Αυτή η πόλη, γεμάτη φώτα νέον. Βράδυ Παρασκευής, βράδυ αφετηρίας ζωής.
Ήταν Παρασκευή και ήταν βράδυ, εκτός αυτών όμως
ήταν και μέσα Άνοιξης. Γεμάτος Απρίλης, ντροπαλός Μάης. Εκείνη έκλεισε το
ταπεράκι με το τοστ ζαμπόν τυρί, μασουλώντας την τελευταία μπουκιά, περισσότερο
από συνήθεια παρά από πείνα. Τα πλακάκια άστραφταν, το ίδιο και οι τουαλέτες.
Ήταν οκτώ και μισή ακριβώς, η ώρα που παράταγε τη δουλειά στη μέση και καταπιανόταν
με το τοστάκι της. Μόνο το ξεσκόνισμα απέμενε. Το ξεσκόνισμα δέκα γραφείων από
μελαμίνη, των δέκα υπαλλήλων με τις δέκα γραβάτες που χτυπούσαν τις δέκα κάρτες
εξόδου στις πέντε ακριβώς. Της άρεσε η δουλειά της ήταν η αλήθεια. Ήταν
αφεντικό του εαυτού της. Δούλευε πάντα μόνη, όταν όλοι είχαν φύγει από το
γραφείο του ορόφου. Έδινε στη δουλειά το ρυθμό που ήθελε. Κάποιες φορές, όντας
κουρασμένη, πήγαινε τη σφουγγαρίστρα όπως, όπως και αγάλι, αγάλι. Σήμερα όμως
ήταν φουριόζα. Παρότι κοιτούσε μέσα από τη τζαμαρία του πρώτου ορόφου το
απέναντι κτίριο, η σφουγγαρίστρα πήγαινε σα τρελή σε ένα υγρό, μανιασμένο πέρα
δώδε πάνω στα πλακάκια του γραφείου. Το σφουγγάρισμα έλαβε τέλος, το τοστάκι
της το ίδιο και μόνο ένα έρμο ξεσκόνισμα απέμεινε.
Καθόταν στο γραφείο του προϊσταμένου του
τμήματος και έσφιγγε το ξεσκονόπανο στα χέρια της κοιτάζοντας πέρα από την
τζαμαρία. Στο απέναντι κτίριο ο κόσμος μαζευόταν δειλά αλλά σταθερά. Σήμερα
ήταν η μέρα. Η μέρα που εδώ και τρείς εβδομάδες περίμενε. Μέσα από τη φόρμα της
καθαρίστριας είχε φορέσει το καλύτερο της φόρεμα. Εκείνο με το οποίο είχε
παντρευτεί στο δημαρχείο τον Πέτρο. Ένα άσπρο φουστανάκι με ένα ραμμένο
φιογκάκι στη μέση, πάνω στον αφαλό σχεδόν. Τόσο κοντό για να μπορεί κανείς να
δει λίγο πάνω από το γόνατο και τόσο μακρύ για να πρέπει να φαντάζεται τα
υπόλοιπα. Ήταν ωραίο και σικάτο φόρεμα. Τα καφέ παπούτσια με τη μπαρέτα τα είχε
σε μια σακούλα από τον Σκλαβενίτη και μετά από το ξεσκόνισμα θα τα φορούσε. Το
ξεσκόνισμα όμως δεν είχε καμιά όρεξη να το ξεκινήσει. Κοιτούσε μόνο πέρα από τη
τζαμαρία σφίγγοντας το ξεσκονόπανο στα χέρια της.
