Ίδρωμένος ήτανε.
Τυλιγμένος σε μια κίτρινη μάλλινη κουβέρτα.
Το ράδιο έπαιζε στον αέρα,
τραγούδια μπάσα-μπλέ.
Το όνειρο τον ξύπνησε,
και όχι η μουσική.
Μέσα σε ένα δάσος έτρεχε,
βροχή έπεφτε,
σα κυνηγημένος ήταν.
Ξύπνησε ιδρωμένος,
έξι η ώρα το πρωί.
Καλή ώρα για να δεί τον ήλιο να βγαίνει,
Όχι τόσο καλή όμως με εκείνον τον εφιάλτη,
να του έχει γραπώσει τον σβέρκο,
σηκώνοντας τον όρθιο.
Τον καταδιώκαν ακόμα και στον ύπνο του,
καταραμένα όνειρα,
καταραμένο δάσος
καταραμένη η βροχή
και το κυνήγι μέσα της.
Σηκώθηκε και κάθε του βήμα,
ξεθώριαζε τον εφιάλτη.
Έφτασε στον νιπτήρα,
και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Ο ήλιος έβγαινε,
και δάσος εκεί πέρα δεν υπήρχε.
Πήρε να βρέχει,
λίγες στάλες εδώ και κει.
Θα έβγαινε για μια βόλτα στην πλατεία,
Είναι όμορφη η βροχή,
περπατώντας μέσα σε αυτή,
και όχι τρέχωντας.
Περπατώντας μέσα σε αυτή,
δίχως τίποτα να τον κυνηγάει.
Πολλές φορές η πραγματικότητα η ίδια,
έμοιαζε πολύ καλύτερη,
από τα όνειρα που τον ξυπνούσαν τα χαράματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου