Κεραυνοί πέφτανε μέσα στη
βεράντα. Ο θεός κάτι προηγούμενα είχε μαζί μου. Καθόμουν πίσω από το τζάμι,
λίγα μέτρα μακριά από το να γίνω παρανάλωμα και όμως στεκόμουν ακόμα. Ποιος να
ήξερε γιατί δεν έριχνε λίγο ακόμα μακρύτερα τα καυτά του βέλη; Προσπαθούσα να
γράψω ένα κεφάλαιο. Ο ήρωας του θα έμπαινε λέει σε μια κουφάλα δέντρου και θα
έβγαινε ως μπουμπούκι στην κορυφή. Μετά η ιστορία έλεγε πως ο ήρωας θα βαριόταν
να είναι μπουμπούκι στην κορυφή γιατί τελικά αυτό που ήθελε είναι να μπουκάρει σε
κουφάλες δέντρων και να αράζει. Όμως επειδή είχε γίνει μπουμπούκι που όλες οι
μέλισσες γούσταραν, δε μπορούσε να αφήσει στα ξαφνικά τη θέση του στην γιγάντια
τροφική αλυσίδα και καθόταν λίγο ακόμα και λίγο ακόμα έως ότου βολευτεί κάπως η
κατάσταση και εκείνος ξεγλιστρήσει προς την κουφάλα, προς το έδαφος, προς το
δάσος, προς τα πάντα για να κάνει αυτό που γνώριζε να κάνει καλύτερα από το κάθε
τι: Να είναι ελεύθερος και να μη στηρίζει, ούτε να στηρίζεται.
Οι κεραυνοί όμως έπεφταν συνέχεια
και εγώ άλλαζα ολοένα την ιστορία και εκεί που έπαιρνε αυτή μια μορφή, ένας κεραυνός
άλλαζε όλη την τροπή.
Βγήκα έξω. Φορούσα μόνο το
σώβρακο μου, πρόβλημα κανένα. Δεν υπήρχαν λογικοί εκεί έξω που θα έκριναν
λογικά έναν τύπο που βγήκε με το σώβρακο του στη βεράντα ενώ έριχνε του κερατά.
Αυτό ήταν μια κάποια βοήθεια. Δε μου άρεσε να κοιτάζουν το σώβρακο μου γιατί
ήταν περασμένη η μόδα του. Όμως δε μου άρεσε που δε κυκλοφορούσε έξω ο κόσμος
ενώ έβρεχε. Έμοιαζε πως ήθελαν να προφυλαχτούν από κάτι, να ζήσουν τις δικές τους
ζωές, να ξεκόψουν από ό,τι συνέβαινε. Από την άλλη βέβαια και εγώ καθόμουν με
το σώβρακο μου στη βεράντα. Δε βουτούσα στη βροχή. Προσπαθούσα όμως να γράψω
κάτι ΔΙΑΟΛΕ! Και οι κεραυνοί μου το χαλούσαν. Ο ήρωας μου παρέμενε μπουμπούκι
στη κορφή και το πιο πιθανό ήταν πως αν το πήγαινα έτσι, θα μαραίνονταν.
Άναψα ένα τσιγάρο, μετά άλλο ένα,
μετά και ένα άλλο. Δεν ξέρω πως αλλά κατάφερα να τα σβήσω μαζί. Ήμουν κάπως αγχωμένος.
Κοίταζα τον ουρανό να τον βιάζουν ντούροι κεραυνοί και εγώ σκεφτόμουν τον ήρωα
μου. Πως θα τα βγάλει πέρα με αυτή την κωλοκατάσταση. Έβλεπα το ρημάδι εκεί
πάνω να τα κάνει θρύψαλα και εγώ να αποτελώ μια άηχη πορδή του. «Δεν υπάρχει
κάτι που δεν έχει ειπωθεί» σκέφτηκα. «Το παν είναι να βάλεις τον ήρωα σου να
κάνει πράγματα που γουστάρεις». Μπήκα μέσα ξανά. Είχα γίνει μουσκίδι.
Έγραφα όλο το βράδυ. Διάρα
τσακιστή δεν έδινα αν έξω ο Δίας έκανε θρύμματα τα αστέρια. Έγραφα ωραία,
έγραφα σωστά, τη μία λέξη μετά την άλλη και η νύχτα ήταν συντροφιά αρμοστή.
Έβαλα τον ήρωα μου να ρουφάει τις μέλισσες μέσα του, τον έβαλα να πέφτει με
έναν άνεμο, να φυτρώνει σήμα στην κουφάλα που κάποτε είχε μπει. Τον έβαλα να
κάνει το κάθε τι λοξό.
Είχα ανάγκη ένα ποτό. Ήμουν σκέτο
μουσκίδι.
Το πρωί η νύστα δε με κρατούσε. Η
μπόρα είχε κοπάσει. Το κεφάλαιο είχε βγει. Ο ήρωας μου είχε μια νέα προοπτική,
ενώ εγώ ένιωθα αποκαμωμένος, μισερός, μίζερος, δίχως νόημα. Είχα καταφέρει να
γίνω ο θεός του. Να του δώσω μια νέα πλοκή στη ζωή του. Να του αλλάξω τα τετριμμένα.
Να του δώσω πνοή. Να τον βάλω για λίγο μέσα στον βόθρο πριν τον ξαναβγάλω στους
αφρούς. Όλα πήγαιναν, όλα επέστρεφαν. Όλα γίνονταν, και τίποτα δεν πήγαινε
χαμένο. Η ζωή ανακύκλωνε τους λόγους της και χαμογελούσε πότε πότε, ενώ κάποιες
φορές δεν ήταν και πολύ στα καλά της. Όλο αυτό περιστρεφόταν και με κάποιο
τρόπο, κάποιες φορές, κάτι νύχτες με κεραυνούς , έδειχνε να το πάει προς τα
κάπου.
Άπλωσα το βρεγμένο σώβρακο στην
καρέκλα και φόρεσα κάτι στεγνό. Αν δεν με έπαιρνε από κάτω η πνευμονία, έμοιαζε
πως τίποτα πλέον δε θα με έβαζε κάτω. Εκτός ίσως από έναν ήρωα που μπορούσε να
κάνει το κάθε τι, ή έναν θεό που ακόμα δεν είχε μάθει να γράφει ενδιαφέροντα
σενάρια.