Μου έδειχνε τα σύννεφα θυμάμαι. Το θυμάμαι σαν
τώρα. Ήταν απογευματάκι και την είχαμε αράξει κάτω από ένα πεύκο που βρισκόταν
στην παραλία. Είχαμε εξαντληθεί από το κολύμπι και το κυνηγητό μέσα στη
θάλασσα. Κάναμε πατητές ο ένας στον άλλο σα πρόφαση για να αγγίξουμε όσα
ντρεπόμασταν να αγγίζουμε σε κοινή θέα. Το νερό ήταν μιας πρώτης τάξεως κάλυψη για δύο
παθιασμένους εφήβους.
"Κοίτα τα σύννεφα, τι καταπληκτικά σχήματα
που έχουν φτιάξει!". Είχε σηκώσει το δάκτυλο της δείχνοντας μου ψηλά
γέρνοντας το κεφάλι της στο λαιμό μου. Ο καιρός και ο ουρανός ως αντικείμενο
συζήτησης έχει πολλούς θιασώτες. Αν δεν έχεις τίποτα να πεις τότε τα καιρικά
φαινόμενα σου προσφέρουν τη λύση. Από την άλλη, αν είσαι ερωτευμένος, τότε ο
ουρανός είναι ό, τι καλύτερο. Οι εραστές έχουν την κατάλληλη δόση αισιοδοξίας
για να παρατηρούν το τι συμβαίνει γύρω τους και πάνω στον ουρανό. Ο έρωτας
φέρνει κάποιου είδους αισιοδοξία ότι όλα τελικά είναι υπέροχα φτιαγμένα.
Προσφέρει εκείνο το πρίσμα για να δει κανείς τα ίδια πράγματα με διαφορετικό
μάτι.
Είχε πάρει να φυσά ένα αποχαυνωτικό αεράκι,
ρίχνοντας πευκοβελόνες πάνω στα κεφάλια μας.
Γελάσαμε, θυμάμαι.
"Σουρουπώνει". Μια ξέπνοη λέξη δίπλα
στο αυτί μου. Είχε κουρνιάσει για τα καλά πάνω μου. Τι γλυκιά ευτυχία! Έχωσα το
χέρι μου κάτω από την μπλούζα της και μια δρασκελοδαχτυλιά έφερε την παλάμη μου
πάνω στο στήθος της.
"Ναι, σουρουπώνει...". Ο έρωτες με
έκανε παντελώς ηλίθιο. Το μόνο που κατάφερνα να κάνω ήταν να επαναλαμβάνω τα
λόγια της. Το δέρμα της ήταν γεμάτο τεντωμένους πόρους από την απογευματινή
δροσούλα. Οι μισοβρεγμένες μας μπλούζες δε βοηθούσαν ιδιαίτερα και έπρεπε να
σκεφτούμε κάτι γι' αυτό. Μετακίνησα την παλάμη μου ανάμεσα στα στήθη της. Τα
ήθελα όλα θυμάμαι. Με το ένα μου χέρι να την γραπώνω ολόκληρη σαν άλλος
γίγαντας. Με πέντε δάκτυλα άγγιζα δύο στήθη.
"Σα κάποιος να τρύπωσε κάτω από την μπλούζα
μου!". Είπε και βούλιαξε περισσότερο πάνω μου.
"Κάποιος βούλιαξε στην μπλούζα σου".
Απάντησε ο ηλίθιος μέσα μου. Στην άκρη των χειλιών μου κρέμονταν ένα χαμόγελο
σαν εκείνα μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Το χέρι μου - ευτυχώς - είχε πάψει
από ώρα να δέχεται εντολές από το μυαλό μου. Έκανε τα δικά του μέσα στην
μπλούζα της, έχοντας τις δικές του ατάκες να πει. Το δέρμα της είχε ηρεμήσει
κάπως. Είχε ζεσταθεί από την παλάμη μου που μια ακουμπούσα από την κανονική και
μια από την ανάστροφη. Πήγαινα σα καΐκι πάνω στα κύματα του στήθους της.
Ανηφόριζα στο κύμα με τα μάτια γουρλωμένα και κατέβαινα με μια ηρεμία ότι είχα
κατακτήσει τα πάντα στον κόσμο και άλλο δεν έχει.
"Θα ήταν όμορφα να μου κάνεις έρωτα κάτω από
το πεύκο". Μίλησε για άλλη μια φορά πρώτη. Κάτι είχα πάθει και δεν έδινα
μεγάλη σημασία στα λόγια. Έτσι θυμάμαι τουλάχιστον τον εαυτό μου εκείνο το
απόγευμα, μαζί της.
