Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΓΗΣ









Τόσα μέτρα κάτω από τη Γη. Τόσα χρόνια σε μια μόνο πλάτη. Πήγαινε πολύ. Ήταν σα να σήκωνε όλο αυτό το βάρος της Γής πάνω του μαζί με άλλα εβδομήντα χρόνια εμπειρίας. Που πέρασαν, χόρεψαν μέσα του και τώρα φεύγουν. Εκείνος όμως ήταν χαμογελαστός και στητός.  Φορούσε το μάλλινο πουλόβερ του μέσα από το σακάκι και πιο μέσα πιθανόν ένα βαμβακερό μπλουζάκι. Στα χέρια του κρατούσε μια μαύρη μαγκούρα, καλογυαλισμένη, η οποία σε σχέση με τα πόδια του ήταν η πιο δυνατή. Ο Ιάσονας τον κοιτούσε εδώ και ώρα και το βλέμμα του είχε αγκιστρωθεί στην φιγούρα εκείνου του γέρου στο Μετρό. Ήταν χαμογελαστός, μόνος αυτός με το μπαστούνι του και έκανε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Σα να μη βρισκόταν τώρα τόσα μέτρα κάτω από τη γη, σα να μην είχαν περάσει τόσα χρόνια από πάνω του, σμιλεύοντας στο πρόσωπο του κάθε λογής ρυτίδες. Όλα ήταν όμορφα και γι' αυτό εκείνος γελούσε. Του έφτανε μόνο το γεγονός ότι ήταν Κυριακή και έκανε την βόλτα του στην πόλη. Μέσα στο Μετρό. Ο Ιάσονας όμως φοβόταν το Μετρό. Φοβόταν τόσο βάθος κάτω από τη Γη και κοιτάζοντας εκείνον εκεί τον γέρο αντλούσε δύναμη. Εντάξει, η αλήθεια ήταν ότι πάντα τον τραβούσαν οι γέροντες, οι γερόντισσες επίσης. Εκεί που άλλοι έκαναν σαν τρελοί μπροστά από ένα βρέφος ο Ιάσονας πήγαινε δίπλα από τους γέρους και τους έκανε χαρές. Ήταν κάποιου είδους διαστροφή αυτή; Ίσως. Δε μπορούσε όμως να αφήνει να περνάει απαρατήρητο το γεγονός της εμπειρίας της ίδιας να περπατάει δίπλα του!

Ο Ιάσονας ήταν τριάντα ετών, ενώ ο γέρος έφτιαχνε δύο και μισούς Ιάσονες στην ηλικία. Ποίος θα έχανε τα περισσότερα σε μια κατολίσθηση μέσα στο Μετρό; Αν όλα γινόντουσαν ένα μάτσο από ράγες, βαγόνια και μπετό, τότε ποιός θα αισθανόταν με μεγαλύτερη αγαλλίαση ότι τώρα ήρθε η ώρα; Σχετικό το ερώτημα. Ο Ιάσονας είχε μαζέψει τα χειρότερα του βάσανα εκείνη την Κυριακή. Είχε μόλις απολυθεί από την δουλειά του σερβιτόρου και φεύγοντας από την καφετέρια είδε την καλή του στο δρόμο να είναι βουτηγμένη στην αγκαλιά ενός πρώην συναδέλφου του που είχε ρεπό. Που να πάει τώρα και που να χωρέσει; Ας γκρεμιζόντουσαν όλα τώρα μόλις. Οι κυλιόμενες σκάλες να γεμίσουν από στραπατσαρισμένα πτώματα και οι κανονικές από φρεσκοποδοπατημένα σκέλεθρα και ας ήταν και εκείνος μέσα σε αυτούς. Να λυτρωθεί από αυτό το μαρτύριο. Το μαρτύριο μιας Κυριακής που όλα τα έφερε ανάποδα. Μπροστά όμως από τούτο το συρμό, κοιτάζοντας τον γέρο με το μπαστούνι να πάει πέρα δώθε. Αεικίνητος και γεμάτος χαμόγελα, η όλη εικόνα έμοιαζε κατευναστική. "Τι στο διάβολο έκανε σωστά ετούτος εδώ ο γέρος και τώρα μόνος του χαμογελάει με όλες αυτές τις ρυτίδες πάνω του;". Ο Ιάσονας αναρωτιόταν και του φαινόταν πολύ περίεργο το πως αυτός ο παππούλης αποφάσισε να πάρει μόνος του το Μετρό και να βγει για βόλτα. Και μάλιστα χαμογελώντας! "Μπα, κανένας τρελόγερος θα είναι και τούτος". Οι εύκολες διαπιστώσεις χωράνε πιο εύκολα μέσα στις δύσκολες στιγμές. Εκεί που ο άνθρωπος ψαχουλεύει στο κενό για να βρει από κάπου να πιαστεί.

Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στην πλατφόρμα και το ρολόι έγραφε πέντε λεπτά ακόμα για το επόμενο τραίνο. Ο παππούλης ελισσόταν επιδέξια αλλά αργά, ανάμεσα από τον κόσμο και έμοιαζε σα να κινείται όχι μόνο με την βοήθεια του μπαστουνιού του αλλά κυριολεκτικά να μεταφέρεται με αυτό. Σαν εκείνο το περίεργο παιχνίδι που έπαιζε μικρός ο Ιάσονας. Μια μεταλλική ράβδος με τιμονάκι και ελατήριο στο κάτω της άκρο. Ανέβαινε πάνω της και άρχισε να χοροπηδά πηγαίνοντας μπρός πίσω, δεξιά και λίγο αριστερά, πριν τελικά σαβουρντιστεί σε κάποια πλευρά της αλάνας που έπαιζαν. Όσο κέφι έλειπε τώρα από τον Ιάσονα και όσο θα μπορούσε να συσσωρεύσει, έως ότου φτάσει στην ηλικία του παππού, φαινόταν ότι το είχε κερδίσει εκείνος ο γέρος. Τρέκλιζε και χαμογελούσε. Σα σχεδόν να γελούσε τρανταχτά μέσα από την ψυχή του. Ο Ιάσονας έστρεψε το βλέμμα του και ανακάτεψε στην μνήμη του την εικόνα της καλής του παρέα με εκείνον τον καμπόσο τον Βύρωνα. Τι να του βρήκε άραγε; Τι έλειπε από τον Ιάσονα; Και στα ίσα να ήταν, τώρα του έλειπε μια δουλειά! Μόλις την είχε χάσει. Ναι, έκανε λάθος στα ρέστα. Και μετά έδωσε δύο λάθος παραγγελίες στην μπάρα. Και λοιπόν; Δούλευε ήδη ένα χρόνο σε κείνη την καφετέρια και σήμερα, αυτό ήταν το πρώτο του λάθος. Περίεργη μέρα η σημερινή. Παράξενη Κυριακή. Μια Κυριακή που για τον πολύ κόσμο ήταν ημέρα χαλάρωσης και βόλτας, ενώ για τον ίδιο η ζωή είχε μόλις φάει μια μεγαλοπρεπή τούμπα.