Είχε ακόμα ένα τέταρτο στη διάθεση της. Η διάθεση
της δεν είχε ούτε ένα λεπτό στη διάθεση της. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να
ξεφορτωθεί τη βρώμικη φόρμα καθώς και το ξεσκονόπανο και να βρεθεί περιποιημένη
μπροστά από την είσοδο της γκαλερί. Ήταν πραγματικά πολύ τολμηρό βήμα να
σκεφτεί κανείς να ανοίξει μια γκαλερί μέσα στη κρίση. Η ταμπέλα όμως ήταν
σαφής. "Ζητούνται πωλήτριες με γνώσεις ζωγραφικής". Έμοιαζε σαν
ευκαιρία ζωής. Τι καλύτερο από το να επισκεφτεί την γκαλερί στα εγκαίνια και
φεύγοντας να ρωτήσει για την αγγελία; Κάτι σα δύο σε ένα. Όλη της τη ζωή πινέλα
χάιδευε, ζωγράφιζε, σκιτσάριζε, ανακάτευε τέμπερες και λαδομπογιές. Μέχρι και
φορέματα σκάρωνε σε σχέδια. Τα δάκτυλα της ήταν φτιαγμένα για αυτό. Η ψυχή της
κολυμπούσε μέσα στα χρώματα και τις φωτοσκιάσεις. Το σώμα της όμως και το μυαλό
της έπρεπε να τα φέρουν βόλτα με αυτό που λεγόταν πραγματικότητα. Η σχολή καλών
τεχνών μεταφραζόταν σε σχολή μπατίρηδων και συνεπώς δεν αποτελούσε μια εκ των
επιλογών. Από μικρή συμβιβάστηκε με την αλήθεια και οι όροι ήταν κάπως σκληροί.
"Έτσι είναι οι συμβιβασμοί γλυκιά μου, σκληροί σαν ακλόνητες πέτρες."
Αυτά έλεγε στον εαυτό της, αυτά έλεγε και στα ντελικάτα της δάκτυλα χρόνια
τώρα. Στη φαντασία της απέφευγε να το πει. Ήταν ευαίσθητη δαύτη και την άφηνε
να καταγίνεται με κάθε λογιών σχήματα που έφτιαχνε η σφουγγαρίστρα στο πάτωμα.
Κάθε απόγευμα έφτιαχνε ένα έργο τέχνης πάνω στα πλακάκια που με το που άνοιγε
το παράθυρο μετά χανόταν. Εξαϋλωνόταν. Στέγνωνε το σφουγγάρισμα και εξαφάνιζε
φαντασία και έργο μαζί. Με το ξεσκόνισμα ήταν πιο σκληρά τα πράγματα. Έπρεπε να
καταστρέψει η ίδια τα σκαριφήματα της. Εκεί που είχε δημιουργήσει μια ολόκληρη
πολιτεία πάνω στο τραπέζι των συνεδριάσεων, να δώσει μια και να γκρεμίσει όλα
τα κτίρια μαζί. Κοίταξε στα χέρια της το κόκκινο πανί και στη συνέχεια το
άπλωσε πάνω στο γραφείο. Δε θα ζωγράφιζε τίποτα σήμερα, δεν είχε χρόνο, δεν
είχε όρεξη να σβήνει. Πέρασε δύο φορές την επιφάνεια του λακαριστού ξύλου και μετά
τοποθέτησε το πανί μέσα στο διάφανο σακουλάκι της.