"Θα ήταν όμορφα να σου κάνω έρωτα
οπουδήποτε". Κατάφερα και έκανα την πρώτη μου προσπάθεια μιας κάπως
αβανταδόρικης απάντησης.
Έπιασε το χέρι-εισβολέα και το τράβηξε έξω από
την μπλούζα της. Σηκώθηκε όρθια μπροστά μου. Εκεί πίσω, πίσω της, υπήρχαν ένα
τσούρμο αστέρια καλοκαιρινής νυκτός που αχνόφεγγαν στο απερχόμενο σούρουπο.
Υπήρχε κάπου ένα φεγγάρι. Υπήρχε ένας άνεμος. Παντού ο άνεμος. Μας έπαιρνε και
μας σήκωνε. Πίσω της υπήρχαν τα κύματα που σιγά σιγά αποτραβιόντουσαν από την
ακτογραμμή και οι τελευταίες πετσέτες λουόμενων που ριχνόντουσαν μέσα σε
τσάντες. Σημασία δεν έδινα για το τι συνέβαινε εκεί πίσω και εκεί πάνω και εκεί
παντού.
Ήταν όρθια μπροστά μου και μου έδινε το χέρι της.
Το έπιασα και με οδήγησε σε ένα σημείο πίσω από έναν αμμόλοφο. Κάτσαμε απέναντι
ο ένας στον άλλον. Ο κάθε ένας μας στα δικά του γόνατα. Δεν ήμουν ρομαντικός
αλλά της έπιασα το μάγουλο. Είχα τόσα να αποκάμω μαζί της που αυτό έμοιαζε με
ένα είδος πολυτέλειας ή τουλάχιστον άσκοπης καθυστέρησης. Χρόνια μετά έμαθα ότι
ακριβώς αυτές οι κινήσεις είναι που σέρνουν το γαϊτανάκι όλων των υπόλοιπων
εικόνων. Έβγαλε την μπλούζα της και την πέταξε στο πλάι. Την τράβηξα πάνω μου,
γέρνοντας την λίγο για να πέσει πάνω στην άμμο. Βουλιάξαμε για τα καλά τότε
θυμάμαι. Κάθε μέρα βουλιάζαμε όλο και πιο βαθιά σε κείνον τον αμμόλοφο. Μέχρι
και μια καλοκαιρινή μπόρα είχαμε φάει μέσα στα αγκομαχητά μας. Η βροχή μου
ξέπλενε την πλάτη έως ότου η γούβα που είχε σχηματιστεί γίνει κανονική λίμνη με
μας να επιπλέουμε μέσα της.
Μετά από εκείνες μας τις πάλες πάντοτε τρέχαμε,
γυμνοί όπως ήμασταν, προς την θάλασσα. Όποιος έφτανε πρώτος θα παίδευε τον
άλλον μέσα στο νερό. Αγαπημένο μας παιχνίδι. Εκείνος που έχανε δε θα έπρεπε να
αντιδράσει. Δεν είχε το δικαίωμα να απλώσει χέρι ή να κάνει την οποιαδήποτε
κίνηση όσο ο άλλος ασχολούνταν μαζί του.
Συνήθως έβαζα τα δυνατά μου για να βγω πρώτος,
παρότι τα πόδια μου έτρεμαν. Μου άρεσε να την βλέπω να παιδεύεται και να πρέπει
να ακολουθήσει τους άγραφους νόμους του παιχνιδιού μας. Δεν ήταν λίγες οι φορές
όμως που καμωνόμουν τον αδύναμο και έχανα. Με βουτούσε μετά στο νερό και
ξεκινούσε να με φιλάει και να με χαϊδεύει. Το απολάμβανα αλλά στο τέλος πάντα
έχανα για άλλη μια φορά. Γεμίζαμε με τους χυμούς μας τη σκούρα θάλασσα,
ταξιδεύοντας και κείνοι στο κύμα σα και μας. Ποτέ δεν κατάφερνα να συγκρατήσω
τον εαυτό μου και στο τέλος την αγκάλιαζα μέσα στο νερό. Οι κανόνες όμως ήταν
ιδιαίτερα αυστηροί. Εκείνος που δεν κατάφερνε να συγκρατήσει τα χέρια του θα έπρεπε να τρέξει ξανά στον αμμόλοφο και να φέρει τα ρούχα του άλλου για να
τον ντύσει. Αυτό ήταν σκέτο μαρτύριο. Δεν άντεχα να την ντύνω. Ήταν σα να
πακετάριζα τις αποσκευές μου, φεύγοντας από τη γη της επαγγελίας.
Έτσι θυμάμαι. Έτσι ήταν. Και ακόμα έτσι είναι.