Τα λεπτά περνούσαν και το ρολόι του σταθμού έδειχνε τώρα ένα ολόκληρο λεπτό. Ο Ιάσονας το είχε αναλύσει αρκούντος. Μόλις η άμαξα έβαζε την μούρη της στην πλατφόρμα το ρολόι θα έγραφε μισό λεπτό. Το είχαν σκεφτεί σοφά. Έπαιρνε ακριβώς μισό λεπτό για να σταματήσει τελείως ο συρμός από τη στιγμή που θα πρωτοεμφανιζόταν στην πλατφόρμα. Είναι κάπως παράδοξο σε μια χώρα που δε τα πάει καλά με τον προγραμματισμό να υπάρχει κάτι που μετριέται με τόση δα λεπτομέρεια. Σχεδόν ένιωθε υπερήφανος τώρα. "Να και κάτι που λειτουργεί σωστά". Ο κόσμος είχε μαζευτεί μπροστά από τις πόρτες, αφήνοντας πίσω εκείνον τον παππούλη με το μπαστούνι του. Ήταν από τους πρώτους που είχαν έρθει στην πλατφόρμα, όπως και ο Ιάσονας εξάλλου, αλλά εδώ κάτι τέτοιο δεν έπαιζε ρόλο. Ο δυνατότερος και νεότερος θα νικούσε. Αυτός θα έμπαινε πρώτος στο βαγόνι, αυτός θα έβρισκε πρώτος ένα κάθισμα. "Να που τελικά τα περισσότερα πράγματα εδώ πέρα δε λειτουργούν σωστά". Σκέφτηκε ξανά, επανερχόμενος στην αρχική του ψυχολογία. Ο παππούς είχε καθίσει στο μέσον, μεταξύ δύο πορτών, περιμένοντας για τη σειρά του. Ας το έβλεπε ότι δεν είχε καμία πιθανότητα να κερδίσει. Αυτός περίμενε στωικά και έσερνε τα καλογυαλισμένα του παπούτσια στην πλατφόρμα, κερδίζοντας μόλις λίγους πόντους κάθε φορά. Ούτε έσπρωχνε, ούτε τίποτα. Ο Ιάσονας τον παρακολουθούσε, ξεχνώντας το γεγονός ότι και εκείνος ο ίδιος είχε μείνει τελευταίος στην ουρά. Το βαγόνι γέμισε τελικά και οι πόρτες πήραν να κλείνουν, με εκείνη την ταχύτητα που καλό είναι να μη βρεθεί κανείς στο διάβα τους. Μια γυναίκα βρέθηκε όμως εκεί. Στην τροχιά των συρόμενων πορτών. Μισή μέσα, μισή έξω. Οι πόρτες την είχαν στριμώξει για τα καλά. Ο κόσμος την κοιτούσε απορημένος και κανένας δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Τι θα μπορούσε να κάνει δηλαδή; Ε! τουλάχιστον να βάλει καμία φωνή. Απεναντίας, όλοι έμειναν σα πακτωμένοι στις θέσεις τους. Όχι τόσο από τρόμο ή άγχος αλλά περισσότερο από απλή, αγνή, βαριεστιμάρα. Ο Ιάσονας πρόσεξε με την άκρη του ματιού του τον παππού να σηκώνει το μπαστούνι του προς την πλευρά του οδηγού προσπαθώντας να ψελλίσει "σταματήστε". Η μασέλα του έκανε αγώνα δρόμου. Πόση δύναμη θα χρειάστηκε άραγε να επιστρατεύσει ο δόλιος για να σηκώσει εκείνη εκεί την μαγκούρα; Οι πόρτες άνοιξαν ως δια μαγείας. Ο Ιάσονας ήξερε ότι δεν ήταν ο παππούς που το προκάλεσε αυτό, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν αυτό που μετρούσε. Αποφάσισε να πάρει το επόμενο τραίνο. Θα έμενε παρέα με τον παππού και το μπαστούνι του. Με τη δύναμη που είχε μέσα του και μαζί με το χαμόγελο του. Ίσως κάτι να μπορούσε να κερδίσει από αυτό. Τι παράξενο όμως! Του ερχόταν να βάλει τα κλάματα τώρα. "Τι στο καλό έπαθα πάλι;". Ο παππούς πήγε στο πίσω μέρος της πλατφόρμας, βρήκε μια θέση και κάθισε. Κάθισε και ο Ιάσονας κάμποσα μέτρα μακριά του, συνεχίζοντας να τον παρατηρεί. Το χαμόγελο ήρθε και πάλι στη θέση του, με έναν τρόπο που ήταν σα να μην έφυγε ποτέ από εκεί.

Κοιτώντας προς τα πάνω, θυμήθηκε ξανά το πόσα μέτρα κάτω από τη Γη βρισκόντουσαν. Είναι τρομακτικό αν κάτσει κάποιος να το σκεφτεί. Όλος ο όγκος να πέφτει πάνω σε σώματα και να τους κόβει πόδια, χέρια, κεφάλια και την ανάσα. Θυμήθηκε τότε που σαν παιδί είχε διαβάσει το βιβλίο του Ιούλιου Βερν για το ταξίδι στο κέντρο της Γης. Πόσο πολύ είχε φοβηθεί τότε! Το βιβλίο όμως ήταν καλογραμμένο και η ιστορία τον ρουφούσε μέσα της. Το είχε διαβάσει ολόκληρο και μετά, για ένα μήνα, κοιμόταν ανάμεσα από τους γονείς του. Έβλεπε συνέχεια όνειρα, ότι καταπλακώνεται από τη Γη, φυτεμένος και ανήμπορος να κινηθεί. Σίγουρος δεν ήταν βέβαια, αλλά υποψιαζόταν ότι αυτό το βιβλίο του άφησε μια φοβία που τον ακολουθούσε για πολλά χρόνια μετά. Πέρασε κάμποσος καιρός από τότε που δεν είχε κατεβεί σε υπόγεια διάβαση πεζών για να περάσει στην απέναντι πλευρά μιας λεωφόρου. Προτιμούσε να παίζει κορόνα γράμματα μήπως και τον χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο παρά αυτό. "Όσο πατάει κανείς στη Γη μόνο καλά μπορούν να πάνε τα πράγματα, αν βρίσκεται πάνω ή κάτω της τότε ξεκινάνε τα χοντρά προβλήματα". Αυτό πίστευε και αυτό έκανε. Μετά, στην εφηβεία του, το κρεβάτι των γονιών του έμεινε κενό από τη θέση του πατέρα. Δε μπορούσε πλέον να χωθεί κάπου και να προστατευτεί από τα όνειρα του. Τα χρήματα στο σπίτι δεν έφταναν και ο Ιάσονας έπρεπε να γίνει ο προστάτης της οικογένειας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πρέπει να χρησιμοποιήσει το Μετρό για τις διάφορες δουλείες του ποδαριού που έπιανε κατά καιρούς. Η φοβία του έμεινε βέβαια αλλά πάντα έβρισκε κάποιο τρικ για να την ξεπεράσει. Πολλές φορές για παράδειγμα καθόταν στην είσοδο του σταθμού περιμένοντας να φανεί κάποια εξωπραγματικής ομορφιάς κοπέλα και να την ακολουθήσει. Ή κάποιον τρελό. Κατέβαινε τότε μαζί τους και το μυαλό του, ως δια μαγείας, ήταν πάνω στα οπίσθια της καλλονής ή στα λοξά λόγια του τρελού. Ξεχνούσε το ότι βρισκόταν τόσα μέτρα κάτω από τη Γη και έτσι μπορούσε να πάρει το επόμενο βαγόνι για το μεροκάματο.

