Tελευταίο τσιγάρο ημέρας από ένα καινούργιο πακέτο.
Το τσιγάρο δεν έχει να
προσθέσει τίποτα στην ποιητική μου διάθεση. Είναι απλά μια κίνηση που με βγάζει
από την ανάγκη να φάω τα νύχια μου ή τα σωθικά μου. Ανάβεις ένα τσιγάρο και
ξέρεις ότι έχεις μπροστά σου οκτώ λεπτά πριν αυτό τελειώσει. Δε περιμένεις τον
χρόνο, αυτός πλέον είναι σύμμαχος σου. Έχεις οκτώ λεπτά για να κάνεις ό, τι
θέλεις, παράλληλα με τις δόσεις νικοτίνης. Αυτά τα οκτώ, ολόκληρα, λεπτά λοιπόν
αρχίζουν από τώρα γιατί μόλις τώρα αποφάσισα να πατήσω τον αναπτήρα μου.
Σκατά
όμως. Δεν ανάβει. Φέρνω βόλτες για να βρω κάποιον άλλο που να κάνει σωστά τη
δουλειά του. Και τα καταφέρνω. Πάντα υπάρχει μια λύση σε όλα. Πιο παλιά το είχα
δοκιμάσει και με τη μέθοδο των ινδιάνων. Δεν είχε πετύχει τότε, αλλά εγώ
απέκτησα μια καταπληκτική ικανότητα να στριφογυρίζω γρήγορα το ξύλο μέσα στις
παλάμες μου. Απέκτησα την ικανότητα με το να κάνω γρήγορα, μικρές κινήσεις με
τις παλάμες και τα δάκτυλα μου. Στην πορεία το εξέλιξα, έμαθα να μη
στριφογυρίζω μόνο αλλά να χαϊδεύω, να πιέζω, να γραπώνω και να αφήνω. Απέκτησα
την ικανότητα από μια κίνηση των χεριών να θέλω να βγάλω σπίθες και κάποιες
φορές ακόμα και φλόγες. Να γίνει μια σωστή φωτιά για να μπορώ να ζεστάνω τα
δάκτυλα που την άναψαν.
Κάπου εκεί κατάλαβα ότι ποτέ δε θα μπορέσω να γίνω ινδιάνος. Για μένα είχε
τελικά μεγαλύτερη σημασία η επαφή με το κλαρί παρά το άναμμα της φλόγας. Η αφή
ήταν το σημαντικότερο μου θέμα. Το να νιώθω ανάμεσα από τις παλάμες μου το
ξύλο, τους κόμπους του, την υγρασία του, την τριβή του πάνω στο άλλο ξύλο.
Έτριβα και σκεφτόμουν το δέντρο από το οποίο κόπηκε αυτό, σκεφτόμουν τα φύλλα
που είχε πάνω του, σκεφτόμουν το πόσα νυχτοπούλια είχε αυτό δεχτεί στο σώμα
του. Εγώ έτριβα, αισθανόμουν και σκεπτόμουν. Η φλόγα δεν άναβε στο ξύλο αλλά
σιγά σιγά την καταλάβαινα μέσα μου. Μια τόση δα φλογίτσα που αρκετή δεν ήταν
για να μου ανάψει το τσιγάρο αλλά αρκετά σπινθηροβόλα για να μου εξάψει την
περιέργεια. Την περιέργεια ότι αυτά που αγγίζουμε είναι αυτά που κουβαλάμε. Ένα
χάδι φυλακίζεται στην παλάμη.
Αν ήμουν Ινδιάνος το πιθανότερο θα ήταν να μην ήμουν καπνιστής. Θα
στριφογύρναγα μόνο τα ξύλα στα χέρια μου και η φαντασία μου θα έφτιαχνε ένα
ολόκληρο δάσος από δαύτα, ξύλα που ανεμίζουν στον αγέρα, ξύλα κομμένα, ξύλα που
να ζεστάνουν μπορούν, καθώς και να σκοτώσουν. Θα με έδιωχναν από τη φυλή και θα
περιπλανιόμουν στην άγρια δύση. Τώρα όμως που άναψα το τσιγάρο - όντας
καπνιστής - αισθάνομαι ευτυχής που υπάρχουν και αναπτήρες. Και τώρα που άναψα
το τσιγάρο μπορώ να επιτέλους να γράψω για οκτώ λεπτά.
Αλήθεια που είχα μείνει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου