκεφτεί κάτι στα γρήγορα. Έβαλε τα δύο του χέρια πάνω στην καρδιά του και έβγαλε κάτι άναρθρες κραυγές και λίγα σάλια από το στόμα. Είπε να μη πέσει χάμω γιατί τα ρούχα του έπρεπε να βαστάξουν άλλες δύο μέρες πριν τα πάει στο καθαριστήριο της γειτονιάς. Εκείνη τον κοίταξε και απέμεινε με τον τεντωμένο, στα δυο της χέρια, λογαριασμό των κοινοχρήστων. Δεν έκανε καμιά κίνηση. Το πράγμα σοβάρευε κάπως και εκείνος έπρεπε να βάλει τα δυνατά του. "Πέσε χάμω ρε", του είπε μια φωνή μέσα του. Και έπεσε. Για την ακρίβεια χίμηξε για τα καλά πάνω στο μωσαϊκό. Πάει και το μαύρο παντελόνι και το σακάκι μου. Σκόνες γέμισαν και εκείνη η κακούργα θέλει να πληρώσω κοινόχρηστα. «Τι κοινόχρηστα χριστιανή μου που σφουγγαρίστρα δεν έχει περάσει ποτέ από εδώ;». Δεν είπε τίποτα όμως. Έβγαλε λίγα ακόμα σάλια από το στόμα του και κοπάνησε τα πόδια του στο πάτωμα. Κάποιοι θα το λέγαν κατάντια αυτό αλλά εκείνος έπρεπε να περάσει μέσα από την κερκόπορτα. 

Εκείνη ήταν ακούνητη ξανά. Μισάνοιξε το ένα του μάτι και την είδε να έχει διπλώσει τα χέρια μπροστά από τα στήθη που κάποτε έστεκαν σε αυτό το ύψος και να κοιτάζει συνοφρυωμένη. «Θεέ μου τι άλλο να κάνω; Αυτή είναι τρελή. Θα προτιμούσε να πεθάνω τώρα, εδώ, μπροστά της και να μου ξηλώσει τα σφραγίσματα για να πληρώσει τα χρωστούμενα». Από το βάθος άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά. Ήταν από το διαμέρισμα του. Κινητό δεν είχε, που λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες! Είχε αργήσει ήδη για το δικαστήριο και πολύ φοβόταν ότι ο δικηγόρος του τον καλούσε. Έπρεπε να κάνει κάτι δραστικό. Κάτι γρήγορο και αποτελεσματικό. Να ξεφύγει από τούτην εδώ.

Άρχισε να στριφογυρίζει στο πλατύσκαλο και να αλληθωρίζει τα μάτια του. Να βγάζει αλυχτήματα σα σεληνιασμένος και να στριφογυρίζει τη γλώσσα του στο ορθάνοιχτο του στόμα. Εκείνη αργά, αλλά με σταθερό βήμα, τον πλησίασε και έφτασε την λούτρινη παντόφλα της μπροστά στη μουσούδα του. Σα σκύλος ένοιωθε με όλη αυτή τη χορογραφία. «Λοιπόν; Έχει πολύ ακόμα η παράσταση;  Σήκω τώρα, μη με χασομεράς!»

Η παντόφλα του γαργαλούσε τη μύτη, άρχισε να φταρνίζεται σα λαγωνικό. Είχε αλλεργία στα λούτρινα. Άρχισε να φουσκώνει ο λαιμός του και να μη μπορεί να πάρει ανάσα. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να πισωπατεί και να πιάνει τους τοίχους όπως, όπως. Τα μάτια του στριφογύριζαν σα δαιμονισμένα και ο αέρας εξαφανιζόταν σιγά, σιγά από τα πνευμόνια του. Είχε αργήσει και σε εκείνο το δικαστήριο… Μια ζωή το περίμενε. Καταραμένο δικαστικό σύστημα! Του είχε φάει όλη του τη ζωή αυτή η ιστορία. Τώρα καθόταν εκεί, με αυτή την τρελή και πέθαινε. Οι ενέσεις για την αλλεργία του είχαν τελειώσει μήνες τώρα. Δεν είχε λεφτά ούτε γι’ αυτό. Σα το σκυλί στο αμπέλι θα πήγαινε. «Άντε διάολε. Σταμάτα επιτέλους.». Η στριγκλιά της ήταν ξάστερη. Πεντακάθαρος ήχος σα κινέζικο βάζο που θρυμματίζεται. Εκείνος είχε διπλωθεί για τα καλά και προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με τις τελευταίες του ανάσες. Κοίταξε την ιδιοκτήτρια και της έκανε μια κίνηση με το ένα του χέρι. Το έφερνε στο αυτί του και το κατέβαζε, το ξανάφερνε και αυτό έπεφτε ξανά. «Πάρε τηλέφωνο μωρέ  στρίγκλα, πάρε τις πρώτες βοήθειες  Θα πεθάνω σα τη μύγα από μια παντόφλα κακούργα.». Τον κοιτούσε να ανοιγοκλείνει το στόμα του και να μη βγαίνει ήχος. Τι να της έλεγε; Ποσώς την ενδιέφερε αυτό, εκείνη τα κοινόχρηστα ήθελε. Το τι έκανε τώρα αυτός εδώ ο χαμένος ήταν δική του ιστορία. 