Σήμερα όμως το μυαλό του δεν χρειαζόταν αντιπερισπασμούς. Είχε μπόλικα να σκεφτεί. Και η λεγάμενη δεν τον πείραζε τόσο. Αλίμονο! Μόνο δυο μήνες τα είχανε! Δεν ζούσαν και μαζί στο κάτω-κάτω! Τώρα έπρεπε να σπάσει το κεφάλι του για το που θα βρει δουλειά. Η Ελλάδα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και το να βρει κάποιος απασχόληση ήταν σα να παίζει ρουλέτα. Με απειροελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Ο παππούς ήταν σα να τον έβγαζε τώρα από αυτή την σκέψη-λαβύρινθο. Και όλες αυτές οι λεπτομέρειες πάνω του. Ντυμένος, όχι ακριβά, αλλά με φροντίδα. Φρεσκοσιδερωμένος, καλοξυρισμένος. Τα παπούτσια δε ήταν σα σε επιθεώρηση στρατηγού. Έπεφτε μια τρίχα πάνω τους και γλιστρούσε να πέσει χάμω. Περιποιημένος και χαμογελαστός. Τι έκανε σωστά στη ζωή του; Γιατί χαμογελούσε αυτή την παράξενη Κυριακή; Που το έβρισκε το κουράγιο; Εκεί που άλλοι, νεότεροι και πιο δυνατοί είχαν παραιτηθεί, αυτός προχωρούσε με τα γεμάτα αρθριτικά βήματα του. Σήκωνε τη μαγκούρα του και προσπαθούσε να σώσει εγκλωβισμένους σε πόρτες τραίνου, προσπαθούσε να σώσει τον κόσμο και τελικά την ίδια του την ψυχή. 

Το επόμενο τραίνο έφτασε. Ευτυχώς αυτή τη φορά είχε λιγότερο κόσμο. Ο Ιάσονας βρισκόταν στο κατόπι του γέρου και δεν σταμάτησε να τον παρατηρεί. Τώρα είχε κάτσει στο πλάι της πόρτας και περίμενε τον κόσμο να βγει έξω. Το γεγονός αυτό μπορεί να ακούγεται λογικό σε κάποιον, αλλά δεν είναι. Όχι, αν έβλεπε ότι όλοι όσοι περίμεναν να μπουν, κάθονταν μπροστά στη πόρτα φράζοντας την έξοδο στους επιβάτες. Όλοι εκτός του παππού, ο οποίος με τελετουργική ευλάβεια φύλαγε την αξιοπρέπεια του και τον σεβασμό προς τους άλλους. Όχι ότι τους χρώσταγε και τίποτα στο κάτω-κάτω. Το έκανε γιατί το πίστευε. Αφού όλοι μπήκαν πριν από αυτούς που ήταν να βγουν και αφού αυτοί που ήταν να βγουν βγήκαν, ο παππούς ακούμπησε το μπαστούνι του μέσα στο βαγόνι και μετά το υπόλοιπο του σώμα, έχοντας ξοπίσω του τον Ιάσονα να τον παραμονεύει. Ευτυχώς, υπήρξε κάποιος μέσα στο τραίνο που παραχώρησε τη θέση του στον γέροντα. Και εκείνος γέρος ήταν αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει.

Ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο μπαστούνι και κοίταζε έξω. Εκεί που μόνο μαυρίλα υπήρχε. Οι υπόγειες στοές του Μετρό δεν ήταν και το καλύτερο θέαμα. Εκείνος όμως κοιτούσε έξω και χαμογελούσε. Σα κάτι να ήξερε. Ο Ιάσονας δεν καταλάβαινε τίποτα. Έβλεπε τόση ευγένεια πάνω σε εκείνον τον άνθρωπο και τόση εμπειρία που του ερχόταν να πάει και να του φιλήσει τα χέρια. Είχε και ο Ιάσονας τα χούγια του. Ήταν και κείνος ευγενικός, αλλά προσπαθούσε να το κρύψει. Φοβόταν μη τύχει και τον καταλάβει κανείς και πέσει να τον φάει. Αυτή την οπτική που του έδινε ο γέρος δεν την είχε ποτέ του σκεφτεί. Να νοιάζεται κανείς και να το δείχνει. Ειδικά αν είναι αδύναμος. Σήμερα είχε βοηθήσει δύο ανθρώπους παρότι μονάχα ένα καλοντυμένο σκέλεθρο ήταν. Είχε βοηθήσει την εγκλωβισμένη γυναίκα και τον ίδιο τον Ιάσονα που μετά βίας συγκρατούσε τα δάκρυα του. Του έπεφτε πολύ όλη αυτή η εικόνα. Τώρα ήθελε να γίνει ένας σεισμός και να τους πλακώσει όλους. Να μείνει σώος μόνο ο παππούς. Να φύγουν στα συντρίμμια όλες οι μισαλλοδοξίες και οι κουτοπονηριές και να μείνει μόνο μια ελπίδα. Όσο γέρικη και αν αυτή ήταν. Θα ήταν μια ελπίδα ατόφια.