Σίγουρα δεν ήταν κατάντια να είναι καθαρίστρια
αλλά όσο τα χρόνια περνούσαν τόσο εκείνη δε μπορούσε να το καταπιεί. Όχι το ότι
τώρα σφουγγαρίζει, αλλά περισσότερο που πλέον δεν ζωγραφίζει. Η αγγελία αυτή
ήταν μάνα εξ ουρανού. Τι καλύτερο από το να βρίσκεται ανάμεσα σε ζωγράφους,
γκαλερίστες, και ανθρώπους που εκτιμούν την τέχνη; Και τι και εάν ανάμεσα στους
ανθρώπους της τέχνης βρισκόντουσαν και εκείνοι που εκτιμούσαν ένα πίνακα
ανάλογα με το πόσο ταιριάζει με τον καναπέ που μόλις αγόρασαν; Εκείνη θα το
τολμούσε. Θα πήγαινε ως επισκέπτης στην γκαλερί και θα προσπαθούσε να
εντυπωσιάσει με τις γνώσεις της τους ιδιοκτήτες. Ο τάδε πίνακας είναι της δείνα
σχολής και ο δείνα ζωγράφος είναι της τάδε εποχής. Πως πέρασε την σπάτουλα με
την λαδομπογιά πάνω στο κύμα και πως έσβησε τη σκιά από το σύννεφο με το
βουτηγμένο στο κάρβουνο δάκτυλο της. Η συνέχεια ήταν εξασφαλισμένη. Η επιτυχία
επίσης. Κανένας δε θα ρωτούσε για προϋπηρεσία. Θα το έβλεπαν ξεκάθαρα ότι η συγκεκριμένη
γυναίκα ήταν στα σίγουρα ο άνθρωπος τους.
Άφησε στη τσάντα της το σακουλάκι με το
πεινασμένο ξεσκονόπανο, το ξεσκόνισμα στη μέση και της ρόμπα της στο πάτωμα
κοιτώντας μέσα από την τζαμαρία τον κόσμο της γκαλερί να μαζεύεται. Τον κόσμο
εκεί έξω. Έναν άλλο κόσμο, τόσο κοντά μα τόσο μακριά της. Κάθισε στην καρέκλα
του προϊσταμένου, γέρνοντας μπροστά για να φορέσει τα παπούτσια με τις
μπαρέτες. Ο χρόνος περνούσε και η ζωή το ίδιο. Έπρεπε να βιαστεί. Δεν θα έχανε
τίποτα εξάλλου πέρα από λίγη σκόνη παραπάνω.
Το ασανσέρ τη ξέβρασε στην είσοδο του εμπορικού
κέντρου μαζί με το φόβο για αυτή την επίσκεψη. Πέρασε ανάμεσα από ανθρώπους που
φορούσαν δύο στροφές κασκόλ, παπιγιόν και κρατούσαν μακρουλά ποτήρια γεμισμένα
με λευκό ή κόκκινο κρασί. Πέρασε μέσα από το πάθος μιας ζωής και το μόνο που
την ένοιαζε ήταν να δει τους πίνακες. Δε δέχτηκε το κρασί που της πρόσφεραν και
για καναπεδάκι ούτε λόγος να γίνεται. Καθόταν μόνο μπροστά από τους πίνακες
ενόσω οι ειδήμονες της τέχνης μπεκρούλιαζαν και μασουλούσαν. Καθόταν από
απόσταση και αναλογιζόταν για προοπτικές, οπτικές, αναλογίες και τεχνοτροπίες.
Οι γουλιές κατέβαιναν, ο κόσμος μαζευόταν, η ώρα περνούσε και εκείνη γέμιζε από
ζωγραφιές το δικό της κόσμο.