Από τα βάθη της σκάλας ακούστηκαν βήματα. Γρήγορα βήματα μαζί με ξεφυσήματα. Η σπιτονοικοκυρά γύρισε για να κοιτάξει και εκείνος είχε πέσει για τα καλά πάνω στις παντόφλες της. Αναίσθητος πλέον. Ούτε κατάρες μπορούσε να ρίξει, ούτε τίποτα να κάνει. Τράβηξε τα πόδια της μακριά, αφήνοντας το κεφάλι του να ακουμπήσει στην σκόνη, και φώναξε προς την σκάλα. «Ποιος είναι εκεί;». Ένας άντρας λαχανιασμένος και ιδρωμένος πρόβαλε από την στροφή της σκάλας. «Τον κύριο Σοπιλιφίδη θέλω, είμαι ο δικηγόρος του». Η γυναίκα γύρισε να κοιτάξει τον άντρα στα πόδια της και κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια ποιο κάτω από ένστικτο. Σα να σκέφτηκε ξαφνικά ότι κάτι πήγε πράγματι στραβά με τον νοικάρη της και ήθελε να τα μπαλώσει. Αισθάνθηκε αμήχανα και ενστικτωδώς έφραξε το δρόμο στον δικηγόρο. «Μόλις έφυγε, τι θα θέλατε;». Εκείνος άφησε να περάσουν κάποια δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να βρει την ανάσα του από το τρεχαλητό, για να της πει ότι είχε να πει. «Τον παίρνω τηλέφωνο στο σπίτι και δε το σηκώνει. Σας παρακαλώ να τον ενημερώσετε ότι δεν θα γίνει δικαστήριο. Συμβιβάστηκαν. Πάνε δύο χρόνια τώρα που περιμένει να πάρει τα χρωστούμενα και η απόφαση όλο καθυστερούσε. Σήμερα ήρθε ο δικηγόρος του αντιδίκου και μας έκανε μια πολύ δελεαστική προσφορά. Σας παρακαλώ να του το πείτε με την πρώτη ευκαιρία. Όταν τον δείτε να του πείτε να με πάρει τηλέφωνο.»

Η γυναίκα τον χαιρέτησε και είχε γίνει σα χαρτί. Άσπρη. Έστρεψε τον λαιμό της και κοίταξε τον νοικάρη της στο πάτωμα. Κοίταξε δεξιά και αριστερά πριν βγάλει το αντικλείδι της από την τσέπη και άνοιξε την πόρτα στα γρήγορα. Αυτός ρουφηγμένος από την πείνα ήταν εύκολη δουλειά. Ζύγιζε ελάχιστα και εκείνη τον κουβάλησε ξανά πίσω στο διαμέρισμα. Βγήκε έξω και κλείδωσε πίσω της δύο φορές. Κοίταξε ξανά τριγύρω και ανέβηκε την σκάλα. 

Μπαίνοντας στο σαλόνι της, έπιασε μια κόλλα χαρτί και άρχισε να γράφει. «Διαμέρισμα στο κέντρο, διαμπερές, 60 τετραγωνικών ενοικιάζεται προς 300€. Αυτόνομη θέρμανση, πάρκινγκ, χωρίς κοινόχρηστα».

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

ΝΥΧΤΑ ΠΑΘΟΥΣ



Τον κοίταξα στα μάτια. Δεν είχε περάσει και πολύ ώρα από τότε που τον αντίκρισα εκεί μέσα. Σε εκείνο το δωμάτιο. Χειμώνας ήτανε και με είχε κουβαλήσει για παρέα. Αυτός μόνος του, εγώ το ίδιο. Η καλύτερη παρέα είναι δύο μοναχικές ψυχές.

Με άγγιξε και με ακούμπησε. Με κοίταξε για ώρα και τον κοίταξα και εγώ. Στα μάτια. Συνέχισε να με χαϊδεύει και να με πασπατεύει αλλά εγώ έμενα μέσα στην ακινησία. Με κέρασε οινόπνευμα. Έβαλε και μουσική να παίζει. Εγώ έμενα στη θέση μου και μόνο τον κοίταζα. Με κοίταξε και με έσπρωξε κάτω. Τον υπάκουσα. Δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά! Ήταν ένας άντρας, μόνος, μέσα στο χειμώνα και εγώ προοριζόμουν να ζεσταίνω αυτές τις μοναχικές ψυχές.

