«Θεέ μου πες μου τι θέλεις να
κάνω και θα το κάνω. Μόνο γλίτωσε με από αυτό το μαρτύριο!»
Άφηνα τον αέρα να με φυσά με τις γαλανές
αποχρώσεις ενός καλοκαιρινού μεσημεριάτικου ουρανού και έκανα κάτι τέτοιες σκέψεις,
περπατώντας προς το περίπτερο για τσιγάρα.
Μπροστά μου πάρκαρε ένα χιλιοτρακαρισμένο αμάξι με ένα μουσάτο
ηλικιωμένο κύριο. Άνοιξε την πόρτα για να βγει και μου έφραξε το χώρο που μου
αναλογούσε στο πεζοδρόμιο. Περίμενα λίγη ώρα, ώσπου να βγει και κλείνοντας την
πόρτα προχώρησα για τα Winston μου.
«Μα καλά τι σε κάνει να πιστεύεις
ότι θα έκανα κάτι διαφορετικό;»
Γύρισα προς τα πίσω και
κοιτάζοντας τον του είπα:
«Συγνώμη, σε μένα μιλάτε;»
«Εμ βεβαιώς! Είσαι μήπως από
εκείνους τους φαρσέρ που παίρνουν τηλέφωνο στα σπίτια και μετά το κλείνουν;»
Η ηλικία του δεν επέτρεπε στον
εκνευρισμό μου να βγάλει τσιμουδιά.
«Θα με συγχωρέσετε και πάλι αλλά
δε καταλαβαίνω για τι πράγμα μου μιλάτε.»
«Εσύ δεν ήσουν που πριν πέντε
λεπτά με φώναξες;»
Άρχισα να ακονίζω τη γλώσσα μου
με κάτι σύμφωνα και μετά πήρα να γαργαλάω την ατμόσφαιρα με επιφωνήματα γεμάτα
φωνήεντα. Στην αρχή έβγαλα ένα «ΩΩΩΩΩ» μετά ένα «ΑΑΑΑΑΑΑ», πριν τελικά καταλήξω
σε ένα ταπεινό «ΟΥΑΟΥ Θεέ εσύ είσαι;»
«Λοιπόν; Τι σε κάνει να πιστεύεις
πως θα έκανα κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανα για τον Υιό μου; Τον άφησα να
κουβαλάει το σταυρό του ως το τέλος έως ότου να τον καρφώσουν πάνω Του.»
«Μη παίρνεις τοις μετρητοίς ο, τι
είπα πριν. Είμαι σε μια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση τον τελευταίο καιρό και
αναστενάζω όλη την ώρα σπέρνοντας ευχές. Ξέρεις…. μάλλον δεν έχω καλύτερη λύση
από αυτό.»
«Δηλαδή δεν έχεις κάποιο πλάνο;
Κάποια έξοδο διαφυγής;»
«Πέρα από το να αγοράσω τσιγάρα,
τίποτε το συγκεκριμένο.»
«Και που νομίζεις πως θα σε
βγάλει αυτή η ιστορία;»
«Στο να βρεθώ μια μέρα στον
παράδεισο και να χαλαρώσω.»
«Αυτό ξέχνα το! Ο τελευταίος ωφελιμιστής
που δεχτήκαμε ήταν ο γιός μου. Αυτός όμως πέρα από το γεγονός της συγγένειας μας,
λύγισε μόνο την τελευταία στιγμή. Ε; δεν είμαστε και άκαρδοι εκεί πάνω! Ένα δύο
λαθάκια τα παραβλέπουμε.»
«Μα εσύ δεν είσαι που μπορούν να
απευθύνονται όλοι οι κατατρεγμένοι αυτού του κόσμου;»
«Ξέρεις κάτι; Αυτό που λες
αληθεύει. Απλά… εδώ και κάμποσους αιώνες έχω βαρεθεί όλη αυτή την ανταλλαγή.
Κάνε μου αυτό και κάνε μου εκείνο και εγώ τότε θα κάνω το άλλο και το παράλλο.
Έχω γεμίσει καμιά χιλιάδα ντουλάπες με φυλακτά, ρολόγια, κοσμήματα και έχω
μπουχτίσει με το να θέλετε σώνει και καλά να μου δώσετε κάτι για να σας κάνω τη
χάρη. Στο κάτω κάτω με αντιμετωπίζετε σα τον περιπτερά της γειτονιάς σας!»
Απέμεινα να τον κοιτάζω σα χάνος
και γύρισα να φύγω.
«Κύριε! Τα ρέστα σας.» μου είπε η
δεσποινίς μέσα στο περίπτερο. Στο χέρι μου έσφιξα το πακέτο με τα τσιγάρα που
μόλις είχα αγοράσει και έριξα μια ματιά προς το χιλιοτρακαρισμένο αμάξι. Δε
βρισκόταν κανείς εκεί και χαμηλώνοντας το κεφάλι μου, πήρα τα ρέστα από το
δισκάκι.
«Ευχαριστώ» είπα και
απομακρύνθηκα.
Ούτε καν σημασία δεν έδωσα όταν πήρε
να σκοτεινιάζει μέσα στο μεσημέρι.
Ούτε που νοιάστηκα όταν άκουσα
ένα «Παρακαλώ, δε κάνει τίποτα» κατευθείαν από τα σπλάχνα του ουρανού.
Σκέφτηκα πως ο Θεός είναι λιγάκι
εγωκεντρικός τύπος πιστεύοντας ότι ευχαρίστησα εκείνον και όχι την περιπτερού.