Για καλή του τύχη κατέβαιναν στην ίδια στάση. Ο παππούλης λόγω ηλικίας καθυστέρησε να βγει από το βαγόνι. Ξεκίνησε να σηκωθεί όταν το βαγόνι είχε σταματήσει εντελώς και στη συνέχεια του πήρε ίσαμε αυτό να φύγει. Ο Ιάσονας προχωρούσε μπροστά, αλλά τα μάτια του τα είχε πίσω. Πρόσεχε τον παππού. Σε κάποια στιγμή εκείνος παραπάτησε και ο Ιάσονας κοντοστάθηκε για να δει αν χρειάζεται κάποιου είδους βοήθεια. Ο παππούς τον κοίταξε στα μάτια και με το ελεύθερο του χέρι του έκανε μια κίνηση. Ένα νεύμα που σήμαινε πολλά πράγματα. Ο Ιάσονας γύρισε προς τα μπροστά και πήρε να προχωράει προς την έξοδο. Σκεφτόταν τον ηλικιωμένο που άφησε στο κατόπι του, την κοσμοθεωρία του και τον τρόπο που αντιμετώπισε μια παράξενη Κυριακή. Ακόμα και το γεγονός ενός εξηντάρη που κοπανούσε την μόλις κλεισμένη πόρτα, θέλοντας να μπει στο βαγόνι, όντας αργοπορημένος, δε στάθηκε ικανό να του ταράξει τις σκέψεις. Εκείνο το νεύμα του παππού μόνο σκεφτόταν. «Μην ανησυχείς γιέ μου, λίγο προσπάθεια θέλει μόνο. Χαμογέλα και προχώρα. Δεν έχει σημασία το πόσο γρήγορα το κάνεις παρά μόνο να μη ξεχνάς να χαμογελάς». Αυτό ήθελε να του πει ο παππούς και το είπε με ένα μόλις νεύμα. 

Πηγαίνοντας στο σπίτι του, κατευθύνθηκε προς την βιβλιοθήκη. Τράβηξε έξω το «ταξίδι στο κέντρο της Γης» και το άνοιξε στην πρώτη του σελίδα. Οι σελίδες ήταν κίτρινες και το εξώφυλλο σκονισμένο. Οι κατάλληλες συνθήκες για να διαβάσει κανείς για δεύτερη φορά ένα βιβλίο που κάποτε αγάπησε. Αυτή τη φορά θα το διάβαζε και θα το χαιρόταν, δε θα φοβόταν.

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΤΕΧΝΗΣ ΑΣΧΕΤΟΣ






Με τις φωτογραφίες και τις ζωγραφιές ποτέ δε τα πήγαινα ιδιαίτερα καλά. Όσο και να μου αρέσουν κοιτάζοντας τις ποτέ δεν κατάφερα να μπω στον δικό τους κόσμο. Στον κόσμο του καλλιτέχνη που τις δημιούργησε. Ίσως αυτός είναι και ένας από τους λόγους που βαρυγκωμώ όταν φίλοι, γνωστοί και συγγενείς μου με σέρνουν σε εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας. Δεν είναι ότι τις σνομπάρω, πολύ απλά είμαι ανίκανος να καταλάβω το οτιδήποτε σχετικά με αυτή τη μορφή τέχνης. Να μπω και να ταξιδέψω εννοώ. Όταν τυχαίνει και μπαίνω σε εκθέσεις φωτογραφίας δίνω όμως τον καλύτερο μου εαυτό. Πάω μπροστά από την καθεμία τους και αφού πρώτα την κοιτάξω καλά-καλά από κοντά, στη συνέχεια πισωπατώ τρία βήματα, βάζω το χέρι μου στο πιγούνι και την λοξοκοιτάζω. Έτσι καταφέρνω να μη δίνω στόχο για την ασχετοσύνη και την αγριανθρωπιά μου. Οι υπόλοιποι νομίζουν ότι είμαι ένας από αυτούς και έτσι μπορώ ήμερα να γλιστρήσω προς την έξοδο χωρίς άγχος. Δώστε μου νότες και λέξεις και πάρτε μου την ψυχή. Σε ότι αφορά όμως τα πινέλα, τις κάμερες και τα γλυπτά δεν έχω απολύτως καμία διαφορά από έναν άνθρωπο του Νεάτερνταλ!

Πριν κάποιες μέρες έτυχε να βρω στην οθόνη του υπολογιστή μου αυτή τη φωτογραφία με τα αθλητικά παπούτσια πάνω στον βρεγμένο δρόμο. Δεν ξέρω γιατί αλλά σα να άλλαξα άποψη για την τέχνη της φωτογραφίας μετά από αυτό. Πιστεύω ότι αυτό που μου άρεσε είναι ότι έλλειπε κάτι. Κάτι που έπρεπε να συμπληρωθεί με την φαντασία μου. Την κοιτάζω με τις ώρες και μου αρέσει όλο και περισσότερο. Κατάλαβα μετά από αυτή τη φωτογραφία ότι το στοιχείο που μου αρέσει στη μουσική και στα μυθιστορήματα είναι ότι για καθέναν μας έχει τελείως διαφορετική ερμηνεία. Νότες μας πάνε, λέξεις μας στριφογυρίζουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις και σε προορισμούς μοναδικούς για τον κάθε ένα μας. Ενώ με έναν πίνακα; Τι γίνεται με τον πίνακα; Η εικόνα είναι εκεί μπροστά, με τα χρώματα και τις προοπτικές της και είναι σα να κόβει τη φόρα στον καθένα μας να προσθέσει αυτές τις τέμπερες στον δικό του φανταστικό κόσμο. Όσο καλό και να είναι το έκθεμα είναι εκεί μπροστά μας. Ολόκληρο. Αυτό ποτέ δε μου άρεσε. Θα προτιμούσα μισούς πίνακες ή ξεθωριασμένους. Να έχω τη δυνατότητα να φανταστώ το υπόλοιπο τους. Επίσης η μουσική ή η ανάγνωση θέλουν το μερτικό τους από τον χρόνο μας. Ενώ ένα πίνακα τον βλέπεις σε ένα λεπτό το να ακούσεις ένα τραγούδι ή να διαβάσεις ένα βιβλίο θέλει τη συμμετοχή σου. Είναι σα να γίνεσαι και συ συστατικό της τέχνης τους. 

Τέλος πάντων, το ξέρω ότι οι ζωγράφοι θα με μισήσουν, οι φωτογράφοι το ίδιο και οι γλύπτες θα ήθελαν να μου καρφώσουν το καλέμι τους στο κρανίο μου. Θα τους συγχωρέσω γιατί ξέρω ότι όταν κάποιος δημιουργεί δίνει την ψυχή του. Και δεν είναι τίμιο το αντάλλαγμα αυτής μου της στάσης. Το καταλαβαίνω αυτό και να με συγχωρέσετε αγαπητοί μου. Μόνο εγώ φταίω γι' αυτό. Εγώ που δεν μπορώ να καταλάβω αυτές τις μορφές τέχνης. Να τις νοιώσω στο πετσί μου. Εγώ φταίω και μόνο γι' αυτό ζητάω τη συγγνώμη σας για αυτή την ακραία μου συμπεριφορά. Το θέμα μου είναι ότι προσπαθώ να βελτιωθώ. Και είναι σχεδόν μαγικό ότι ταυτόχρονα με την προσπάθεια μου είδα αυτή τη φωτογραφία και από τότε που την είδα την σκέφτομαι συνέχεια. Τέσσερα ζευγάρια αθλητικά παπούτσια, πιθανόν εφήβων, χωρίς πόδια και σώμα μέσα τους. Έχει βρέξει και αυτό βοηθάει στην αποκάλυψη των ασώματων εφήβων. Στον έφηβο που χάθηκε από μέσα μας ή στον έφηβο που με μια βροχή αρχίζει να σχηματίζεται. Αυτό που μου αρέσει σε αυτή τη φωτογραφία είναι το ότι με έβαλε στη διαδικασία να την αποκωδικοποιήσω. Και δεν το έχω καταφέρει ακόμα και ότι και να πω σχετικά με αυτή θα είναι μόνο τροφή για τα στομάχια των κριτικών φωτογραφίας. Θα προσφέρει μόνο γέλια τριγύρω, μεγεθύνοντας την ασχετοσύνη μου. Μετράει όμως αυτό; Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα πάντως. Μου αρέσει η φωτογραφία γιατί την σκέφτομαι και ας μην έχω μια ξεκάθαρη εικόνα για το τι θέλει να πει. Έτσι απλά. Τόσο απλά. Είναι μια φωτογραφία με ποίηση και νότες μέσα της, αφήνοντας με να γεμίσω με τον δικό μου φανταστικό κόσμο τη σύλληψη της. Έτσι απλά, τόσο απλά.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Living in a bad dream (Μουσική & αφήγηση: Σάββας Τριανταφυλλίδης)