Βγαίνοντας από την γκαλερί ένιωθε ευτυχής. Ήταν η
καλύτερη βόλτα της ζωής της. Το αεράκι της νύχτας έπαιρνε μακριά όλη της
την κούραση. Είχε μαζέψει τόσα χρώματα και πινελιές μέσα της που έφταναν για
την υπόλοιπη ζωή της. Βγήκε έξω με το σινιέ της φόρεμα και ένοιωσε ό, τι τόσα
χρόνια δεν είχε νιώσει. Ανακατεμένη σα τέμπερα στην παλέτα. Να στριφογυρίζει
υγρή - σα φρεσκοαπλωμένη λαδομπογιά - και να μελετά τις αποχρώσεις. Ένοιωσε
πλήρης και τίποτε άλλο δεν την έμελε. Σκεφτόταν εκείνες τις φωτοσκιάσεις του
σχεδίου στο βάθος δεξιά. Κάρβουνο σε χαρτί. Καταπληκτικός πίνακας με
απροσμέτρητο βάθος προοπτικής. Ο καλλιτέχνης είχε δώσει όλη του την ψυχή σε
αυτό το έργο. Ιδιαίτερα στις σκιές. Εκείνη καθόταν σε τέσσερα μέτρα
απόσταση, στητή με το λευκό της φόρεμα και το φιογκάκι στον αφαλό της ντούρο
και ατένιζε τις ατελείωτα τέλειες σκιές του πίνακα μπροστά της. Ήταν σα κάποιος
να της άνοιγε τη μια πόρτα μετά την άλλη. Η κάθε σκιά του πίνακα έκρυβε μέσα
της τη διέξοδο για κάπου πέρα από εκεί που βρισκόταν εκείνη. Τα μάτια της
ταξίδευαν και η ψυχή της ανέμιζε μέσα στα απαλά τραμπαλίσματα των επτά
αποχρώσεων του γκρι των σκιών. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν πίσω της με τα
ζουπιγμένα στα δάκτυλα καναπεδάκια και εκείνη βουτούσε από τη μια σκιά στην
άλλη. Άνοιγε τη μια πόρτα μετά την άλλη. Η κάθε σκιά την οδηγούσε όλο και πιο βαθιά,
στο παρελθόν της, στη τέχνη της, στην τρικυμισμένη της ψυχολογία. Ο πίνακας
έδειχνε μια πόλη, βουτηγμένη στη νύχτα, σα και αυτές που ζωγράφιζε με το
ξεσκονόπανο στο τραπέζι των συνεδριάσεων. Οι σκιές δημιουργούσαν τα βάθη των
κτιρίων, τα σοκάκια, τους φωτισμούς από τις λάμπες στα στενά. Εκείνη τρύπωνε
και κρυβόταν, χωνόταν πίσω από τα κτίρια και χανόταν. Βρισκόταν κάτω από τις
λάμπες και μετά εξαφανιζόταν. Όλο και πιο βαθιά στην πόλη. Όλο και πιο βαθιά
στον πίνακα. Περπατούσε για ώρα μέσα σε αυτή τη σκιασμένη βραδινή πόλη,
ακούμπαγε τις βαριές πέτρες των κτιρίων, αγνάντευε στις στέγες και πιο πέρα,
στο απόλυτο μαύρο κάρβουνο του ουρανού. Περπάτησε για πολύ ώρα και κατάπιε
ολόκληρη την πολιτεία μέχρις ότου ξεβραστεί στην είσοδο της γκαλερί. Μόνο που
αυτή τη φορά η είσοδος λεγόταν έξοδος. Έφτιαξε το φιογκάκι στη μέση της, ίσιωσε
την τσάντα στον ώμο της και προχώρησε μπροστά.
Έμοιαζε σα κείνες τις γυναίκες που μετά από μια
παράνομη ερωτική περιπέτεια προσπαθούσαν με λίγο φτιαξίδι να επανέλθουν στους
προηγούμενους λογικούς τους ρυθμούς. Ούτε που της πέρασε από το μυαλό να
ρωτήσει τους ιδιοκτήτες για εκείνη την κενή θέση. Δεν ήταν το ότι ντράπηκε. Η
πόλη απλά με τις σκιές της ήταν μια μαγεία σκέτη. Ήταν η γνώση που της έλειπε
σε εκείνα τα σκίτσα πάνω στο τραπέζι. Πάνω στη σκόνη. Ο καλλιτέχνης δε
λογαριάζει τα υλικά, πότε είναι τέμπερα, πότε λάδι, πότε κάρβουνο και κάποιες
φορές είναι και σκόνη. Στις σκιές ζούσαν πάντα οι καλλιτέχνες, σε αντίθεση με
τα έργα τους. Εκείνη είχε διαλέξει διαφορετικό δρόμο. Να ζει στο φώς και τα
έργα της να εξαφανίζονται στη λήθη λίγο μετά τη δημιουργία τους.