Με κέρασε και άλλο οινόπνευμα και μετά ακούμπησε ένα χαρτί δίπλα μου. Η μουσική συνέχιζε να παίζει. Έπαιζε το «the roof is on fire”. Μου άρεσε αυτό το τραγούδι, μιλούσε στην ψυχή μου. Εκείνος ξάπλωσε στον καναπέ και με άφησε να τον κοιτάζω. Περίμενε να αρχίσω τα παιχνίδια μου αλλά πρώτα ήθελε να κερδίσει λίγο από τον χαμένο του χρόνο. Να χαρεί λίγο την αναμονή.

Άναψε ένα τσιγάρο με ένα σπίρτο. Δε χρειάστηκε δεύτερη προσπάθεια, ήταν επιδέξιος με τα δάκτυλα του. Έμοιαζε από εκείνους τους άντρες που έκαναν κινήσεις ακριβείας με τα δάκτυλα τους . Θεώρησα ότι δε μπορούσα να γλυτώσω εύκολα από αυτό και αφέθηκα. Απαξ και αυτά αποφάσιζαν να ασχοληθούν μαζί μου εγώ θα πέταγα σιγά σιγά προς τον ουρανό και θα φλεγόμουν. Θα καιγόμουν για κείνον και από εκείνον. Θα έβγαζα εκείνες τις άναρθρες κραυγούλες μου και μετά θα χανόμουν. Για αυτό και τον κοίταζα στα μάτια. Κατευθείαν μέσα τους και μέσα στο μυαλό του. Ήθελα να μάθω ποιος ήταν πριν βουτήξω και χαθώ από τα δικά του χέρια.

Η φλόγα στο σπίρτο τρεμόπαιξε για λίγο στα δάκτυλα του. Ήταν στα μισά της. Εκείνος σηκώθηκε και με πλησίασε. Άφησε το σπίρτο πάνω μου και όλο εκείνο το οινόπνευμα και το χαρτί έγιναν μια πυρκαγιά τριγύρω μου, και εγώ καιγόμουν κοιτάζοντας τον να με κοιτάζει να χάνομαι.  Λυπήθηκα γι’ αυτό. Όχι το ότι κάηκα μέσα στο τζάκι, κούτσουρο μονάχο. Καθόλου δε με ένοιαξε αυτό. Λυπήθηκα γιατί η φλόγα που έβγαλα πριν γίνω στάχτη ήταν σαν να την έκλεψα από τα μάτια του. Και εκείνος απέμεινε με ένα άδειο βλέμμα να με κοιτά να καίγομαι μέσα στις φλόγες. Τον έβλεπα μέσα από τις γλώσσες της φωτιάς να με κοιτά και ήξερα ότι χανόταν και εκείνος σιγά σιγά.

Τι κρίμα! Κάποιοι να ξεψυχάνε μέσα στις φλόγες και κάποιοι να αργοσβήνουν, αφήνοντας στάχτες εδώ και κει. Χωρίς φλόγα να τους έχει ακουμπήσει ποτέ.

ΑΣΧΗΜΗ ΠΕΜΠΤΗ



Εάν δεν ήμουν αυτός που είμαι,
θα ήθελα να μη θέλω.
Εάν οι άνθρωποι που εκτιμώ,
κάποτε με εκτίμησαν το ίδιο,
θα ήθελα να εξακολουθήσουν έτσι να κάνουν από εδώ και πέρα.

Θα ήθελα να με αγαπάνε αν η τρέλα μου μπαστακωθεί,
εάν όλο να φεύγω θέλω, πουθενά να μη μένω.
Θέλω να γνωρίζουν ότι δε λοξοκοίταξα ποτέ πριν τη ζωή, παρά μόνο στα μάτια.

Εάν κάποτε αντί να πάρω τα βουνά,
Τα βουνά τα ίδια έρθουν καταπάνω μου.
Τότε θα είναι η στιγμή που εκείνοι,
οι λίγοι,
οι σημαντικοί,
θέλω να έρθουν και να με χαϊδέψουν μέσα στην τρέλα μου.

Να μου βάλουν ένα παστέλι στο στόμα,
Και να μου πουν ότι το ίδιο γλυκός είμαι και γω.

Εάν η τρέλα η ίδια έρθει να με πάρει από εδώ,
Ελπίζω να είναι βουτηγμένη μέσα στην ομορφιά.

Ελπίζω να με αφήσει να χαιρετήσω τους λίγους και σημαντικούς.
Να τους φωνάξω ότι καλά είμαι.

Ότι μέσα στην όμορφη τρέλα που ήρθε να με πάρει,
Τους σκέφτομαι.

Ότι παρότι φεύγω, θέλω δίπλα τους να μείνω.
Να τους πω ότι λογικός που αγαπούσα ήμουν.

Έτσι θα καλμάρω κάπως την κατάσταση...

Θα το προτιμήσουν και οι ίδιοι από το να έμενα εκεί κάτω,
και να τους αγαπούσα λογικά.