Ίδρωμένος ήτανε.
Τυλιγμένος σε μια κίτρινη μάλλινη κουβέρτα.
Το ράδιο έπαιζε στον αέρα,
τραγούδια μπάσα-μπλέ.

Το όνειρο τον ξύπνησε,
και όχι η μουσική.
Μέσα σε ένα δάσος έτρεχε,
βροχή έπεφτε,
σα κυνηγημένος ήταν.

Ξύπνησε ιδρωμένος,
έξι η ώρα το πρωί.
Καλή ώρα για να δεί τον ήλιο να βγαίνει,
Όχι τόσο καλή όμως με εκείνον τον εφιάλτη,
να του έχει γραπώσει τον σβέρκο,
σηκώνοντας τον όρθιο.


Τον καταδιώκαν ακόμα και στον ύπνο του,
καταραμένα όνειρα,
καταραμένο δάσος
καταραμένη η βροχή
και το κυνήγι μέσα της.

Σηκώθηκε και κάθε του βήμα,
ξεθώριαζε τον εφιάλτη.
Έφτασε στον νιπτήρα,
και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Ο ήλιος έβγαινε,
και δάσος εκεί πέρα δεν υπήρχε.

Πήρε να βρέχει,
λίγες στάλες εδώ και κει.
Θα έβγαινε για μια βόλτα στην πλατεία,
Είναι όμορφη η βροχή,
περπατώντας μέσα σε αυτή,
και όχι τρέχωντας.
Περπατώντας μέσα σε αυτή,
δίχως τίποτα να τον κυνηγάει.

Πολλές φορές η πραγματικότητα η ίδια,
έμοιαζε πολύ καλύτερη,
από τα όνειρα που τον ξυπνούσαν τα χαράματα.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Η ΘΕΙΑ ΤΟΥ...




Οι γιορτές ήταν ζόρικες γι’αυτόν. Κυρίως τα Χριστούγεννα. Και πάλι όμως όχι όλα τα Χριστούγεννα. Μόνο αυτά που ακολούθησαν μετά τα 10 του χρόνια. Τότε που πέθανε η θεία του και στο σπίτι πάψανε να στολίζουν. Το έθιμο έλεγε για δύο ή τρία χρόνια θαρρώ αλλά εκείνο το σπίτι δε ξαναστολίστηκε τα Χριστούγεννα για πολλά χρόνια μετά τον θάνατο της. Η αγαπημένη του. Η θεία Κούλα με το λαμπρό της χαμόγελο και μια καλοσύνη να την πιείς και να ξεδιψάσεις για ολόκληρη τη ζωή σου. Η θεία λοιπόν είχε καρκίνο. Έκανε επέμβαση και αλλεπάλληλες χημειοθεραπείες πριν πετάξει μακριά. Εκείνος θυμόταν την επέμβαση της. Μια τεράστια ουλή από τον λαιμό της έως τον αφαλό. Του την έδειχνε τότε και γελούσε με αυτήν. Έλεγε ότι ήταν σωστό επιτραπέζιο παιχνίδι. Φιδάκι. Έπιανε το χεράκι του και του τσουλούσε πάνω στην ουλή της και έσκαγε στα γέλια. «Ουπς, να σε πάλι. Έπεσες βρε ξανά!» Έτσι του έλεγε και το πιαναν φτου και πάλι από την αρχή. Μετά εκείνος άρχισε να παραξενεύεται και ρώταγε όλη την ώρα. «Θεία γιατί φοράς τον σκούφο σου μέσα στο σπίτι;». Και να σου η θεία Κούλα να του λέει ότι θέλει να ζωγραφίσει στο κεφάλι της σύννεφα και καρδούλες και γι’ αυτό το ξύρισε. Και έως ότου τις ζωγραφίσει ντρέπεται για το ξύρισμα και θέλει σκούφο να φοράει. «Ωραία ιδέα θεία!». Έτσι της έλεγε τότε και ας τρόμαζε όταν την πετύχαινε να βγάζει τον σκούφο της στο δωμάτιο της και να κοιτάζεται στον καθρέπτη. Ας τρόμαζε που τότε δεν την έβλεπε να γελάει παρά μια λύπη μπαστάκωμένη στα μάτια της να’χει. «Θεία τι έχεις;». «Αγάπη μου, τίποτα! Απλά σκέφτομαι πόσα συννεφάκια και πόσες καρδιές χωράνε να ζωγραφίσω.»

Για να μη τα πολυλογώ η θεία πέθανε ένα μήνα πριν τα Χριστούγεννα. Εκείνος θυμόταν πάντα το σαλόνι του με εκείνο το πελώριο συναρμολογούμενο έλατο, και με όλα αυτά τα φωτάκια κρεμασμένα τριγύρω του. Καθόταν μαζί με τα αδέλφια του οκλαδόν και το χάζευαν με τις ώρες. Περίμενε πως και πως για το στήσιμο του δέντρου. Πως και πώς να πέσει το σκοτάδι και εκείνος να κάθεται και να χαζεύει τα φωτάκια να αναβοσβήνουν με εναλλασσόμενους ρυθμούς. Εκείνα τα Χριστούγεννα όμως το έθιμο του θανάτου έλεγε ότι δεν έπρεπε να στολίσουν. Και εκείνος δεν είχε καταλάβει το γιατί. Λυπήθηκε όταν του είπαν ότι η θεία του πήγε ένα ταξίδι και τα Χριστούγεννα εκείνα δε θα ήταν μαζί τους όπως πάντα. Λυπήθηκε και έκλαψε γιατί τόσο την αγαπούσε. Και εκείνος το μόνο που ήθελε τότε για να ισιώσει τη λύπη του ήταν εκείνο το δέντρο και ούτε αυτό γινόταν. Ήταν σα να τράβηξε κάποιος το χαλί κάτω από τα πόδια του. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Γιατί έφυγε η θεία, που πήγε, γιατί δεν στολίζουν το δέντρο. Δεν καταλάβαινε τίποτα και ξαφνικά οι πιο λαμπρές ημέρες του χρόνου έγιναν μια σκέτη μιζέρια.

Τώρα στεκόταν μπροστά από το μικρό του έλατο. Μετά από τριάντα χρόνια και έχοντας τελικά μάθει τι είχε συμβεί. Καταλάβαινε σιγά σιγά γιατί τα Χριστούγεννα του έφερναν πάντα θλίψη μετά από τότε. Καταλάβαινε πόσο πολύ ανάγκη είχε να ξαναδεί τη θεία του. Εκείνη που γελούσε κατάμουτρα στο θάνατο. Εκείνη που χάιδεψε την αθωότητα του μέσα στην καταδίκη της. Καταλάβαινε ότι τα Χριστούγεννα ποτέ δε θα ήταν τα ίδια ξανά. Ούτε οκλαδόν είχε πλέον τη δύναμη να καθίσει, ούτε τόσες ώρες να κοιτάζει τα φώτα να αναβοσβήνουν θέλησε ξανά.  Είχε φτάσει στο σημείο να στολίσει δέντρο δύο μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ετσι, μόνο και μόνο για να πάει κόντρα στον θάνατο. Ούτε τότε ήταν το ίδιο όμως. Πλέον ήταν σίγουρο. Τα τελευταία Χριστούγεννα που πέρασε όμορφα ήταν εκείνα των δέκα του ετών. Από εκεί και πέρα πάλευε να τους προσδώσει ένα άλλο νόημα. Ένα χαμόγελο και μια κόντρα με το πεπρωμένο που τις περισσότερες φορές έχει το κακό συνήθειο ούτε καν να χτυπάει την πόρτα.

Τέντωνει τώρα το δάκτυλο του και το ακουμπάει πάνω στην ουλή στην κοιλιά της θείας του. Την χαιδεύει κατεβαίνοντας και γελάει. Γελάει και εκείνη από εκεί που τώρα βρίσκεται. Τα Χριστούγεννα όσα και να του θυμίζουν του φέρνουν στο μυαλό εκείνη τη μάχη με τον θάνατο. Και ας κέρδισε ξανά ο μπαγάσας. Του φέρνουν στο νου το χαμόγελο της θείας του και την ανάγκη να ξαναγεννηθεί κανείς μέσα από τις στάχτες του. Για αυτό και τώρα τυλίγει τα λαμπάκια τριγύρω από το έλατο του. Για αυτό και πήρε ένα αστέρι λαμπερό σα τα μάτια της που θα κρεμάσει στην κορυφή του. Για αυτό και αποφάσισε ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα τα φτιάξει όπως τότε. Χαμογελαστά και απαστράπτοντα. Με γέλια και ένα φόβο να έχει τραβηχτεί στην σπηλιά του.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ΑΣΤΡΑ ΝΑ ΠΑΝΕ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj_flmPP3Z3S0r4wsVcWCuC_3i8b5CfArSRahIo3n3DfcjjRKO1Bla8Y5Jzhz19_wgeiQUIZRJC7kPJrkznK40x8aqDL660mPnktNhl2SPKLnZCJFKSZ5CoxmTT-07WmZvWwv3BfvvHXBv4/s320/silent_agony_by_Erni009.jpg



Του άρεσε να κοιτάζει ψηλά μέσα στη νύχτα.
Του άρεσε η νύχτα και ο χειμώνας μέσα σε αυτήν.
Έσβηνε τα φώτα από το δωμάτιο του,
                        ανοιγε το παράθυρο,
                                          αφήνοντας κρύο και νύχτα να μπουκάρουν για τα καλά.

Έπαιρνε μια καρέκλα και καθόταν δίπλα στο παράθυρο.
Του άρεσε να κοιτάζει ψηλά μέσα στη νύχτα.
Ενοιωθε ότι όλα τα κακά της μοίρας του κρυβόντουσαν,
                         παραφυλούσαν,
                                           μη μπορώντας να τον δούν.

Οι νύχτες του, σκέπαζαν τις μέρες και μόνο ένας ουρανός υπήρχε.
και τον κοίταζε.
Τον κοίταζε με τις ώρες,
Μέσα από το παράθυρο του.

Είχε την πολυτέλεια βέβαια,
εκεί έξω υπηρχαν τροχαία δυστυχήματα,
κύκνεια άσματα σε κρεββάτια νοσοκομείων,
υπήρχαν αυτοκτονίες,
υπήρχε μια απογοήτευση δίχως επιστροφή.

Αυτός όμως ήταν μια χαρά,
τα σκέπαζε όλα μέσα στις νύχτες του
και μόνο άστρα και φεγγάρια ήταν η ζωή του.

Τις μέρες έκλεινε τα μάτια του,
και άφηνε τη ζωή να έχει τον πρώτο λόγο.
Το βράδυ έπαιρνε αυτός τη σκυτάλη,
και χωνόταν μέσα στους έναστρους ουρανούς.

Θα μπορούσε να κοιμηθεί αντ' αυτού,
αλλά δεν εμπιστευόταν τα όνειρα του,
η αλήθεια ήταν πως σχεδόν τα φοβόταν,
ή ακόμα χειρότερα, δε τα θυμόταν.

Καθόταν λοιπόν εκεί στην καρέκλα του,
πίσω από το ανοικτό του παράθυρο,
προσκαλώντας νύχτα και πνευμονία μαζί.
Έπαιρνε τα ρίσκα του βέβαια,
αλλά τίποτα δε θα μπορούσε να του δώσει μεγαλύτερη ασφάλεια.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΗΤΑΝ ΔΥΟ ΠΑΠΑΓΑΛΟΙ

http://us.123rf.com/400wm/400/400/tanberin/tanberin1109/tanberin110900002/10598065-couple-of-parrot-kissing.jpg
Ήταν που λέτε δύο παπαγαλάκια. Όμορφα και κατακόκκινα αλλά κλεισμένα σε κείνο το λευκό κλουβί. Κάθε μέρα που έμπαινα στο σπίτι της, τα έβλεπα να ραμφίζουν, να τσιμπάνε σπόρια και να χλαπακιάζουν το νεράκι. Έμπαινα, που λέτε, στο σπίτι της Γιάννας και κάθε μέρα τα γαλάκια της ήταν εκεί. Όπως και η ίδια εξάλλου. Τρείς ψυχές με περίμεναν εκεί, κάθε μέρα, μετά το μεσημέρι. Τα παπαγαλάκια ήταν στητά, κελαηδώντας για την αγάπη τους και την τραγουδιστή τους φύση. Ήταν μέσα σε εκείνο το κελί και μου φαινόντουσαν τόσο κόκκινα που με το που τα πρωτοέβλεπα ήθελα να τα δαγκώσω. Τόσο λαχταριστά ήταν. Στριφογυρνούσαν νευρικά στο κλουβί τους και εγώ, τότε, νόμιζα ότι αυτή η παρουσία μου τους την έδινε στα νεύρα. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, μέσα στο κελί, για τουλάχιστον δέκα λεπτά. Τον πρώτο καιρό, το γεγονός του εκνευρισμού των παπαγάλων της Γιάννας το είχα ρίξει εκεί. Ήμουν ένας άγνωστος τότε, τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό. Ήταν σα να έμπαινα ανάμεσα τους, ανάμεσα σε εκείνα και το πανέμορφο αφεντικό τους. Η Γιάννα έκανε τη Γη να στριφογυρίζει τότε. Τη δική μου Γη. Ένιωθα υπέροχα που της άρεσα και κατάφερνα να μπαινοβγαίνω στο σπίτι της κλέβοντας της το κορμί, πόντο τον πόντο. Τα παπαγαλάκια δε το έβλεπαν έτσι όμως. Εκνευριζόντουσαν με το που άνοιγα την πόρτα και έπρεπε να περάσουν δέκα λεπτά πριν ησυχάσουν και το ρίξουν στο τραγούδι. Οι εβδομάδες μπαινόβγαιναν και εγώ έβαζα τα δυνατά μου να κάνω το ίδιο με την Γιάννα που της άρεσα και μου άρεσε και ο έρωτας μας ανέμιζε στο σαλόνι της, πάνω στην τραπεζαρία, κάτω στο χαλί, μέσα στο δωμάτιο της. Ο έρωτας μας ανέμιζε όταν τα παπαγαλάκια ηρεμούσαν και ξεκινούσαν τα πρίμα τους τραγούδια.

Μετά, πέρασε ένα ολόκληρο εξάμηνο και άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί τα παπαγαλάκια εξακολουθούσαν να εκνευρίζονται με το που έμπαινα στο σπίτι της Γιάννας. "Τι στο καλό; Ακόμα να με αποδεχτούν ετούτοι οι κόκκινοι διαβολάκοι;". Έτσι έλεγα τότε. Δεν ήξερα και έπρεπε να αναρωτιέμαι όλη την ώρα, ψάχνοντας για τη σωστή απάντηση. Μετά από έξι μήνες θεώρησα ότι την είχα βρει. Δεν έφταιγε το ότι ήμουν άγνωστος. Δε τα αναστάτωνε η παρουσία μου αλλά το γεγονός της φυλακής τους. "Μωρό μου πάντα έτσι κάνουν οι παπαγάλοι σου;" της είπα. "Μόνο όταν έρχεσαι εσύ πασά μου", μου είπε και εγώ βούλιαζα μέσα στο στόμα της. "Γιατί, έρχονται και άλλοι εδώ;" της ξαναείπα, μη καταφέρνοντας να κρύψω την αγωνία μου. "Όχι μωρό μου, εγώ και οι παπαγάλοι μόνο εσένα περιμένουμε." μου ξαναείπε. "Πασά μου!", πρόσθεσε και έγινα ένα γλειφιτζούρι στο στόμα της, ξεχνώντας όχι μόνο τους παπαγάλους αλλά και το ότι το κόκκινο τους χρώμα υπήρχε στη ζωή. Έπρεπε να στεγνώσουμε από τους χυμούς μας για να καταφέρω να της πω το γιατί οι παπαγάλοι κάνουν σα τρελοί με την άφιξη μου. "Με βλέπουν εμένα ελεύθερο να πηγαινοέρχομαι στο σπίτι σου και τους τη δίνω στα νεύρα. Τους τη σπάει που είμαι ελεύθερος και όχι σε κλουβί. Εσύ όλη μέρα είσαι εδώ και θεωρούν ότι και συ παπαγάλος είσαι σα και αυτούς. Συνειδητοποιούν σιγά σιγά το μέγεθος της φυλακής τους". Έτσι είπα και μετά, για άλλη μια φορά, ξέχασα τους παπαγάλους και όρμησα πάνω στη Γιάννα φέρνοντας την τα πάνω κάτω. Εκείνη δε μου απάντησε ποτέ γιατί μετά από εκείνη την ημέρα οι χυμοί μας δε στέγνωσαν ξανά. 

Έχουν περάσει πέντε μήνες από εκείνη τη μέρα και τη Γιάννα δεν την ξαναείδα. Εξακολούθησα να μπαινοβγαίνω στο σπίτι της έως ότου ο νέος ενοικιαστής του ιδιοκτήτη (ή για την ακρίβεια ο ιδιοκτήτης ο ίδιος) με βγάλει έξω. Η Γιάννα με αγαπούσε και μου είχε δώσει τα κλειδιά της για να μπαίνω ελεύθερα και όποτε θέλω στο σπίτι της. Απλά την επόμενη μέρα από εκείνη μας την κουβέντα η Γιάννα δεν ήταν στο σπίτι. Είχε φύγει, αφήνοντας απλήρωτα τα κοινόχρηστα και τα ενοίκια τριών μηνών. Έφυγε αφήνοντας εμένα με τους παπαγάλους της να με κρώζουν. Μου πήρε κάμποσο καιρό αλλά τελικά το βρήκα. Όχι το γιατί με παράτησε η Γιάννα, αλλά γιατί εκείνοι οι βρωμοπαπαγάλοι έκαναν σα τρελοί με το που με έβλεπαν.

Ήταν μια μέρα, Παρασκευή ή Σάββατο, σημασία δεν έχει, που μπήκα με τα κλειδιά μου (αυτά της Γιάννας), ξεχνώντας για ακόμα μια φορά ότι οι ιδιοκτήτες του σπιτιού θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να παραβιάσουν την κλειδαριά και κάθισα στον καναπέ. Το είχα αγαπήσει το σπίτι της. Είχα αγαπήσει και την ίδια και ό, τι είχε εκείνη ακουμπήσει. Τον καναπέ, τα σεντόνια, το κλουβί με τους παπαγάλους. Κάθισα στον καναπέ και άναψα ένα τσιγάρο κοιτώντας τους παπαγάλους μέσα εκεί. Στη φυλακή τους. Έκαναν σα τρελοί ως συνήθως αλλά όσο τα δευτερόλεπτα κυλούσαν πάνω στα συννεφάκια από το τσιγάρο μου εκείνοι ηρεμούσαν. Μετά το πρώτο μου τσιγάρο γινόντουσαν μια χαρά παπαγάλοι. Σαν εκείνους που έβλεπα ακίνητους στα πανάκριβα λευκώματα των βιβλιοπωλείων. Τότε μόνο κατάλαβα τι στο διάολο ήταν αυτό που τους πείραζε. Το τσιγάρο. Όχι η παρουσία αλλά η απουσία του. Καθότι η Γιάννα καθόλου δε το έβαζε στο στόμα της ενώ εγώ κάπνιζα σα τσιμινιέρα οι παπαγάλοι εθίστηκαν στη νικοτίνη. Με το που έμπαινα στο σπίτι της Γιάννας αυτοί ήταν σα να μου έλεγαν "ένα τσιγάρο ρε φίλε, χαρμανιάσαμε εδώ πέρα". Κουνούσαν τα φτερά τους, στρίγγλιζαν και πετάριζαν ταρακουνώντας συθέμελα το κλουβί τους. Με το που άναβα το πρώτο μου τσιγάρο τότε όλα γινόντουσαν μια χαρά. Γιατί η αλήθεια ήταν ότι πάντα είχα την ανάγκη του ενός τσιγάρου παρέα με τη Γιάννα. Είχα την ανάγκη να μπω μέσα στα μάτια της και να ακούσω τη λαλιά της πριν χαθούμε στις δίνες του έρωτα μας. Μετά από αυτό ξεχνούσα ότι ήμουν καπνιστής. Όλος ο κόσμος, μαζί και οι εξαρτήσεις μου γινόντουσαν εκείνη.

Ακόμα και η φυλακή αντέχεται καλύτερα έχοντας μια εξάρτηση. Μια άλλη φυλακή μέσα στη φυλακή. Το ότι με παράτησε όμως τότε η Γιάννα, στα κρύα του λουτρού, δεν αντέχεται με τίποτα. Αυτό λέω και τώρα, προσπαθώντας να βρω τον λόγο. Έναν λόγο το ίδιο παράξενο σαν αυτόν των παπαγάλων. Να ηρεμήσω επιτέλους κόβοντας τις σκέψεις μου στη μέση όπως με το τσιγάρο μου θέλω να κάνω τώρα. Δε ξαναπάτησα ποτέ στο σπίτι της, το οποίο τώρα είναι σπίτι άλλων. Τα παπαγαλάκια όμως τα πήρα στο δικό μου σπίτι και ζούμε από τότε, όλοι μαζί ευτυχισμένοι. Μου αρέσει να τα κοιτάζω, κατακκόκινα όπως είναι, έχοντας το ένα το άλλο μέσα στη δική τους φυλακή.

Πολλές φορές είναι καλύτερα έτσι.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΙΝΔΙΑΝΟΣ ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ

http://www.sansimera.gr/media/photos/main/Smoking-Indian.jpg

Tελευταίο τσιγάρο ημέρας από ένα καινούργιο πακέτο.

Το τσιγάρο δεν έχει να προσθέσει τίποτα στην ποιητική μου διάθεση. Είναι απλά μια κίνηση που με βγάζει από την ανάγκη να φάω τα νύχια μου ή τα σωθικά μου. Ανάβεις ένα τσιγάρο και ξέρεις ότι έχεις μπροστά σου οκτώ λεπτά πριν αυτό τελειώσει. Δε περιμένεις τον χρόνο, αυτός πλέον είναι σύμμαχος σου. Έχεις οκτώ λεπτά για να κάνεις ό, τι θέλεις, παράλληλα με τις δόσεις νικοτίνης. Αυτά τα οκτώ, ολόκληρα, λεπτά λοιπόν αρχίζουν από τώρα γιατί μόλις τώρα αποφάσισα να πατήσω τον αναπτήρα μου.

Σκατά όμως. Δεν ανάβει. Φέρνω βόλτες για να βρω κάποιον άλλο που να κάνει σωστά τη δουλειά του. Και τα καταφέρνω. Πάντα υπάρχει μια λύση σε όλα. Πιο παλιά το είχα δοκιμάσει και με τη μέθοδο των ινδιάνων. Δεν είχε πετύχει τότε, αλλά εγώ απέκτησα μια καταπληκτική ικανότητα να στριφογυρίζω γρήγορα το ξύλο μέσα στις παλάμες μου. Απέκτησα την ικανότητα με το να κάνω γρήγορα, μικρές κινήσεις με τις παλάμες και τα δάκτυλα μου. Στην πορεία το εξέλιξα, έμαθα να μη στριφογυρίζω μόνο αλλά να χαϊδεύω, να πιέζω, να γραπώνω και να αφήνω. Απέκτησα την ικανότητα από μια κίνηση των χεριών να θέλω να βγάλω σπίθες και κάποιες φορές ακόμα και φλόγες. Να γίνει μια σωστή φωτιά για να μπορώ να ζεστάνω τα δάκτυλα που την άναψαν.

Κάπου εκεί κατάλαβα ότι ποτέ δε θα μπορέσω να γίνω ινδιάνος. Για μένα είχε τελικά μεγαλύτερη σημασία η επαφή με το κλαρί παρά το άναμμα της φλόγας. Η αφή ήταν το σημαντικότερο μου θέμα. Το να νιώθω ανάμεσα από τις παλάμες μου το ξύλο, τους κόμπους του, την υγρασία του, την τριβή του πάνω στο άλλο ξύλο. Έτριβα και σκεφτόμουν το δέντρο από το οποίο κόπηκε αυτό, σκεφτόμουν τα φύλλα που είχε πάνω του, σκεφτόμουν το πόσα νυχτοπούλια είχε αυτό δεχτεί στο σώμα του. Εγώ έτριβα, αισθανόμουν και σκεπτόμουν. Η φλόγα δεν άναβε στο ξύλο αλλά σιγά σιγά την καταλάβαινα μέσα μου. Μια τόση δα φλογίτσα που αρκετή δεν ήταν για να μου ανάψει το τσιγάρο αλλά αρκετά σπινθηροβόλα για να μου εξάψει την περιέργεια. Την περιέργεια ότι αυτά που αγγίζουμε είναι αυτά που κουβαλάμε. Ένα χάδι φυλακίζεται στην παλάμη.

Αν ήμουν Ινδιάνος το πιθανότερο θα ήταν να μην ήμουν καπνιστής. Θα στριφογύρναγα μόνο τα ξύλα στα χέρια μου και η φαντασία μου θα έφτιαχνε ένα ολόκληρο δάσος από δαύτα, ξύλα που ανεμίζουν στον αγέρα, ξύλα κομμένα, ξύλα που να ζεστάνουν μπορούν, καθώς και να σκοτώσουν. Θα με έδιωχναν από τη φυλή και θα περιπλανιόμουν στην άγρια δύση. Τώρα όμως που άναψα το τσιγάρο - όντας καπνιστής - αισθάνομαι ευτυχής που υπάρχουν και αναπτήρες. Και τώρα που άναψα το τσιγάρο μπορώ να επιτέλους να γράψω για οκτώ λεπτά.

Αλήθεια που είχα μείνει;